(και άλλα τινά…)
Γράφει ο Γιώργος Λουπάσης Φιλόλογος
Στην προσπάθειά τους (αλλά και στην αδυναμία τους), παλαιότερα, να βρουν την προέλευση της ονομασίας «κάτολας» είχαν σκεφτεί ότι η λέξη θα μπορούσε να προκύψει από τη συνεκφορά δυο άλλων λέξεων, του «κάτω» και του «όλα». Είπαν, δηλαδή, ότι στο σημείο εκείνο της πόλης των Χανίων, όπου υπήρχε υπόνομος, μετέφεραν ό,τι ήταν για πέταμα και τα έριχναν «κάτω όλα», μέσα στον υπόνομο, για να καθαρίσει ο τόπος. Έτσι σχηματίσθηκε η λέξη «κάτολας»!. Φυσικά, αυτά ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια, αφού η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από τη βενετσιάνικη γλώσσα, στην οποία ο αγωγός ομβρίων υδάτων ονομάζεται gatolo.Για το ίδιο το όνομα της πόλης «Χανιά» έχουν μέχρι τις μέρες μας γραφτεί πολλά από ειδικούς επιστήμονες μεγάλου αναστήματος. Υπάρχουν απόψεις διαφορετικές, όλες όμως τεκμηριωμένες πάνω σε στοιχεία και με οδηγό κάποιες αρχές οι οποίες διέπουν την επιστημονική έρευνα. Ώσπου πριν από λίγους μήνες διαβάσαμε στις στήλες των Χ.Ν. δημοσίευμα που κατά τρόπο απόλυτο έλυνε το μυστήριο: η λέξη «Χανιά» προέρχεται από τη λέξη «χάος»! Τόσο απλό όσο το αυγό του Καλόμβου!
Ανέφερα τις δύο περιπτώσεις «ετυμολογίας» τοπωνυμίων, επειδή πολύ πρόσφατα συνέβη ένα παρόμοιο κρούσμα μέσω άλλου δημοσιεύματος που αναφέρεται στο τοπωνύμιο «Κίσαμος». Σύντομο αλλά σπουδαιοφανές το δημοσίευμα, οδηγεί τον αναγνώστη που δεν έχει κά-ποιες ειδικές γνώσεις στο να θαυμάσει τη διερεύνηση του ζητήματος και στο να αποδεχτεί το συμπέρασμα, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη λέξη είναι όχι προελληνική αλλά «σαφέστατα ελληνική».
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το ότι η λέξη «Κίσαμος» είναι ενδεχομένως σύνθετη, ίσως όμως και απλή. Είτε στη μία όμως περίπτωση είτε στην άλλη το πρώτο της τμήμα (περίπου οι δυο πρώτες συλλαβές) σχετίζονται ετυμολογικά και εννοιολογικά με το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «κυνώ», που είχε τη σημασία φιλώ, ασπάζομαι. Τούτο βέβαια σημαίνει (χωρίς και να ορίζεται στο δημοσίευμα) ότι η σωστή γραφή είναι «Κύσαμος». Στην περίπτωση που η λέξη είναι σύνθετη, δεύτερο συνθετικό είναι η «άμμος», επομένως ξαναδιορθώνουμε και γράφουμε «Κύσαμμος». Όπως κι αν έχουν πάντως τα πράγματα, η σημασία του τοπωνυμίου έχει να κάμει με την εικόνα της περιοχής, δηλώνει δηλαδή τόπο όμορφο, «προσφιλή», «αξιαγάπητο», τον οποίο «κύσει» (sic!) «η ψάμμος – άμμος».
Για να στηριχθούν οι ισχυρισμοί που οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, επιστρατεύονται ανυπόστατα «δεδομένα», όπως το ότι από την ίδια ρίζα του ρήματος «κυνώ» προέρχεται και η λέξη «κισσός», επειδή «κύσει» ( sic!) «(φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ’ αυτό καθώς αναρριχάται», το ότι υπάρχουν «δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων», στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το θέμα που προσφέρεται για «δανεισμό» είναι το [κυσ-] από τον αόριστο «έκυσα», έχει όμως υποστεί αλλοίωση (!) και γι’ αυτό εμφανίζεται με τη μορφή [κισ-], το ότι οι επικοί τύποι των ρημάτων (όπως είναι ο αόριστος «κύσα», χωρίς αύξηση) έχουν την ίδια «αξία» με τους υπόλοιπους.
Ύστερα από αυτά νιώθουμε έκπληξη για το λόγο ότι ουδείς μέχρι τώρα από τους συγγραφείς της αρχαιότητας (Πτολεμαίος, Στράβων κ.ά) μέχρι και τους σημερινούς κατάλαβε ότι δεν είναι «δύσκολη» η ετυμολογία της λέξης, ώστε να τη γράψει σωστά. Εκτός κι αν είχαν πληροφορηθεί την «αλλοίωση» του θέματος από [κυσ-] σε [κισ-] και έγραφαν «Κίσαμος». Επί πλέον, αναρωτιόμαστε αν ισχύουν τα ίδια και για της άλλης πόλης το όνομα, δηλαδή για την «Κίσαμο» που βρισκόταν προς τον Αποκόρωνα και μνημονεύεται ως επίνειο της Απτέρας.
Να δούμε όμως την ουσία του συγκεκριμένου ζητήματος, για την οποία σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις.
1. Ο χαρακτηρισμός από ορισμένους μελετητές της λέξης «Κίσαμος» ως προελληνικής οφείλεται στην κατάληξή της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η ασφαλής σύνδεσή της με κάποια ελληνική ρίζα. Ο αείμνηστος πάντως Νικ. Β. Τωμαδάκης, κραταιός φιλόλογος, δεινός γλωσσολόγος και άριστος γνώστης των περί τα τοπωνύμια θεμάτων, χαρακτηρίζει τη λέξη «ιστορική» και όχι «προϊστορική». Απολύτως λογικό αυτό, αφού είχε υπόψη το δεδομένο ότι η λέξη μαρτυρείται από την ιστορική εποχή και ύστερα, δεν ήταν δε από εκείνους που για λόγους εντυπώσεων έκαναν άλματα ή βουτιές στο κενό.
2. Ο αόριστος του ρήματος «κυνώ» είναι «εκύνησα» (και σήμερα λέμε «προσκύνησα»). Μαρτυρείται και ο τύπος «έκυσα», ο οποίος θυμίζει τον όμοιο τύπο αορίστου του ρήματος «κύω» (κυοφορώ). Όπως σημειώθηκε παραπάνω ο χωρίς αύξηση τύπος «κύσα» ήταν σε χρήση μόνο από τους επικούς ποιητές.
3. Του ρήματος αυτού δεν υπάρχει τύπος χρόνου ενεστώτα «κύσω», όπως διαβάζουμε δυο φορές στο δημοσίευμα. Πρόκειται για βαρβαρισμό ασυγχώρητο (ο τύπος αυτός είναι είτε οριστικής μέλλοντα είτε υποτακτικής αορίστου).
4. Σε όλα τα λεξικά η λέξη «κισσός», ως προς την ετυμολογία της, χαρακτηρίζεται αγνώστου προελεύσεως.
5. Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει λέξη της οποίας το θέμα (ή η ρίζα) [κισ-] να οφείλεται σε μετάπτωση (όπως είναι ο όρος, και όχι «αλλοίωση») του [υ] σε [ι].
6. Η λέξη «Κίσαμος» πρέπει να γράφεται με γιώτα και με ένα σίγμα, όπως επιτάσσει η παραδεδομένη μορφή της σε συνδυασμό με την άγνωστη – μέχρι τώρα τουλάχιστον – προέλευσή της. Η γραφή με διπλό σίγμα την οποία συχνά συναντάμε πρέπει να εγκαταλειφθεί, αφού οφείλεται στο ότι κατά το λατινικό αλφάβητο το απλό [s] μεταξύ δύο φωνηέντων προφέρεται σαν [ζ], κάτι που αποφεύγεται με τα δύο σίγμα (γι’ αυτό και στα ενετικά έγγραφα συναντάμε τη γραφή Chissamo).
Είναι πιθανό να απορεί ο αναγνώστης των Χ.Ν. ύστερα από όλα αυτά: γιατί τόση σύγχυση; Πού οφείλονται οι τόσο διαφορετικές απόψεις; Πού, τελικά, βρίσκεται η αλήθεια; Στα ερωτήματα αυτά πρέπει να δοθεί με συντομία απάντηση.
Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο περί ου ο λόγος άρθρο στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία αντλούνται από βιβλίο ογκώδες της φιλολόγου (όχι γλωσσολόγου!) Άννας Τζιροπούλου – Ευσταθίου. Με τρόπο και με φρασεολογία που ξενίζουν το βιβλίο αυτό προβάλλεται στο άρθρο σαν να πρόκειται για έργο ορόσημο στο χώρο της γλωσσολογίας. Πρόκειται όμως για έκδοση του εκδοτικού οίκου που ανήκει στον βουλευτή του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Γεωργιάδη, έκδοση δηλαδή η οποία εξυπηρετεί όχι την επιστήμη αλλά συγκεκριμένους ιδεολογικούς στόχους. Η συγγραφέας του έργου έχει στο ενεργητικό της και άλλα παρόμοιου περιεχομένου βιβλία (οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν περισσότερες πληροφορίες στο διαδίκτυο). Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει το ότι ειδικοί και κορυφαίοι επιστήμονες έχουν ελέγξει και έχουν καταδείξει την ανεπάρκειά της ως γλωσσολόγου. Δεν θα επικαλεστώ τον κ. Γ. Μπαμπινιώτη, θα σταθώ όμως σε περικοπή από κριτική που της έχει ασκήσει ο καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Χρ. Χαραλαμπάκης. Γράφει για άλλο βιβλίο της: «προχωρεί σε κατ’ εξακολούθηση βιασμούς της ιστορίας των λέξεων, δείχνοντας ακόμα μια φορά άγνοια των μηχανισμών λειτουργίας της επαφής των γλωσσών, ενώ φαίνεται ότι δεν έχει ακούσει τίποτε για τα νεότερα μεταφραστικά δάνεια της νεοελληνικής από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, και ιδιαίτερα από τη γαλλική και την αγγλική. Αναμασά ξεπερασμένες απόψεις ερασιτεχνών γλωσσολόγων, μερικές από τις οποίες βρίσκονται και σε νεοελληνικά λεξικά (…) Η συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδοτικός οίκος που το διακινεί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εκτίθενται ανεπανόρθωτα και συγχρόνως εκθέτουν και τη χώρα μας, αφού διερωτάται κανείς εύλογα πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορεί στην Ελλάδα του 2000 ένα τέτοιο απαράδεκτο βιβλίο, το οποίο είναι διαποτισμένο από εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες, διανθισμένες με κενολογίες και ρητορικό στόμφο. Αν η Ελληνική γλώσσα έχει τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, διερωτώμαι τι τους χρειάζεται τους εχθρούς (…)Το βιβλίο αυτό, γραμμένο από μια εν ενεργεία “φιλόλογο” (διερωτώμαι αν διδάσκει στους μαθητές της αυτά που η ίδια πρεσβεύει), περιέχει τόσες ανακρίβειες, προχειρότητες και ασυναρτησίες, που διερωτάται ευλόγως κανείς πώς είναι δυνατόν να βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια τόσο καλαίσθητη και πανάκριβη έκδοση, χωρίς να βρεθεί ένας άνθρωπος με την κοινή λογική να αποτρέψει τη δημοσίευσή του από ένα σοβαρό εκδοτικό οίκο(…) Το βιβλίο της κ. Τζιροπούλου καθώς είναι γραμμένο με έπαρση, αλαζονεία, περιφρόνηση των άλλων γλωσσών και άγνοια βασικών αρχών της επιστημονικής μεθοδολογίας, και ειδικότερα της γλωσσολογικής έρευνας, δεν βοηθά στην προβολή της γλώσσας μας, αλλά στην περιθωριοποίησή της».
Σεβόμενος το χώρο της εφημερίδας και ελπίζοντας ότι δεν εξαντλήθηκε η υπομονή του αναγνώστη, προσθέτω ως επιμύθιο τούτο: Πρώτον, πίσω από το θέμα της «Κισάμου» και τις διαδρομές που ακολούθησε βρίσκεται, ως συνεκτικός κρίκος, η προγονοπληξία στην πιο επικίνδυνη μορφή της (υπάρχουν δημοσιεύματα που παραπέμπουν στο δωδεκάθεο!). Δεύτερον, όσο κι αν είναι καλοδεχούμενη κάθε συνεισφορά που αναφέρεται στην προέλευση των τοπωνυμίων, δεν μπορεί να νομιμοποιείται οποιοσδήποτε (με το επιχείρημα ότι «ψάχνει–ερευνά λίγο παραπέρα απ’ ότι μάθαμε στα σχολεία») να εμφανίζει τις εμπνεύσεις του σαν το εξ ουρανού μάννα λοιδορώντας μάλιστα εκείνους που πραγματικά υπηρετούν και προάγουν την επιστήμη και το συγκεκριμένο έργο της.