Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Περάκης, εφημέριος Αγίας Μαρίνας
19 Μαΐου 1821
Η μεγάλη ελληνική επανάσταση ξεκίνησε στη Μολδοβλαχία. Η Φιλική Εταιρεία δεν είχε συμπεριλάβει στις δραστηριότητές της το νησί της Κρήτης. Όμως Κρητικοί που μυήθηκαν εκτός Κρήτης απετέλεσαν το προζύμι για να φουσκώσει και στο πολύπαθο νησί η ιδέα του Μεγάλου Ξεσηκωμού.
Στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας μυήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1816 ο Κρητικός λόγιος Εμμανουήλ Βερνάνδρος, που είναι ο πρώτος επίσημος κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη και τον Δεκέμβριο του 1819 συμπληρώνει το έργο του ο Βαρνάβας Πάγκαλος, ο οποίος κατήχησε μεταξύ των άλλων και τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη.
Ο Μελχισεδέκ κατήγετο από τις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης. Πολύ νέος έγινε κληρικός και αναχώρησε για τη Βουλγαρία, όπου και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως πρωτοσύγκελος στις Βουλγαρικές επαρχίες. Από τη Βουλγαρία εξελέγη επίσκοπος στη χηρεύουσα Επισκοπή Κισάμου και Σελίνου, της οποίας ανέλαβε τη διαποίμανση το 1818.
Ο επίσκοπος Μελχισεδέκ ήταν πραγματικά από τα καλά παλληκάρια της Κρήτης. Ήταν γενναίος και ατρόμητος στον χαρακτήρα του και ως επίσκοπος αλώνιζε κυριολεκτικά τις φτωχές επαρχίες της Επισκοπής του και άλλοτε ενεθάρρυνε με τα φλογερά του κηρύγματα τη σκλαβωμένη αλλά αδούλωτη ψυχή του λαού της Κρήτης, άλλοτε αντέκρουε απτόητος τις παράλογες ορμές και άδικες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών με τη δύναμη που του εξασφάλιζαν τα σουλτανικά διατάγματα, με τα οποία περιεβάλλετο ως θρησκευτικός ποιμένας και άλλοτε οργάνωνε τον αγώνα με την κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία καπεταναίων και γενναίων παλληκαριών, όπως ...
του ιερομόναχου Καλλινίκου του Βερειαίου, του Γεωργίου Γερακάκη από τα Περιβόλια Κυδωνίας, του χειρουργού ιατρού Παπαντώνη Παναγιωτάκη από την Αγία Ειρήνη Σελίνου, του αγωνιστή Γεωργίου Μπενή ή Κριάρη από το Κουστογέρακο Σελίνου, του Ιακώβου Κουμή από τη Σπίνα Σελίνου, του Γεωργίου Μαρκέτου, του Γιάννη του Γερανιώτη και πολλών άλλων γενναίων πατριωτών. Έτσι σιγά - σιγά σπέρνεται από τον αγωνιστή ιεράρχη ο σπόρος της λευτεριάς που θα βλαστήσει και θα καρπίσει πάνω σε «ηρώων και μαρτύρων αίμα».
Στην περιοχή οι χριστιανοί κινούνται φανερά, οι Τούρκοι ανησυχούν καταφεύγουν με τις οικογένειές τους στα παραθαλάσσια φρούρια. Ο επίσκοπος Μελχισεδέκ μεταφέρει την έδρα της μητροπόλεώς του στη Ροτόντα της Επισκοπής για λόγους ασφαλείας και συνεχίζει ακούραστος...
Άνοιξη του 1821... Μέρες Μαγιού... «και τις μέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λαβαν την απόφαση να βγουν έξω στους δρόμους και τις πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει, μια παλάμη στήθος κάτω απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του Ήλιου...».
Και ο επίσκοπος Μελχισεδέκ περιοδεύει την επαρχία Σελίνου και κάτω από το πρόσχημα των θρησκευτικών του καθηκόντων στο χωριό Μονή, κάνει σύναξη μυστική... στο σπίτι του ιερέα Μπαλή ή Μπαλοπατέρα... με τ’ άλλα τα παιδιά... τους πρόκριτους και τους καπεταναίους για να αποφασίσουν το ζήτημα της συμμετοχής της επαρχίας Σελίνου στη μελετώμενη επανάσταση.
Ξαφνικά, ένας γενίτσαρος, ονόματι Τσούνος, υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει στο σπίτι του ιερέα. Εισέρχεται απρόσκλητος στον χώρο της συσκέψεως και ζητά επίμονα από τον ιερέα πληροφορίες για την αιτία της επισκέψεως του επισκόπου Μελχισεδέκ. Ο ιερέας σιωπά... ο γενίτσαρος τραβάει την πιστόλα από τη ζώνη του και τη στρέφει εναντίον του επισκόπου, έτοιμος να πυροβολήσει. Μη σκύλε τον δεσπότη... ακούγετε η φωνή του Κριάρη, που πετάγετε σαν αστραπή και μπαίνει ανάμεσα στον Μελχισεδέκ και στον Τσούνο, ενώ ταυτόχρονα αρπάζει την πιστόλα του γενίτσαρου, της αλλάζει κατεύθυνση τη στιγμή που εκπυρσοκροτεί, η σφαίρα αλλάζει πορεία και ο επίσκοπος σώζεται από βέβαιο θάνατο.
Τότε ο Κριάρης βοηθούμενος από τον επίσκοπο και τον ιερέα, αφοπλίζουν τον γενίτσαρο, του βγάζουν τον πυρόλιθο από το πιστόλι και τον διώχνουν κακήν κακώς. Μετά την αναχώρηση του γενίτσαρου, οι μυηθέντες προσκαλούν από τα γύρω χωριά τους πρόκριτους της περιοχής στο σπίτι του ιερέα Μπαλοπατέρα και συνεχίζουν τη σύναξη με την καθοδήγηση του Μελχισεδέκ, αφού πρώτα τοποθετήσουν σκοπιές από άνδρες και γυναίκες μακριά από το σπίτι.
Αλλά οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τις κινήσεις των καπεταναίων και μετά από τις πληροφορίες που παίρνουν από τον γενίτσαρο Τσούνο υποψιάζονται τους σκοπούς της επίσκεψης του Επισκόπου και κυκλώνουν το σπίτι του ιερέα, που μέσα σ’ αυτό 30 παλληκάρια με τον επίσκοπό τους και τους πρόκριτους κάτω από το φως του λυχναριού συσκέπτονται για την επανάσταση στο Σέλινο.
Ευτυχώς οι Τούρκοι γίνονται αντιληπτοί από τις σκοπιές, που ειδοποιούν τους συγκεντρωθέντες οι οποίοι σβήνουν το φως και διασκορπίζονται μέσα στη νύκτα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δυστυχώς κατά τη βιαστική αυτή αναχώρηση ο Νικόλας Βούρος με τη Μαρία την αδερφή του πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και σκοτώνονται επί τόπου.
Όμως οι μέρες του Μαγιού του 1821 συνεχίζονται μαύρες... Ο Τούρκικος όχλος μαίνεται... γιατί κάτι γνωρίζει... υποψιάζεται τον ξεσηκωμό, ξεχύνονται στην ύπαιθρο και προκαλούν βιαιοπραγίες εναντίον του Ελληνοχριστιανικού στοιχείου. Οι Τούρκοι μαθαίνουν στα Χανιά τις ενέργειες του επισκόπου Μελχισεδέκ στο Σέλινο... απευθύνονται στον διοικητή Σερίφ πασάς και απαιτούν τη σύλληψη του αγωνιστή επισκόπου. Θέλουν «να πατάξουν τον ποιμένα» και να διασκορπιστούν τα πρόβατα. Ο Σερίφ πασάς δεν αντιστέκεται, εκτελεί την απαίτησή τους, συλλαμβάνουν τον επίσκοπο και τον ρίχνουν στις φυλακές μαζί με τον διάκονο Καλλίνικο τον Βερειαίο. Συγχρόνως αρχίζουν βίαια γεγονότα σε όλη την περιοχή των Χανίων από τους Τούρκους εναντίων των χριστιανών.
Στις 17 Μαΐου 1821 αρχίζουν οι σφαγές στα Χανιά. Στο εξώφυλλο παλαιού ιερού Ευαγγελίου της Ιεράς Μονής Γουβερνέτου διαβάζουμε ιδιόγραφο σημείωμα του ηγουμένου της Μονής Αμβροσίου Βεντουράκη. «Τη 17 Μαΐου 1821 ξεσηκώθηκε ο πόλεμος των Χανίων της στεριάς και εχαλάσανε 2.000 χριστιανούς και έκαψαν όλο το χανιώτικο χώμα. Αχ, Αχ, Αχ, Θεέ μου».
Το πολύτιμο αυτό ιστορικό σημείωμα που υπάρχει και σήμερα, γράφτηκε με πόνο καρδιάς και αίμα, μιας και σε λίγες ημέρες ο ηγούμενος και οι έξι μοναχοί της μονής, στην προσπάθειά τους να καταφύγουν στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, σφάχθηκαν από τους Τούρκους στη μέση της διαδρομής.
Στις 18 Μαΐου ανακοινώνεται από τους Τούρκους των Χανίων μουσουλμανική προτροπή ότι επιτρέπονται τα πάντα εναντίον των Χριστιανών και ακολουθούν σφαγές, αιχμαλωσίες ατιμώσεις λεηλασίες. Οι Τούρκοι λυσσασμένοι ξεχύνονται στο διοικητήριο του Σερίφ πασά και απαιτούν από αυτόν με αλαλαγμούς και ουρλιαχτά να τους παραδώσουν στα χέρια τους το φυλακισμένο επίσκοπο Μελχισεδέκ. Δεν περιμένουν την έγκρισή του, σπάζουν την πόρτα της φυλακής, αρπάζουν τον επίσκοπο τον κοροϊδεύουν, τον χτυπούν, τον σέρνουν από τα γένια, του καταξεσχίζουν τα ράσα, του πληγώνουν το κορμί με φρικτές μαστιγώσεις, τον οδηγούν έξω από το φρούριο, του κάνουν διαπόμπευση στους δρόμους της πόλης για να σπάσουν το ηθικό των εξεγερμένων χριστιανών.
Τέλος τον οδηγούν δίπλα στη μεγάλη πύλη όπου υπάρχει προετοιμασμένη αγχόνη (κρεμάλα) στον ιστορικό πλάτανο.
Συρόμενος ο Μελχισεδέκ κραυγάζει στους δημίους του «φάγετε ω θηρία, τας σάρκας μου. Το πνεύμα μου, το οποίον σήμερα παραδίδω στα χέρια του Πλαστού μου δεν έχετε εξουσία να βλάψετε. Έχω σταθερή την ελπίδα ότι ο δίκαιος Θεός θα τιμωρήσει την κακία σας, διότι χύνετε αδίκως αίματα Χριστιανών». Μαζί με τον εθνομάρτυρα επίσκοπο σέρνουν στην κρεμάλα και τον διάκονο Καλλίνικο τον Βερειαίο δάσκαλο, δραστήριο, φιλικό 30 χρόνων καταγόμενο από τη Μακεδονία, που ήρθε στην Κρήτη και φλόγισε -κάτω από τη μύτη των Τούρκων- τις καρδιές 80 Ελλήνων παιδιών.
Μετά τον απαγχονισμό του επισκόπου Μελχισεδέκ ξεκρέμασαν τον μάρτυρα και αφού του έβγαλαν τα μάτια και του έκοψαν κομμάτια, το πτώμα του το πέταξαν έξω από τον Στρατώνα.
Αυτός ήταν ο επίσκοπος Μελχισεδέκ. «Ο ποιμήν ο καλός, που όταν τα δικά του πρόβατα εκβάλει έμπροσθεν αυτών πορεύεται... και την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».
Η τοπική εκκλησία των Χανίων, οι αρχές και ο ευσεβής χανιώτικος λαός δεν ξέχασαν και δεν θα ξεχάσουν τον εθνομάρτυρα επίσκοπο.
Έστησαν στον τόπο του μαρτυρίου μνημείο τιμής και κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου η θυσία ξαναζωντανεύει και γίνονται σημαία ελευθερίας και ξεσηκωμού τα ματωξεσκισμένα ράσα του δεσπότη.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη κατέταξε εις το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα επίσκοπο Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ καθώς και όλους τους επισκόπους και όσους κληρικούς και λαϊκούς μαρτύρησαν μαζί τους από τους Τούρκους κατά τα έτη 1821 και 1822.
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
19 Μαΐου 1821
Η μεγάλη ελληνική επανάσταση ξεκίνησε στη Μολδοβλαχία. Η Φιλική Εταιρεία δεν είχε συμπεριλάβει στις δραστηριότητές της το νησί της Κρήτης. Όμως Κρητικοί που μυήθηκαν εκτός Κρήτης απετέλεσαν το προζύμι για να φουσκώσει και στο πολύπαθο νησί η ιδέα του Μεγάλου Ξεσηκωμού.
Στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας μυήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1816 ο Κρητικός λόγιος Εμμανουήλ Βερνάνδρος, που είναι ο πρώτος επίσημος κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη και τον Δεκέμβριο του 1819 συμπληρώνει το έργο του ο Βαρνάβας Πάγκαλος, ο οποίος κατήχησε μεταξύ των άλλων και τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη.
Ο Μελχισεδέκ κατήγετο από τις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης. Πολύ νέος έγινε κληρικός και αναχώρησε για τη Βουλγαρία, όπου και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως πρωτοσύγκελος στις Βουλγαρικές επαρχίες. Από τη Βουλγαρία εξελέγη επίσκοπος στη χηρεύουσα Επισκοπή Κισάμου και Σελίνου, της οποίας ανέλαβε τη διαποίμανση το 1818.
Ο επίσκοπος Μελχισεδέκ ήταν πραγματικά από τα καλά παλληκάρια της Κρήτης. Ήταν γενναίος και ατρόμητος στον χαρακτήρα του και ως επίσκοπος αλώνιζε κυριολεκτικά τις φτωχές επαρχίες της Επισκοπής του και άλλοτε ενεθάρρυνε με τα φλογερά του κηρύγματα τη σκλαβωμένη αλλά αδούλωτη ψυχή του λαού της Κρήτης, άλλοτε αντέκρουε απτόητος τις παράλογες ορμές και άδικες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών με τη δύναμη που του εξασφάλιζαν τα σουλτανικά διατάγματα, με τα οποία περιεβάλλετο ως θρησκευτικός ποιμένας και άλλοτε οργάνωνε τον αγώνα με την κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία καπεταναίων και γενναίων παλληκαριών, όπως ...
του ιερομόναχου Καλλινίκου του Βερειαίου, του Γεωργίου Γερακάκη από τα Περιβόλια Κυδωνίας, του χειρουργού ιατρού Παπαντώνη Παναγιωτάκη από την Αγία Ειρήνη Σελίνου, του αγωνιστή Γεωργίου Μπενή ή Κριάρη από το Κουστογέρακο Σελίνου, του Ιακώβου Κουμή από τη Σπίνα Σελίνου, του Γεωργίου Μαρκέτου, του Γιάννη του Γερανιώτη και πολλών άλλων γενναίων πατριωτών. Έτσι σιγά - σιγά σπέρνεται από τον αγωνιστή ιεράρχη ο σπόρος της λευτεριάς που θα βλαστήσει και θα καρπίσει πάνω σε «ηρώων και μαρτύρων αίμα».
Στην περιοχή οι χριστιανοί κινούνται φανερά, οι Τούρκοι ανησυχούν καταφεύγουν με τις οικογένειές τους στα παραθαλάσσια φρούρια. Ο επίσκοπος Μελχισεδέκ μεταφέρει την έδρα της μητροπόλεώς του στη Ροτόντα της Επισκοπής για λόγους ασφαλείας και συνεχίζει ακούραστος...
Άνοιξη του 1821... Μέρες Μαγιού... «και τις μέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λαβαν την απόφαση να βγουν έξω στους δρόμους και τις πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει, μια παλάμη στήθος κάτω απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του Ήλιου...».
Και ο επίσκοπος Μελχισεδέκ περιοδεύει την επαρχία Σελίνου και κάτω από το πρόσχημα των θρησκευτικών του καθηκόντων στο χωριό Μονή, κάνει σύναξη μυστική... στο σπίτι του ιερέα Μπαλή ή Μπαλοπατέρα... με τ’ άλλα τα παιδιά... τους πρόκριτους και τους καπεταναίους για να αποφασίσουν το ζήτημα της συμμετοχής της επαρχίας Σελίνου στη μελετώμενη επανάσταση.
Ξαφνικά, ένας γενίτσαρος, ονόματι Τσούνος, υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει στο σπίτι του ιερέα. Εισέρχεται απρόσκλητος στον χώρο της συσκέψεως και ζητά επίμονα από τον ιερέα πληροφορίες για την αιτία της επισκέψεως του επισκόπου Μελχισεδέκ. Ο ιερέας σιωπά... ο γενίτσαρος τραβάει την πιστόλα από τη ζώνη του και τη στρέφει εναντίον του επισκόπου, έτοιμος να πυροβολήσει. Μη σκύλε τον δεσπότη... ακούγετε η φωνή του Κριάρη, που πετάγετε σαν αστραπή και μπαίνει ανάμεσα στον Μελχισεδέκ και στον Τσούνο, ενώ ταυτόχρονα αρπάζει την πιστόλα του γενίτσαρου, της αλλάζει κατεύθυνση τη στιγμή που εκπυρσοκροτεί, η σφαίρα αλλάζει πορεία και ο επίσκοπος σώζεται από βέβαιο θάνατο.
Τότε ο Κριάρης βοηθούμενος από τον επίσκοπο και τον ιερέα, αφοπλίζουν τον γενίτσαρο, του βγάζουν τον πυρόλιθο από το πιστόλι και τον διώχνουν κακήν κακώς. Μετά την αναχώρηση του γενίτσαρου, οι μυηθέντες προσκαλούν από τα γύρω χωριά τους πρόκριτους της περιοχής στο σπίτι του ιερέα Μπαλοπατέρα και συνεχίζουν τη σύναξη με την καθοδήγηση του Μελχισεδέκ, αφού πρώτα τοποθετήσουν σκοπιές από άνδρες και γυναίκες μακριά από το σπίτι.
Αλλά οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τις κινήσεις των καπεταναίων και μετά από τις πληροφορίες που παίρνουν από τον γενίτσαρο Τσούνο υποψιάζονται τους σκοπούς της επίσκεψης του Επισκόπου και κυκλώνουν το σπίτι του ιερέα, που μέσα σ’ αυτό 30 παλληκάρια με τον επίσκοπό τους και τους πρόκριτους κάτω από το φως του λυχναριού συσκέπτονται για την επανάσταση στο Σέλινο.
Ευτυχώς οι Τούρκοι γίνονται αντιληπτοί από τις σκοπιές, που ειδοποιούν τους συγκεντρωθέντες οι οποίοι σβήνουν το φως και διασκορπίζονται μέσα στη νύκτα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δυστυχώς κατά τη βιαστική αυτή αναχώρηση ο Νικόλας Βούρος με τη Μαρία την αδερφή του πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και σκοτώνονται επί τόπου.
Όμως οι μέρες του Μαγιού του 1821 συνεχίζονται μαύρες... Ο Τούρκικος όχλος μαίνεται... γιατί κάτι γνωρίζει... υποψιάζεται τον ξεσηκωμό, ξεχύνονται στην ύπαιθρο και προκαλούν βιαιοπραγίες εναντίον του Ελληνοχριστιανικού στοιχείου. Οι Τούρκοι μαθαίνουν στα Χανιά τις ενέργειες του επισκόπου Μελχισεδέκ στο Σέλινο... απευθύνονται στον διοικητή Σερίφ πασάς και απαιτούν τη σύλληψη του αγωνιστή επισκόπου. Θέλουν «να πατάξουν τον ποιμένα» και να διασκορπιστούν τα πρόβατα. Ο Σερίφ πασάς δεν αντιστέκεται, εκτελεί την απαίτησή τους, συλλαμβάνουν τον επίσκοπο και τον ρίχνουν στις φυλακές μαζί με τον διάκονο Καλλίνικο τον Βερειαίο. Συγχρόνως αρχίζουν βίαια γεγονότα σε όλη την περιοχή των Χανίων από τους Τούρκους εναντίων των χριστιανών.
Στις 17 Μαΐου 1821 αρχίζουν οι σφαγές στα Χανιά. Στο εξώφυλλο παλαιού ιερού Ευαγγελίου της Ιεράς Μονής Γουβερνέτου διαβάζουμε ιδιόγραφο σημείωμα του ηγουμένου της Μονής Αμβροσίου Βεντουράκη. «Τη 17 Μαΐου 1821 ξεσηκώθηκε ο πόλεμος των Χανίων της στεριάς και εχαλάσανε 2.000 χριστιανούς και έκαψαν όλο το χανιώτικο χώμα. Αχ, Αχ, Αχ, Θεέ μου».
Το πολύτιμο αυτό ιστορικό σημείωμα που υπάρχει και σήμερα, γράφτηκε με πόνο καρδιάς και αίμα, μιας και σε λίγες ημέρες ο ηγούμενος και οι έξι μοναχοί της μονής, στην προσπάθειά τους να καταφύγουν στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, σφάχθηκαν από τους Τούρκους στη μέση της διαδρομής.
Στις 18 Μαΐου ανακοινώνεται από τους Τούρκους των Χανίων μουσουλμανική προτροπή ότι επιτρέπονται τα πάντα εναντίον των Χριστιανών και ακολουθούν σφαγές, αιχμαλωσίες ατιμώσεις λεηλασίες. Οι Τούρκοι λυσσασμένοι ξεχύνονται στο διοικητήριο του Σερίφ πασά και απαιτούν από αυτόν με αλαλαγμούς και ουρλιαχτά να τους παραδώσουν στα χέρια τους το φυλακισμένο επίσκοπο Μελχισεδέκ. Δεν περιμένουν την έγκρισή του, σπάζουν την πόρτα της φυλακής, αρπάζουν τον επίσκοπο τον κοροϊδεύουν, τον χτυπούν, τον σέρνουν από τα γένια, του καταξεσχίζουν τα ράσα, του πληγώνουν το κορμί με φρικτές μαστιγώσεις, τον οδηγούν έξω από το φρούριο, του κάνουν διαπόμπευση στους δρόμους της πόλης για να σπάσουν το ηθικό των εξεγερμένων χριστιανών.
Τέλος τον οδηγούν δίπλα στη μεγάλη πύλη όπου υπάρχει προετοιμασμένη αγχόνη (κρεμάλα) στον ιστορικό πλάτανο.
Συρόμενος ο Μελχισεδέκ κραυγάζει στους δημίους του «φάγετε ω θηρία, τας σάρκας μου. Το πνεύμα μου, το οποίον σήμερα παραδίδω στα χέρια του Πλαστού μου δεν έχετε εξουσία να βλάψετε. Έχω σταθερή την ελπίδα ότι ο δίκαιος Θεός θα τιμωρήσει την κακία σας, διότι χύνετε αδίκως αίματα Χριστιανών». Μαζί με τον εθνομάρτυρα επίσκοπο σέρνουν στην κρεμάλα και τον διάκονο Καλλίνικο τον Βερειαίο δάσκαλο, δραστήριο, φιλικό 30 χρόνων καταγόμενο από τη Μακεδονία, που ήρθε στην Κρήτη και φλόγισε -κάτω από τη μύτη των Τούρκων- τις καρδιές 80 Ελλήνων παιδιών.
Μετά τον απαγχονισμό του επισκόπου Μελχισεδέκ ξεκρέμασαν τον μάρτυρα και αφού του έβγαλαν τα μάτια και του έκοψαν κομμάτια, το πτώμα του το πέταξαν έξω από τον Στρατώνα.
Αυτός ήταν ο επίσκοπος Μελχισεδέκ. «Ο ποιμήν ο καλός, που όταν τα δικά του πρόβατα εκβάλει έμπροσθεν αυτών πορεύεται... και την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».
Η τοπική εκκλησία των Χανίων, οι αρχές και ο ευσεβής χανιώτικος λαός δεν ξέχασαν και δεν θα ξεχάσουν τον εθνομάρτυρα επίσκοπο.
Έστησαν στον τόπο του μαρτυρίου μνημείο τιμής και κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου η θυσία ξαναζωντανεύει και γίνονται σημαία ελευθερίας και ξεσηκωμού τα ματωξεσκισμένα ράσα του δεσπότη.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη κατέταξε εις το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα επίσκοπο Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ καθώς και όλους τους επισκόπους και όσους κληρικούς και λαϊκούς μαρτύρησαν μαζί τους από τους Τούρκους κατά τα έτη 1821 και 1822.
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.