Ριζικάρης και δοξαρόμυαλος (Τυχερός και κοφτερό μυαλό) Ιστορία 1η από το βιβλίο του Ανδρέα Τσεπαπαδάκη "Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες"
Σε ένα μικρό ημιορεινό χωρίο της Κισάμου, ζούσε η οικογένεια του Νικολή και της Αικατερίνης, με τα δέκα παιδιά τους. Ο Νικολής ήταν σαμαράς στο πολύ κοντινό παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι, με λιμανάκι που εξυπηρετούσε όλη την περιοχή. Έτσι ο Σαμαρονικολής είχε δυο σπίτια, ένα στο χωριό που ήταν η περιουσία με τα λιόφυτα, τα περβόλια και τους κήπους κι ένα στο παραθαλάσσιο χωριό, που ήταν το σαμαράδικο. Η απόσταση ήταν πολύ μικρή σε πεζοπορία, μικρότερη των τριάντα λεπτών. Ο Νικολής ήταν ο μοναδικός σαμαράς στην περιοχή και τα παιδιά του όλα είχαν το παρατσούκλι, “τα σαμαράκια”. Το μικρότερο αγόρι από τα τέσσερα που είχε, ήταν το Γιαννάκη. Ένα παιδί το οποίο από τους πρώτους μήνες της ζωής του, έκανε την ζωή τους διαφορετική, την έκανε πολυτάραχη!
Η Αικατερίνη σαν το μικρότερο αγόρι, του είχε ήδη μια ιδιαίτερη αδυναμία. Το Γιαννάκη μόλις εννέα μηνών, το έπαιρναν μαζί τους στις εργασίες στην εξοχή. Ήταν εποχή όπου μάζευαν τις ελιές και όλη η οικογένεια ήταν στο λιόφυτο. Το κάθε μέλος της οικογένειας με την δύναμη που μπορούσε, πρόσφερε στο μάζεμα του καρπού της ελιάς. Το Γιαννάκη συμμετείχε και αυτό στο μάζεμα με την παρέα του, τα γέλια του και τα κλάματά του. Μια μέρα ενώ όλοι ήταν απασχολημένοι με το μάζεμα της ελιάς, δεν πρόσεξαν το κλωθονούσικο Γιαννάκη, που μπουσουλώντας πήγε στην διπλανή ρίζα ελιάς. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι πήγε στην διπλανή ελιά, αλλά ότι έφαγε όλους σχεδόν τους αμανίτες (μανιτάρια) που υπήρχαν στην ρίζα της. Δυστυχώς όμως εκτός από τους φαγώσιμους, έφαγε και τους δηλητηριώδης. Η αδελφή του η Μαρία, αρκετά μεγαλύτερη του που τον είχε έγνοια, πήγε κάποια στιγμή........
.............να δει τι κάνει, διότι υπήρχε πολύ ησυχία. Μόλις πλησίασε στην ελιά που τον είχαν αφήσει τρόμαξε, διότι δεν ήταν εκεί ως συνήθως. Κοιτά στις γύρω ελιές τρομοκρατημένη και τον βλέπει στην διπλανή ελιά. Η Μαρία τρέχει κοντά και βλέπει το Γιαννάκη, να κρατά στα χεράκια του δηλητηριώδεις αμανίτες (μανιτάρια) και να τους τρώει χαμογελώντας και κάνοντας χωρατά από την χαρά της κατσουκανιάς (αταξίας) του. Οι φωνές της Μαρίας έφεραν όλη την οικογένεια κοντά. Κοιτάζοντας την κατάσταση, όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει αν δεν κάνουν κάτι άμεσα. Η Αικατερίνη μόλις τον κράτησε στα χέρια της, του έβγαλε ό,τι είχε στο στόμα με τα δαχτύλια της. Μετά αμέσως γυρίζει και λέει στον μεγαλύτερο γιό της Νικήτα, να φύγει αμέσως με το μπεγίρι (άλογο) να πάει στο κεφαλοχώρι και να φέρει επειγόντως τον γιατρό. Στην προσπάθεια της αυτή να του βγάλει από το στόμα τους αμανίτες (μανιτάρια), του προκάλεσε εμετό. Σε λιγότερο από μία ώρα ο γιατρός είχε έλθει, λόγω του περιστατικού που δεν σήκωνε πολύ καθυστέρηση. Ο γιατρός μόλις του έδειξαν τι είχε στα χεράκια του, είπε στην μάνα του με αυστηρό ύφος:
-Ααα σκύλα μόλαρες (άφησες) το κοπέλι (παιδί) και έφαε τους αμανίτες (μανιτάρια).
Ο γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά έλεγε πάντα ευθέως αυτό που σκεπτόταν, όσο βαρύ και να ήταν. Η Αικατερίνη μετά τα λόγια του γιατρού έβαλε τα κλάματα, αντιλαμβανόμενη το βάρος της ευθύνης της. Ο γιατρός αμέσως τους είπε να φτιάξουν και να του φέρουν ένα ρόφημα από βότανα. Τον ενημέρωσαν ότι όπως του έβγαζαν από το στόμα τα μανιτάρια έκανε εμετό, για να τους πει:
-Αυτό ήταν πολύ καλό, ίσως και να τον σώσατε με αυτή την ενέργεια. Θα προσπαθήσω και εγώ.
Όταν του πήγαν το βραστάρι, τους είπε να είναι χλιαρό. Αφού κρύωσε αρκετά, έδωσε στο μικρό δυό-τρείς γουλιές και μετά από λίγη ώρα του προκάλεσε πάλι εμετό. Ακόμη μια φορά του έδωσε αρκετό βραστάρι, περίμενε να ουρήσει και μετά το έδωσε στην Αικατερίνη λέγοντας της:
-Οι άνθρωποι, εσύ και εγώ, έκαναν τα ανθρώπινα, ο θεός τώρα ό,τι θελήσει.
Ο γιατρός της έδωσε οδηγίες, στο τι να τρώει το παιδί για τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα. Τους είπε αν δεν έχουν τίλιο να αγοράσουν και να του δίνουν άμεσα τρείς φορές την μέρα, για να αποβάλει γρηγορότερα όλα τα πιθανά υπολείμματα. Αν συμβεί τίποτα και πάθει σπασμούς ή δεν ξυπνάει αμέσως, να τον ειδοποιήσουν.
Το Γιαννάκη λόγο άγνοιας κινδύνου, τους τρόμαξε και τους στεναχώρησε πάρα πολύ, ζώντας στιγμές μεγάλης αγωνίας. Τελικά το τίλιο έκανε πολύ καλή διουρητική δουλειά. Στο τρίτο εικοσιτετράωρο το βρέφος ήταν καλά, δίνοντας μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στους γονείς και τα αδέλφια του. Όλοι είπαν ότι ο Θεός βόηθησε πολύ, αλλά και η θέληση του επίσης. Η μητέρα του έκανε τάξιμο στον Αϊ Γιάννη στου Γκιώνα, αν ζούσε να του δώσει τον όνομα Γιάννης και να κάνει αρτοπλασία.
Όταν ο Σαμαρονικολής είπε του γιατρού ότι το κοπέλι (παιδί) τα κατάφερε είπε του ο γιατρός:
-Γιάε Σαμαρονικολή κανόνισε το καλοκαίρι στου Γκιώνα να το βαφτίσω θέλει το κοπέλι,;
Ο Σαμαρονικολής συμφώνησε, λέγοντας του ότι η Αικατερίνη ήδη το έταξε στο Αϊ Γιάννη. Το καλοκαίρι το βάφτισε ο γιατρός, όπου τελικά έγινε ένας πραγματικός πνευματικός πατέρας του. Τον παρακολουθούσε όλα τα χρόνια στο δημοτικό σχολείο και χαιρόταν που ήταν παιδί γοργονούσικο, κλωθονούσικο και καλός μαθητής. Όταν τέλειωσε το δημοτικό και ο Σαμαρονικολής δεν τον έστειλε στο Γυμνάσιο, έκαναν ένα μεγάλο καυγά, διότι ο δάσκαλος και ο σύντεκνος (κουμπάρος) φώναζαν ότι το Γιαννάκη άξιζε και έπρεπε να σπουδάσει. Ο Σαμαρονικολής καμένος από τους άλλους τρείς γιους, που τους έστειλε στο Γυμνάσιο και δεν τα πήγαν καλά. Όλοι τους εγκαταλείψαν μετά από ένα ή δύο χρόνια. Ο Σαμαρονικολής επειδή ξόδεψε αρκετά χρήματα χωρίς αντίκρισμα, ήταν αρνητικός για σπουδές στο γυμνάσιο στο Βενιαμίν Γιαννάκη. Έτσι το Γιαννάκη που άξιζε τελικά να συνεχίσει, πλήρωσε ακριβά τις αδυναμίες των τριών αδελφών του.
Μεγαλώνοντας το Γιαννάκη, ένα από τα φαγώσιμα που του άρεσαν πολύ, ήταν περιέργως οι άγριοι αμανίτες (μανιτάρια). Έτσι έμαθε από ένα θείο του πως να τους διακρίνει και τι να προσέχει κατά την εύρεση τους. Μετά από μαθητεία με τον θείο του για χρόνια που πήγαιναν μαζί στο μάζεμα τους, έγινε από τους καλύτερους αμανιτολόγους (ειδικός στα μανιτάρια) στο χωριό. Ίσως η βρεφική περιπέτεια να του καθόρισε αυτήν την γεύση και γι’ αυτό του άρεσαν τόσο πολύ. Λογικά τ’ αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει, αλλά το Γιαννάκη ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε με τους αμανίτες όταν ήταν βρέφος, φάνηκαν δύο πράγματα. Αφενός ήταν ένα παιδάκι που δεν χόρταινε εύκολα και πάντα πεινούσε (ήταν μόλις ταϊσμένος όταν έφαγε τους αμανίτες (μανιτάρια)). Αφετέρου είχε μεγάλη θέληση να ζήσει και να δημιουργήσει.
Έτσι το Γιαννάκη αφού δεν συνέχισε στο σχολείο, κάθισε και αυτό στο σαμαράδικο. Ο μεγάλος του αδελφός είχε φύγει προ πολλού για το Ηράκλειο, να φτιάξει εκεί την δική του επιχείρηση και την δική του ζωή. Υπήρχε κενή θέση την οποία ανέλαβε αμέσως, δικαιώνοντας ότι ήταν έξυπνο και δημιουργικό παιδί. Σε σύντομο διάστημα είχε μάθει να κάνει πολλές εργασίες, αλλά η εργασία του σαμαρά δεν τον ικανοποιούσε, ήθελε κάτι άλλο. Δεν ήξερε όμως ακόμη τι ήταν αυτό. Γεγονός ήταν ότι του ανέθεταν να μαστορέψει ακόμη και δύσκολα, αυτός πάντα τα κατάφερνε.
Στην αρχή έκανε εξωτερικές δουλειές αλλά αργότερα έμαθε πολλές εργασίες να κάνει απαραίτητες στο σαγματοποιείο-σαμαράδικο. Πολλές φορές τα βράδια που δεν πήγαινα στο χωριό για ύπνο, τον έστελνε ο πατέρας του στο χωριό να παραγγείλει κάτι της γυναίκας του και το πρωί να επιστρέψει. Τα ωράρια πολλές φορές ήταν άγρια, είτε την νύκτα ή την μέρα μεσημέρι μες στο λιοπύρι ή με βροχή. Με οποιονδήποτε καιρό όμως, το Γιαννάκη πήγαινε ευχάριστα. Δεν φοβόταν την νύκτα, ενώ την μέρα κυνηγούσε καβρούς (καβούρια) και όφιδες (φίδια) στο ρυάκι της περιοχής. Βέβαια όταν πήγαινε στο σπίτι, μια από τις αρμοδιότητες του ήταν να μαζεύει ξύλα για την παραστιά (εστία μαγειρέματος) και το τζάκι. Αυτός ήταν ένα καημός, διότι όλα τα παιδιά του χωριού των έντεκα οικογενειών μάζευαν ξύλα για το σπίτι τους, οπότε ήταν δυσεύρετα. Παρόλα αυτά, το Γιαννάκη είχε εντοπίσει κάποιες περιοχές στην κορυφή του λόφου, που τα περισσότερα παιδιά δεν πήγαιναν γιατί είχε φίδια. Η χαρά του ήταν να πάει στην κορυφή, να σκοτώσει δύο ή και τρία φίδια και να μαζέψει ξύλα. Όταν τα έφερνε, έβαζε τις αδελφές του να τα τακτοποιήσουν και ανάμεσα στα ξύλα είχε τα σκοτωμένα φίδια. Όταν τα έβλεπαν αυτές, οι φωνές τους ξεσήκωναν όλο το χωριό. Το Γιαννάκη καθόταν σε μια γωνιά και έσκαγε στα γέλια, ήταν χωρατατζής. Τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν, για να τον δείρουν όλες μαζί που τις τρόμαζε. Το Γιαννάκη όμως ήταν άπιαστο αγρίμι.
Μία άλλη συνήθεια που είχε, ήταν όταν η μητέρα του έστρωνε το τραπέζι για το φαγητό πήγαινε και κοίταζε τα πιάτα. Αμέσως ρωτούσε ποιανού ήταν το μεγαλύτερο πιάτο σε ποσότητα, και μετά ποιο ήταν το δικό του. Σίγουρα το δικό του ήταν λιγότερο λόγω ηλικίας. Μόλις η μάνα του έδειχνε το πιάτο του, αμέσως έλεγε:
-Γιάντα (γιατί) το δικό μου είναι μια ολιά (λιγότερο);
-Γιάντα εσύ είσαι δεκαπέντε χρόνια μικρότερος του αδελφού σου και δεν τρώτε το ίδιο.
-Δεν κατέχω πράμα (ξέρω τίποτα) εγώ θέλω το ίδιο πιάτο.
Έτσι το Γιαννάκη κατάφερνε πολλές φορές, να τρώει παραπάνω από τα αδέλφια του και να μην είναι ποτέ χορτασμένο. Το μόνο φαγητό που έτρωγε μόνο αυτός και η αδελφή του Ελένη, ήταν οι αμανίτες (μανιτάρια) που μάζευε το Γιαννάκη τα οποία γνώριζε πολύ καλά. Δεν τα μάζευε όλα, συγκεκριμένα δύο τύπους μάζευε που του είχε πει ο θείος του ότι ήταν σίγουρα μη δηλητηριώδη. Έσκαβε βαθιά μην έχει στις ρίζες σίδερο ή πετσί, που μετέτρεπαν τους μη δηλητηριώδεις σε δηλητηριώδεις αμανίτες (μανιτάρια). Με αυτό τον τρόπο πάντα ήταν ασφαλή, αλλά δεν το έλεγε για να μην του τρώνε τους αμανίτες (μανιτάρια). Η μόνη που δεν τα φοβόταν αλλά της άρεσαν πολύ, ήταν η μεγάλη του αδελφή η Ελένη. Έτσι όταν του τα έψηνε, πάντα του έτρωγε από μια μερίδα.
Στο φαγητό είχε και μια άλλη ιστορία το Γιαννάκη, με τον πατέρα του. Όταν ήταν ακόμα μικρό κοπελάκι (παιδάκι), ο Σαμαρονικολής λέει της γυναίκας του της Αικατερίνης:
-Μωρσύ γυναίκα μια και κάθομαι με το Γιαννιό, να μας βάζεις ένα πιάτο να τρώμε να μην πλένεται περίσσια πιάτα μετά.
Μια βδομάδα κράτησε αυτή η συμφωνία… Ο Σαμαρονικολής δεν άντεξε να του τρώει όλο το φαϊ το Γιαννιό. Μέχρι να πιάσει την μπουκάλα με το κρασί να βάλει μια κούπα, το Γιαννιό έτρωγε το μισό πιάτο. Προλάβαινε δυο μπουκιές ο Σαμαρονικολής και μετά στην δεύτερη κούπα δεν προλάβαινε πράμα (τίποτα). Τότε λέει της Αικατερίνης:
-Γυναίκα γιάε, μπίτισε (τέλειωσε) η συμφωνία συμμισιακό πιάτο φαγητού με το Γιαννιό, αυτό δεν μ’ αφήνει να φάω πράμα (τίποτα).
Θρήνος το Γιαννάκη που έχασε τις χοντρομπουκιές και τώρα πάλι στα ίδια. Όλο και καμιά γαλατσίδα (χόρτο φαγώσιμο) παραπάνω όμως θα έβρισκε ή κανένα αμανίτη την εποχή τους, να ξεγελάσει την πείνα του.
Το Γιαννάκη όταν πήγαινε ακόμη δημοτικό, έφτιαξε ένα τσουρί (παιχνίδι της εποχής). Για να το φτιάξει χρειάστηκε χοντρό σύρμα, εργαλεία και τέχνη. Τα δύο πρώτα τα βρήκε από το σαμαράδικο του πατέρα, ενώ την τέχνη την έβαλε ο ίδιος. Μέσα σε μία μέρα, συγκεκριμένα Κυριακή το είχε φτιάξει. Το τσουρί αποτελείτο από δύο μέρη: την ρόδα και τον άξονα, που στο κάτω μέρος είχε τον οδηγό, ο οποίος οδηγούσε τη σιδερένια ρόδα. Όταν οι συμμαθητές του είδαν το τσουρί του Γιαννιού ξετρελάθηκαν. Όλοι του ζητούσαν να το λαλήσουν (οδηγήσουν) και να τους φτιάξει ένα. Αν του έδιναν τα υλικά τα έφτιαχνε δωρεάν. Αλλιώς τους ζητούσε ότι έχουν παραγωγή (αυγά, μέλι, ξηροί καρποί κλπ), με αντάλλαγμα την κατασκευή με δικά του υλικά. Έτσι έγινε ο μέγας κατασκευαστής στο χωριό, με την φήμη του να ταξιδεύει και στα γύρω χωριά.
Πέρασαν τα χρόνια και το Γιαννιό συνέχιζε τις κατασκευές του, αναπτύσσοντας τις δικές του εμπειρίες σε ικανότητα δημιουργίας και τότε ξαφνικά ήλθε η κατοχή.
Ο Σαμαρονικολής είχε δύο μεγάλους γιούς, ηλικίας πάνω από είκοσι χρονών και ένα δεκατετράχρονο το Γιαννάκη. Οι Γερμανοί απαίτησαν για αγγαρεία τους δυο μεγάλους γιούς, δύο φορές την εβδομάδα τον καθένα. Ο Σαμαρονικολής βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση, διότι οι δύο μεγάλοι γιοί χρειάζονται στο μαγαζί κάθε μέρα. Τότε σκέφτηκε να προτείνει το Γιαννάκη για κάθε μέρα, έξι μέρες την βδομάδα, αντί τέσσερις που θα πήγαιναν οι άλλοι. Για καλή του τύχη οι Γερμανοί δέχτηκαν, αλλά το Γιαννιό δυσανασχέτησε πάρα πολύ. Δεν μπορούσε να κάνει όμως διαφορετικά και ξεκίνησε την αγγαρεία του, που δεν ήταν άλλη από το να μοιράζει νερό στους εργάτες, γυρνώντας όλα τα συνεργεία σε τακτά διαστήματα. Μετά ήταν και στην διανομή του φαγητού, εκεί όμως άνοιξε η τύχη του, γιατί έτρωγε όσο ήθελε. Αυτό το πόστο του άρεσε καλύτερα και είχε την τύχη σαν έξυπνο παιδί, να μάθει τα Γερμανικά για να μπορεί να συνεννοείται. Οι Γερμανοί συμπαθούσαν το Γιαννιό, γιατί ήταν εργατικό και ποτέ δεν του έκαναν υποδείξεις. Μια φορά του έλεγαν τι να κάνει και το έκανε πάντα σωστά. Γι’ αυτό και το Γιαννιό στο φαϊ, του έδινε και καταλάβαινε χωρίς να του το απαγορεύουν ποτέ οι Γερμανοί. Καμιά φορά έπαιρνε περίσσευμα και κανένα ψωμί για το σπίτι.
Στον ελεύθερο χρόνο ξεκούρασης του, πήγαινε στο συνεργείο των μηχανών και αυτοκινήτων, όπου παρακολουθούσε τις επισκευές και την συντήρηση. Στην αρχή τον έδιωχναν οι μηχανικοί, αλλά στη συνέχεια βλέποντας την επιμονή του, τον άφηναν να παρακολουθεί. Σιγά-σιγά το Γιαννιό έμαθε κάποιες βλάβες και την αποκατάσταση τους, αλλά και τα βασικά της συντήρησης. Μια μέρα ένας νέος μηχανικός, ξέχασε να βάλει λάδι σε μια μηχανή, γιατί έκανε δύο δουλειές ταυτόχρονα. Έπειτα προσπάθησε να εκκινήσει τη μηχανή, χωρίς αποτέλεσμα φυσικά. Το Γιαννιό βλέποντας την παράληψη, του το είπε, αλλά ο νέος μηχανικός τον αποπήρε από εγωισμό. Το Γιαννιό παρακολουθούσε την μάταιη προσπάθεια του και ξαφνικά χαμογέλασε. Τότε ο νεαρός μηχανικός άφησε τη μηχανή και άρχισε να χτυπά το Γιαννιό, με σκαμπίλια και κλωτσιές, επειδή τον κοροϊδεύει. Χρειάστηκε να επέμβει ο μάστορας του συνεργείου. Καθώς τους χώριζε, του είπε:
-Το παιδάκι που δεν είναι μηχανικός προσπαθεί να σου πει ότι δεν έχεις βάλει λάδι και εσύ το χτυπάς επειδή χαμογέλασε με την ανικανότητα σου;
Ο νεαρός μηχανικός έβαλε τελικά λάδι και μόλις δοκιμάζει με την πρώτη πήρε μπρός η μηχανή. Το Γιαννιό κοιτώντας τον νεαρό, του έκανε τα σήμα τέλεια-συγχαρητήρια. Ο Γερμανός δεν συμπάθησε ποτέ το Γιαννιό, από εκεί και έπειτα. Ο άλλος βοηθός που ήταν Αυστριακός, πλησίασε το Γιαννιό και του είπε να παρακολουθεί αυτόν αν θέλει. Αυτό ήταν, από εκείνη την ημέρα γίνανε φίλοι και το Γιαννιό ο βοηθός του! Ο Αυστριακός πολλές φορές, τον έβαζε και έκανε απλές εργασίες. Μετά από καιρό έκανε την απλή συντήρηση, γνωρίζοντας ο Αυστριακός Φράντς ότι θα την κάνει τέλεια. Το Γιαννιό έτσι μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί, έκανε μια πολύ καλή μαθητεία μηχανικού, με τον νεαρό Αυστριακό φίλο του Φράντς.
Μια μέρα έφτασε και το μαντάτο, ότι ο μεγάλος του αδελφός που ήταν στο Ηράκλειο, ήταν στην αντίσταση. Τους έλεγε λοιπόν, αν μάθουν ότι τον πιάσανε να μην κάνουν καμιά ενέργεια, για να μην μπλέξουν και αυτοί. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και φτάνει το μαύρο μαντάτο, ότι τον έπιασαν. Σε δέκα μέρες τον τουφέκισαν, μαζί με άλλους πενήντα, ενώ πριν μερικές μέρες είχαν τουφεκίσει άλλους δώδεκα. Σύνολο 62 μάρτυρες, σε αντίποινα για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου. Ο μεγάλος γιός, παντρεμένος χωρίς παιδιά, προδομένος από δοσίλογους, έδωσε την ζωή του αγωνιζόμενος για την πατρίδα.
Ο Σαμαρονικολής έτρεμε στην ιδέα μην τυχών τους μπλέξουν και ειδικά τα αγόρια του. Ευτυχώς δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα και συνέχισαν την ζωή τους, μοιρολογώντας για τον χαμένο γιό και αδελφό.
Το Γιαννάκη συνέχισε να μοιράζει νερό στους εργάτες της αγγαρείας και οι όποιες σχέσεις του με κάποιους Γερμανούς ατονήσανε. Με τον Αυστριακό βοηθό μηχανικό Φράντς όμως δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο στο συνεργείο πήγαινε ευχάριστα. Είχε χαθεί η όρεξη για όλα τα άλλα, διότι αγαπούσε τον μεγάλο αδελφό του πολύ. Όταν τέλειωσαν οι αγγαρείες ανακουφίστηκε, αλλά έχασε τα καλά και πλούσια γεύματα. Η πείνα έφτασε πάλι στο πιάτο του και πλέον το φαγητό, του φαινόταν πολύ λίγο.
Μετά την απελευθέρωση, όταν ήταν σχεδόν δεκαοκτώ ετών έμεινε στο σαμαράδικο, αλλά ποτέ δεν τον ενθουσίασε αυτή η εργασία. Τον είχε ήδη κερδίσει ο μηχανικός μηχανών. Στο στρατό πήγε στο ναυτικό και έγινε ένας πολύ καλός μηχανικός πλοίων, κάτι που τον ενθουσίασε πάρα πολύ, γι’ αυτό έγινε το επάγγελμα του στην μετέπειτα ζωή του. Στο πολεμικό ναυτικό, ήταν αμέσως μετά τον εμφύλιο, εκεί ήταν που όλοι ξεπέρασαν την στέρηση της πείνας την οποία ζούσαν τόσα χρόνια, μαζί και ο Γιάννης.
Ο Γιάννης ήταν ευφυέστατο άτομο γιαυτό κατάφερε να μάθει ξένες γλώσσες ολομόναχος, δείχνοντας ότι πάντα είχε την έφεση των γραμμάτων, απλώς η συγκυρία δεν του το επέτρεψε τότε να σπουδάσει. Τις γλώσσες τις έμαθε με βιβλία και μεθόδους άνευ διδασκάλου. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά για ένα άτομο σαν τον Γιάννη, όλα ήταν εφικτά. Με την εργασία του απόκτησε οικονομική άνεση ώστε η οικογένεια του να μπορέσει να ζήσει μια άνετη ζωή. Βοήθησε και κάποια αδέλφια του στις δυσκολίες τους κάποια του το αναγνώρισαν και κάποια όχι. Ο Γιάννης δεν κράτησε κακία σε κανένα, σε πολλούς συμπαραστάθηκε στις δύσκολές στιγμές τους στα γεράματα τους.
Ένα από τα πολλά έργα (σπίτια, περιουσίες, συλλογές γραμματοσήμων) που άφησε στα παιδιά του, ήταν το ημερολόγιο όλων των χρόνων θαλάσσιας υπηρεσίας του. Περιέγραψε όλα τα λιμάνια που επισκέφτηκε. Πότε έφτανε, πότε έφευγε, ήμερα και ώρα, ποιο πλοίο ήταν, ποιος καπετάνιος και ποιος πρώτος μηχανικός. Μια εικόνα που δεν την συναντάς εύκολα σε πολλούς ναυτικούς. Τα μεγαλύτερα έργα του ήταν ότι γαλούχησε τα παιδιά του με αξίες όπως ειλικρίνεια, τιμιότητα, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και δημιουργικότητα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος!
"Γοργονούσιδες και Κλωθονούσιδες" ονομάζεται το πρώτο e-book του εκπαιδευτικού, διπλωματούχου Ηλεκτρονικού Μηχ. – Πληροφορικής,
Ανδρέα Απ. Τσεπαπαδάκη. Τους όρους "Γοργονούσιδες" και "Κλωθονούσιδες" χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης στην "Οδύσσειά" του για τους Άξιους και Πολυμήχανους. Το βιβλίο αποτελείται από 10 αρθρωτές ιστορίες από την Κρήτη από την εποχή του μεσοπολέμου (10ετία 1930 και μετά) έως το τέλος της χούντας (την δεκαετία 1970).
Είναι γραμμένο στην νεοελληνική με διαλόγους και λέξεις από το Κρητικό ιδίωμα, πολλές εκ των οποίων μπορεί να αγνοούνται από μη γνώστες του κρητικού ιδιώματος γιαυτό υπάρχει μετάφραση της λέξης δίπλα. Όσοι θέλετε να αποκτείσετε εντελώς δωρεάν το βιβλίο του Ανδρέα online φυσικά ας στείλετε e-mail στην διεύθυνση tsepkris@gmail.com
Σε ένα μικρό ημιορεινό χωρίο της Κισάμου, ζούσε η οικογένεια του Νικολή και της Αικατερίνης, με τα δέκα παιδιά τους. Ο Νικολής ήταν σαμαράς στο πολύ κοντινό παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι, με λιμανάκι που εξυπηρετούσε όλη την περιοχή. Έτσι ο Σαμαρονικολής είχε δυο σπίτια, ένα στο χωριό που ήταν η περιουσία με τα λιόφυτα, τα περβόλια και τους κήπους κι ένα στο παραθαλάσσιο χωριό, που ήταν το σαμαράδικο. Η απόσταση ήταν πολύ μικρή σε πεζοπορία, μικρότερη των τριάντα λεπτών. Ο Νικολής ήταν ο μοναδικός σαμαράς στην περιοχή και τα παιδιά του όλα είχαν το παρατσούκλι, “τα σαμαράκια”. Το μικρότερο αγόρι από τα τέσσερα που είχε, ήταν το Γιαννάκη. Ένα παιδί το οποίο από τους πρώτους μήνες της ζωής του, έκανε την ζωή τους διαφορετική, την έκανε πολυτάραχη!
Η Αικατερίνη σαν το μικρότερο αγόρι, του είχε ήδη μια ιδιαίτερη αδυναμία. Το Γιαννάκη μόλις εννέα μηνών, το έπαιρναν μαζί τους στις εργασίες στην εξοχή. Ήταν εποχή όπου μάζευαν τις ελιές και όλη η οικογένεια ήταν στο λιόφυτο. Το κάθε μέλος της οικογένειας με την δύναμη που μπορούσε, πρόσφερε στο μάζεμα του καρπού της ελιάς. Το Γιαννάκη συμμετείχε και αυτό στο μάζεμα με την παρέα του, τα γέλια του και τα κλάματά του. Μια μέρα ενώ όλοι ήταν απασχολημένοι με το μάζεμα της ελιάς, δεν πρόσεξαν το κλωθονούσικο Γιαννάκη, που μπουσουλώντας πήγε στην διπλανή ρίζα ελιάς. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι πήγε στην διπλανή ελιά, αλλά ότι έφαγε όλους σχεδόν τους αμανίτες (μανιτάρια) που υπήρχαν στην ρίζα της. Δυστυχώς όμως εκτός από τους φαγώσιμους, έφαγε και τους δηλητηριώδης. Η αδελφή του η Μαρία, αρκετά μεγαλύτερη του που τον είχε έγνοια, πήγε κάποια στιγμή........
.............να δει τι κάνει, διότι υπήρχε πολύ ησυχία. Μόλις πλησίασε στην ελιά που τον είχαν αφήσει τρόμαξε, διότι δεν ήταν εκεί ως συνήθως. Κοιτά στις γύρω ελιές τρομοκρατημένη και τον βλέπει στην διπλανή ελιά. Η Μαρία τρέχει κοντά και βλέπει το Γιαννάκη, να κρατά στα χεράκια του δηλητηριώδεις αμανίτες (μανιτάρια) και να τους τρώει χαμογελώντας και κάνοντας χωρατά από την χαρά της κατσουκανιάς (αταξίας) του. Οι φωνές της Μαρίας έφεραν όλη την οικογένεια κοντά. Κοιτάζοντας την κατάσταση, όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει αν δεν κάνουν κάτι άμεσα. Η Αικατερίνη μόλις τον κράτησε στα χέρια της, του έβγαλε ό,τι είχε στο στόμα με τα δαχτύλια της. Μετά αμέσως γυρίζει και λέει στον μεγαλύτερο γιό της Νικήτα, να φύγει αμέσως με το μπεγίρι (άλογο) να πάει στο κεφαλοχώρι και να φέρει επειγόντως τον γιατρό. Στην προσπάθεια της αυτή να του βγάλει από το στόμα τους αμανίτες (μανιτάρια), του προκάλεσε εμετό. Σε λιγότερο από μία ώρα ο γιατρός είχε έλθει, λόγω του περιστατικού που δεν σήκωνε πολύ καθυστέρηση. Ο γιατρός μόλις του έδειξαν τι είχε στα χεράκια του, είπε στην μάνα του με αυστηρό ύφος:
Ο γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά έλεγε πάντα ευθέως αυτό που σκεπτόταν, όσο βαρύ και να ήταν. Η Αικατερίνη μετά τα λόγια του γιατρού έβαλε τα κλάματα, αντιλαμβανόμενη το βάρος της ευθύνης της. Ο γιατρός αμέσως τους είπε να φτιάξουν και να του φέρουν ένα ρόφημα από βότανα. Τον ενημέρωσαν ότι όπως του έβγαζαν από το στόμα τα μανιτάρια έκανε εμετό, για να τους πει:
-Αυτό ήταν πολύ καλό, ίσως και να τον σώσατε με αυτή την ενέργεια. Θα προσπαθήσω και εγώ.
Όταν του πήγαν το βραστάρι, τους είπε να είναι χλιαρό. Αφού κρύωσε αρκετά, έδωσε στο μικρό δυό-τρείς γουλιές και μετά από λίγη ώρα του προκάλεσε πάλι εμετό. Ακόμη μια φορά του έδωσε αρκετό βραστάρι, περίμενε να ουρήσει και μετά το έδωσε στην Αικατερίνη λέγοντας της:
-Οι άνθρωποι, εσύ και εγώ, έκαναν τα ανθρώπινα, ο θεός τώρα ό,τι θελήσει.
Ο γιατρός της έδωσε οδηγίες, στο τι να τρώει το παιδί για τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα. Τους είπε αν δεν έχουν τίλιο να αγοράσουν και να του δίνουν άμεσα τρείς φορές την μέρα, για να αποβάλει γρηγορότερα όλα τα πιθανά υπολείμματα. Αν συμβεί τίποτα και πάθει σπασμούς ή δεν ξυπνάει αμέσως, να τον ειδοποιήσουν.
Το Γιαννάκη λόγο άγνοιας κινδύνου, τους τρόμαξε και τους στεναχώρησε πάρα πολύ, ζώντας στιγμές μεγάλης αγωνίας. Τελικά το τίλιο έκανε πολύ καλή διουρητική δουλειά. Στο τρίτο εικοσιτετράωρο το βρέφος ήταν καλά, δίνοντας μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στους γονείς και τα αδέλφια του. Όλοι είπαν ότι ο Θεός βόηθησε πολύ, αλλά και η θέληση του επίσης. Η μητέρα του έκανε τάξιμο στον Αϊ Γιάννη στου Γκιώνα, αν ζούσε να του δώσει τον όνομα Γιάννης και να κάνει αρτοπλασία.
Όταν ο Σαμαρονικολής είπε του γιατρού ότι το κοπέλι (παιδί) τα κατάφερε είπε του ο γιατρός:
-Γιάε Σαμαρονικολή κανόνισε το καλοκαίρι στου Γκιώνα να το βαφτίσω θέλει το κοπέλι,;
Ο Σαμαρονικολής συμφώνησε, λέγοντας του ότι η Αικατερίνη ήδη το έταξε στο Αϊ Γιάννη. Το καλοκαίρι το βάφτισε ο γιατρός, όπου τελικά έγινε ένας πραγματικός πνευματικός πατέρας του. Τον παρακολουθούσε όλα τα χρόνια στο δημοτικό σχολείο και χαιρόταν που ήταν παιδί γοργονούσικο, κλωθονούσικο και καλός μαθητής. Όταν τέλειωσε το δημοτικό και ο Σαμαρονικολής δεν τον έστειλε στο Γυμνάσιο, έκαναν ένα μεγάλο καυγά, διότι ο δάσκαλος και ο σύντεκνος (κουμπάρος) φώναζαν ότι το Γιαννάκη άξιζε και έπρεπε να σπουδάσει. Ο Σαμαρονικολής καμένος από τους άλλους τρείς γιους, που τους έστειλε στο Γυμνάσιο και δεν τα πήγαν καλά. Όλοι τους εγκαταλείψαν μετά από ένα ή δύο χρόνια. Ο Σαμαρονικολής επειδή ξόδεψε αρκετά χρήματα χωρίς αντίκρισμα, ήταν αρνητικός για σπουδές στο γυμνάσιο στο Βενιαμίν Γιαννάκη. Έτσι το Γιαννάκη που άξιζε τελικά να συνεχίσει, πλήρωσε ακριβά τις αδυναμίες των τριών αδελφών του.
Μεγαλώνοντας το Γιαννάκη, ένα από τα φαγώσιμα που του άρεσαν πολύ, ήταν περιέργως οι άγριοι αμανίτες (μανιτάρια). Έτσι έμαθε από ένα θείο του πως να τους διακρίνει και τι να προσέχει κατά την εύρεση τους. Μετά από μαθητεία με τον θείο του για χρόνια που πήγαιναν μαζί στο μάζεμα τους, έγινε από τους καλύτερους αμανιτολόγους (ειδικός στα μανιτάρια) στο χωριό. Ίσως η βρεφική περιπέτεια να του καθόρισε αυτήν την γεύση και γι’ αυτό του άρεσαν τόσο πολύ. Λογικά τ’ αντίθετο έπρεπε να συμβαίνει, αλλά το Γιαννάκη ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε με τους αμανίτες όταν ήταν βρέφος, φάνηκαν δύο πράγματα. Αφενός ήταν ένα παιδάκι που δεν χόρταινε εύκολα και πάντα πεινούσε (ήταν μόλις ταϊσμένος όταν έφαγε τους αμανίτες (μανιτάρια)). Αφετέρου είχε μεγάλη θέληση να ζήσει και να δημιουργήσει.
Έτσι το Γιαννάκη αφού δεν συνέχισε στο σχολείο, κάθισε και αυτό στο σαμαράδικο. Ο μεγάλος του αδελφός είχε φύγει προ πολλού για το Ηράκλειο, να φτιάξει εκεί την δική του επιχείρηση και την δική του ζωή. Υπήρχε κενή θέση την οποία ανέλαβε αμέσως, δικαιώνοντας ότι ήταν έξυπνο και δημιουργικό παιδί. Σε σύντομο διάστημα είχε μάθει να κάνει πολλές εργασίες, αλλά η εργασία του σαμαρά δεν τον ικανοποιούσε, ήθελε κάτι άλλο. Δεν ήξερε όμως ακόμη τι ήταν αυτό. Γεγονός ήταν ότι του ανέθεταν να μαστορέψει ακόμη και δύσκολα, αυτός πάντα τα κατάφερνε.
Στην αρχή έκανε εξωτερικές δουλειές αλλά αργότερα έμαθε πολλές εργασίες να κάνει απαραίτητες στο σαγματοποιείο-σαμαράδικο. Πολλές φορές τα βράδια που δεν πήγαινα στο χωριό για ύπνο, τον έστελνε ο πατέρας του στο χωριό να παραγγείλει κάτι της γυναίκας του και το πρωί να επιστρέψει. Τα ωράρια πολλές φορές ήταν άγρια, είτε την νύκτα ή την μέρα μεσημέρι μες στο λιοπύρι ή με βροχή. Με οποιονδήποτε καιρό όμως, το Γιαννάκη πήγαινε ευχάριστα. Δεν φοβόταν την νύκτα, ενώ την μέρα κυνηγούσε καβρούς (καβούρια) και όφιδες (φίδια) στο ρυάκι της περιοχής. Βέβαια όταν πήγαινε στο σπίτι, μια από τις αρμοδιότητες του ήταν να μαζεύει ξύλα για την παραστιά (εστία μαγειρέματος) και το τζάκι. Αυτός ήταν ένα καημός, διότι όλα τα παιδιά του χωριού των έντεκα οικογενειών μάζευαν ξύλα για το σπίτι τους, οπότε ήταν δυσεύρετα. Παρόλα αυτά, το Γιαννάκη είχε εντοπίσει κάποιες περιοχές στην κορυφή του λόφου, που τα περισσότερα παιδιά δεν πήγαιναν γιατί είχε φίδια. Η χαρά του ήταν να πάει στην κορυφή, να σκοτώσει δύο ή και τρία φίδια και να μαζέψει ξύλα. Όταν τα έφερνε, έβαζε τις αδελφές του να τα τακτοποιήσουν και ανάμεσα στα ξύλα είχε τα σκοτωμένα φίδια. Όταν τα έβλεπαν αυτές, οι φωνές τους ξεσήκωναν όλο το χωριό. Το Γιαννάκη καθόταν σε μια γωνιά και έσκαγε στα γέλια, ήταν χωρατατζής. Τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν, για να τον δείρουν όλες μαζί που τις τρόμαζε. Το Γιαννάκη όμως ήταν άπιαστο αγρίμι.
Μία άλλη συνήθεια που είχε, ήταν όταν η μητέρα του έστρωνε το τραπέζι για το φαγητό πήγαινε και κοίταζε τα πιάτα. Αμέσως ρωτούσε ποιανού ήταν το μεγαλύτερο πιάτο σε ποσότητα, και μετά ποιο ήταν το δικό του. Σίγουρα το δικό του ήταν λιγότερο λόγω ηλικίας. Μόλις η μάνα του έδειχνε το πιάτο του, αμέσως έλεγε:
-Γιάντα (γιατί) το δικό μου είναι μια ολιά (λιγότερο);
-Γιάντα εσύ είσαι δεκαπέντε χρόνια μικρότερος του αδελφού σου και δεν τρώτε το ίδιο.
-Δεν κατέχω πράμα (ξέρω τίποτα) εγώ θέλω το ίδιο πιάτο.
Έτσι το Γιαννάκη κατάφερνε πολλές φορές, να τρώει παραπάνω από τα αδέλφια του και να μην είναι ποτέ χορτασμένο. Το μόνο φαγητό που έτρωγε μόνο αυτός και η αδελφή του Ελένη, ήταν οι αμανίτες (μανιτάρια) που μάζευε το Γιαννάκη τα οποία γνώριζε πολύ καλά. Δεν τα μάζευε όλα, συγκεκριμένα δύο τύπους μάζευε που του είχε πει ο θείος του ότι ήταν σίγουρα μη δηλητηριώδη. Έσκαβε βαθιά μην έχει στις ρίζες σίδερο ή πετσί, που μετέτρεπαν τους μη δηλητηριώδεις σε δηλητηριώδεις αμανίτες (μανιτάρια). Με αυτό τον τρόπο πάντα ήταν ασφαλή, αλλά δεν το έλεγε για να μην του τρώνε τους αμανίτες (μανιτάρια). Η μόνη που δεν τα φοβόταν αλλά της άρεσαν πολύ, ήταν η μεγάλη του αδελφή η Ελένη. Έτσι όταν του τα έψηνε, πάντα του έτρωγε από μια μερίδα.
Στο φαγητό είχε και μια άλλη ιστορία το Γιαννάκη, με τον πατέρα του. Όταν ήταν ακόμα μικρό κοπελάκι (παιδάκι), ο Σαμαρονικολής λέει της γυναίκας του της Αικατερίνης:
-Μωρσύ γυναίκα μια και κάθομαι με το Γιαννιό, να μας βάζεις ένα πιάτο να τρώμε να μην πλένεται περίσσια πιάτα μετά.
Μια βδομάδα κράτησε αυτή η συμφωνία… Ο Σαμαρονικολής δεν άντεξε να του τρώει όλο το φαϊ το Γιαννιό. Μέχρι να πιάσει την μπουκάλα με το κρασί να βάλει μια κούπα, το Γιαννιό έτρωγε το μισό πιάτο. Προλάβαινε δυο μπουκιές ο Σαμαρονικολής και μετά στην δεύτερη κούπα δεν προλάβαινε πράμα (τίποτα). Τότε λέει της Αικατερίνης:
-Γυναίκα γιάε, μπίτισε (τέλειωσε) η συμφωνία συμμισιακό πιάτο φαγητού με το Γιαννιό, αυτό δεν μ’ αφήνει να φάω πράμα (τίποτα).
Θρήνος το Γιαννάκη που έχασε τις χοντρομπουκιές και τώρα πάλι στα ίδια. Όλο και καμιά γαλατσίδα (χόρτο φαγώσιμο) παραπάνω όμως θα έβρισκε ή κανένα αμανίτη την εποχή τους, να ξεγελάσει την πείνα του.
Το Γιαννάκη όταν πήγαινε ακόμη δημοτικό, έφτιαξε ένα τσουρί (παιχνίδι της εποχής). Για να το φτιάξει χρειάστηκε χοντρό σύρμα, εργαλεία και τέχνη. Τα δύο πρώτα τα βρήκε από το σαμαράδικο του πατέρα, ενώ την τέχνη την έβαλε ο ίδιος. Μέσα σε μία μέρα, συγκεκριμένα Κυριακή το είχε φτιάξει. Το τσουρί αποτελείτο από δύο μέρη: την ρόδα και τον άξονα, που στο κάτω μέρος είχε τον οδηγό, ο οποίος οδηγούσε τη σιδερένια ρόδα. Όταν οι συμμαθητές του είδαν το τσουρί του Γιαννιού ξετρελάθηκαν. Όλοι του ζητούσαν να το λαλήσουν (οδηγήσουν) και να τους φτιάξει ένα. Αν του έδιναν τα υλικά τα έφτιαχνε δωρεάν. Αλλιώς τους ζητούσε ότι έχουν παραγωγή (αυγά, μέλι, ξηροί καρποί κλπ), με αντάλλαγμα την κατασκευή με δικά του υλικά. Έτσι έγινε ο μέγας κατασκευαστής στο χωριό, με την φήμη του να ταξιδεύει και στα γύρω χωριά.
Πέρασαν τα χρόνια και το Γιαννιό συνέχιζε τις κατασκευές του, αναπτύσσοντας τις δικές του εμπειρίες σε ικανότητα δημιουργίας και τότε ξαφνικά ήλθε η κατοχή.
Ο Σαμαρονικολής είχε δύο μεγάλους γιούς, ηλικίας πάνω από είκοσι χρονών και ένα δεκατετράχρονο το Γιαννάκη. Οι Γερμανοί απαίτησαν για αγγαρεία τους δυο μεγάλους γιούς, δύο φορές την εβδομάδα τον καθένα. Ο Σαμαρονικολής βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση, διότι οι δύο μεγάλοι γιοί χρειάζονται στο μαγαζί κάθε μέρα. Τότε σκέφτηκε να προτείνει το Γιαννάκη για κάθε μέρα, έξι μέρες την βδομάδα, αντί τέσσερις που θα πήγαιναν οι άλλοι. Για καλή του τύχη οι Γερμανοί δέχτηκαν, αλλά το Γιαννιό δυσανασχέτησε πάρα πολύ. Δεν μπορούσε να κάνει όμως διαφορετικά και ξεκίνησε την αγγαρεία του, που δεν ήταν άλλη από το να μοιράζει νερό στους εργάτες, γυρνώντας όλα τα συνεργεία σε τακτά διαστήματα. Μετά ήταν και στην διανομή του φαγητού, εκεί όμως άνοιξε η τύχη του, γιατί έτρωγε όσο ήθελε. Αυτό το πόστο του άρεσε καλύτερα και είχε την τύχη σαν έξυπνο παιδί, να μάθει τα Γερμανικά για να μπορεί να συνεννοείται. Οι Γερμανοί συμπαθούσαν το Γιαννιό, γιατί ήταν εργατικό και ποτέ δεν του έκαναν υποδείξεις. Μια φορά του έλεγαν τι να κάνει και το έκανε πάντα σωστά. Γι’ αυτό και το Γιαννιό στο φαϊ, του έδινε και καταλάβαινε χωρίς να του το απαγορεύουν ποτέ οι Γερμανοί. Καμιά φορά έπαιρνε περίσσευμα και κανένα ψωμί για το σπίτι.
Στον ελεύθερο χρόνο ξεκούρασης του, πήγαινε στο συνεργείο των μηχανών και αυτοκινήτων, όπου παρακολουθούσε τις επισκευές και την συντήρηση. Στην αρχή τον έδιωχναν οι μηχανικοί, αλλά στη συνέχεια βλέποντας την επιμονή του, τον άφηναν να παρακολουθεί. Σιγά-σιγά το Γιαννιό έμαθε κάποιες βλάβες και την αποκατάσταση τους, αλλά και τα βασικά της συντήρησης. Μια μέρα ένας νέος μηχανικός, ξέχασε να βάλει λάδι σε μια μηχανή, γιατί έκανε δύο δουλειές ταυτόχρονα. Έπειτα προσπάθησε να εκκινήσει τη μηχανή, χωρίς αποτέλεσμα φυσικά. Το Γιαννιό βλέποντας την παράληψη, του το είπε, αλλά ο νέος μηχανικός τον αποπήρε από εγωισμό. Το Γιαννιό παρακολουθούσε την μάταιη προσπάθεια του και ξαφνικά χαμογέλασε. Τότε ο νεαρός μηχανικός άφησε τη μηχανή και άρχισε να χτυπά το Γιαννιό, με σκαμπίλια και κλωτσιές, επειδή τον κοροϊδεύει. Χρειάστηκε να επέμβει ο μάστορας του συνεργείου. Καθώς τους χώριζε, του είπε:
-Το παιδάκι που δεν είναι μηχανικός προσπαθεί να σου πει ότι δεν έχεις βάλει λάδι και εσύ το χτυπάς επειδή χαμογέλασε με την ανικανότητα σου;
Ο νεαρός μηχανικός έβαλε τελικά λάδι και μόλις δοκιμάζει με την πρώτη πήρε μπρός η μηχανή. Το Γιαννιό κοιτώντας τον νεαρό, του έκανε τα σήμα τέλεια-συγχαρητήρια. Ο Γερμανός δεν συμπάθησε ποτέ το Γιαννιό, από εκεί και έπειτα. Ο άλλος βοηθός που ήταν Αυστριακός, πλησίασε το Γιαννιό και του είπε να παρακολουθεί αυτόν αν θέλει. Αυτό ήταν, από εκείνη την ημέρα γίνανε φίλοι και το Γιαννιό ο βοηθός του! Ο Αυστριακός πολλές φορές, τον έβαζε και έκανε απλές εργασίες. Μετά από καιρό έκανε την απλή συντήρηση, γνωρίζοντας ο Αυστριακός Φράντς ότι θα την κάνει τέλεια. Το Γιαννιό έτσι μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί, έκανε μια πολύ καλή μαθητεία μηχανικού, με τον νεαρό Αυστριακό φίλο του Φράντς.
Μια μέρα έφτασε και το μαντάτο, ότι ο μεγάλος του αδελφός που ήταν στο Ηράκλειο, ήταν στην αντίσταση. Τους έλεγε λοιπόν, αν μάθουν ότι τον πιάσανε να μην κάνουν καμιά ενέργεια, για να μην μπλέξουν και αυτοί. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και φτάνει το μαύρο μαντάτο, ότι τον έπιασαν. Σε δέκα μέρες τον τουφέκισαν, μαζί με άλλους πενήντα, ενώ πριν μερικές μέρες είχαν τουφεκίσει άλλους δώδεκα. Σύνολο 62 μάρτυρες, σε αντίποινα για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου. Ο μεγάλος γιός, παντρεμένος χωρίς παιδιά, προδομένος από δοσίλογους, έδωσε την ζωή του αγωνιζόμενος για την πατρίδα.
Ο Σαμαρονικολής έτρεμε στην ιδέα μην τυχών τους μπλέξουν και ειδικά τα αγόρια του. Ευτυχώς δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα και συνέχισαν την ζωή τους, μοιρολογώντας για τον χαμένο γιό και αδελφό.
Το Γιαννάκη συνέχισε να μοιράζει νερό στους εργάτες της αγγαρείας και οι όποιες σχέσεις του με κάποιους Γερμανούς ατονήσανε. Με τον Αυστριακό βοηθό μηχανικό Φράντς όμως δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο στο συνεργείο πήγαινε ευχάριστα. Είχε χαθεί η όρεξη για όλα τα άλλα, διότι αγαπούσε τον μεγάλο αδελφό του πολύ. Όταν τέλειωσαν οι αγγαρείες ανακουφίστηκε, αλλά έχασε τα καλά και πλούσια γεύματα. Η πείνα έφτασε πάλι στο πιάτο του και πλέον το φαγητό, του φαινόταν πολύ λίγο.
Μετά την απελευθέρωση, όταν ήταν σχεδόν δεκαοκτώ ετών έμεινε στο σαμαράδικο, αλλά ποτέ δεν τον ενθουσίασε αυτή η εργασία. Τον είχε ήδη κερδίσει ο μηχανικός μηχανών. Στο στρατό πήγε στο ναυτικό και έγινε ένας πολύ καλός μηχανικός πλοίων, κάτι που τον ενθουσίασε πάρα πολύ, γι’ αυτό έγινε το επάγγελμα του στην μετέπειτα ζωή του. Στο πολεμικό ναυτικό, ήταν αμέσως μετά τον εμφύλιο, εκεί ήταν που όλοι ξεπέρασαν την στέρηση της πείνας την οποία ζούσαν τόσα χρόνια, μαζί και ο Γιάννης.
Ο Γιάννης ήταν ευφυέστατο άτομο γιαυτό κατάφερε να μάθει ξένες γλώσσες ολομόναχος, δείχνοντας ότι πάντα είχε την έφεση των γραμμάτων, απλώς η συγκυρία δεν του το επέτρεψε τότε να σπουδάσει. Τις γλώσσες τις έμαθε με βιβλία και μεθόδους άνευ διδασκάλου. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά για ένα άτομο σαν τον Γιάννη, όλα ήταν εφικτά. Με την εργασία του απόκτησε οικονομική άνεση ώστε η οικογένεια του να μπορέσει να ζήσει μια άνετη ζωή. Βοήθησε και κάποια αδέλφια του στις δυσκολίες τους κάποια του το αναγνώρισαν και κάποια όχι. Ο Γιάννης δεν κράτησε κακία σε κανένα, σε πολλούς συμπαραστάθηκε στις δύσκολές στιγμές τους στα γεράματα τους.
Ένα από τα πολλά έργα (σπίτια, περιουσίες, συλλογές γραμματοσήμων) που άφησε στα παιδιά του, ήταν το ημερολόγιο όλων των χρόνων θαλάσσιας υπηρεσίας του. Περιέγραψε όλα τα λιμάνια που επισκέφτηκε. Πότε έφτανε, πότε έφευγε, ήμερα και ώρα, ποιο πλοίο ήταν, ποιος καπετάνιος και ποιος πρώτος μηχανικός. Μια εικόνα που δεν την συναντάς εύκολα σε πολλούς ναυτικούς. Τα μεγαλύτερα έργα του ήταν ότι γαλούχησε τα παιδιά του με αξίες όπως ειλικρίνεια, τιμιότητα, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και δημιουργικότητα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος!
"Γοργονούσιδες και Κλωθονούσιδες" ονομάζεται το πρώτο e-book του εκπαιδευτικού, διπλωματούχου Ηλεκτρονικού Μηχ. – Πληροφορικής,
Ανδρέα Απ. Τσεπαπαδάκη. Τους όρους "Γοργονούσιδες" και "Κλωθονούσιδες" χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης στην "Οδύσσειά" του για τους Άξιους και Πολυμήχανους. Το βιβλίο αποτελείται από 10 αρθρωτές ιστορίες από την Κρήτη από την εποχή του μεσοπολέμου (10ετία 1930 και μετά) έως το τέλος της χούντας (την δεκαετία 1970).
Είναι γραμμένο στην νεοελληνική με διαλόγους και λέξεις από το Κρητικό ιδίωμα, πολλές εκ των οποίων μπορεί να αγνοούνται από μη γνώστες του κρητικού ιδιώματος γιαυτό υπάρχει μετάφραση της λέξης δίπλα. Όσοι θέλετε να αποκτείσετε εντελώς δωρεάν το βιβλίο του Ανδρέα online φυσικά ας στείλετε e-mail στην διεύθυνση tsepkris@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.