Μια άγνωστη αφήγηση του Σφακιανού Χ'' Ανδρέα Κριαρά
Του Κωνσταντίνου Φουρναράκη*
Ένας ιστορικός που ενδιαφέρεται για τα αιτιώδεις σχέσεις και τα αποτελέσματα στην ιστορία θα προσπερνούσε ένα τέτοιο ερώτημα. Και όμως για το ζήτημα συντηρείται για διακόσια χρόνια μια ιστοριογραφική διαμάχη. Άλλοι ιστοριογράφοι αφηγούνται ότι η Γραμβούσα κυριεύθηκε αποκλειστικά από τους Σφακιανούς, άλλοι από μια ομάδα έντεκα Κρητικών (Σφακιανών, Κισσαμιτών, Σελινιωτών κ.α) άλλοι αποκλειστικά από τους Μεσογειανούς (Κισσαμίτες). Μετ' επιτάσεως μάλιστα γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί η μία ή η άλλη άποψη, χωρίς να έχει προηγηθεί προσεκτική μελέτη και κριτική των ιστορικών πηγών. Σήμερα θα παρουσιάσουμε την άγνωστη μαρτυρία του Σφακιανού Χατζή Ανδρέα Κριαρά ή Κριαράκη για την άλωση της Γραμβούσας.
Ένας ιστορικός που ενδιαφέρεται για τα αιτιώδεις σχέσεις και τα αποτελέσματα στην ιστορία θα προσπερνούσε ένα τέτοιο ερώτημα. Και όμως για το ζήτημα συντηρείται για διακόσια χρόνια μια ιστοριογραφική διαμάχη. Άλλοι ιστοριογράφοι αφηγούνται ότι η Γραμβούσα κυριεύθηκε αποκλειστικά από τους Σφακιανούς, άλλοι από μια ομάδα έντεκα Κρητικών (Σφακιανών, Κισσαμιτών, Σελινιωτών κ.α) άλλοι αποκλειστικά από τους Μεσογειανούς (Κισσαμίτες). Μετ' επιτάσεως μάλιστα γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί η μία ή η άλλη άποψη, χωρίς να έχει προηγηθεί προσεκτική μελέτη και κριτική των ιστορικών πηγών. Σήμερα θα παρουσιάσουμε την άγνωστη μαρτυρία του Σφακιανού Χατζή Ανδρέα Κριαρά ή Κριαράκη για την άλωση της Γραμβούσας.
Ο Χατζή Ανδρέας Κριαράς (Κριαράκης) γεννήθηκε στην Ανώπολη των Σφακίων το 1775. Ήταν γιος του Εμμ. Κριαρά και της Κατίγκως Βλάχου. Ευκατάστατος πλοιοκτήτης και προεστός, ασπάσθηκε από νωρίς την ιδέα της Επανάστασης και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 διετέλεσε μέλος της Καγκελαρίας των Σφακίων, της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης της Κρήτης. Έπειτα από την κάμψη της Επανάστασης, την άνοιξη του 1824, κατέφυγε στα Αντικύθηρα (Αιγιλία). Κατά την περίοδο της Γραμβούσας διορίστηκε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Γραμβούσας, αξίωμα το οποίο αποδέχθηκε συμμετέχοντας κατά διαστήματα στη Διοίκηση. Μετά την λήξη της επανάστασης, το 1830, εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Στην Επανάσταση του 1866 διετέλεσε αντιπρόεδρος της Επιτροπής Σύρου επί των αποστολών υπέρ της Κρήτης. Σύζυγός του ήταν η Ελένη Παχυνάκη, κόρη του Γεωργίου Παχυνάκη και της Ελένης Δασκαλογιάννη. Ο Α. Κριαράς απεβίωσε σε ηλικία 100 ετών, το 1875, στην Σύρο, όπου είχε μεταφέρει, ως πολύτιμο κειμήλιο, τη σημαία που είχαν οι Κρητικοί κατά την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Πρόσφατα οι απόγονοί του τη δώρισαν στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης.
Στο αρχοντικό του Χ'' Ανδρέα Κριαρά στη Σύρο φιλοξενήθηκε ο Όθωνας σε μία περιοδεία του στις Κυκλάδες και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νήπιο, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1866. Αδελφός του ήταν ο Πωλιός (Παύλος) Κριαράς, ένας από τους εκπορθητές της Γραμβούσας.
Το δημοσίευμα του Ζ. Πρακτικίδη
Το 1842, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Λαού”, δημοσιεύθηκαν δύο μικρά αποσπάσματα από μια ιστορική συνοπτική έκθεση του Ζαχαρία Πρακτικίδη. Τα αποσπάσματα αυτά ήταν επικριτικά για τους Σφακιανούς και προκάλεσαν αντιδράσεις. Έπειτα από αυτό, ο Πρακτικίδης ισχυρίστηκε ότι η δημοσίευση έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή του, από χειρόγραφες σημειώσεις τις οποίες είχε εμπιστευθεί σε φίλο του. Οι σημειώσεις μάλιστα αυτές θεωρούταν ότι είχαν χαθεί, αλλά βρέθηκαν τυχαία σε κάποια βιβλιοθήκη απ' όπου τις πήρε “Ο Φίλος του Λαού” και τις δημοσίευσε χωρίς να το γνωρίζει ο Πρακτικίδης. (βλ. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, 1953, 6). Μετά το θάνατο του Ζ. Πρακτικίδη (+1845) ο γιος του Μανουήλ αφού αναθεώρησε τις ιστορικές σημειώσεις του πατέρα του, τις δημοσίευσε στο περιοδικό “Χρυσαλλίς” του 1866 (τεύχη 77-81). Θεωρούμε ότι στην έκδοση της “Χρυσαλλίδος” το κείμενο του Ζαχαρία Πρακτικίδη πέρασε από λογοκρισία και αφαιρέθηκαν όσα σημεία ήταν ιδιαίτερα αιχμηρά. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η σύγκριση των δημοσιευμένων αποσπασμάτων στην Εφημερίδα (1842) και στο Περιοδικό (1866). Η ιστορική αυτή σύνοψη για το πρώτο έτος της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη αναδημοσιεύτηκε από τη “Χρυσαλλίδα” στο βιβλίο “Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη” που εκδόθηκε, το 1953, με επιμέλεια του φιλολόγου Στυλιανού Μοτάκη, διευθυντή τότε του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.
Στο αρχοντικό του Χ'' Ανδρέα Κριαρά στη Σύρο φιλοξενήθηκε ο Όθωνας σε μία περιοδεία του στις Κυκλάδες και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νήπιο, όταν η οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1866. Αδελφός του ήταν ο Πωλιός (Παύλος) Κριαράς, ένας από τους εκπορθητές της Γραμβούσας.
Το δημοσίευμα του Ζ. Πρακτικίδη
Το 1842, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Λαού”, δημοσιεύθηκαν δύο μικρά αποσπάσματα από μια ιστορική συνοπτική έκθεση του Ζαχαρία Πρακτικίδη. Τα αποσπάσματα αυτά ήταν επικριτικά για τους Σφακιανούς και προκάλεσαν αντιδράσεις. Έπειτα από αυτό, ο Πρακτικίδης ισχυρίστηκε ότι η δημοσίευση έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή του, από χειρόγραφες σημειώσεις τις οποίες είχε εμπιστευθεί σε φίλο του. Οι σημειώσεις μάλιστα αυτές θεωρούταν ότι είχαν χαθεί, αλλά βρέθηκαν τυχαία σε κάποια βιβλιοθήκη απ' όπου τις πήρε “Ο Φίλος του Λαού” και τις δημοσίευσε χωρίς να το γνωρίζει ο Πρακτικίδης. (βλ. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, 1953, 6). Μετά το θάνατο του Ζ. Πρακτικίδη (+1845) ο γιος του Μανουήλ αφού αναθεώρησε τις ιστορικές σημειώσεις του πατέρα του, τις δημοσίευσε στο περιοδικό “Χρυσαλλίς” του 1866 (τεύχη 77-81). Θεωρούμε ότι στην έκδοση της “Χρυσαλλίδος” το κείμενο του Ζαχαρία Πρακτικίδη πέρασε από λογοκρισία και αφαιρέθηκαν όσα σημεία ήταν ιδιαίτερα αιχμηρά. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η σύγκριση των δημοσιευμένων αποσπασμάτων στην Εφημερίδα (1842) και στο Περιοδικό (1866). Η ιστορική αυτή σύνοψη για το πρώτο έτος της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη αναδημοσιεύτηκε από τη “Χρυσαλλίδα” στο βιβλίο “Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη” που εκδόθηκε, το 1953, με επιμέλεια του φιλολόγου Στυλιανού Μοτάκη, διευθυντή τότε του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.
Η απάντηση του Χ'' Ανδρέα Κριαρά
Ο Χατζή Ανδρέας Κριαράς προσπάθησε να ανασκευάσει τις αιτιάσεις του Ζ. Πρακτικίδη για τους Σφακιανούς με τη δημοσίευση ενός μικρού βιβλίου, που δημοσίευσε στη Σύρο. Τίτλος του βιβλίου: “Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Εν Ερμπουπόλει, εκ της Τυπογραφίας Γ. Μελισταγούς, οδός Αγοράς, 1843”. Στο παρόν δημοσίευμα δεν θα παρουσιάσουμε όλο του βιβλίο του Α. Κριαρά, αλλά μόνο ένα απόσπασμα που αφορά την κατάκτηση της Γραμβούσας, τον Αύγουστο του 1825, από τους Κρητικούς. Το σημαντικό αυτό κείμενο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε σχολιαστεί μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς, παραμένει δε εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, γι' αυτό οφείλουμε πρώτα να το παραθέσουμε αυτούσια:
Απάντησις Χ'' Ανδρέα Κριαράκη
“Αφού, αναγνώστα, περί το 1823 του Δεκεμβρίου μήνα γενομένης αποπείρας εφόδου εις το φρούριον Γραμβούσης παρά των Ελλήνων απέτυχε, διελογιζόμεθα τίνι τρόπω ηδυνάμεθα να λάβωμε εις χείρας το ισχυρόν καν τούτο Φρούριον. Ευρεθέντες εις την Αιγιλίαν μετά πολλών άλλων πατριωτών, υπεβάλαμεν σχέδιον του περί τουτου σκοπού μας, εγώ τε και ο Α. Παναγιώτου προς τον εν Ύδρα κ. Λ. Κουντουριώτην ζητούντες την συνδρομήν και γνώμην· ο Κύριος Κουντουριώτης μ' ολονότι επήνεσε τον σκοπόν και ενέκρινε το σχέδιόν μας, μ' όλα ταύτα μας απήντησε αρνητικώς, μη θεωρών φαίνεται, κατάλληλον την περίστασιν · τοιουτρόπως μεταβαλλόντες σκοπόν επεριμέναμεν περίστασιν αρμοδιοτέραν εις το επιχείρημα τούτο.
Μετά καιρόν πληροφορούμεθα ότι ητοιμάζετο εκστρατεία δια την άλωσιν της Γραμβούσης εις Ναύπλιον και λοιπά μέρη από παρευρισκομένους εκείσε Κρήτας έχοντας επικεφαλής τους κυρ. Δ. Καλλέργην και Εμμανουήλ Αντωνιάδην. Εκ περιστάσεως έν από τα πλοία τα οποία έφερον τους εκστρατεύοντας στρατιώτας εις Αιγιλίαν προσορμίζεται · οι εν αυτώ πατριώται μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες αυτόν, παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν.
Ούτω λοιπόν εμβάντες εις εν πλοιάριον από τον Μ. Βρατζόλην κυβερνώμενον, ένδεκα τον αριθμόν τους οποίους ονομαστί αναφέρομεν, Παύλος Κριαράκης, Ανδρέας Παχύς, Μ. Κουλετάκης, Μ. Νικηφόρος, Καραγιάννης, Ρούκουνας, Σεϊμένης κ.λ. εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας.
Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν, άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων, εύρον εκεί την σύζυγον του Ντισδάρη ή Φρουράρχου της Γραμβούσης · πλησιάσαντες δε εις αυτήν ευρισκομένην μόνην με δύω υπηρέτας, και προσποιηθέντες τους οθωμανούς (εις εξ αυτών μάλιστα ο Ανδρέας Παχύς εγνώριζεν την τουρκικήν, το δε εξωτερικόν και την ενδυμασία των όπλων οι ημέτεροι είχον πολύ ομοιάζουσαν με την των Τούρκων) ηρώτων αυτήν περί του Συζύγου της, πόσοι Τούρκοι ευρίσκονται εντός του Φρουρίου και πώς συνεννοούμενοι με τους εντός έρχονται και μεταλλάσσονται.
Η Γυνή απατηθείσα από το εξωτερικόν και το παραστατικόν αυτών, και πιστεύσασα αυτούς Τούρκους ελθόντας προς ενδυνάμωσιν της Φρουράς, τοις λέγει όλα τα σημεία της συνεννοήσεως· ούτοι λοιπόν οδηγηθέντες έκαμον το σύνηθες σημείον προς τους εντός του Φρουρίου, οίτινες ιδόντες τούτο εκίνησαν προς τους ημετέρους, ο δε Φρούραρχος μετά ολίγων άλλων · αλλά μόλις επλησίασαν και ήρχισαν οι Τούρκοι να δυσπιστώσιν προς τους ημετέρους, αν ήναι τωόντι ομόφιλοί των ή όχι, αλλ' όντες πλέον υπό τας βολάς των όπλων των δεν ηδύναντο να οπισθοδρομήσωσι, και πλησιάσαντες, ορμησάντων των ημετέρων, λαμβάνουν υπ' αυτών τρομερόν θάνατον όλοι πλην του Φρουράρχου, τον οποίον άφησαν ζώντα και τοιουτοτρόπως έχοντες αυτόν διευθύνονται προς το Φρούριον · οι ολίγοι μείναντες εντός του Φρουρίου, ιδόντες το πλοιάριον επιστρέφον και πιστεύοντες ότι εντός αυτού είναι συνάδελφοί των, κατέρχονται αφήσαντες μόνον το Φρούριον, και οι ημέτεροι αποβιβασθέντες εις άλλο παρ' εις το οποίον τους επερίμενον μέρος προς υποδοχήν, διευθύνονται αμέσως εις το Φρούριον και εμβάντες μετά του Φρουράρχου και φονεύσαντες τους επιλοίπους Τούρκους εκυρίευσαν αυτό, και ήρχισαν παρευθύς την εκπυρσοκρότησιν ογδοήκοντα περίπου πυροβόλων, αναγγέλλοντες τον θρίαμβόν των. Ο δε κύριος Εμμ. Αντωνιάδης κ.λ. ακούοντες τους αλλεπαλλήλους κανονιοβολισμούς ετράπησαν εις φυγήν φοβηθέντες από το πλησίον εκεί μέρος ένθα η κακοκαιρία, νομίζω, τους είχεν αναγκάσει να καταφύγωσιν.
Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν εξαποστείλαντες ευθύς πλοίον δια να φθάση τον φεύγοντα στόλον, και να δώση την είδησιν εις τους κυρίους Δ. Καλέργην και Εμμ. Αντωνιάδην, ότι το Φρούριον εκυριεύθη υπό των ημετέρων και ευρίσκετο εις χείρας Ελλήνων, τους καταλαμβάνει το πλοίον, τους δίδει την είδησιν, επιστρέφουσι, και ημείς τους εδέχθημεν ως αδελφούς(α).
Εν τούτοις εις ολίγον διάστημα χρόνου η νήσος αύτη, ανεξάρτητος ούσα από την τουρκικήν πλέον εξουσίαν, εκατοικήθη από πολλούς καταφυγόντας εκείσε Κρήτας · και η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ.
Μέχρι τινός η κατάστασις της Νήσου ταύτης ήτον ευάρεστος, διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής · επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών · αλλ' ο κακός δαίμων των Κρητών εφθόνησε ταύτην μας την τύχην. Κρήτες τινές παραστάται εις Ναύπλιον των συμπολιτών των συνέλαβον την ιδέαν, ότι δια της πειρατείας η πατρίς ήθελε λάβει μορφήν καλητέραν(β) . και δια των πλουσίων αφιερωμέτων του αγίου Γεωργίου (εις Κρήτην) τα οποία τοις παρεδώκαμεν, ως ιεράν παρακαταθήκην, ηγόρασαν παρά του Ν. Γρηγοριάδου την Γολέταν, επονομασθείσαν παρ' αυτών η Διοίκησις και επειράτευον παν το προστυχόν πλοίον, έδραν και καταφύγιον έχοντες την Γραμβούσαν, τα δε εκ της πειρατείας κέρδη εις ποίον υπέρ της πατρίδος σκοπόν μετεχειρίσθησαν αγνοώ. Αλλά την Σ. Διοίκησιν εμιμήθησαν ακολούθως και αι υπάλληλοι αρχαί, και η νήσος από άσυλον χριστιανών μετεβλήθη εις αλγερίνων καταγώγιον.
Βλέπων τας καταχρήσεις αυτάς είπα προς τους συναδελφούς μου Γ. Καλλέργην, Κριτοβολίδην και Δ. Χρυσαφόπουλον, ότι εις τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων η συνείδησίς μου δεν με επιτρέπει να μένω ως μέλος της Διοικήσεως και να υποστηρίζω τοιαύτας αθεμίτους καταχρήσεις · Όθεν ανεχώρησα και μετέβην εις Αιγιλίαν, αφήσας εκεί ολίγους συνεπαρχιώτας μου μετά του αδελφού και του γυναικαδελφού μου.
Αλλ' εδώ στρέψω τον λόγον προς τον καλόν Πρακτικίδην, οι Συνεπαρχιώται και ομόφρονές σου αγνωμονούντες ή και φθονούντες την δόξαν δέκα Σφακιανών ελευθερωτών της Γραμβούσης και ενεργησάντων να εύρωσιν δια τούτου οι ιδικοί σας άσυλον και πόρον ζωής, ούτοι, λέγω, επέκεινα των τριών χιλιάδες όντες, κατεδέχθησαν οι άνανδροι και θρασύδειλοι να στρέψωσι όπλα και να διώξωσι τους ημετέρους δέκα, φονεύσαντες μίαν γυναίκα και έναν άνδρα εξ αυτών· ιδού αισχρέ συκοφάντα οποίαι πράξεις πρέπει να στηλιτεύωνται και να αναφέρονται ως παράδειγμα κακίας και αγνωμοσύνης! Τοιαύται και παρόμοιαι καταχρήσεις, συκοφάντα αισχρέ, επέφεραν μεταξύ μας αιώνιον διχόνοιαν, η πειρατεία, αισχρέ συκοφάντα, την οποίαν διεύθυναν και υπέθαλπον οι σημαντικοί σας, επέφερον μυρίας βλάβας εις το δια θαλάσσης εμπόριον και εις την υπόληψιν του έθνους! Τοιαύται καταχρήσεις, συνέτειναν εις το να υπάρχη και σήμερον η δουλεία εις την φιλτάτην ημών πατρίδα, επισύρασαι των φιλανθρώπων Ευρωπαίων την ανατιπάθειαν, και όχι η αρπαγή προβάτου ή όρνιθος υπό των ημετέρων, ως δεν αισχύνεσαι να λέγης! Αλλά τι επί τέλους να σε είπω, ειμή ότι έδειξας όλην σου την κακίαν προς αδελφούς και πατριώτας σου, και αγνωμοσύνην προς τον ευεργέτην σου!
Εν Σύρω την 20 Φεβρουαρίου 1843”
[βλ. Απάντησις, ό. π., σ. 17-23].
Ο Χατζή Ανδρέας Κριαράς προσπάθησε να ανασκευάσει τις αιτιάσεις του Ζ. Πρακτικίδη για τους Σφακιανούς με τη δημοσίευση ενός μικρού βιβλίου, που δημοσίευσε στη Σύρο. Τίτλος του βιβλίου: “Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Εν Ερμπουπόλει, εκ της Τυπογραφίας Γ. Μελισταγούς, οδός Αγοράς, 1843”. Στο παρόν δημοσίευμα δεν θα παρουσιάσουμε όλο του βιβλίο του Α. Κριαρά, αλλά μόνο ένα απόσπασμα που αφορά την κατάκτηση της Γραμβούσας, τον Αύγουστο του 1825, από τους Κρητικούς. Το σημαντικό αυτό κείμενο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε σχολιαστεί μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς, παραμένει δε εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, γι' αυτό οφείλουμε πρώτα να το παραθέσουμε αυτούσια:
Απάντησις Χ'' Ανδρέα Κριαράκη
“Αφού, αναγνώστα, περί το 1823 του Δεκεμβρίου μήνα γενομένης αποπείρας εφόδου εις το φρούριον Γραμβούσης παρά των Ελλήνων απέτυχε, διελογιζόμεθα τίνι τρόπω ηδυνάμεθα να λάβωμε εις χείρας το ισχυρόν καν τούτο Φρούριον. Ευρεθέντες εις την Αιγιλίαν μετά πολλών άλλων πατριωτών, υπεβάλαμεν σχέδιον του περί τουτου σκοπού μας, εγώ τε και ο Α. Παναγιώτου προς τον εν Ύδρα κ. Λ. Κουντουριώτην ζητούντες την συνδρομήν και γνώμην· ο Κύριος Κουντουριώτης μ' ολονότι επήνεσε τον σκοπόν και ενέκρινε το σχέδιόν μας, μ' όλα ταύτα μας απήντησε αρνητικώς, μη θεωρών φαίνεται, κατάλληλον την περίστασιν · τοιουτρόπως μεταβαλλόντες σκοπόν επεριμέναμεν περίστασιν αρμοδιοτέραν εις το επιχείρημα τούτο.
Μετά καιρόν πληροφορούμεθα ότι ητοιμάζετο εκστρατεία δια την άλωσιν της Γραμβούσης εις Ναύπλιον και λοιπά μέρη από παρευρισκομένους εκείσε Κρήτας έχοντας επικεφαλής τους κυρ. Δ. Καλλέργην και Εμμανουήλ Αντωνιάδην. Εκ περιστάσεως έν από τα πλοία τα οποία έφερον τους εκστρατεύοντας στρατιώτας εις Αιγιλίαν προσορμίζεται · οι εν αυτώ πατριώται μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες αυτόν, παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν.
Ούτω λοιπόν εμβάντες εις εν πλοιάριον από τον Μ. Βρατζόλην κυβερνώμενον, ένδεκα τον αριθμόν τους οποίους ονομαστί αναφέρομεν, Παύλος Κριαράκης, Ανδρέας Παχύς, Μ. Κουλετάκης, Μ. Νικηφόρος, Καραγιάννης, Ρούκουνας, Σεϊμένης κ.λ. εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας.
Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν, άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων, εύρον εκεί την σύζυγον του Ντισδάρη ή Φρουράρχου της Γραμβούσης · πλησιάσαντες δε εις αυτήν ευρισκομένην μόνην με δύω υπηρέτας, και προσποιηθέντες τους οθωμανούς (εις εξ αυτών μάλιστα ο Ανδρέας Παχύς εγνώριζεν την τουρκικήν, το δε εξωτερικόν και την ενδυμασία των όπλων οι ημέτεροι είχον πολύ ομοιάζουσαν με την των Τούρκων) ηρώτων αυτήν περί του Συζύγου της, πόσοι Τούρκοι ευρίσκονται εντός του Φρουρίου και πώς συνεννοούμενοι με τους εντός έρχονται και μεταλλάσσονται.
Η Γυνή απατηθείσα από το εξωτερικόν και το παραστατικόν αυτών, και πιστεύσασα αυτούς Τούρκους ελθόντας προς ενδυνάμωσιν της Φρουράς, τοις λέγει όλα τα σημεία της συνεννοήσεως· ούτοι λοιπόν οδηγηθέντες έκαμον το σύνηθες σημείον προς τους εντός του Φρουρίου, οίτινες ιδόντες τούτο εκίνησαν προς τους ημετέρους, ο δε Φρούραρχος μετά ολίγων άλλων · αλλά μόλις επλησίασαν και ήρχισαν οι Τούρκοι να δυσπιστώσιν προς τους ημετέρους, αν ήναι τωόντι ομόφιλοί των ή όχι, αλλ' όντες πλέον υπό τας βολάς των όπλων των δεν ηδύναντο να οπισθοδρομήσωσι, και πλησιάσαντες, ορμησάντων των ημετέρων, λαμβάνουν υπ' αυτών τρομερόν θάνατον όλοι πλην του Φρουράρχου, τον οποίον άφησαν ζώντα και τοιουτοτρόπως έχοντες αυτόν διευθύνονται προς το Φρούριον · οι ολίγοι μείναντες εντός του Φρουρίου, ιδόντες το πλοιάριον επιστρέφον και πιστεύοντες ότι εντός αυτού είναι συνάδελφοί των, κατέρχονται αφήσαντες μόνον το Φρούριον, και οι ημέτεροι αποβιβασθέντες εις άλλο παρ' εις το οποίον τους επερίμενον μέρος προς υποδοχήν, διευθύνονται αμέσως εις το Φρούριον και εμβάντες μετά του Φρουράρχου και φονεύσαντες τους επιλοίπους Τούρκους εκυρίευσαν αυτό, και ήρχισαν παρευθύς την εκπυρσοκρότησιν ογδοήκοντα περίπου πυροβόλων, αναγγέλλοντες τον θρίαμβόν των. Ο δε κύριος Εμμ. Αντωνιάδης κ.λ. ακούοντες τους αλλεπαλλήλους κανονιοβολισμούς ετράπησαν εις φυγήν φοβηθέντες από το πλησίον εκεί μέρος ένθα η κακοκαιρία, νομίζω, τους είχεν αναγκάσει να καταφύγωσιν.
Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν εξαποστείλαντες ευθύς πλοίον δια να φθάση τον φεύγοντα στόλον, και να δώση την είδησιν εις τους κυρίους Δ. Καλέργην και Εμμ. Αντωνιάδην, ότι το Φρούριον εκυριεύθη υπό των ημετέρων και ευρίσκετο εις χείρας Ελλήνων, τους καταλαμβάνει το πλοίον, τους δίδει την είδησιν, επιστρέφουσι, και ημείς τους εδέχθημεν ως αδελφούς(α).
Εν τούτοις εις ολίγον διάστημα χρόνου η νήσος αύτη, ανεξάρτητος ούσα από την τουρκικήν πλέον εξουσίαν, εκατοικήθη από πολλούς καταφυγόντας εκείσε Κρήτας · και η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ.
Μέχρι τινός η κατάστασις της Νήσου ταύτης ήτον ευάρεστος, διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής · επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών · αλλ' ο κακός δαίμων των Κρητών εφθόνησε ταύτην μας την τύχην. Κρήτες τινές παραστάται εις Ναύπλιον των συμπολιτών των συνέλαβον την ιδέαν, ότι δια της πειρατείας η πατρίς ήθελε λάβει μορφήν καλητέραν(β) . και δια των πλουσίων αφιερωμέτων του αγίου Γεωργίου (εις Κρήτην) τα οποία τοις παρεδώκαμεν, ως ιεράν παρακαταθήκην, ηγόρασαν παρά του Ν. Γρηγοριάδου την Γολέταν, επονομασθείσαν παρ' αυτών η Διοίκησις και επειράτευον παν το προστυχόν πλοίον, έδραν και καταφύγιον έχοντες την Γραμβούσαν, τα δε εκ της πειρατείας κέρδη εις ποίον υπέρ της πατρίδος σκοπόν μετεχειρίσθησαν αγνοώ. Αλλά την Σ. Διοίκησιν εμιμήθησαν ακολούθως και αι υπάλληλοι αρχαί, και η νήσος από άσυλον χριστιανών μετεβλήθη εις αλγερίνων καταγώγιον.
Βλέπων τας καταχρήσεις αυτάς είπα προς τους συναδελφούς μου Γ. Καλλέργην, Κριτοβολίδην και Δ. Χρυσαφόπουλον, ότι εις τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων η συνείδησίς μου δεν με επιτρέπει να μένω ως μέλος της Διοικήσεως και να υποστηρίζω τοιαύτας αθεμίτους καταχρήσεις · Όθεν ανεχώρησα και μετέβην εις Αιγιλίαν, αφήσας εκεί ολίγους συνεπαρχιώτας μου μετά του αδελφού και του γυναικαδελφού μου.
Αλλ' εδώ στρέψω τον λόγον προς τον καλόν Πρακτικίδην, οι Συνεπαρχιώται και ομόφρονές σου αγνωμονούντες ή και φθονούντες την δόξαν δέκα Σφακιανών ελευθερωτών της Γραμβούσης και ενεργησάντων να εύρωσιν δια τούτου οι ιδικοί σας άσυλον και πόρον ζωής, ούτοι, λέγω, επέκεινα των τριών χιλιάδες όντες, κατεδέχθησαν οι άνανδροι και θρασύδειλοι να στρέψωσι όπλα και να διώξωσι τους ημετέρους δέκα, φονεύσαντες μίαν γυναίκα και έναν άνδρα εξ αυτών· ιδού αισχρέ συκοφάντα οποίαι πράξεις πρέπει να στηλιτεύωνται και να αναφέρονται ως παράδειγμα κακίας και αγνωμοσύνης! Τοιαύται και παρόμοιαι καταχρήσεις, συκοφάντα αισχρέ, επέφεραν μεταξύ μας αιώνιον διχόνοιαν, η πειρατεία, αισχρέ συκοφάντα, την οποίαν διεύθυναν και υπέθαλπον οι σημαντικοί σας, επέφερον μυρίας βλάβας εις το δια θαλάσσης εμπόριον και εις την υπόληψιν του έθνους! Τοιαύται καταχρήσεις, συνέτειναν εις το να υπάρχη και σήμερον η δουλεία εις την φιλτάτην ημών πατρίδα, επισύρασαι των φιλανθρώπων Ευρωπαίων την ανατιπάθειαν, και όχι η αρπαγή προβάτου ή όρνιθος υπό των ημετέρων, ως δεν αισχύνεσαι να λέγης! Αλλά τι επί τέλους να σε είπω, ειμή ότι έδειξας όλην σου την κακίαν προς αδελφούς και πατριώτας σου, και αγνωμοσύνην προς τον ευεργέτην σου!
Εν Σύρω την 20 Φεβρουαρίου 1843”
[βλ. Απάντησις, ό. π., σ. 17-23].
Μια αξιοσημείωτη επιλογή
Από την αφήγηση του Κριαρά συνάγεται ότι και αυτός θεωρούσε την άλωση της Γραμβούσας ως ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Επανάστασης, στην επίτευξη του οποίου και οι Σφακιανοί είχαν συμβάλει αρκετά. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Κριαράς δεν επέλεξε να προβάλει την προσφορά των Σφακίων κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821 (πρώτες επαναστατικές συνελεύσεις στα Γλυκά Νερά, στο Λουτρό, την Παναγία Θυμιανή), την οργάνωση της πρώτης επαναστατικής διοίκησης (Καγκελαρία των Σφακίων) και την αναμφισβήτητη αρχηγεσία των Σφακίων στις πολεμικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823. Αντίθετα, προτίμησε να αφηγηθεί την ιστορία της άλωσης της Γραμβούσας, για ν' ανασκευάσει τις κατηγορίες του Πρακτικίδη και να δείξει τον φθόνο και την αγνωμοσύνη των υπόλοιπων Κρητικών προς τους Σφακιανούς.
Πραγματικά γεγονότα
Ας εξετάσουμε λοιπόν την αφήγησή του αναλυτικότερα και ας είμαστε υποψιασμένοι ότι κάθε ιστορική αφήγηση εμπεριέχει και επιβεβαιωμένες αλήθειες, και μισές αλήθειες, ακόμη και πλαστά στοιχεία. Το εισαγωγικό μέρος της αφήγησης του Κριαρά φαίνεται να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ιστορική πραγματικότητα. Είναι αληθές ότι αρκετοί Σφακιανοί κατέφυγαν, μετά το 1824, στα αγγλοκρατούμενα Αντικύθηρα (Αιγιλία) και ότι από εκεί σχεδίαζαν την κατάκτηση της Γραμβούσας, μιας νησίδας με στρατηγική σημασία, που βρίσκεται απέναντι από τα Αντικύθηρα. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που οι Κρητικοί σκέπτονταν να την κατακτήσουν. Όπως αναφέρεται στα έγγραφα του Αγώνα, ο Γραμπουσιανός καπετάνιος Μιχάλης Μαυράκης και ο Υδραίος Μαρκρυμούρας την πολιορκούσαν στις αρχές του 1823. Ακόμη, στις 12 Δεκεμβρίου του 1823, αγωνιστές από την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, προσπάθησαν να την καταλάβουν με νυκτερινή απόβαση, αλλά απέτυχαν.
Θα πρέπει να θεωρήσουμε αληθές ότι ο Ανδρέας Κριαράς και ο Αναγνώστης Παναγιώτου ενημέρωσαν τον Λ. Κουντουριώτη για το σχέδιό τους να καταλάβουν τη Γραμβούσα, όπως και το ότι, μετά την άρνηση του Κουντουριώτη για παροχή βοήθειας, οι Σφακιανοί δεν εγκατέλειψαν το σχέδιό τους. Είναι αναμφισβήτητο όμως ότι και άλλοι Κρητικοί, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, σκέπτονταν από την άνοιξη του 1825, να αλώσουν τη Γραμβούσα. Αφού πήραν πληροφορίες από τον καπετάν Μιχάλη Αρετά για την κατάσταση του Φρουρίου και αφού έλαβαν την έγκριση της Επαναστατικής Κυβέρνησης, οργάνωσαν εκστρατεία και διόρισαν αρχηγό της τον κρητικής καταγωγής Δημήτριο Καλλέργη (Είναι περισσότερο γνωστός ως στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843). Στα τέλη Ιουλίου του 1825, λοιπόν, τα πλοία με το εκστρατευτικό σώμα του Καλλέργη αναχώρησαν από το Ναύπλιο, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μονεμβασία και τελικό προορισμό τη Γραμβούσα.
Ένα από τα πλοία του Καλλέργη προσορμίστηκε στα Αντικύθηρα και οι αγωνιστές που επέβαιναν σε αυτό ενημέρωσαν τους Σφακιανούς για το σκοπό του ταξιδιού τους. Οι αρχηγοί των Σφακιανών, Κριαράς και Παναγιώτου, συμμερίστηκαν το σκοπό της εκστρατείας, γι' αυτό και παρακίνησαν τους καλύτερους Σφακιανούς να συμμετάσχουν σε αυτήν. Ο Α. Κριαράς αναφέρει: “[...] μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες αυτόν παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν”. Έτσι, τεκμηριώνεται λογικά πώς Σφακιανοί από τα Αντικύθηρα και άλλοι Κρητικοί από την Πελοπόννησο, βρέθηκαν την ίδια χρονική στιγμή να πλέουν προς τη Γραμβούσα για τον ίδιο σκοπό.
Από την αφήγηση του Κριαρά συνάγεται ότι και αυτός θεωρούσε την άλωση της Γραμβούσας ως ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Επανάστασης, στην επίτευξη του οποίου και οι Σφακιανοί είχαν συμβάλει αρκετά. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Κριαράς δεν επέλεξε να προβάλει την προσφορά των Σφακίων κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821 (πρώτες επαναστατικές συνελεύσεις στα Γλυκά Νερά, στο Λουτρό, την Παναγία Θυμιανή), την οργάνωση της πρώτης επαναστατικής διοίκησης (Καγκελαρία των Σφακίων) και την αναμφισβήτητη αρχηγεσία των Σφακίων στις πολεμικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823. Αντίθετα, προτίμησε να αφηγηθεί την ιστορία της άλωσης της Γραμβούσας, για ν' ανασκευάσει τις κατηγορίες του Πρακτικίδη και να δείξει τον φθόνο και την αγνωμοσύνη των υπόλοιπων Κρητικών προς τους Σφακιανούς.
Πραγματικά γεγονότα
Ας εξετάσουμε λοιπόν την αφήγησή του αναλυτικότερα και ας είμαστε υποψιασμένοι ότι κάθε ιστορική αφήγηση εμπεριέχει και επιβεβαιωμένες αλήθειες, και μισές αλήθειες, ακόμη και πλαστά στοιχεία. Το εισαγωγικό μέρος της αφήγησης του Κριαρά φαίνεται να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ιστορική πραγματικότητα. Είναι αληθές ότι αρκετοί Σφακιανοί κατέφυγαν, μετά το 1824, στα αγγλοκρατούμενα Αντικύθηρα (Αιγιλία) και ότι από εκεί σχεδίαζαν την κατάκτηση της Γραμβούσας, μιας νησίδας με στρατηγική σημασία, που βρίσκεται απέναντι από τα Αντικύθηρα. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που οι Κρητικοί σκέπτονταν να την κατακτήσουν. Όπως αναφέρεται στα έγγραφα του Αγώνα, ο Γραμπουσιανός καπετάνιος Μιχάλης Μαυράκης και ο Υδραίος Μαρκρυμούρας την πολιορκούσαν στις αρχές του 1823. Ακόμη, στις 12 Δεκεμβρίου του 1823, αγωνιστές από την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, προσπάθησαν να την καταλάβουν με νυκτερινή απόβαση, αλλά απέτυχαν.
Θα πρέπει να θεωρήσουμε αληθές ότι ο Ανδρέας Κριαράς και ο Αναγνώστης Παναγιώτου ενημέρωσαν τον Λ. Κουντουριώτη για το σχέδιό τους να καταλάβουν τη Γραμβούσα, όπως και το ότι, μετά την άρνηση του Κουντουριώτη για παροχή βοήθειας, οι Σφακιανοί δεν εγκατέλειψαν το σχέδιό τους. Είναι αναμφισβήτητο όμως ότι και άλλοι Κρητικοί, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, σκέπτονταν από την άνοιξη του 1825, να αλώσουν τη Γραμβούσα. Αφού πήραν πληροφορίες από τον καπετάν Μιχάλη Αρετά για την κατάσταση του Φρουρίου και αφού έλαβαν την έγκριση της Επαναστατικής Κυβέρνησης, οργάνωσαν εκστρατεία και διόρισαν αρχηγό της τον κρητικής καταγωγής Δημήτριο Καλλέργη (Είναι περισσότερο γνωστός ως στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843). Στα τέλη Ιουλίου του 1825, λοιπόν, τα πλοία με το εκστρατευτικό σώμα του Καλλέργη αναχώρησαν από το Ναύπλιο, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μονεμβασία και τελικό προορισμό τη Γραμβούσα.
Ένα από τα πλοία του Καλλέργη προσορμίστηκε στα Αντικύθηρα και οι αγωνιστές που επέβαιναν σε αυτό ενημέρωσαν τους Σφακιανούς για το σκοπό του ταξιδιού τους. Οι αρχηγοί των Σφακιανών, Κριαράς και Παναγιώτου, συμμερίστηκαν το σκοπό της εκστρατείας, γι' αυτό και παρακίνησαν τους καλύτερους Σφακιανούς να συμμετάσχουν σε αυτήν. Ο Α. Κριαράς αναφέρει: “[...] μας κοινοποιούν τον σκοπόν των και συμμερισθέντες αυτόν παρεκινήσαμεν και ημείς όσους συνεπαρχιώτας μας εκρίναμεν αξίους να λάβουν μέρος εις τοιαύτην επιχείρησιν”. Έτσι, τεκμηριώνεται λογικά πώς Σφακιανοί από τα Αντικύθηρα και άλλοι Κρητικοί από την Πελοπόννησο, βρέθηκαν την ίδια χρονική στιγμή να πλέουν προς τη Γραμβούσα για τον ίδιο σκοπό.
Αφηγηματικό κενό
Στη συνέχεια η αφήγηση του Α. Κριαρά έχει ένα αφηγηματικό κενό. Δεν εξηγείται δηλαδή αναλυτικά ο λόγος του διαφορετικού σχεδίου των έντεκα Σφακιανών, ούτε και η επιλογή τους να αράξουν στο Τηγάνι, αν και ο στόχος τους ήταν η κατάληψη της Γραμβούσας. Γράφει ο Κριαράς: “[...] εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας. Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων”. Με αυτή τη φράση δεν αιτιολογείται πώς μόνο το πλοιάριο του Βρατσόλη απέφυγε τη θαλασσοταραχή και γιατί άραξε στο Τηγάνι, αν και δεν υπήρξε πληροφόρηση για την προσωρινή διαμονή της γυναίκας του Φρουράρχου σε εκείνη την ακτή. Ο Κ. Κριτοβουλίδης αντίθετα στην αφήγησή του προσπάθησε να συμπληρώσει αυτά τα αφηγηματικά κενά και να δώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στη μαρτυρία του.
Το αφηγηματικό πέρασμα από τον απόπλου των έντεκα Σφακιανών μέχρι την αποβίβασή τους στην ακτή απέναντι από τη Γραμβούσα (στον Μπάλο- Τηγάνι) γίνεται γοργά και χωρίς σύνδεση (“Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν”). Ακόμα πιο γρήγορα εξελίχθηκαν αφηγηματικά και τα επόμενα γεγονότα. Οι Σφακιανοί προσποιούμενοι τους Τούρκους φρουρούς εξαπάτησαν την γυναίκα του Φρουράρχου και έμαθαν το σύνθημα για τη μετακίνηση της φρουράς στη Γραμβούσα. Ο Φρούραρχος (Ντισδάρης) μπήκε στη βάρκα με λίγους βοηθούς του για να παραλάβει τους αφιχθέντες. Όταν πλησίασαν στη ακτή οι Τούρκοι άρχισαν να δυσπιστούν για την πραγματική ταυτότητα των νέων φρουρών. Ήταν όμως αργά για να αντιδράσουν, γιατί βρέθηκαν κυκλωμένοι με προτεταμένα όπλα. Οι Σφακιανοί τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους, εκτός από τον Φρούραρχο. Επιβιβάστηκαν έπειτα στη βάρκα μαζί με τον Φρούραρχο και έβαλαν πλώρη για τη Γραμβούσα. Αφού αποβιβάστηκαν εκεί, σκότωσαν και τους υπόλοιπους φρουρούς και έγιναν κύριοι του περιμάχητου Φρουρίου (Η άλωση της Γραμβούσας έγινε ξημερώματα, στις 2 Αυγούστου 1825).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο ότι ο Φρούραρχος και η γυναίκα του εξαπατήθηκαν από τους Κρητικούς, αλλά διαφέρουν ως προς την τύχη της τουρκικής φρουράς. Ο Κριαράς αναφέρει ότι η επιχείρηση κατέληξε στην εξόντωση όλων των Τούρκων φρουρών εκτός του Φρουράρχου, ενώ ο Κριτοβουλίδης, ο Παπαδοπετράκης ότι οι Κρητικοί, μετά από συμφωνία, σεβάστηκαν τη ζωή των Τούρκων. Μόνο ένας Τούρκος, που πήγε να αντιδράσει, φονεύθηκε από τον Παύλο Κριαρά ή, κατ' άλλους, από τον Ι. Ρούκουνα. Πράγματι τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε η επιχείρηση να μην γίνει βίαιη και να χυθεί πολύ αίμα. Η σχεδόν αναίμακτη κατάληψη της Γραμβούσας επιβεβαιώνεται και από ένα έγγραφο της Προσωρινής Επιτροπής της Γραμβούσας: “εκυριεύθη από τα ελληνικά όπλα το φρούριο της Γραμπούσης αναιμακτί” (βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και εφ. “Ο Φίλος του Νόμου” 7-8-1825, αρ. φ. 114).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν επίσης για τους πανηγυρισμούς των αγωνιστών που κατέλαβαν το περίφημο κάστρο. Η διαφορά έγκειται μόνο στα πρόσωπα. Ο Κριαράς ισχυρίζεται ότι ήταν έντεκα Σφακιανοί, ενώ ο Κριτοβουλίδης πέντε Σφακιανοί και έξι από άλλες επαρχίες της Κρήτης. Το σημαντικό πάντως είναι ότι ο Α. Κριαράς μαρτυρεί ότι έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός της άλωσης της Γραμβούσας, ενώ βρισκόταν στα Αντικύθηρα (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσα”).
Επινοημένο επεισόδιο
Εάν εξετάσουμε προσεκτικά το τελευταίο μέρος της διήγησης του Α. Κριαρά, θα διαπιστώσουμε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε μαρτυρείται από άλλη πηγή. Είναι ένα πλαστό επεισόδιο. Το ύφος του λόγου σε αυτό το σημείο γίνεται περιπαικτικό. Παρουσιάζονται δηλαδή οι ηγέτες της εκστρατείας, ο στρατιωτικός Δημήτριος Καλλέργης και ο πολιτικός Εμμανουήλ Αντωνιάδης, να δίνουν εντολή στον στόλο τους να τραπεί σε φυγή, φοβισμένοι από τους πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς των Σφακιανών. Αλλά και πάλι οι Σφακιανοί φάνηκαν ανεξίκακοι, όπως αναφέρει και ο Παπαδοπετράκης, απέστειλαν ένα πλοίο, που πρόφθασε τον στόλο και έδωσε στους ψοφοδεείς την χαρμόσυνη είδηση της άλωσης της Γραμβούσας. Οι ψοφοδεείς γύρισαν πίσω, μπήκαν στη Γραμβούσα και οι Σφακιανοί τους δέχτηκαν σαν αδέλφια. Με αυτό το επινοημένο επεισόδιο θέλησε ο Κριαράς να απαντήσει στην ψευδή είδηση της εφημερίδας “Ο Φίλος του Νόμου” (αρ, φ. 141, Παρασκευή 7-8-1825) αλλά και στα αναφερόμενα σε ένα Ιστορικό Χρονολογικό Πίνακα που εκδόθηκε το 1841, ότι τάχα η Γραμβούσα κυριεύθηκε από τον Καλλέργη.
Η αλήθεια βέβαια σχετικά με τους δύο ηγέτες που ξεκίνησαν από το Ναύπλιο είναι διαφορετική. Το πλοίο στο οποίο επέβαιναν προσάραξε, εξαιτίας της τρικυμίας, στον όρμο του Σφηναρίου (παράλιο δυτικής Κρήτης). Οι δυο ηγέτες όντως αγνοούσαν τα γενόμενα στη Γραμβούσα, μέχρι που έφτασε ώς εκεί με τη βάρκα του ο Σφακιανός Εμμ. Βρατσόλης και τους ανήγγειλε τα της άλωσης. Ωστόσο, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ο Δημήτριος Καλλέργης ότι αυτός κατέλαβε την Γραμβούσα. Έχει σωθεί μάλιστα επιστολή του, την 1 Αυγούστου 1825, που έγραψε πάνω στο πλοίο, στην οποία αναφέρει ότι η τρικυμία τους είχε απωθήσει στα δυτικά παράλια και ότι αγνοούσε την τύχη των υπολοίπων (βλ. έγγραφο ΙΕΕΕ, 12522/1-8-1825). Εκτός τούτου, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Νόμου” δημοσιεύεται, μετά την ψευδή είδηση που προαναφέραμε, μια αυθεντική επιστολή, υπογεγραμμένη από τους Δ. Καλλέργη, Εμμ. Αντωνιάδη, Νεόφυτο Οικονόμο και Διονύσιο Πρωτοσύγκελο, στην οποία γίνεται λόγος για κατάληψη της Γραμβούσας από λίγους στρατιώτες, και όχι από τον Καλλέργη. (“Δια να κυριεύσουν την Γραμβούσαν εχρειάσθησαν ολίγοι άνθρωποι, ως από την λεπτομερή μας αναφοράν θέλετε ιδεί ακολούθως. Οι λοιποί έκαμαν απόβασιν εις τα Ελαφονήσια και Ακτήν (ή Σφηνάρι), της οποίας τελευταίας οι Στρατιώται ώρμησαν, και την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν και το φρούριον της Κυσσάμου(sic), όπου, μας γράφουν ότι ευρήκαν αρκετά πράγματα”. βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και “Ο Φίλος του Νόμου”, ό.π.).
Οι ελευθερωτές της Γραμβούσας
Ο Α. Κριαράς ηθελημένα απέκρυψε ένα μέρος της αλήθειας όσον αφορά τους πραγματικούς ελευθερωτές της Γραμβούσας. Στόχος του ήταν να αποδώσει το σπουδαίο κατόρθωμα αποκλειστικά στους Σφακιανούς. Αν και προαναγγέλλει λοιπόν ότι θα φανερώσει τα ονόματα και των έντεκα Σφακιανών, τελικά περιορίζεται σε επτά, στους Παύλο Κριαράκη, Ανδρέα Παχύ (Παχυνάκη), Μανούσο Κουλετάκη, Μ. Νικηφόρο (το σωστό είναι Νικηφόρος Βερυκάκης), Ιωάννη Ρούκουνα, Ι. Σεϊμένη και Γεώργιο Καραγιαννάκη.
Φαίνεται ότι ο Κριαράς, ως μέλος της Επιτροπής της Γραμβούσας, γνώριζε για την απόφαση της Επαναστατικής Κυβέρνησης να αναγνωρίσει έντεκα Κρητικούς ως ελευθερωτές της Γραμβούσας. Σε αυτούς θα διδόταν αμοιβή από πεντακόσια γρόσια στον κάθε ένα, όπως μας αποκαλύπτει ένα έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας (ΓΑΚ, υπ' αρ. 11471/ 29 Αυγούστου 1825) Το σημαντικό αυτό έγγραφο περιέχει τα ονόματα των έντεκα αγωνιστών -εκπορθητών, που είναι οι εξής: 1. Ιάκωβος Κουμής, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μιχαήλ Μαυράκης, 4. Παύλος Κριαράκης, 5. Μανώλης Βιαννίδης, 6. Μανούσος Κουλετάκης, 7. Γεώργιος Ζαχαράκης, 8. Κωνσταντίνος Περατζουλής, 9. Νικηφόρος Βερυκάκης, 10. Γεώργιος Γιεμενάκης, 11. Ιωάννης Ρουκουνάκης.
Από το έγγραφο συνάγεται ότι οι Σφακιανοί αγωνιστές ήταν πέντε: 1. Παύλος Κριαράκης, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μανούσος Κουλετάκης, 4. Νικηφόρος Βερυκάκης, 5. Ιωάννης Ρούκουνας, οι οποίοι, σε συνεννόηση με ακόμη έξι Κρητικούς, από άλλες επαρχίες, κατέλαβαν τη Γραμβούσα. Τον τρόπο που Σφακιανοί συνενώθηκαν με τους άλλους Κρητικούς τον εξηγεί αναλυτικά και πειστικά ο Κριτοβουλίδης. Για τον Σεϊμένη και τον Καραγιαννάκη, που πρόσθεσε ο Κριαράς, και οι οποίοι δεν αναφέρονται στο έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο Ι. Σεϊμένης μνημονεύεται από τον Γρ. Παπαδοπετράκη, δεν εντοπίζεται όμως σε άλλες πηγές. Ο Γ. Καραγιαννάκης, ο οποίος, ας σημειωθεί, είχε λάβει μέρος στην επιχείρηση του Δεκεμβρίου του 1823, αναφέρεται ηθελημένα και από τον Κριτοβουλίδη σε αντικατάσταση του Ν. Βερυκάκη. Εξάλλου, ο Κ. Κριτοβουλίδης αποσιώπησε, για τους δικούς του λόγους, και το περιστατικό της δολοφονίας του Ν. Βερυκάκη στη Γραμβούσα.
Συνεπώς, ο Ανδρέας Κριαράς στο βιβλίο του ανέφερε επτά, και όχι έντεκα ονόματα Σφακιανών. Προτίμησε δηλαδή να μην επινοήσει και προσθέσει και άλλα, όπως έκαμε μεταγενέστερα ο Παπαδοπετράκης, απέφυγε όμως να παραθέσει και τα ονόματα των άλλων Κρητικών, του Ιάκωβου Κουμή, Μιχαήλ Μαυράκη, Μανώλη Βιαννίδη, Γεωργίου Ζαχαράκη, Κωνσταντίνου Περατζουλή, Γεωργίου Γεμενάκη, διότι αυτοί κατάγονταν από άλλες επαρχίες. Είναι επιβεβαιωμένο επίσης ότι ο Σελινιώτης Ιάκωβος Κουμής πέρασε πρώτος την πύλη του κάστρου. Άρα ο Α. Κριαράς φάνηκε ασυνεπής ως προς την εξαγγελία του, αλλά συνεπής ως προς τον σκοπό της αφήγησής του.
Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο, ότι ο Α. Κριαράς δεν θεωρεί τον Αναγνώστη Παναγιώτου (Παναγιωτάκη) αρχηγό των Σφακιανών που κατέκτησαν τη Γραμπούσα. Όπως υπονοείται, και οι δυο αρχηγοί (Κριαράς και Παναγιώτου) είχαν παραμείνει στα Αντικύθηρα, όπου μετά την άλωση πληροφορήθηκαν το γεγονός. (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν”). Είναι μια αλήθεια, την οποία δεν θέλαμε να δεχτούμε, όταν την διαβάζαμε στον Κριτοβουλίδη (“διότι ο ρηθείς Α. Παναγιώτου διαμένων πάντοτε μεθ' όλων των προκρίτων και οπλαρχηγών των Σφακίων εις Αιγιλίαν, ούτε εγνώριζε τι ενεργείτο εις Ναύπλιον, αλλ' ούτε καν ηθέλησε να παρακολουθήση την εκστρατείαν, ότε τον επροσκάλουν οι εκστρατεύσαντες” Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 332). Σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Α. Κριαρά διαφέρει ριζικά από τις διηγήσεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη, του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, του Βασιλείου Ψιλάκη και άλλων οι οποίες θεωρούν τον Α. Παναγιώτου ως τον αρχηγό των εκπορθητών του φρουρίου της Γραμβούσας.
Τα μετά την άλωση
Ενδιαφέροντα είναι και όσα αφηγείται ο Α. Κριαράς για τα γεγονότα μετά την άλωση και ιδιαίτερα για την οργάνωση της Διοίκησης στην Γραμβούσα, τα οποία διαψεύδουν τον επίσκοπο Γρηγόριο Παπαδοπετράκη, ότι δήθεν ο Κριαράς δεν καταδέχτηκε να συνεργαστεί με τους κακούργους Γραμβουσιανούς και με βδελυγμία απέρριψε την πρόταση συμμετοχής του στη Διοικούσα Επιτροπή της Γραμβούσας. “Αλλ' ούτος [ο Α. Κριαράς] αντί να τους ευχαριστήση δια την προσφερομένην τιμήν απάντησε αγερόχως: “Δεν θα καταδεχθώ ποτέ να υπάγω να συνεργάζωμαι με κακούργους” εζητήθη και ο Οικονόμος μέλος αλλά και αυτός ηρνήθη δια τον αυτόν λόγον και ουδέποτε επάτησε πλέον εκεί αηδιάσας αυτούς” (Γρ. Παπαδοπετράκης, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη, 1971, σ. 362-363)
Θα πρέπει μάλλον να πιστέψουμε τον Α. Κριαρά, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει ότι είχε την τιμή να είναι μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Γραμβούσας, αποδεχόμενος τον διορισμό, και ότι συνεργάστηκε στη Διοίκηση με τους συναδελφούς του Γεώργιο Καλλέργη, από το Ρέθυμνο, Κ. Κριτοβουλίδη, από τον Αποκόρωνα, και Δημήτριο Χρυσαφόπουλο από την Κίσσαμο. (“η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ”). Η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται και από σειρά επίσημων εγγράφων. Για ένα διάστημα μάλιστα είχε δοθεί στον Α. Κριαρά και τον Γιάννη Κουλετάκη η διαχείριση του Τελωνείου της Γραμβούσας. Αργότερα, αρχές του 1827, ο Κριαράς, αποφάσισε να αποχωρήσει από την Γραμβούσα και επέστρεψε στα Αντικύθηρα, επειδή δεν ήθελε να κατηγορηθεί για συμμετοχή σε καταχρήσεις (πειρατική δραστηριότητα). Παρ' όλα αυτά ο αδελφός του, ο Πωλιός Κριαράς, ο γυναικάδελφός του και μερικοί συνεπαρχιώτες του παρέμειναν στη Γραμβούσα.
Ο Α. Κριαράς αποτίμησε δικαιότερα και αντικειμενικότερα, σε σύγκριση με άλλους ιστοριογράφους, την περίοδο της Γραμβούσας. Αναγνώριζε ότι η Γραμβούσα αποτέλεσε καταφύγιο και ορμητήριο των Κρητικών κατά των εχθρών (“διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής. Επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών”). Αντιθέτως, ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης δεν βρίσκει τίποτα το θετικό να έχει συμβεί στην Γραμβούσα μετά την άλωσή της, γι' αυτό και ευχόταν: “Είθε δε ν' αποτύγχανον πάντες· διότι η κατάληψίς της [Γραμβούσας] μάλλον έβλαψε τον αγώνα και τους Κρήτας!” (Γρ, Παπαδοπετράκης, 1971, 354).
Η πώληση των ιερών σκευών και αμφίων των Μονών της Κρήτης για την αγορά ενός πλοίου χρήσιμου για επικοινωνία, ανεφοδιασμό, νηοψίες, ακόμη και καταδρομές είναι γνωστή στους ασχολούμενους με το Κρητικό 1821. Δεν ήταν γνωστή όμως η αδέκαστη κρίση του Α. Κριαρά, που αποκαλύπτεται σήμερα, για τους ανθρώπους που αγόρασαν το πλοίο αυτό: “τους κυρίους αυτούς ήθελε τις τους αδικήσει μεγάλως, εάν είπη ότι ο σκοπός των ήτο ιδιοτελής”. Δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε με τον Κριαρά, που αναφέρει ότι στη Γραμβούσα έγιναν και καταχρήσεις από την πειρατεία, που δυσφήμισαν τον αγώνα των Γραμβουσιανών. Πράγματι, η πειρατεία δυσαρέστησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, που έβλεπαν να πλήττεται το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα στη Ν.Α. Μεσόγειο. Όλα αυτά τα εξηγεί και ο Κ. Κριτοβουλίδης αναλυτικά και με το ίδιο σκεπτικό με τον Κριαρά. Σωστότατα ο Α. Κριαράς επισημαίνει ότι ο “κακός δαίμων των Κρητών” φθόνησε την τύχη των Κρητικών μετά την άλωση της Γραμβούσας. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τη φράση “ο κακός δαίμων” θα χρησιμοποιήσει το 1859 και ο Κ. Κριτοβουλίδης για να αναφερθεί στην έναρξη της πειρατείας (βλ. Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 367). Δεν επιτρέπεται όμως να μηδενίζουμε την προσφορά της Γραμβούσας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με πρόσχημα τις καταχρήσεις μερικών Γραμβουσιανών.
Είναι φανερό ότι με την “Απάντησή” του ο Α. Κριαράς προσπάθησε να δικαιολογήσει τη διχόνοια που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε μερικούς Σφακιανούς και στους Γραμβουσιανούς μετά την άλωση της Γραμβούσας. Την απέδωσε αφενός στην αγνωμοσύνη και τον φθόνο των Κρητικών και αφετέρου στις καταχρήσεις των Γραμβουσιανών. Η ρήξη, σύμφωνα με τον Κριαρά, επήλθε όταν οι Γραμβουσιανοί θέλησαν να εκδιώξουν από τη Γραμβούσα τους απελευθερωτές Σφακιανούς. Με αυτό το περιστατικό θέλησε να δικαιολογήσει την αποστασιοποίηση μερικών Σφακιανών και την άρνησή τους να υπακούσουν στις εκκλήσεις της Διοικούσας Επιτροπής της Γραμβούσας για βοήθεια και συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Πράγματι, τα Χριστούγεννα του 1825, συνέβη ένα θλιβερό περιστατικό που κατέληξε στον φόνο ενός Σφακιανού, του Νικηφόρου Βερυκάκη (που ήταν ένας από τους εκπορθητές) και μιας γυναίκας. Κατηγορηματικά όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμβάν αυτό δεν είχε προσχεδιαστεί για την εκδίωξη των Σφακιανών που απελευθέρωσαν την Γραμβούσα. Το επεισόδιο συνέβη γιατί μερικοί κάτοικοι της Γραμβούσας δεν συμμορφώνονταν με την εντολή της Τοπικής Διοίκησης για παύση των άσκοπων πυροβολισμών. Ήταν λοιπόν Χριστούγεννα και στο σπίτι του Ν. Βερυκάκη έπεσαν πυροβολισμοί κατά το έθιμο. Μια ομάδα στρατιωτών, επιφορτισμένη από τη Διοίκηση για την τήρηση της τάξης, πήγε στο σπίτι και ζήτησε τον λόγο από τον οικοδεσπότη. Στην συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκε από τα πυρά των αστυνομικών-στρατιωτών ο Ν. Βερυκάκης και μια γυναίκα. Αυτό δυσαρέστησε τους Σφακιανούς. Ο φόνος αυτός όμως δεν στάθηκε αφορμή για να εγκατέλειψαν όλοι οι Σφακιανοί την Γραμβούσα. Οι αρχειακές πηγές δείχνουν ότι αρκετοί Σφακιανοί παρέμεναν στη Γραμβούσα και κάποιοι από αυτούς μετείχαν ακόμη και στη Διοίκηση, όπως, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Κριαράς και ο Ανδρέας Φασούλης. Εξάλλου και ο Αναγνώστης Παναγιώτου είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους Γραμβουσιανούς και διαβίωνε κατά διαστήματα στη Νησίδα. Τα βαθύτερα αίτια της διχόνοιας και της αποχώρησης μερικών Σφακιανών από τη Γραμβούσα είναι άλλα, τα οποία θα εξεταστούν σε άλλο δημοσίευμα.
Η δικαιολογία επίσης ότι η πειρατική δραστηριότητα των Γραμβουσιανών επέφερε “αιώνιο διχόνοια” μεταξύ Σφακιανών και Γραμβουσιανών, δεν είναι βάσιμη. Την πειρατεία την έμαθαν οι Γραμπουσιανοί από Ψαριανούς, Κασιώτες και Σφακιανούς πειρατές. Οι Σφακιανοί Αναγνώστης Ψαρουδάκης και ο Μανούσος Παπαδάκης μύησαν τους Γραμβουσιανούς στην πειρατεία. (Δέσποινα Θεμελή -Κατηφόρη, 1973, 165) Τα κέρδη εξάλλου από την πειρατεία δόθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Αυτό αποδεικνύεται με σειρά αυθεντικών εγγράφων, στα οποία καταγράφονται τα ονόματα των Γραμπουσιανών και δίπλα τα κατατεθέντα χρηματικά ποσά στον Αγώνα. Η πολυδάπανη εκστρατεία στο Μεραμπέλλο το 1827 και η άφιξη του μισθοφορικού σώματος του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στα Σφακιά το 1828 δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τις γενναίες συνεισφορές των Γραμβουσιανών (πειρατών). Συνεπώς η πειρατεία των Γραμβουσιανών δεν ήταν η αιτία της διχόνοιας. Η σύγκριση, τέλος, που επιχειρείται από παλαιότερους συγγραφείς για το ποιοι ήταν μεγαλύτεροι πειρατές ή κλέφτες, οι Γραμβουσιανοί ή οι Σφακιανοί, είναι άνευ σημασίας, αν λάβουμε υπ' όψει μας τις συνθήκες πολέμου και την έκρυθμη κατάσταση εκείνης δύσκολης μα και πολύ ενδιαφέρουσας εποχής.
Προσπαθήσαμε με την προσεκτική μελέτη και την κριτική των ιστορικών πηγών να προσεγγίσουμε την αλήθεια για τους εκπορθητές τις Γραμβούσας και να θέσουμε ένα τέρμα στην ιστοριογραφική διαμάχη που ταλαιπώρησε τους ιστορικούς μας τόσα χρόνια. Αν το κατορθώσαμε, θα το κρίνετε εσείς.
Στη συνέχεια η αφήγηση του Α. Κριαρά έχει ένα αφηγηματικό κενό. Δεν εξηγείται δηλαδή αναλυτικά ο λόγος του διαφορετικού σχεδίου των έντεκα Σφακιανών, ούτε και η επιλογή τους να αράξουν στο Τηγάνι, αν και ο στόχος τους ήταν η κατάληψη της Γραμβούσας. Γράφει ο Κριαράς: “[...] εκίνησαν δια Γραμβούσαν έχοντες ούτοι άλλον οποίον τοις εδώκαμεν σχέδιον παρά τους λοιπούς εκστρατεύσαντας. Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν άντικρυ της Γραμβούσης, αγνοούντες τον δρόμον των άλλων πλοίων”. Με αυτή τη φράση δεν αιτιολογείται πώς μόνο το πλοιάριο του Βρατσόλη απέφυγε τη θαλασσοταραχή και γιατί άραξε στο Τηγάνι, αν και δεν υπήρξε πληροφόρηση για την προσωρινή διαμονή της γυναίκας του Φρουράρχου σε εκείνη την ακτή. Ο Κ. Κριτοβουλίδης αντίθετα στην αφήγησή του προσπάθησε να συμπληρώσει αυτά τα αφηγηματικά κενά και να δώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στη μαρτυρία του.
Το αφηγηματικό πέρασμα από τον απόπλου των έντεκα Σφακιανών μέχρι την αποβίβασή τους στην ακτή απέναντι από τη Γραμβούσα (στον Μπάλο- Τηγάνι) γίνεται γοργά και χωρίς σύνδεση (“Εκβάντες λοιπόν εις την μεγάλην ξηράν”). Ακόμα πιο γρήγορα εξελίχθηκαν αφηγηματικά και τα επόμενα γεγονότα. Οι Σφακιανοί προσποιούμενοι τους Τούρκους φρουρούς εξαπάτησαν την γυναίκα του Φρουράρχου και έμαθαν το σύνθημα για τη μετακίνηση της φρουράς στη Γραμβούσα. Ο Φρούραρχος (Ντισδάρης) μπήκε στη βάρκα με λίγους βοηθούς του για να παραλάβει τους αφιχθέντες. Όταν πλησίασαν στη ακτή οι Τούρκοι άρχισαν να δυσπιστούν για την πραγματική ταυτότητα των νέων φρουρών. Ήταν όμως αργά για να αντιδράσουν, γιατί βρέθηκαν κυκλωμένοι με προτεταμένα όπλα. Οι Σφακιανοί τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους, εκτός από τον Φρούραρχο. Επιβιβάστηκαν έπειτα στη βάρκα μαζί με τον Φρούραρχο και έβαλαν πλώρη για τη Γραμβούσα. Αφού αποβιβάστηκαν εκεί, σκότωσαν και τους υπόλοιπους φρουρούς και έγιναν κύριοι του περιμάχητου Φρουρίου (Η άλωση της Γραμβούσας έγινε ξημερώματα, στις 2 Αυγούστου 1825).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο ότι ο Φρούραρχος και η γυναίκα του εξαπατήθηκαν από τους Κρητικούς, αλλά διαφέρουν ως προς την τύχη της τουρκικής φρουράς. Ο Κριαράς αναφέρει ότι η επιχείρηση κατέληξε στην εξόντωση όλων των Τούρκων φρουρών εκτός του Φρουράρχου, ενώ ο Κριτοβουλίδης, ο Παπαδοπετράκης ότι οι Κρητικοί, μετά από συμφωνία, σεβάστηκαν τη ζωή των Τούρκων. Μόνο ένας Τούρκος, που πήγε να αντιδράσει, φονεύθηκε από τον Παύλο Κριαρά ή, κατ' άλλους, από τον Ι. Ρούκουνα. Πράγματι τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε η επιχείρηση να μην γίνει βίαιη και να χυθεί πολύ αίμα. Η σχεδόν αναίμακτη κατάληψη της Γραμβούσας επιβεβαιώνεται και από ένα έγγραφο της Προσωρινής Επιτροπής της Γραμβούσας: “εκυριεύθη από τα ελληνικά όπλα το φρούριο της Γραμπούσης αναιμακτί” (βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και εφ. “Ο Φίλος του Νόμου” 7-8-1825, αρ. φ. 114).
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν επίσης για τους πανηγυρισμούς των αγωνιστών που κατέλαβαν το περίφημο κάστρο. Η διαφορά έγκειται μόνο στα πρόσωπα. Ο Κριαράς ισχυρίζεται ότι ήταν έντεκα Σφακιανοί, ενώ ο Κριτοβουλίδης πέντε Σφακιανοί και έξι από άλλες επαρχίες της Κρήτης. Το σημαντικό πάντως είναι ότι ο Α. Κριαράς μαρτυρεί ότι έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός της άλωσης της Γραμβούσας, ενώ βρισκόταν στα Αντικύθηρα (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου, και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσα”).
Επινοημένο επεισόδιο
Εάν εξετάσουμε προσεκτικά το τελευταίο μέρος της διήγησης του Α. Κριαρά, θα διαπιστώσουμε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε μαρτυρείται από άλλη πηγή. Είναι ένα πλαστό επεισόδιο. Το ύφος του λόγου σε αυτό το σημείο γίνεται περιπαικτικό. Παρουσιάζονται δηλαδή οι ηγέτες της εκστρατείας, ο στρατιωτικός Δημήτριος Καλλέργης και ο πολιτικός Εμμανουήλ Αντωνιάδης, να δίνουν εντολή στον στόλο τους να τραπεί σε φυγή, φοβισμένοι από τους πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς των Σφακιανών. Αλλά και πάλι οι Σφακιανοί φάνηκαν ανεξίκακοι, όπως αναφέρει και ο Παπαδοπετράκης, απέστειλαν ένα πλοίο, που πρόφθασε τον στόλο και έδωσε στους ψοφοδεείς την χαρμόσυνη είδηση της άλωσης της Γραμβούσας. Οι ψοφοδεείς γύρισαν πίσω, μπήκαν στη Γραμβούσα και οι Σφακιανοί τους δέχτηκαν σαν αδέλφια. Με αυτό το επινοημένο επεισόδιο θέλησε ο Κριαράς να απαντήσει στην ψευδή είδηση της εφημερίδας “Ο Φίλος του Νόμου” (αρ, φ. 141, Παρασκευή 7-8-1825) αλλά και στα αναφερόμενα σε ένα Ιστορικό Χρονολογικό Πίνακα που εκδόθηκε το 1841, ότι τάχα η Γραμβούσα κυριεύθηκε από τον Καλλέργη.
Η αλήθεια βέβαια σχετικά με τους δύο ηγέτες που ξεκίνησαν από το Ναύπλιο είναι διαφορετική. Το πλοίο στο οποίο επέβαιναν προσάραξε, εξαιτίας της τρικυμίας, στον όρμο του Σφηναρίου (παράλιο δυτικής Κρήτης). Οι δυο ηγέτες όντως αγνοούσαν τα γενόμενα στη Γραμβούσα, μέχρι που έφτασε ώς εκεί με τη βάρκα του ο Σφακιανός Εμμ. Βρατσόλης και τους ανήγγειλε τα της άλωσης. Ωστόσο, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ο Δημήτριος Καλλέργης ότι αυτός κατέλαβε την Γραμβούσα. Έχει σωθεί μάλιστα επιστολή του, την 1 Αυγούστου 1825, που έγραψε πάνω στο πλοίο, στην οποία αναφέρει ότι η τρικυμία τους είχε απωθήσει στα δυτικά παράλια και ότι αγνοούσε την τύχη των υπολοίπων (βλ. έγγραφο ΙΕΕΕ, 12522/1-8-1825). Εκτός τούτου, στην εφημερίδα “Ο Φίλος του Νόμου” δημοσιεύεται, μετά την ψευδή είδηση που προαναφέραμε, μια αυθεντική επιστολή, υπογεγραμμένη από τους Δ. Καλλέργη, Εμμ. Αντωνιάδη, Νεόφυτο Οικονόμο και Διονύσιο Πρωτοσύγκελο, στην οποία γίνεται λόγος για κατάληψη της Γραμβούσας από λίγους στρατιώτες, και όχι από τον Καλλέργη. (“Δια να κυριεύσουν την Γραμβούσαν εχρειάσθησαν ολίγοι άνθρωποι, ως από την λεπτομερή μας αναφοράν θέλετε ιδεί ακολούθως. Οι λοιποί έκαμαν απόβασιν εις τα Ελαφονήσια και Ακτήν (ή Σφηνάρι), της οποίας τελευταίας οι Στρατιώται ώρμησαν, και την αυτήν ημέραν εκυρίευσαν και το φρούριον της Κυσσάμου(sic), όπου, μας γράφουν ότι ευρήκαν αρκετά πράγματα”. βλ. ΓΑΚ, Εκτελεστικό, 106, 3-8-1825 και “Ο Φίλος του Νόμου”, ό.π.).
Οι ελευθερωτές της Γραμβούσας
Ο Α. Κριαράς ηθελημένα απέκρυψε ένα μέρος της αλήθειας όσον αφορά τους πραγματικούς ελευθερωτές της Γραμβούσας. Στόχος του ήταν να αποδώσει το σπουδαίο κατόρθωμα αποκλειστικά στους Σφακιανούς. Αν και προαναγγέλλει λοιπόν ότι θα φανερώσει τα ονόματα και των έντεκα Σφακιανών, τελικά περιορίζεται σε επτά, στους Παύλο Κριαράκη, Ανδρέα Παχύ (Παχυνάκη), Μανούσο Κουλετάκη, Μ. Νικηφόρο (το σωστό είναι Νικηφόρος Βερυκάκης), Ιωάννη Ρούκουνα, Ι. Σεϊμένη και Γεώργιο Καραγιαννάκη.
Φαίνεται ότι ο Κριαράς, ως μέλος της Επιτροπής της Γραμβούσας, γνώριζε για την απόφαση της Επαναστατικής Κυβέρνησης να αναγνωρίσει έντεκα Κρητικούς ως ελευθερωτές της Γραμβούσας. Σε αυτούς θα διδόταν αμοιβή από πεντακόσια γρόσια στον κάθε ένα, όπως μας αποκαλύπτει ένα έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας (ΓΑΚ, υπ' αρ. 11471/ 29 Αυγούστου 1825) Το σημαντικό αυτό έγγραφο περιέχει τα ονόματα των έντεκα αγωνιστών -εκπορθητών, που είναι οι εξής: 1. Ιάκωβος Κουμής, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μιχαήλ Μαυράκης, 4. Παύλος Κριαράκης, 5. Μανώλης Βιαννίδης, 6. Μανούσος Κουλετάκης, 7. Γεώργιος Ζαχαράκης, 8. Κωνσταντίνος Περατζουλής, 9. Νικηφόρος Βερυκάκης, 10. Γεώργιος Γιεμενάκης, 11. Ιωάννης Ρουκουνάκης.
Από το έγγραφο συνάγεται ότι οι Σφακιανοί αγωνιστές ήταν πέντε: 1. Παύλος Κριαράκης, 2. Ανδρέας Παχυνάκης, 3. Μανούσος Κουλετάκης, 4. Νικηφόρος Βερυκάκης, 5. Ιωάννης Ρούκουνας, οι οποίοι, σε συνεννόηση με ακόμη έξι Κρητικούς, από άλλες επαρχίες, κατέλαβαν τη Γραμβούσα. Τον τρόπο που Σφακιανοί συνενώθηκαν με τους άλλους Κρητικούς τον εξηγεί αναλυτικά και πειστικά ο Κριτοβουλίδης. Για τον Σεϊμένη και τον Καραγιαννάκη, που πρόσθεσε ο Κριαράς, και οι οποίοι δεν αναφέρονται στο έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο Ι. Σεϊμένης μνημονεύεται από τον Γρ. Παπαδοπετράκη, δεν εντοπίζεται όμως σε άλλες πηγές. Ο Γ. Καραγιαννάκης, ο οποίος, ας σημειωθεί, είχε λάβει μέρος στην επιχείρηση του Δεκεμβρίου του 1823, αναφέρεται ηθελημένα και από τον Κριτοβουλίδη σε αντικατάσταση του Ν. Βερυκάκη. Εξάλλου, ο Κ. Κριτοβουλίδης αποσιώπησε, για τους δικούς του λόγους, και το περιστατικό της δολοφονίας του Ν. Βερυκάκη στη Γραμβούσα.
Συνεπώς, ο Ανδρέας Κριαράς στο βιβλίο του ανέφερε επτά, και όχι έντεκα ονόματα Σφακιανών. Προτίμησε δηλαδή να μην επινοήσει και προσθέσει και άλλα, όπως έκαμε μεταγενέστερα ο Παπαδοπετράκης, απέφυγε όμως να παραθέσει και τα ονόματα των άλλων Κρητικών, του Ιάκωβου Κουμή, Μιχαήλ Μαυράκη, Μανώλη Βιαννίδη, Γεωργίου Ζαχαράκη, Κωνσταντίνου Περατζουλή, Γεωργίου Γεμενάκη, διότι αυτοί κατάγονταν από άλλες επαρχίες. Είναι επιβεβαιωμένο επίσης ότι ο Σελινιώτης Ιάκωβος Κουμής πέρασε πρώτος την πύλη του κάστρου. Άρα ο Α. Κριαράς φάνηκε ασυνεπής ως προς την εξαγγελία του, αλλά συνεπής ως προς τον σκοπό της αφήγησής του.
Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο, ότι ο Α. Κριαράς δεν θεωρεί τον Αναγνώστη Παναγιώτου (Παναγιωτάκη) αρχηγό των Σφακιανών που κατέκτησαν τη Γραμπούσα. Όπως υπονοείται, και οι δυο αρχηγοί (Κριαράς και Παναγιώτου) είχαν παραμείνει στα Αντικύθηρα, όπου μετά την άλωση πληροφορήθηκαν το γεγονός. (“Αυθημερόν έφθασε προς ημάς η ευάρεστος αγγελία της αλώσεως του Φρουρίου και κινήσαντες με την ιδίαν ευκαιρίαν ήλθομεν εις Γραμβούσαν”). Είναι μια αλήθεια, την οποία δεν θέλαμε να δεχτούμε, όταν την διαβάζαμε στον Κριτοβουλίδη (“διότι ο ρηθείς Α. Παναγιώτου διαμένων πάντοτε μεθ' όλων των προκρίτων και οπλαρχηγών των Σφακίων εις Αιγιλίαν, ούτε εγνώριζε τι ενεργείτο εις Ναύπλιον, αλλ' ούτε καν ηθέλησε να παρακολουθήση την εκστρατείαν, ότε τον επροσκάλουν οι εκστρατεύσαντες” Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 332). Σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Α. Κριαρά διαφέρει ριζικά από τις διηγήσεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη, του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, του Βασιλείου Ψιλάκη και άλλων οι οποίες θεωρούν τον Α. Παναγιώτου ως τον αρχηγό των εκπορθητών του φρουρίου της Γραμβούσας.
Τα μετά την άλωση
Ενδιαφέροντα είναι και όσα αφηγείται ο Α. Κριαράς για τα γεγονότα μετά την άλωση και ιδιαίτερα για την οργάνωση της Διοίκησης στην Γραμβούσα, τα οποία διαψεύδουν τον επίσκοπο Γρηγόριο Παπαδοπετράκη, ότι δήθεν ο Κριαράς δεν καταδέχτηκε να συνεργαστεί με τους κακούργους Γραμβουσιανούς και με βδελυγμία απέρριψε την πρόταση συμμετοχής του στη Διοικούσα Επιτροπή της Γραμβούσας. “Αλλ' ούτος [ο Α. Κριαράς] αντί να τους ευχαριστήση δια την προσφερομένην τιμήν απάντησε αγερόχως: “Δεν θα καταδεχθώ ποτέ να υπάγω να συνεργάζωμαι με κακούργους” εζητήθη και ο Οικονόμος μέλος αλλά και αυτός ηρνήθη δια τον αυτόν λόγον και ουδέποτε επάτησε πλέον εκεί αηδιάσας αυτούς” (Γρ. Παπαδοπετράκης, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη, 1971, σ. 362-363)
Θα πρέπει μάλλον να πιστέψουμε τον Α. Κριαρά, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει ότι είχε την τιμή να είναι μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Γραμβούσας, αποδεχόμενος τον διορισμό, και ότι συνεργάστηκε στη Διοίκηση με τους συναδελφούς του Γεώργιο Καλλέργη, από το Ρέθυμνο, Κ. Κριτοβουλίδη, από τον Αποκόρωνα, και Δημήτριο Χρυσαφόπουλο από την Κίσσαμο. (“η Ελληνική Κυβέρνησις τότε έλαβε πρόνοιαν και διώρισε τετραμελή Επιτροπήν προς διοίκησιν του τόπου, μέλος της οποίας είχα την τιμήν να ήμαι και εγώ”). Η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται και από σειρά επίσημων εγγράφων. Για ένα διάστημα μάλιστα είχε δοθεί στον Α. Κριαρά και τον Γιάννη Κουλετάκη η διαχείριση του Τελωνείου της Γραμβούσας. Αργότερα, αρχές του 1827, ο Κριαράς, αποφάσισε να αποχωρήσει από την Γραμβούσα και επέστρεψε στα Αντικύθηρα, επειδή δεν ήθελε να κατηγορηθεί για συμμετοχή σε καταχρήσεις (πειρατική δραστηριότητα). Παρ' όλα αυτά ο αδελφός του, ο Πωλιός Κριαράς, ο γυναικάδελφός του και μερικοί συνεπαρχιώτες του παρέμειναν στη Γραμβούσα.
Ο Α. Κριαράς αποτίμησε δικαιότερα και αντικειμενικότερα, σε σύγκριση με άλλους ιστοριογράφους, την περίοδο της Γραμβούσας. Αναγνώριζε ότι η Γραμβούσα αποτέλεσε καταφύγιο και ορμητήριο των Κρητικών κατά των εχθρών (“διότι πολλαί οικογένειαι Κρητών κατέφυγον εκεί παρά εις άλλο μέρος δια το πλησίον της πατρίδος και την άμεσον συγκοινωνίαν αυτής. Επομένως εχρησίμευε και ως ορμητήριον πάντοτε κατά των εχθρών”). Αντιθέτως, ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης δεν βρίσκει τίποτα το θετικό να έχει συμβεί στην Γραμβούσα μετά την άλωσή της, γι' αυτό και ευχόταν: “Είθε δε ν' αποτύγχανον πάντες· διότι η κατάληψίς της [Γραμβούσας] μάλλον έβλαψε τον αγώνα και τους Κρήτας!” (Γρ, Παπαδοπετράκης, 1971, 354).
Η πώληση των ιερών σκευών και αμφίων των Μονών της Κρήτης για την αγορά ενός πλοίου χρήσιμου για επικοινωνία, ανεφοδιασμό, νηοψίες, ακόμη και καταδρομές είναι γνωστή στους ασχολούμενους με το Κρητικό 1821. Δεν ήταν γνωστή όμως η αδέκαστη κρίση του Α. Κριαρά, που αποκαλύπτεται σήμερα, για τους ανθρώπους που αγόρασαν το πλοίο αυτό: “τους κυρίους αυτούς ήθελε τις τους αδικήσει μεγάλως, εάν είπη ότι ο σκοπός των ήτο ιδιοτελής”. Δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε με τον Κριαρά, που αναφέρει ότι στη Γραμβούσα έγιναν και καταχρήσεις από την πειρατεία, που δυσφήμισαν τον αγώνα των Γραμβουσιανών. Πράγματι, η πειρατεία δυσαρέστησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, που έβλεπαν να πλήττεται το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα στη Ν.Α. Μεσόγειο. Όλα αυτά τα εξηγεί και ο Κ. Κριτοβουλίδης αναλυτικά και με το ίδιο σκεπτικό με τον Κριαρά. Σωστότατα ο Α. Κριαράς επισημαίνει ότι ο “κακός δαίμων των Κρητών” φθόνησε την τύχη των Κρητικών μετά την άλωση της Γραμβούσας. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τη φράση “ο κακός δαίμων” θα χρησιμοποιήσει το 1859 και ο Κ. Κριτοβουλίδης για να αναφερθεί στην έναρξη της πειρατείας (βλ. Κ. Κριτοβουλίδης, 1859, 367). Δεν επιτρέπεται όμως να μηδενίζουμε την προσφορά της Γραμβούσας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με πρόσχημα τις καταχρήσεις μερικών Γραμβουσιανών.
Είναι φανερό ότι με την “Απάντησή” του ο Α. Κριαράς προσπάθησε να δικαιολογήσει τη διχόνοια που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε μερικούς Σφακιανούς και στους Γραμβουσιανούς μετά την άλωση της Γραμβούσας. Την απέδωσε αφενός στην αγνωμοσύνη και τον φθόνο των Κρητικών και αφετέρου στις καταχρήσεις των Γραμβουσιανών. Η ρήξη, σύμφωνα με τον Κριαρά, επήλθε όταν οι Γραμβουσιανοί θέλησαν να εκδιώξουν από τη Γραμβούσα τους απελευθερωτές Σφακιανούς. Με αυτό το περιστατικό θέλησε να δικαιολογήσει την αποστασιοποίηση μερικών Σφακιανών και την άρνησή τους να υπακούσουν στις εκκλήσεις της Διοικούσας Επιτροπής της Γραμβούσας για βοήθεια και συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Πράγματι, τα Χριστούγεννα του 1825, συνέβη ένα θλιβερό περιστατικό που κατέληξε στον φόνο ενός Σφακιανού, του Νικηφόρου Βερυκάκη (που ήταν ένας από τους εκπορθητές) και μιας γυναίκας. Κατηγορηματικά όμως πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμβάν αυτό δεν είχε προσχεδιαστεί για την εκδίωξη των Σφακιανών που απελευθέρωσαν την Γραμβούσα. Το επεισόδιο συνέβη γιατί μερικοί κάτοικοι της Γραμβούσας δεν συμμορφώνονταν με την εντολή της Τοπικής Διοίκησης για παύση των άσκοπων πυροβολισμών. Ήταν λοιπόν Χριστούγεννα και στο σπίτι του Ν. Βερυκάκη έπεσαν πυροβολισμοί κατά το έθιμο. Μια ομάδα στρατιωτών, επιφορτισμένη από τη Διοίκηση για την τήρηση της τάξης, πήγε στο σπίτι και ζήτησε τον λόγο από τον οικοδεσπότη. Στην συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκε από τα πυρά των αστυνομικών-στρατιωτών ο Ν. Βερυκάκης και μια γυναίκα. Αυτό δυσαρέστησε τους Σφακιανούς. Ο φόνος αυτός όμως δεν στάθηκε αφορμή για να εγκατέλειψαν όλοι οι Σφακιανοί την Γραμβούσα. Οι αρχειακές πηγές δείχνουν ότι αρκετοί Σφακιανοί παρέμεναν στη Γραμβούσα και κάποιοι από αυτούς μετείχαν ακόμη και στη Διοίκηση, όπως, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Κριαράς και ο Ανδρέας Φασούλης. Εξάλλου και ο Αναγνώστης Παναγιώτου είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους Γραμβουσιανούς και διαβίωνε κατά διαστήματα στη Νησίδα. Τα βαθύτερα αίτια της διχόνοιας και της αποχώρησης μερικών Σφακιανών από τη Γραμβούσα είναι άλλα, τα οποία θα εξεταστούν σε άλλο δημοσίευμα.
Η δικαιολογία επίσης ότι η πειρατική δραστηριότητα των Γραμβουσιανών επέφερε “αιώνιο διχόνοια” μεταξύ Σφακιανών και Γραμβουσιανών, δεν είναι βάσιμη. Την πειρατεία την έμαθαν οι Γραμπουσιανοί από Ψαριανούς, Κασιώτες και Σφακιανούς πειρατές. Οι Σφακιανοί Αναγνώστης Ψαρουδάκης και ο Μανούσος Παπαδάκης μύησαν τους Γραμβουσιανούς στην πειρατεία. (Δέσποινα Θεμελή -Κατηφόρη, 1973, 165) Τα κέρδη εξάλλου από την πειρατεία δόθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Αυτό αποδεικνύεται με σειρά αυθεντικών εγγράφων, στα οποία καταγράφονται τα ονόματα των Γραμπουσιανών και δίπλα τα κατατεθέντα χρηματικά ποσά στον Αγώνα. Η πολυδάπανη εκστρατεία στο Μεραμπέλλο το 1827 και η άφιξη του μισθοφορικού σώματος του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στα Σφακιά το 1828 δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τις γενναίες συνεισφορές των Γραμβουσιανών (πειρατών). Συνεπώς η πειρατεία των Γραμβουσιανών δεν ήταν η αιτία της διχόνοιας. Η σύγκριση, τέλος, που επιχειρείται από παλαιότερους συγγραφείς για το ποιοι ήταν μεγαλύτεροι πειρατές ή κλέφτες, οι Γραμβουσιανοί ή οι Σφακιανοί, είναι άνευ σημασίας, αν λάβουμε υπ' όψει μας τις συνθήκες πολέμου και την έκρυθμη κατάσταση εκείνης δύσκολης μα και πολύ ενδιαφέρουσας εποχής.
Προσπαθήσαμε με την προσεκτική μελέτη και την κριτική των ιστορικών πηγών να προσεγγίσουμε την αλήθεια για τους εκπορθητές τις Γραμβούσας και να θέσουμε ένα τέρμα στην ιστοριογραφική διαμάχη που ταλαιπώρησε τους ιστορικούς μας τόσα χρόνια. Αν το κατορθώσαμε, θα το κρίνετε εσείς.
Σημειώσεις: 1. Το δημοσίευμα αποτελεί προδημοσίευση, μέρος ευρύτερης μελέτης μας, για την Γραμβούσα στην εποχή της Επανάστασης του 1821.
2. Οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα του παρόντος άρθρου και ελήφθησαν κατά την επίσκεψή του στη Γραμβούσα στις 8 Ιουνίου 2009.
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας
*Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας
και πρώην Προϊστάμενος του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, στα Χανιά.
Βιβλιογραφία
ΓΑΚ - Αρχεία της Επανάστασης του 1821-1830
Θεμελή – Κατηφόρη Δέσποινα, Η δίωξις της πειρατείας και το Θαλάσιον δικαστήριον κατά την πρώτην καποδιστριακήν περίοδον 1828-1829, Αθήνα 1973.
Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, επιμέλεια Στυλιανού Μοτάκη, Χανιά 1953.
Κριαράκης Ανδρέας, Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Ερμούπολη Σύρου 1843”.
Κριτοβουλίδης Κ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομία της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήνα 1859.
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη 1971 (πρώτη έκδοση 1888).
ΓΑΚ - Αρχεία της Επανάστασης του 1821-1830
Θεμελή – Κατηφόρη Δέσποινα, Η δίωξις της πειρατείας και το Θαλάσιον δικαστήριον κατά την πρώτην καποδιστριακήν περίοδον 1828-1829, Αθήνα 1973.
Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Συλλογή Εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη, επιμέλεια Στυλιανού Μοτάκη, Χανιά 1953.
Κριαράκης Ανδρέας, Απάντησις υπό Χ'' Ανδρέα Κριαράκη εις την διατριβήν του κ. Ζ. Πρακτικίδου, καταχωρισθείσαν εις τα υπ' αρ. 174-175 φύλλα της εφημερίδος “Ο φίλος του Λαού”, Ερμούπολη Σύρου 1843”.
Κριτοβουλίδης Κ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομία της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήνα 1859.
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων, επανέκδοση Αφοί Βαρδινογιάννη 1971 (πρώτη έκδοση 1888).