Οι συγκλονιστικές μνήμες από την ηρωική αιματηρή θυσία στη Μονή Αρκαδίου την 8η Νοεμβρίου 1866 επαναφέρουν καί τις μνήμες καί γιά τή συμμετοχή τής Κισάμου, αλλά και όλης τής περιοχής Χανιών, περιοχή πού πρωταγωνίστησε κατά τόν τριετή (1866 -1868) αυτό υπέρτατο κρητικό αγώνα για τήν Ελευθερία καί τή τελική Ενωση τής Κρήτης μέ την Ελλάδα..
Μέ τήν ευκαιρία τής ιστορικής αυτής επετείου θεωρούμε επίκαιρη καί χρήσιμη τήν παράθεση ορισμένων γραπτών καί εικονογραφικών μαρτυριών τής εποχής, τόσο γιά τή σχετική υπενθύμιση ορισμένων επαναστατικών γεγονότων στή περιοχή μας, όσο καί για τήν απότιση φόρου τιμής καί ευγνωμοσύνης προς τούς πρωταγωνιστές καί ηρωικώς πεσόντες κατά τήν Επανάσταση τού 1866
Α) ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΠΕΡΙΔΗ,
ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΩΝΙΑΣ, ΑΠΟ ΡΟΓΔΙΑ ΚΙΣΑΜΟΥ.
Ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος Περίδης από τή Ρογδιά τών Εννιά Χωριών, φλογερός πατριώτης, αφιέρωσε τη ζωή του στους αγώνες για την ελευθερία τής Κρήτης. Είχε εκλεγεί ομόφωνα Πρόεδρος τής Επαναστατικής Συνελεύσεως μέ τούς πληρεξουσίους των Επαρχιών, μεταξύ τών οποίων καί ο άλλος επίσης αδελφός τής Ιεράς Μονής Γωνιάς, Παρθένιος Κελαιδής, πληρεξούσιος Σφακίων (μοχλός επίσης τής Επανάστασης όπως τον χαρακτηρίζει ο Περίδης στα απομνημονεύματά του) Ο Παρθένιος Περίδης, υπήρξε η ψυχή καί ο κατευθυντήριος νους καθ' όλη τη διάρκεια τού σκληρού τριετούς Αγώνα 1866-1868. Δεν αναπαύτηκε ούτε στιγμή,
περιπλανώμενος συνεχώς μαζί με το Προεδρείο τής Εθνικής Συνελεύσεως και την Προσωρινή Κυβέρνηση, από χωριό σέ χωριό, από κορυφή σέ κορυφή καί από κρησφύγετο σέ κρησφύγετο, κατευθύνοντας, την Επανάσταση τόσο κατά τίς νικητήριες όσο καί κατά τίς στιγμές συντριβής και αδυναμίας. Υστερα από μιά εικοσαετία από την Επανάσταση, ο Παρθένιος Περίδης με επιμέλεια και πρόλογο του δικηγόρου Ιωάννου Λιονή από τα Παπαδιανά Εννιά Χωριών, έγραψε όσα απομνημονεύματα πρόλαβε πριν από το θάνατό του για να μη καλύψη ο πέπλος της λήθης τόσον σπουδαία συμβεβηκότα τής ενδόξου εκείνης Επαναστάσεως.* όπως γράφει στην εισαγωγή του.. (ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΠΕΡΙΔΟΥ. *Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ . ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΛΕΩΝΗ Οδός Λέκκα- Στοά Σιμοπούλου. 1900)
Σημειώνεται καί υπενθυμίζεται ότι ολοκληρωμένη βιογραφία τού Παρθενίου Περίδη έγραψε ο αείμνηστος λόγιος γυμνασιάρχης-συγγραφέας, από Ρογδιά καταγόμενος επίσης, Λυκούργος Βιδαλάκης, πατέρας τής αλησμόνητης μας Ειρήνης Βιδαλάκη- Κοντοπυράκη, συζύγου τού πρόωρα επίσης εκλιπόντος επιστήθιου παιδιόθεν αγαπητού μας καθηγητή Πανεπιστημίου Μανώλη Κοντοπυράκη. (Λυκούργου Βιδαλάκη Γυμνασιάρχου. ‘ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΠΕΡΙΔΗΣ Ο ΚΡΗΣ* ΑΘΗΝΑΙ 1970)
Παρακάτω παραθέτουμε, ένα σχετικό απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα τού Παρθενίου Περίδη πού αναφέρεται στη μάχη και σφοδρές εχθροπραξίες μεταξύ Κισαμιτών και Σελινιωτών Τούρκων και Χριστιανών Επαναστατών στο Φουρνάδο κάτω Μεσογείων, το Νοέμβριο 1866 καθώς και στην άφιξη τού αξιωματικού τού Ελληνικού Στρατού Χρήστου Βυζαντίου με πυροβόλα και εθελοντές, ο οποίος θα προχωρούσε εκείνες τίς μέρες στην ατυχή πολιορκία τού φρουρίου Καστελλίου. .
Β) ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗ* Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΟΥΡΑΝΣ*
Στό βιβλίο αυτό τού ερευνητή στό Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών καί μόνιμου συνεργάτη βιβλιοκριτικού ιστορικών έργων, τής εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ,, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη,
περιγράφεται η ζωή και η δράση τού Γάλλου μαχόμενου δημοσιογράφου, περιπλανώμενου ρομαντικού επαναστάτη, φιλέλληνα εθελοντή στην Κρητική Επανάσταση τού 1866 και πρωταγωνιστή αλλά και θύματος, αφού έπεσε στα τριάντα τρία του χρόνια, κατά τίς συγκρούσεις μετά τον σχηματισμό τής Κομμούνας των Παρισίων το 1871.
Ο Φλουράνς είχε προστρέξει στη Κρήτη ως εθελοντής, είχε συμμετάσχει καί στη πολιορκία τού Καστελλίου, αρθρογραφούσε θερμά υπέρ τού Κρητικού αγώνα, σέ στενή συστράτευση μέ τόν μεγάλο επίσης κήρυκα των δικαίων τού κρητικού λαού, Βίκτωρα Ουγκώ. Βοηθούσε δέ καί τούς Κρητικούς Επαναστάτες στή σύνταξη των διαμαρτυριών και εκκλήσεων τους προς τούς μεγάλους τής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρακάτω παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο τού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη τόσο για τή συμμετοχή Φλουράνς στην πολιορκία Καστελλίου, όσο κυρίως γιά τήν περιγραφή τού τύπου, της φυσιογνωμίας, τού παραστήματος καί των αρετών τού κρητικού μαχητή, όπως με λεπτομέρεια, παρατηρητικότητα και έκδηλο θαυμασμό παρουσιάζεται από τή γλαφυρή γραφίδα τού Φλουράνς. Σημειώνεται ότι ο διακεκριμένος συγγραφέας Λεωνίδας Καλλιβρετάκης στην αρχή αφιερώνει το βιβλίο του στην πόλη των παιδικών του χρόνων, τα Χανιά. (Λεωνίδα Καλλιβρετάκη.*Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΟΥΡΑΝΣ. Έκδοση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ Αθήνα 1998)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΠΕΡΙΔΟΥΣελ 122-126 (Κρατάμε την γραφή του)
Ο Μουσταφά Πασάς μετά τήν καταστροφήν του Άρκαδίου δέν έβράδυνε νά κατέλθει είς τήν πόλιν τής Ρεθύμνης, φέρων μαζί του γυναίκας τινας καί παιδία, τά όποια είχον διασωθή έκ τής καταστροφής. Όταν είσήλθεν είς την πόλιν, ήκουσε τούς θρήνους καί τάς έναντίον του κατακραυγάς τών οθωμανικών οικογενειών και έμεινε περιορισμένος έν τω διοικητηρίο έπί δυο ή τρεις ήμέρας μέχρις παρέλθωσιν αί πρώται εντυπώσεις των εντοπίων όθωμανων.
Ήλπιζε καί την φοράν ταύτην οτι περί έπαναστάσεως πλέον δέν ήδύνατο νά γίνει λόγος, αλλά καί πάλιν αί έλπίδες του διεψεύθησαν, διότι ή έντασις αυτής είχε φθάσει πλέον εις τη κατακόρυφον έν τας δυτικας έπαρχίας Κισσάμου, Σέλινου καί Κυδωνιάς.
Οι Τούρκοι του Καστελλίου του Κισσάμου ειχον αποστείλει τάς οίκογενείας των έν Χανία καί έμενον ουτοι έλεύθεροι διά πάσαν περίστασιν. Είς το φρούριον Καστελλίου είχον έλθει καί Σεληνιώται τουρκοί νά ενισχύσωσι τούτους διά νά άπωθήσωσι τούς πολιορκητάς καί έξέλθωσι προς τα χωρία προς λεηλασίαν διότι καί οί Κισσαμίται τούρκοι, τετρακόσιοι τον άριθμον, είχον μεταβή μετά του στρατου είς Κάνδανον όταν τούς εκει Οθωμανούς τούς ωδήγησαν είς Χανία. Ώστε έπρεπε νά έξοφληθή ή προς αυτούς όφειλή αύτη των τούρκων Σελινιωτών. Όλαι όμως αί απόπειραι των διά νά έξέλθωσιν έματαιούντο διότι είς Κίσσαμον είχον κατέλθει και πολλοί Σελινιώται, άπηλλαγμένοι ούτοι πάσης ένασχολήσεως έν τή έπαρχία των, άφ’ ότου είχον αναχωρήσει οί τούρκοι τής Κανδάνου, και έδωκαν μεγάλην ένίσχυσιν είς τούς Κισσαμίτας. Τον Νοέμβριον του 1866 σπουδαιότατη μάχη έλαβεν χώραν είς τον Φουρνάδο των Μεσογείων οι τουρκοι προ πολλού οντες πολιορκημένοι έντός του φρουρίου του Καστελλίου καί ήναγκασμένοι καθ’ έκαστην νά συναπτώσιν αψιμαχίας μέ τούς πολιοοκούντας αυτούς χριστιανούς διά νά επεκτείνωσι τήν ζώνην των, ύφίσταντο μεγάλας άπωλείας και διέτρεχον σοβαρόν κίνδυνον από ένδεχομένην έφοδον τών Κισσαμιτών κατά του φρουρίου. Δι' ο’ καί έστειλαν άπεσταλμενους είς Χανία καί έζήτησαν ένίσχυσιν στρατιωτικήν, διότι ώς έλεγον διέτρεχον σοβαρόν κίνδυνον. Εκ Χανιών απεστάλη αρκετή στρατιωτική δυναμις την όποιαν ακολούθησαν και πολλοί έντόπιοι τουρκοι Σελινιώται, θέλοντες νά έκδικηθώσι τούς Κισσαμίτας, διότι κατά το διάστημα τής πολιορκίας έν Κανδάνω, ουτοι ενίσχυσαν τούς περί τον Κριάρην καί τούς ειχον προξενήσει τόσην καταστροφήν. Τότε οί Σελινιώται τούρκοι ηλθον εις Καστελιον καί είδον τις θέσιν των Οθωμανών καί τον τρόμον ύπο του οποίου κατείχοντο έλεγον πρός αυτούς σκωπτικώς, «Ίντα δα ντε·ντίμ έβάλανέ σας οί Ρωμιοί καί κατουρείται στα τσικάλια σας; ταϋτέρου θά δείτε ιντα θά τούς κάμωμε μεις»
Πράγματι την πρωίαν τής έπομένης τις άφηξεώς του ο τούρκικος στρατός μετά τών Σελινιωτών καί Κισσαμιτών τούρκων έξήλθον του φρουρίου και είσήλθον νύκτωρ είς τά Μεσόγεια. Απώθησαν τάς μικράς προφυλακάς καί είσήλθον εις πτ χωρίον Φουρνάδον, του οποίου αρχισαν να καίωσι τάς οικίας. Οι χριστιανοί τών Μεσογείων έντρομοι άρπαζον τάς οίκογενίας των καί τάς μετεφερον είς τά ύψηλότερα χωρία. Έφθασεν έγκαίρως η είδησις είς τά επάνω
Μεσόγεια (Πόρο Μεσόγεια) και όσοι εύρίσκοντο έκεί έσπευσαν μέ τον Σκαλίδην διά νά εμποδίσουν τούς τούρκους να καταστρέψουν καί άλλα χωρία του δήμου τούτου. Κατέφθασαν επίσης καί αρκετοί έκ του χωρίου Λουσακιές, άκούσαντες την μάχην ως καί ό Γεώργιος Δασκαλάκης καί ανερχομένων ηδη τών χριστιανών είς τετρακοσίους, έλαβεν η άμυνα τών χριστιανών μεγαλυτέραν δύναμιν. Η ορμή όμως μεθ’ ης επετίθοντο οί τούρκοι ητο τοιούτη, ώστε άπο στιγμή είς στιγμήν επέκειτο η υποχώρησίς τών ημετέρων, σημαιοφόρος τών εντοπίων Οθωμανών ητο ό υιός του αρχηγού αύτών Μεχμέτ αγάς Φούσκη, Χαληλ ονόματι, καί όλονέν έβαινε πρός τά έμπρος. Η μάχη όμως είχε γίνει γνωστή και είς τούς εν Παλαιόκαστρον στρατοπεδευμένους Εννεαχωριανούς ύπό τόν οπλαρχηγόν Γεώργιον Μπαουλήν και σπευσαντες ουτοι έφθασαν εις την ακμήν της μάχης καί κατωρθώθη τότε νά άποκρουσθώσιν οί τούρκοι με σημαντικάς απώλειας.
Εκ τών χριστιανών έφονεύθησαν μεταξύ τών άλλων ό Κουφάκης.ό Σαμψάκης έκ του χωρίου Αερινου τών Εννέαχωρίων, επληγώθηκαν δέ ό Γ. Δασκαλάκης ό Αντώνιος Κουντούρης και άλλοι τινές. Μετά την άπόκρουσιν τών οθωμανών οι χριστιανοί επέστρεψαν είς τα Άνω Μεσόγεια. Έν Καστελλίω τότε οι έντόπιοι τής έπαρχίας τούρκοι ηρώτων τούς Σελινιώτας πώς τους εφάνηκαν οι μπάλες τών Κισσαμιτών, ό Μεχμέτ Φούσκης είπε "Μά τά τέσσερα κιτάπια και ακόμα δεν έφαγα ζεστότερες μπάλες" τοτ’ αύτό είπε και ο Σελήμ αγάς Φούσκης.
Ο χειμών είχεν έπέλθει πλέον βαρύς, ύπερμεσούντος ήδη του Νοεμβρίου· είχεν συμβή καί η καταστροφή του Άρκαδίου και ώς έκ τούτου είχε παρτηρηθή καποια νέκρωσις τής έταναστάσεως είς τά τμήματα της Ρεθύμνης καί Ηρακλείου. Διά τουτο καί οί πρωτεύοντες αρχηγοί τών τμημάτων τούτων Κόρακας, Ρωμανός, Τσουδερός, Κορωναίος και λοιποί ήλθον είς Κυδωνιάν, ένθα είχε την έδραν της η έπιτροπή μετά του Ζυμβρακάκη, Χατζή Μιχάλη, Α.Μάντακα καί Κριάρη καί έν συνεδριάσει λαβούση χώραν είς το χωρίον Μεσκλά τής αυτής επαρχίας άπεφάσισαν την έξακολούθησιν της επαναστάσεως- συνέταξαν δέ καί πρωτόκολλον το όποιον υπέγραψαν έκτος τών μελών τής επιτροπής και πάντες οί παρατυχόντες έκει Αρχηγοί καί οπλαρχηγοί. Μετά την έγγραφον ταυτην πράξιν άνήλθον είς το άνωθεν τών Μεσκλών χωρίον Ζούρβαν καί έστρατοπέδευσαν έκει, διότι τά Μεσκλά είχον πυρποληθή ύπο του Μουσταφκ Πασά.
Ένω παρέμενον έν τω χωρίω τούτο ήλθον απεσταλμένος έκ της επαρχίας Σέλινου και έφερε τήν είδησιν, ότι ό Βυζάντιος απεβιβάσθη εκει έλθών έξ Ελλάδος δι’ άτμοπλοίου, έφερε δέ
μαζί του όπλα, πολεμοφόδια καί τροφάς ώς καί πυροβόλα (τα όποία όμως ατυχώς έμειναν άχρηστα, ώς και τά του Ζυμβρακάκη. Η επιτροπή συνεννοηθείσα μετά τών άλλων οπλαρχηγών, έγραψεν εις τον Ζυμβρακάκην νά επισπεύση την έλευσίν του εις Ζουρβαν μετά των πολεμοφοδίων τά όποια έφερε μαζύ του, απέστειλε δέ καί τον Κριάρην εις Σέλινον, ίνα στρατολογήσει όσον το δυνατόν περισσοτέρους συνεπαρχιώτας του διά να μεταβώσιν ακολούθως είς Άποκόρωνα νά έπιτεθώσι κατά του αυτόθι μένοντος τουρκικού στρατού ύπο τον Μεχμέτ Πασά.
Ο Βυζάντιος όμως είχε παραπεισθή ύπο τών Κισσαμιτών και Σελινιωτών νά κτυπηση με τά πυροβόλα του το Καστέλλιον· τούτο έπβάλλετο και ώς πράγματι ήτο και άληθές το φρουριον τούτο ητο μία πληγή διά την έπαρχίαν τής Κισσάμου, διότι έξ αύτού καθ’έκάστην οί Τούρκοι εξηρχοντο καί προέβαινον εις επιθέσεις κατά τών πέριξ χωρίων. Ό Βυζάντιος έγραψε εις
την επιτροπήν ότι θά μεταβή είς Καστέλλιον καί μετά την άλωσιν του φρουρίου τούτου θά σπεύσει παρ' αύτή.
Ο Ζυμβραζάκης, όστις είχε λάβη πείραν τών ίδικών του πυροβόλων, είπεν είς την έπιτροπήν ότι μέ τοιαύτα πυροβόλα είναι αδύνατον νά κυριευθή το φρούριον έκείνο καί έγραψαν έκ δευτέρου είς τον Βυζάντιον νά παραιτηθεί τής αδυνάτου ταύτης επιχειρησεως, δυστυχώς όμως δεν ύπηκουσε.
Τό βάπτισμα του πυρός
Από τό Πελεκάνο Σελίνου στο Παλαιόκαστρο Κισάμου
Μόλις αποβιβάστηκαν στήν Κρήτη, οι έθελοντές του Βυζάντιου κατευθύνθηκαν στό χωριό Πελεκάνο Σελίνου μέ τά τρόφιμα, τα πολεμοφόδια καί τό πυροβολικό τους. Παρά τις οδηγίες που είχε λάβει στήν Αθήνα καί στη Σύρο, σύμφωνα μέ τις όποιες όφειλε νά μεταβεί αμέσως στό στρατόπεδο τού Κορωναίου, ο Βυζάντιος παρέμεινε δέκα περίπου ημέρες στό Σέλινο, αγνοώντας τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του Ζυμβρακάκη καί τού Κορωναίου νά ενωθεί μαζί τους, ώστε νά επιτεθούν όλοι μαζί στόν Μεχμέτ πασά. Αντίθετα, προτίμησε νά διατηρήσει τήν αύτονομία των κινήσεών του καί αποφάσισε νά έπιτεΟεϊ στό φρούριο τού Καστελλιού Κισάμου, πού είχε περικυκλωθεί ήδη άπό τούς Κισαμιώτες καί Σελινιώτες πολεμιστές. Η Γενική Συνέλευση, μαθαίνοντας τήν απόφασή του, τού ζήτησε νά εγκαταλείψει αύτή τήν επιχείρηση, όπως φαίνεται άπό τήν άκόλουθη επιστολή:.
«Επειδή ή Γεν. Συνέλευσης καί ο αρχηγός τού τμήματος τούτου εθεώρει τάς δύο επαρχίας Κισσάμου καί Σελίνου ώς τό καταφύγιον τής τελευταίας επιχειρήσεώς των καί διά σπουδαίους λόγους δέν έθεώρει άναγκαίαν ήδη τήν ένέργειαν τού ήμετέρου σχεδίου ώς καταστρεπτικού ούτως είπειν τής Νήσου, διά τούτο προλαμβάνει νά διαμαρτυρηθή έγκαίρως καθ’ ούτινος άνήκει διά τάς θλιβερός συνεπείας αϊτινες θά προέλθωσιν έκ τής κατά τού Καστελλίου Κισσάμου προσβολής, ώς πρός τήν ένδεχομένην καταστροφήν της Γεν. ’Επαναστάσεως καί ώς προς τούς άνδρας οίτινες έπί ματαίω θέλουσιν άπολεσθή»
Ο παλαίμαχος τού τακτικού σώματος δεν ήταν όμως διατεθειμένος νά έγκαταλείψει τό σχέδιό του καί προσπάθησε νά δικαιολογήσει τή διαγωγή του: «Δέν δύναμαι ν’ αφήσω τήν έπιχείρησιν ταύτην διότι τό Σώμα μου έξετέθη καί εις εναντίαν Διαταγήν μου ίσως παρακούσει. Οι έν Καστελλίω, Επιτροπή καί Καπετανέοι, όλοι μου έγραψαν καί μέ παρεκάλουν νά βαδίσω όσον τάχιον πρός τά έκεί καί συγχρόνως μου έπεμψαν ζώα διά τήν μεταφοράν τού υλικού μου».
Δέν αποκλείεται, πράγματι, οι νεαροί - Ελληνες καί οι Γαριβαλδινοί, ανυπόμονοι για δράση, νά παραπονέθηκαν γιά τήν άπραξία τους. Όπως κι άν έχει τό πράγμα, ο συνταγματάρχης έδωσε τή διαταγή τής αναχώρησης καί οι εθελοντές κατευθύνθηκαν μέ τά φορτωμένα μουλάρια τους νοτιοδυτικά. Ετσι άρχιζε ή πρώτη μεγάλη πορεία τού Γουσταύου Φλουράνς πάνω στους βράχους τού νησιού όπου ήλθε νά πολεμήσει γιά τήν έλευθερία.
Ό δρόμος πού ακολούθησαν είναι, όπως όλοι οί δρόμοι τής Κρήτης, ένα στενό μονοπάτι πάνω στά βουνά πού φιδοσέρνεται στις πλαγιές ανάμεσα στους ασπάλαθους. Οι έθελοντές σκαρφάλωσαν βράχια, διέσχισαν αμπέλια, κατέβηκαν μέσα σέ βαθιές ρεματιές όπου κυλούσαν μέ πάταγο ορμητικοί χείμαρροι. Αφού διέσχισαν άρκετά χωριά, βγήκαν άπό τήν άλλη μεριά τού βουνού και τέλος βρέθηκαν μπροστά στό έπιβλητικό θέαμα τής θάλασσας καί τού μεγάλου κόλπου τής Κισάμου.
Μπροστά τους απλώνονταν μερικοί λόφοι, έπειτα καταπράσινες κοιλάδες καί, τέλος, ή θάλασσα μέ τόν απέραντο ορίζοντά της. Στά δεξιά τους εκτεινόταν τό ακρωτήρι Σπάθα, στά αριστερά τους, πέρα μακριά, τό ακρωτήρι Γραμπούσα. Ό κόλπος στρογγύλευε μπροστά στά μάτια τους, σχηματίζοντας Εναν απέραντο ασημένιο κύκλο πάνω στήν ψιλή άμμο τής παραλίας. Στό κέντρο αυτής τής είκόνας, τό Καστέλλι Κισάμου. Ενα βενετσιάνικο Ερείπιο πού είχαν Επισκευάσει οι Τούρκοι στά 1658. Στά νότια τού κάστρου, πάνω σέ ένα ψηλό βουνό, διακρίνονταν τά σπίτια τού χωριού Παλαιόκαστρο, πρός το όποιο κατευθύνθηκαν οι Εθελοντές. Ήταν η 19η Νοεμβρίου 1866.
Η μάχη του Καστελλιού
Στό Παλαιόκαστρο, ο Βυζάντιος συναντήθηκε μέ τούς Κρήτες οπλαρχηγούς Κωνσταντίνο Κριάρη, Σκαλίδη, Γεώργιο Καμπουράκη, Νικόλαο Μαρκαντώνη καί Κουνδουράκη, Επικεφαλής πολλών Εκατοντάδων πολεμιστών άπό τό Σέλινο καί τήν Κίσαμο, καθώς καί μέ τόν ανθυπολοχαγό Δεονταρίδη, ό όποιος διοικούσε ένα απόσπασμα εκατόν τριάντα Εθελοντών πού είχαν φτάσει στήν Κρήτη στίς άρχές Νοεμβρίου.
Οι Επαναστάτες κατείχαν τά χωριά Φουρνάδο, Παλαιόκαστρο, Γληγοργιανά, Καλλεργιανά καί Δραπανιά, γύρω άπό τό Καστέλλι. Ο Βυζάντιος, αποφασισμένος νά χτυπήσει τό φρούριο μέ τά κανόνια του, διαμόρφωσε μέ τούς άλλους αρχηγούς ένα σχέδιο δράσης καί έξέδωσε στή συνέχεια γραπτές οδηγίες γιά τή μάχη. Τό έγγραφο αυτό, μέ ημερομηνία 19 Νοεμβρίου/ 1η Δεκεμβρίου 1866, πολύ λεπτομερές καί γραμμένο σέ άψογη στρατιωτική γλώσσα (δέν παραλείπει νά όρίσει άκόμα καί τή θέση τών μουσικών), είναι άπόλυτα χαρακτηριστικό τού πνεύματος τού συνταγματάρχη Βυζάντιου, εντελώς άντίθετου μέ τήν τακτική τού ανταρτοπολέμου τών Κρητικών.
Σύμφωνα μέ τό Εγγραφο αύτό:
«Ό λόχος τών άκροβολιστών καί ό των Φιλελλήνων θέλουν συνοδεύσει τόν α' ουλαμόν τού Πυροβολικού καί θέλουν τοποθετηθή είς τήν θέσιν Πύργον έντός τού όχυρώματος». Αρχισε έτσι, στις 20 Νοεμβρίου τού 1866, ή μάχη τού Καστελλιοΰ Κισάμου. Τό σχέδιο πού μέ τόση επιμέλεια είχε καταρτιστεί δέν έφαρμόστηκε, ένώ τά βλήματα τών όρεινών πυροβόλων τού Βυζάντιου Αποδείχθηκαν ολωσδιόλου ανίσχυρα απέναντι στα ισχυρά τείχη τού Καστελλιού. Τό φρούριο, καθώς καί δύο τούρκικες φρεγάτες πού βρίσκονταν στον κόλπο, άνοιξαν πύρ ενάντια στους Γαριβαλδινούς καί τούς άλλους επαναστάτες, καί η μάχη συνεχίστηκε όλη τήν ημέρα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Βυζάντιος, διαπιστώνοντας την αναποτελεσματικότητα τών κανονιών του, απέσυρε τό πυροβολικό στα μετόπισθεν και οί επαναστάτες ξανάρχισαν τή μάχη τήν επομένη, πάντα χωρίς αποτέλεσμα.
Πρό τής γενικής αποθάρρυνσης ο Βυζάντιος, χάνοντας κάθε ελπίδα νά κάνει τό όνομά του ξακουστό μπροστά στό Καστέλλι, αποφασίζει επιτέλους νά εγκαταλείψει τό σχέδιό του καί νά ενωθεί μέ τά σώματα τού Κορωναίου καί τού Ζυμβρακάκη.
Τό τόλμημα τού Βυζάντιου στοίχισε τή ζωή δέκα χριστιανών πολεμιστών, ένώ ταυτόχρονα ενίσχυσε τό ηθικό τού έχθρού. Σέ μιά επιστολή μέ ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1866, ή Γενική Συνέλευση άσκησε σκληρή κριτική στόν συνταγματάρχη:
«Ή άκαιρος καί άσκεπτος προσβολή τού Καστελλίου Κισσάμου καιρίως έβλαψε τήν έπανάστασιν καί ήνάγκασε τόν Μουσταφάν νά έπιστρέψη ενταύθα καί συσσωματώσας όλας αύτού τάς δυνάμεις νά έξέλθη είς Άλικιανοβατόλακα όπως έπιτεθή καθ’ημών
εις Ζούρβαν Αφού πρώτον κατελάμβανε τούς Λάκκους».
Η μάχη τού Καστελλιού Κισάμου αποτέλεσε τό βάπτισμα τού πυρός γιά τόν Γουσταύο Φλουράνς.
Ιδού πώς περιγράφει ό ίδιος ένα μήνα αργότερα τήν εμπειρία του:
-«Πήρα, στις 2 Δεκεμβρίου (v.η.) στό Καστέλλι Κισάμου, τά πρώτα μου πολεμικά μαθήματα, μέσα σέ βροχή άπό οβίδες καί βόμβες πού μάς έριχνε μιά τούρκικη φρεγάδα. Δίπλα μου, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε, ένας άλλος τραυματίστηκε θανάσιμα. Εφερα πίσω μαζί μου άπό τή μάχη τά τέσσερα μέλη μου καί τό μυαλό μου, σώα καί αβλαβή».
Στήν πραγματικότητα ό Φλουράνς έδειξε στή μάχη αύτή μεγάλη παλικαριά καί διορίστηκε άπό τόν Βυζάντιο αξιωματικός του επιτελείου του. Άπό τήν άλλη μεριά, πρόκειται γιά τήν πρώτη πραγματική έπαφή του μέ τούς Κρήτες πολεμιστές. Ενδείκνυται, λοιπόν, νά δώσουμε μιά είκόνα τών πολεμιστών αυτών, όπως τή σκιαγράφησε ένας μάρτυρας τής έποχής εκείνης:
«Ή ένδυμασία τους, πού τήν έβλεπα γιά πρώτη φορά, μού έκανε έντύπωση γιά τήν άνεση καί τήν κομψή της άπλότητα. Ένα φαρδύ κόκκινο φέσι ριγμένο πρός τά πίσω μέ μιά μεγάλη φούντα πού έπεφτε στούς ώμους, ένα σακάκι άπό σκούρα μπλέ τσόχα, χωρίς γιακά, πού άφηνε τό λαιμό έλεύθερο καί ξέσκεπο, ένα γιλέκο άπό τσόχα ίδιου χρώματος, σταυρωτό στό στήθος καί στολισμένο μέ δύο σειρές άπό μικρά κουμπιά· μαύρα σειρήτια κοσμούσαν μέ πολύ πρωτότυπο τρόπο τό μπροστινό μέρος τού γιλέκου, καθώς καί τήν πλάτη καί τά μανίκια τού σακακιού· τό πανταλόνι, άπό χοντρό, γαλάζιο βαμβακερό ύφασμα, πολύ φουσκωτό, έφτανε μέχρι πάνω άπό τό γόνατο καί ήταν σφιγμένο στή μέση μέ μιά μακριά καί φαρδιά ζώνη άπό κόκκινο μαλλί, πού τυλιγόταν έπτά ή όκτώ φορές γύρω άπό τό σώμα· τις γιορτινές ήμέρες, τό πανταλόνι είναι άπό τό ίδιο ύφασμα μέ τό σακάκι. Μπότες μαλακές άπό ακατέργαστο δέρμα, σφιγμένες στό γόνατο μέ ένα λουρί, πουκάμισο χωρίς γιακά, μέ φαρδιά μανίκια δίχως μανικέτια, νά ποιό είναι τό σύνολο τής ενδυμασίας τους. (...]
Ένας Κρητικός δέν ξεκινάει ποτέ άπό τό σπίτι του χωρίς νά περάσει στή ζώνη του ένα φοβερό μαχαίρι μέ λεπίδα τριάντα ή σαράντα έκατοστών ξεχωρίζει ή χοντρή λαβή του άπό ελεφαντόδοντο ή κόκαλο δίπλα σέ δύο πιστόλια μέ τσακμακόπετρα, που έχουν μήκος σαράντα μέχρι πενήντα έκατοστά- ή λαβή τους είναι περισσότερο ή λιγότερο δουλεμένη, ανάλογα μέ τά οικονομικά μέσα, είναι όμως πάντα στολισμένη ολόκληρη μέ ασήμι γιά τούς καπετάνιους τών χωριών, πού διακρίνονται έτσι, μέ τό στολίδι αύτό, άπό τούς άνδρες πού έχουν υπό τΙς διαταγές τους. Τά κρητικά τουφέκια άξίζουν Ιδιαίτερη μνεία: είναι τουφέκια μέ μακριές κάννες (τό μήκος τους φτάνει τά πέντε ή έξι πόδια) καί δουλεύουν μέ τσακμακόπετρα· έχουν κομψό κοντάκι, μέ πλούσια, πολλές φορές, ενθετική διακόσμηση καί σκαλίσματα. (...]
Θαύμασα τό υψηλό παράστημα, τό φαρδύ στήθος, τις νευρώδεις κνήμες, τόν ευλύγιστο καί ρωμαλέο κορμό αύτών τών ριψοκίνδυνων ορεσίβιων· μού έκαναν έντύπωση ή δύναμη καί ή υγεία πού απέπνεαν, τό ειλικρινές καί ανοιχτόκαρδο βλέμμα τους καί η τραχύτητα τών τρόπων τους».
ΕπίλογοςΚυριάκος Ροδουσάκης