Πάμε στα χόρτα;
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Διαβάζοντας στον τοπικό τύπο ότι ο Κρητικός Αύγουστος θα είναι αφιερωμένος στη χλωρίδα της Κρήτης μοιραία γύρισε ο νους μου στα παλιά και πώς εγώ μάθαινα να ξεχωρίζω κομμάτια από την χλωρίδα του τόπου μου,
Πολλές ήταν οι φορές που οι γονείς μου με έπαιρναν μαζί τους να πάμε στις ελιές, ή στο αμπέλι. Μου άρεσε, αν και το δυσάρεστο ήταν ότι θα είχαμε πολύ και πολύωρο περπάτημα, καθυστέρηση και βαρεμάρα με την κουβέντα που έπιαναν με γνωστούς που συναντούσαν.
Άλλες φορές πάλι αυτή η επίσκεψη στην περιουσία είχε αποκλειστικό σκοπό να βρει η μητέρα χόρτα.
Ήταν συνηθισμένο οι παλιές γυναίκες της υπαίθρου να βγαίνουν να μαζεύουν χόρτα διάφορα και ανάλογα με την εποχή διαλέγοντας μια μέρα με λιακάδα, είτε μόνες τους είτε παρέα με τη γειτόνισσα. Νοικορεύοντας τα κατάλληλα, συνδυάζοντας τα με μια σαρδέλα ή με αυγό βραστό ή με πατάτες τηγανητές έδιδαν και μία λύση στον καθημερινό πονοκέφαλο, το φαΐ.
Μετά τις πρώτες βροχές έκαναν την εμφάνιση τους δειλά - δειλά τα πρώτα ραδίκια σε πολλές ποικιλίες. Αν το χωράφι ήταν και καλλιεργημένο για σπορά τα ραδίκια (ροδίκια) είχαν μια μεγάλη κάτασπρη ρίζα.Τυχερή όποια πετύχαινε τα γουλάτα, όπως τα έλεγαν. Προχωρώντας ο καιρός τα χόρτα πλήθαιναν με κορύφωση την άνοιξη.
Η μητέρα μου δε χόρταινε να μαζεύει χόρτα τα θεωρούσε πλούτο της γης, όπως τα έλεγε. Όταν γυρίζαμε σπίτι τα άπλωνε πάνω σε ένα τραπέζι, τα καθάριζε και τα κατηγοριοποιούσε.
Ραδίκια, σταρίθρες, τσόχοι, ακουρνοπόδοι, γαλατσίδες, θα γινόταν βραστά. Προς το τέλος της άνοιξης έβγαιναν οι σταφυλινάκοι, οι χοιρομουρίδες που μαζί με μάραθα και σπόρους από κουκιά βρασμένα αποτελούσαν ένα αρωματικό πιάτο.
Ξεχωριστή κατηγορία ήταν αυτά που θα γινόταν τσιγαριαστά, μελισσόχορτο, πετροφυλλιές, τσουκνίδα, κουτσουνάδες, η κόκκινη παπαρούνα και η μαντιλίδα και μαζί με σπανάκι καλλιτσούνια ή σπανακόπιτα.
Αρκετά από αυτά ήταν πικρά, όπως ραδικοβλάσταρα, και τα πικροβλάσταρα της βρούβας.΄
Ήταν όμως και οι άλλες βρούβες, οι καψόβρουβες που δεν ήταν πικρές.
Το υπέροχο άρωμα της φύσης μεταφερόταν στο σπίτι και μέχρι σήμερα η μνήμη το επαναφέρει ,καθώς και την γεύση εκείνη, κυρίως του χορτοκαλλίτσουνου γιατί βέβαια στην παιδική ηλικία τα άλλα χόρτα δεν ήταν και τόσο αρεστά.
Μέσα από αυτή την εμπειρία είχα την ευκαιρία να μάθω πολλές μορφές της τοπικής μας χλωρίδας και γιατί για να διασκεδάσω την κούραση και την ανία μου όλο ρωτούσα τι είναι το κάθε ένα, πως το λένε, αν το τρώνε και αν φαρμακεύει (δηλητηριάζει)
Η μεγαλύτερη ποικιλία ήταν στη Σκάφη και στο Στένακα περιοχές της Κισάμου αριστερά όπως προχωρούμε κατά μήκος του Καμαριανού ποταμού μέσα σε μια πανέμορφη κοιλάδα προς τη γραφική γειτονιά της Δάφνης.
Εκεί όμως ήταν και βιότοπος όμορφων λουλουδιών: Το φθινόπωρο και μέχρι τα Χριστούγεννα μέσα σε βάτα και σε άλλους θάμνους πρόβαλλαν πανέμορφα κυκλάμινα, μέσα στο μικρό φαράγγι του Στένακα. Από τα μέσα του Φλεβάρη σε όλους τους δέτες σειούσαν το κορμάκι τους μωβ ανεμώνες, λίγο αργότερα, οι κόκκινες και ακόμη πιο ύστερα οι κίτρινες. Και όταν για καλά κυριαρχούσε η άνοιξη, βασίλευε ο κίτρινος σπάρτος, απειλητικός αλλά αρωματικός ο ασπάλαθος, η αστεροκουκουτσιά στον ποταμό και φυσικά η δοξαστική μυρσίνη όλο το χρόνο και οι πικροδάφνες. Τον Απρίλη και το Μάη στα χωράφια τη θέση της ανεμώνας έπαιρναν τα σπαθοβότανα και οι κόκκινες παπαρούνες. Αποκάλυψη πραγματική όμως ήταν οι μικρές άγριες ορχιδέες κάτω από άλλα χόρτα, όπως έμαθα αργότερα πως λέγονται με τη βελούδινη υφή και που εμένα μου θύμιζαν τα σκυλάκια στις γλάστρες.
Για αρκετά δεν ήξεραν να μου δώσουν το όνομα τους. Έτσι έμενα μόνο με τη γνωριμία της φυσιογνωμίας.
Θυμάμαι εκείνο το μικρό πράσινο χορταράκι που τα πολύ μικρά ροζ λουλουδάκια του, σφύριζαν όταν τα φυσούσες και που το ονόμασα σφυριχτράκι.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς ο τριχωτός αγόγλωσσος γινόταν ωραίος τηγανιτός με κουρκούτι. Ούτε γιατί ένα πελώριο μαύρο λουλούδι της δρακοντιάς είχε μια φοβερή δυσοσμία. Ύποπτα ήταν και τα ριγέ ανεστραμμένα λυχνάρια και δεν έπρεπε να τα αγγίζομε.
Ο αμπούρανος, ένα χαμηλό καταπράσινο αγκάθι, απλωτό, αλλά με φοβερό τσίμπημα, ήταν απαίσιος. Ένα άλλο αγκάθι είχε κεφάλι που το κόβαμε και ύστερα από μέρες το γάλα του είχε γίνει μια μαστίχα. Ήταν η ακολιά. Τέλος ένα ένα άλλο λεπτό αγκάθι,όταν το κόβαμε και το ακουμπούσαμε στο χέρι μας άφηνε ένα κόκκινο στίγμα. Είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πολλά παιδιά ότι από αυτό το αγκάθι είχε γίνει το ακάνθινο στεφάνι του χριστού και το κοκκινάδι που άφηνε ήταν το αίμα Του.
Σήμερα τα χόρτα στα χωράφια λιγοστεύουν και τα διάφορα είδη σπανίζουν η εισβολή της ξυνίδας θεμελίωσε ένα νέο βασίλειο, το ψέκασμα των ζιζανίων, και των βάτων εξαφάνισε τον πλούτο στους δέτες. Τα μπάζα μικραίνουν τις όχθες και ο ποταμός ασφυκτιά. Χόρτα βρίσκεις πολλά στην αγορά και πολλά καλλιεργούνται..
Όμως το να πας στα χόρτα ήταν μια πατροδογνωσία ήταν τόπος, άρωμα, γεύση, χρώμα, σχέση ανθρώπων, άρα αξία ζωής
Γι' αυτό και οι τοπικές γεύσεις, δεν μπορούν να μεταφερθούν μακριά και σε άλλους ανθρώπους. Και εάν μεταφερθούν είναι άνευ ουσίας, πολύ απλά γιατί είναι συνάρτηση του τόπου του χρόνου, των ανθρώπων και είναι φορτισμένες με συναίσθημα.
Διαβάζοντας στον τοπικό τύπο ότι ο Κρητικός Αύγουστος θα είναι αφιερωμένος στη χλωρίδα της Κρήτης μοιραία γύρισε ο νους μου στα παλιά και πώς εγώ μάθαινα να ξεχωρίζω κομμάτια από την χλωρίδα του τόπου μου,
Πολλές ήταν οι φορές που οι γονείς μου με έπαιρναν μαζί τους να πάμε στις ελιές, ή στο αμπέλι. Μου άρεσε, αν και το δυσάρεστο ήταν ότι θα είχαμε πολύ και πολύωρο περπάτημα, καθυστέρηση και βαρεμάρα με την κουβέντα που έπιαναν με γνωστούς που συναντούσαν.
Άλλες φορές πάλι αυτή η επίσκεψη στην περιουσία είχε αποκλειστικό σκοπό να βρει η μητέρα χόρτα.
Ήταν συνηθισμένο οι παλιές γυναίκες της υπαίθρου να βγαίνουν να μαζεύουν χόρτα διάφορα και ανάλογα με την εποχή διαλέγοντας μια μέρα με λιακάδα, είτε μόνες τους είτε παρέα με τη γειτόνισσα. Νοικορεύοντας τα κατάλληλα, συνδυάζοντας τα με μια σαρδέλα ή με αυγό βραστό ή με πατάτες τηγανητές έδιδαν και μία λύση στον καθημερινό πονοκέφαλο, το φαΐ.
Μετά τις πρώτες βροχές έκαναν την εμφάνιση τους δειλά - δειλά τα πρώτα ραδίκια σε πολλές ποικιλίες. Αν το χωράφι ήταν και καλλιεργημένο για σπορά τα ραδίκια (ροδίκια) είχαν μια μεγάλη κάτασπρη ρίζα.Τυχερή όποια πετύχαινε τα γουλάτα, όπως τα έλεγαν. Προχωρώντας ο καιρός τα χόρτα πλήθαιναν με κορύφωση την άνοιξη.
Η μητέρα μου δε χόρταινε να μαζεύει χόρτα τα θεωρούσε πλούτο της γης, όπως τα έλεγε. Όταν γυρίζαμε σπίτι τα άπλωνε πάνω σε ένα τραπέζι, τα καθάριζε και τα κατηγοριοποιούσε.
Ραδίκια, σταρίθρες, τσόχοι, ακουρνοπόδοι, γαλατσίδες, θα γινόταν βραστά. Προς το τέλος της άνοιξης έβγαιναν οι σταφυλινάκοι, οι χοιρομουρίδες που μαζί με μάραθα και σπόρους από κουκιά βρασμένα αποτελούσαν ένα αρωματικό πιάτο.
Ξεχωριστή κατηγορία ήταν αυτά που θα γινόταν τσιγαριαστά, μελισσόχορτο, πετροφυλλιές, τσουκνίδα, κουτσουνάδες, η κόκκινη παπαρούνα και η μαντιλίδα και μαζί με σπανάκι καλλιτσούνια ή σπανακόπιτα.
Αρκετά από αυτά ήταν πικρά, όπως ραδικοβλάσταρα, και τα πικροβλάσταρα της βρούβας.΄
Ήταν όμως και οι άλλες βρούβες, οι καψόβρουβες που δεν ήταν πικρές.
Το υπέροχο άρωμα της φύσης μεταφερόταν στο σπίτι και μέχρι σήμερα η μνήμη το επαναφέρει ,καθώς και την γεύση εκείνη, κυρίως του χορτοκαλλίτσουνου γιατί βέβαια στην παιδική ηλικία τα άλλα χόρτα δεν ήταν και τόσο αρεστά.
Μέσα από αυτή την εμπειρία είχα την ευκαιρία να μάθω πολλές μορφές της τοπικής μας χλωρίδας και γιατί για να διασκεδάσω την κούραση και την ανία μου όλο ρωτούσα τι είναι το κάθε ένα, πως το λένε, αν το τρώνε και αν φαρμακεύει (δηλητηριάζει)
Η μεγαλύτερη ποικιλία ήταν στη Σκάφη και στο Στένακα περιοχές της Κισάμου αριστερά όπως προχωρούμε κατά μήκος του Καμαριανού ποταμού μέσα σε μια πανέμορφη κοιλάδα προς τη γραφική γειτονιά της Δάφνης.
Εκεί όμως ήταν και βιότοπος όμορφων λουλουδιών: Το φθινόπωρο και μέχρι τα Χριστούγεννα μέσα σε βάτα και σε άλλους θάμνους πρόβαλλαν πανέμορφα κυκλάμινα, μέσα στο μικρό φαράγγι του Στένακα. Από τα μέσα του Φλεβάρη σε όλους τους δέτες σειούσαν το κορμάκι τους μωβ ανεμώνες, λίγο αργότερα, οι κόκκινες και ακόμη πιο ύστερα οι κίτρινες. Και όταν για καλά κυριαρχούσε η άνοιξη, βασίλευε ο κίτρινος σπάρτος, απειλητικός αλλά αρωματικός ο ασπάλαθος, η αστεροκουκουτσιά στον ποταμό και φυσικά η δοξαστική μυρσίνη όλο το χρόνο και οι πικροδάφνες. Τον Απρίλη και το Μάη στα χωράφια τη θέση της ανεμώνας έπαιρναν τα σπαθοβότανα και οι κόκκινες παπαρούνες. Αποκάλυψη πραγματική όμως ήταν οι μικρές άγριες ορχιδέες κάτω από άλλα χόρτα, όπως έμαθα αργότερα πως λέγονται με τη βελούδινη υφή και που εμένα μου θύμιζαν τα σκυλάκια στις γλάστρες.
Για αρκετά δεν ήξεραν να μου δώσουν το όνομα τους. Έτσι έμενα μόνο με τη γνωριμία της φυσιογνωμίας.
Θυμάμαι εκείνο το μικρό πράσινο χορταράκι που τα πολύ μικρά ροζ λουλουδάκια του, σφύριζαν όταν τα φυσούσες και που το ονόμασα σφυριχτράκι.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς ο τριχωτός αγόγλωσσος γινόταν ωραίος τηγανιτός με κουρκούτι. Ούτε γιατί ένα πελώριο μαύρο λουλούδι της δρακοντιάς είχε μια φοβερή δυσοσμία. Ύποπτα ήταν και τα ριγέ ανεστραμμένα λυχνάρια και δεν έπρεπε να τα αγγίζομε.
Ο αμπούρανος, ένα χαμηλό καταπράσινο αγκάθι, απλωτό, αλλά με φοβερό τσίμπημα, ήταν απαίσιος. Ένα άλλο αγκάθι είχε κεφάλι που το κόβαμε και ύστερα από μέρες το γάλα του είχε γίνει μια μαστίχα. Ήταν η ακολιά. Τέλος ένα ένα άλλο λεπτό αγκάθι,όταν το κόβαμε και το ακουμπούσαμε στο χέρι μας άφηνε ένα κόκκινο στίγμα. Είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πολλά παιδιά ότι από αυτό το αγκάθι είχε γίνει το ακάνθινο στεφάνι του χριστού και το κοκκινάδι που άφηνε ήταν το αίμα Του.
Σήμερα τα χόρτα στα χωράφια λιγοστεύουν και τα διάφορα είδη σπανίζουν η εισβολή της ξυνίδας θεμελίωσε ένα νέο βασίλειο, το ψέκασμα των ζιζανίων, και των βάτων εξαφάνισε τον πλούτο στους δέτες. Τα μπάζα μικραίνουν τις όχθες και ο ποταμός ασφυκτιά. Χόρτα βρίσκεις πολλά στην αγορά και πολλά καλλιεργούνται..
Όμως το να πας στα χόρτα ήταν μια πατροδογνωσία ήταν τόπος, άρωμα, γεύση, χρώμα, σχέση ανθρώπων, άρα αξία ζωής
Γι' αυτό και οι τοπικές γεύσεις, δεν μπορούν να μεταφερθούν μακριά και σε άλλους ανθρώπους. Και εάν μεταφερθούν είναι άνευ ουσίας, πολύ απλά γιατί είναι συνάρτηση του τόπου του χρόνου, των ανθρώπων και είναι φορτισμένες με συναίσθημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου