Καζαντζάκης.
Της Ροδάνθης Κουμή*
Στο χωριό του άντρα μου,ένα μικρό χωριό βουτηγμένο και ξεχασμένο στην φύση από τους ανθρώπους,βρέθηκα την Κυριακή που μας πέρασε.
Ένα σχολείο,μια δικαστικός,ένα αδύνατο ξανθό παλικάρι από την χώρα, ο αστυνομικός και ένας κάτοικος του χωριού με περίμεναν στο μοναδικό (κλειστό τώρα) σχολείο να ψηφίσω, εγώ και άλλα δεκαεπτά άτομα.
Αφού κάναμε το καθήκον μας(εγώ και ο άντρας μου) σεργιανούσαμε στα στενά καλντερίμια του χωριού με τις ώρες βλέποντας τα βουνά να στέκονται επάνω μας απειλητικά,την φύση να ακουμπάει την ψυχή μας και να την γεμίζει με οξυγόνο και τύψεις, που εγκαταλείψαμε τόσο νωρίς τα χωριά μας και πήραμε τους δρόμους για τις πόλεις.
Μια εκατοχρονίτισσα γριά καθόταν στο κεφαλόσκαλου σπιτιού της και έπλεκε.Την πλησίασα και την καλησπέρισα.Με καλησπέρισε και εκείνη με χαμόγελο και μου απίθωσε δίπλα της ένα σκαμνάκι που είχε φτιάξει η ίδια από καλάμια να καθίσω. Τον άντρα μου τον άφησε όρθιο καθώς όπως είπε:
«Oι άντρες είστε πιο γεροί από τις γυναίκες γιε μου»!
Την κοιτούσα και με έπιασε μια ακατάσχετη μανία μέσα μου να την ρωτήσω πως πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια στην ζωή της. Τι είδε και τι άκουσε και πως τα βίωνε όλα εδώ πάνω στην μοναξιά.
«Γιαγιά ζεις εδώ τόσα χρόνια,πως σου φάνηκε η ζωή;»
«Βαριά και δύσκολη αλλά ήμουν τυχερή....
....Έζησα πλάι σε ένα καλό άνθρωπο. Έκανα μια υπέροχη οικογένεια που τώρα ζει στα ξένα παιδί μου. Είδα και άκουσα πολλά.Μα πάνω από όλα έζησα όλες τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Γνώρισα τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς ανέβαινε συχνά στο χωριό μας και μας έφερνε τον αέρα της Ευρώπης. Γνώρισα τις ιδέες του ,τα οράματα του που πίστεψε με δεν ήξερα τότε αν ήταν σωστά ή όχι ήξερα όμως ότι είχε ιδέες. Έπειτα άκουσα να καταστρέφεται η Σμύρνη μας και οι δόλιοι οι άνθρωποι εκριζωθήκαν από την πατρίδα τους. Έζησα δικτατορίες που σου επιβαλλόταν να είσαι στην αφάνεια.Έζησα το πιο σκληρό πόλεμο της κατοχής και της πείνας. Μα σε όλα εκείνα δεν λύγισα γιατί είχα πείσμα πως θα έρθουν καλύτερες μέρες. Είδα με τα μάτια μου, αδερφός να σκοτώνει αδερφό για μια ιδέα που την ονόμασαν κάποιοι αριστερή. Που ακόμα δεν ξέρω αν η ιδέα χωρίζεται σε αριστερή ή δεξιά ή είναι απλά ιδέα. Γνώρισα καλύτερες μέρες, χειρότερες μέρες άκουσα για Γυάρο και για Κύπρο. Έπειτα ήρθε εκείνη η μεταπολίτευση να μας φέρει πιο κοντά στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν ήμασταν έτοιμοι να την ακολουθήσουμε. Έτσι μπήκαμε στα συστήματα της λεγομένης ‘αναγέννησης’. Έπειτα ήρθε ο σοσιαλισμός που δεν ξέραμε εδώ πάνω τι είναι,αλλά καλός μας ακουγότανε καθώς αρμέγαμε τα πρόβατα μας και μας έδιναν χρήματα. Έπειτα ήρθαν και άλλοι και άλλοι και άλλοι. Ώσπου ήρθε και εκείνος που μου έκοψε την σύνταξη μετά από εβδομήντα και χρόνια στα χωράφια για ένα καλύτερο μέλλον. Μα ποιο μέλλον; Έχω μέλλον εγώ; Τα νιάτα είναι το μέλλον. Μα και εκείνα τα έκαναν να μην περιμένουν τίποτε.Τα ισοπέδωσαν σαν εμάς τους ανήμπορους και εξασθενημένους. Μας έβαλαν σε ένα στρόβιλο όλους. Μας πήραν και το φως από την ψυχή μας στο όνομα τρόικας.
Και αναρωτιέμαι ποια τελικά είναι η δημοκρατία και ποια η χούντα.
Δεν ξέρω γράμματα κόρη μου αλλά ξέρω πως η ζωή θέλει καθαρό μυαλό και αγάπη».
«Και τώρα γιαγιά ψήφισες;»
«Ψήφισα κόρη μου και ας μη δω την Ελλάδα να αλλάζει. Μα είμαι σίγουρη πως αυτή η στιγμή στην ιστορία μας είναι σημαντική. Όχι γιατί άλλαξε μια κυβέρνηση. Μα γιατί ξύπνησαν και άλλαξαν οι Έλληνες».
Εξακολουθούσα να την κοιτάζω με ανοικτό το στόμα. Τα πιο σοφά λόγια εκείνων των ημερών τα άκουσα από εκείνη.
Γυρνώντας αργά το βράδυ σπίτι θυμήθηκα ένα ρητό του Καζαντζάκη:
O λαός δεν σώζεται.Σώζει
Της Ροδάνθης Κουμή*
Στο χωριό του άντρα μου,ένα μικρό χωριό βουτηγμένο και ξεχασμένο στην φύση από τους ανθρώπους,βρέθηκα την Κυριακή που μας πέρασε.
Ένα σχολείο,μια δικαστικός,ένα αδύνατο ξανθό παλικάρι από την χώρα, ο αστυνομικός και ένας κάτοικος του χωριού με περίμεναν στο μοναδικό (κλειστό τώρα) σχολείο να ψηφίσω, εγώ και άλλα δεκαεπτά άτομα.
Αφού κάναμε το καθήκον μας(εγώ και ο άντρας μου) σεργιανούσαμε στα στενά καλντερίμια του χωριού με τις ώρες βλέποντας τα βουνά να στέκονται επάνω μας απειλητικά,την φύση να ακουμπάει την ψυχή μας και να την γεμίζει με οξυγόνο και τύψεις, που εγκαταλείψαμε τόσο νωρίς τα χωριά μας και πήραμε τους δρόμους για τις πόλεις.
Μια εκατοχρονίτισσα γριά καθόταν στο κεφαλόσκαλου σπιτιού της και έπλεκε.Την πλησίασα και την καλησπέρισα.Με καλησπέρισε και εκείνη με χαμόγελο και μου απίθωσε δίπλα της ένα σκαμνάκι που είχε φτιάξει η ίδια από καλάμια να καθίσω. Τον άντρα μου τον άφησε όρθιο καθώς όπως είπε:
«Oι άντρες είστε πιο γεροί από τις γυναίκες γιε μου»!
Την κοιτούσα και με έπιασε μια ακατάσχετη μανία μέσα μου να την ρωτήσω πως πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια στην ζωή της. Τι είδε και τι άκουσε και πως τα βίωνε όλα εδώ πάνω στην μοναξιά.
«Γιαγιά ζεις εδώ τόσα χρόνια,πως σου φάνηκε η ζωή;»
«Βαριά και δύσκολη αλλά ήμουν τυχερή....
....Έζησα πλάι σε ένα καλό άνθρωπο. Έκανα μια υπέροχη οικογένεια που τώρα ζει στα ξένα παιδί μου. Είδα και άκουσα πολλά.Μα πάνω από όλα έζησα όλες τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Γνώρισα τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς ανέβαινε συχνά στο χωριό μας και μας έφερνε τον αέρα της Ευρώπης. Γνώρισα τις ιδέες του ,τα οράματα του που πίστεψε με δεν ήξερα τότε αν ήταν σωστά ή όχι ήξερα όμως ότι είχε ιδέες. Έπειτα άκουσα να καταστρέφεται η Σμύρνη μας και οι δόλιοι οι άνθρωποι εκριζωθήκαν από την πατρίδα τους. Έζησα δικτατορίες που σου επιβαλλόταν να είσαι στην αφάνεια.Έζησα το πιο σκληρό πόλεμο της κατοχής και της πείνας. Μα σε όλα εκείνα δεν λύγισα γιατί είχα πείσμα πως θα έρθουν καλύτερες μέρες. Είδα με τα μάτια μου, αδερφός να σκοτώνει αδερφό για μια ιδέα που την ονόμασαν κάποιοι αριστερή. Που ακόμα δεν ξέρω αν η ιδέα χωρίζεται σε αριστερή ή δεξιά ή είναι απλά ιδέα. Γνώρισα καλύτερες μέρες, χειρότερες μέρες άκουσα για Γυάρο και για Κύπρο. Έπειτα ήρθε εκείνη η μεταπολίτευση να μας φέρει πιο κοντά στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν ήμασταν έτοιμοι να την ακολουθήσουμε. Έτσι μπήκαμε στα συστήματα της λεγομένης ‘αναγέννησης’. Έπειτα ήρθε ο σοσιαλισμός που δεν ξέραμε εδώ πάνω τι είναι,αλλά καλός μας ακουγότανε καθώς αρμέγαμε τα πρόβατα μας και μας έδιναν χρήματα. Έπειτα ήρθαν και άλλοι και άλλοι και άλλοι. Ώσπου ήρθε και εκείνος που μου έκοψε την σύνταξη μετά από εβδομήντα και χρόνια στα χωράφια για ένα καλύτερο μέλλον. Μα ποιο μέλλον; Έχω μέλλον εγώ; Τα νιάτα είναι το μέλλον. Μα και εκείνα τα έκαναν να μην περιμένουν τίποτε.Τα ισοπέδωσαν σαν εμάς τους ανήμπορους και εξασθενημένους. Μας έβαλαν σε ένα στρόβιλο όλους. Μας πήραν και το φως από την ψυχή μας στο όνομα τρόικας.
Και αναρωτιέμαι ποια τελικά είναι η δημοκρατία και ποια η χούντα.
Δεν ξέρω γράμματα κόρη μου αλλά ξέρω πως η ζωή θέλει καθαρό μυαλό και αγάπη».
«Και τώρα γιαγιά ψήφισες;»
«Ψήφισα κόρη μου και ας μη δω την Ελλάδα να αλλάζει. Μα είμαι σίγουρη πως αυτή η στιγμή στην ιστορία μας είναι σημαντική. Όχι γιατί άλλαξε μια κυβέρνηση. Μα γιατί ξύπνησαν και άλλαξαν οι Έλληνες».
Εξακολουθούσα να την κοιτάζω με ανοικτό το στόμα. Τα πιο σοφά λόγια εκείνων των ημερών τα άκουσα από εκείνη.
Γυρνώντας αργά το βράδυ σπίτι θυμήθηκα ένα ρητό του Καζαντζάκη:
O λαός δεν σώζεται.Σώζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου