- Όταν η γενιά μου ήταν στην εφηβεία, στη δεκαετία του ’60, είχαμε την τύχη να μας συνοδεύσει ο παιδαγωγικός λόγος του Ιεράρχη Ειρηναίου. Είμασταν τότε μια γενιά συντηρητικών αρχών, όπως και οι γονείς μας, με στενότερη σχέση προς την εκκλησία απ’ ό,τι τα σημερινά παιδιά. Ο εκκλησιασμός της Κυριακής, οι Εσπερινοί, οι Χαιρετισμοί, οι Αγρυπνίες, οι ομιλίες στο ενοριακό μας κέντρο, από τα πρώτα μελήματα του δεσπότη, το κατηχητικό σχολείο, ήταν συνήθειες περίπου επιβεβλημένες, άλλοτε από πίστη, άλλοτε για λόγους επιμόρφωσης, άλλοτε σαν προέκταση της περιορισμένης τότε κοινωνικής μας ζωής, οπωσδήποτε όμως σήμερα εξωραϊσμένες αναμνήσεις. Είναι γεγονός, όμως, δεν ήταν λίγες οι φορές που δυσφορούσαμε. Ο λόγος της εκκλησίας ακουγόταν τυπικός και ξηρός, μας άφηνε αδιάφορους ή μας κούραζε. Άλλοτε πάλι μας γέμιζε φόβο και ενοχές απέναντι στο Θεό και τους αγίους, καθώς η φαντασία μας περίσσια έπλαθε τα μαρτύριά τους, τα βασανιστήρια της κόλασης και τους πειρασμούς. Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα και οι αμφιβολίες: Τι είναι ο Θεός, τι είναι η αμαρτία, τι θα πει ανάσταση, τι σταύρωση, τι σωτηρία; Μα ήταν εύκολο στον καθένα μας να σταυρωθεί για να σώσει τους άλλους; Μα ο λόγος του ιεράρχη μαλάκωνε την ψυχή μας. Ήταν ένα ιερωμένος που μιλούσε για το Θεό και τους αγίους της ορθόδοξης πίστης μας και τους κατέβαζε λίγο πιο χαμηλά στη γη κι έκανε ό,τι μπορούσε για να λιάσει εμάς μήπως μπορέσουμε και τους φτάσουμε. Κι όταν του λέγαμε για τις αμαρτίες μας, αυτός διόρθωνε τη λέξη αμαρτία με τη λέξη «λάθος». Μας έδειχνε τους αγίους κι έλεγε: «Όλοι αυτοί έκαναν λάθη, μα μετάνοιωσαν, άλλαξαν πορεία και άγιασαν». Όλη του η προσπάθεια ήταν να πλατύνει το μυαλό μας και να ομορφύνει την ψυχή μας. Μας μετέφερε τα λόγια του Ευαγγελίου, τα «Αθάνατα Λόγια» όπως τα χαρακτηρίζει στο ομώνυμο βιβλίο του κι εύρισκαν απήχηση σε κάποιο σημείο της ψυχής μας ή της ζωής μας. Καθένας μας μπορούσε να είναι ένας λιγόπιστος Πέτρος, ένας αντάρτης Παύλος, ένας ανεύθυνος Πιλάτος, η μάνα μας μπορούσε ώρες-ώρες να είναι η Παναγία και το ξυλουργείο της Ναζαρέτ το μαγαζάκι του πατέρα. Μιλούσε για τους Πατέρες, τον Χρυσόστομο, τον Ιερό Αυγουστίνο, μα και για τον Γκαίτε, τον Ντοστογιέφοκι. τον Κίπλιγκ, τον Kiergegaard, τον Shiller, τον Toynbee, τον Καζαντζάκη. Μας έφερνε σε επικοινωνία με όλο τον κόσμο, την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, καθώς άνθρωποι νέοι άλλων ομολογούν επισκεπτόταν την ταπεινή μας μητρόπολη, σε μια εποχή. που ούτε Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρχε, ούτε προγράμματα ανταλλαγών Erasmus, Lingua, Leader. Εμείς ωστόσο κάτι υποψιαζόμασταν από τον αναπτυγμένο κόσμο. Και η διδασκαλία του γινόταν σε μια γλώσσα ζωντανή, ποιητική, απλή κατανοητή με λέξεις ιδιαίτερα φορτισμένες. Πρόσεχε ιδιαίτερα τις λέξεις που χρησιμοποιούσε ο ποιμενάρχης.
Ο ίδιος έλεγε: «Οι λέξεις είναι σαν τις πέτρες που χτίζουμε και τις χρησιμοποιούμε από πολλές μπάντες. Όποια μπάντα χρησιμοποιήσεις, άλλο αποτέλεσμα θα βγάλεις» και καταλήγει: «οι λέξεις που δεν περνούν και δεν αγγίζουν την καρδιά μου, δεν τις χρησιμοποιώ». Γι’ αυτό λοιπόν, ο λόγος του επισκόπου ήταν αξιόπιστος και γινόταν το «άλας της ζωής». Άλλωστε η ίδια η θρησκευτικότητά του ήταν ποιητική.
Έτσι στις νεανικές ανησυχίες μας για το Θεό προσπαθούσε να μας απαντήσει:
- Ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Φωτισμένος Λόγος που αιώνες πλανάται πάνω από τον κόσμο: «Εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν ο Θεός». Αυτός ο λόγος έχει κανόνες και σε οδηγεί στην τελειότητα. Αποτελεί θεία χάρη για όποιον πιστέψει και αγωνιστεί στη ζωή του για την ψυχική και σωματική ισορροπία, που θα τον οδηγήσει στην τελειότητα.
- Η συνάντηση με το Θεό είναι απόλυτα προσωπική υπόθεση του καθενός και δεν μπορεί να στηριχθεί στην παράδοση, ούτε στην εμπειρία περασμένων γενεών. Καθένας ζητά με την δική του ψυχή να συναντήσει το Θεό. «Η γνώμη και πλευρά των άλλων μας βοηθά να φθάσομε στην πηγή της Αλήθειας».........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου