Οι κοινωνικές συνθήκες και οι προϋποθέσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν να γίνω ένας χωρικός: γεωργός ή ποιμένας (βοσκός), κατά την παράδοση των προγόνων μου, αν και στα παιδικά μου όνειρα υπήρχαν και υψηλότεροι οραματισμοί.
Αλλά το φθινόπωρο του 1927 η ζωή μου πήρε ένα άλλο δρόμο.
Με προτροπή των Γονέων μου, με το ενδεικτικό της Β' Γυμνασίου και ύστερα από εξετάσεις, γράφτηκα στο ονομαστό Ιεροδιδάσκαλείο Κρήτης (στην Αγ. Τριάδα Ακρωτηρίου), που ήταν τότε το ανώτατο πνευματικό Ίδρυμα της Κρήτης, ιδρυμένο το 1892 με Διαθήκη και οικονομική χορηγία του τότε Επισκόπου Κισάμου και Σελίνου Γερασίμου Στρατηγάκη, για τη μόρφωση των Δασκάλων και Ιερέων της Κρήτης.
Θυμούμαι ακόμη ζωηρά πως, την παραμονή των εξετάσεων, (Σεπτέμβριος 1927), την ώρα του Εσπερινού, γοητευμένος από την κατάνυξη και τη μεγαλοπρέπεια του Ναού της Αγίας Τριάδας, μου' ρθε ξαφνικά - σαν έκσταση - η έμπνευση να κάμω τούτη τη συγκλονιστική υπόσχεση:
«Θεέ μου να μ’ αξιώσεις να εισαχθώ στη Σχολή του Μοναστηριού αυτού και να γίνω Μοναχός του».
Πολλές φορές αργότερα και μέχρι σήμερα, προσπάθησα να εξηγήσω αυτή την απροσδόκητη υπόσχεση, που έκανα κείνη την ώρα και δεν μπόρεσα να την εξηγήσω. Σίγουρα ήταν ένα «σημείο» από κείνα με τα οποία ο Θεός επεμβαίνει συχνά και σημαδεύει τη ζωή μας.
Ωστόσο μπήκα στη Σχολή, τα μαθήματα άρχισαν, κι η εφηβεία μου προχώρησε
μ' όλα τα ανθρώπινα όνειρά της. Κι όσες φορές ερχόταν στη σκέψη μου η δοσμένη υπόσχεση, «το τάξιμο μου» (όπως το' γραψα αργότερα), σκεπτόμουν πως ήταν μια επιπόλαιη υπόσχεση, που ο Θεός δε θα την λογάριαζε στα σοβαρά.
Η ζωή όμως στο ήρεμο και σιωπηλό εκείνο Μοναστηριακό περιβάλλον, τα Θεολογικά Μαθήματα του Ιεροδιδασκαλείου, οι νυχτερινές κατανυκτικές ακολουθίες στο μεγάλο Ναό, οι μορφές των μοναχών, αγγίζανε βαθιά την εφηβική ψυχή μου και ετοιμάζανε σιγά - σιγά τους κατοπινούς δρόμους της ζωής μου.
Λυπούμαι τα παιδιά και τους εφήβους, που στην ώρα της εφηβείας δεν έχουν ένα περιβάλλον ήρεμο και καθαρό (ηθικά καθαρό), να αναθρέψουν την ψυχή των. Να ονειρευτούν, να στοχαστούν τα μεγάλα και άγια πράγματα της ζωής μ’ ένα παρθενικό στοχασμό.
Λυπούμαι τους σημερινούς εφήβους (αγόρια και κορίτσια), όταν το περιβάλλον τους, οικογενειακό και κοινωνικό, δεν έχει να τους δώσει τίποτε άλλο, πέρα από τις κολασμένες εικόνες των video- τηλεοράσεων και τους Βάρβαρους ήχους της μουσικής Ροκ.
Οπωσδήποτε στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας συναντήθηκα με το Θεό και συνδέθηκα μαζί Του με κείνη την «αγαπητική σχέση», που λένε οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Τον Οκτώβριο του 1932, ύστερα από εξετάσεις πάλι, γράφτηκα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ήμουν χαρούμενος, γιατί συνέχιζα τις σπουδές
μου. Αλλά ένα βραδινό, φεύγοντας από κάποιο μάθημα στα προπύλαια του Πανεπιστημίου συνάντησα το φιλόλογο Καθηγητή μου στην Εκκλησιαστική Σχολή (μακαριστό τώρα Δριτσάκο), ένα καλό Νεοελληνιστή Φιλόλογο, ο οποίος σχεδόν με επίπληξε γιατί-πήγα στη Θεολογία «Εκεί που πήγες θα χαθείς - μου είπε. Έπρεπε να πας στη Φιλοσοφική Σχολή». Ο καθηγητής μου έλεγε πως έγραφα καλές εκθέσεις και με ήθελε Φιλόλογο.
Τα λόγια του Καθηγητή μου με σκότισαν λίγο. Τι είναι δηλαδή οι Θεολογικές σπουδές; Μήπως πήρα λάθος δρόμο;
Μ' αυτό το περιστατικό και μ' άλλα, που θα πω σε λίγο, άρχισα να επισημαίνω ένα μεγάλο και σημαντικό πρόβλημα - θέμα στην πατρίδα μας την Ελλάδα. Το θέμα: Ελληνική Διανόηση και Χριστιανική Πίστη. Ελληνική Διανόηση και Εκκλησία, που ήταν και παραμένει, κατά τη γνώμη μας, μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα του Νέου Ελληνισμού μέχρι σήμερον.
Τα 4 - 5 χρόνια των Θεολογικών Σπουδών πέρασαν με την άσβεστη δίψα της μάθησης και της γνώσης, που κατατρώγει συχνά τους νέους ανθρώπους. Και παράλ-ληλα η εργασία μου για να σπουδάσω(4 - 6 ώρες την ημέρα), έφερναν το «τάξιμο μου» στο περιθώριο. Αλλά στο τελευταίο έτος των σπουδών μου και όταν έπαιρνα το πτυχίο της Θεολογίας, (Απρίλιος 1937), η απόφαση μου για την ιερωσύνη είχε ωριμάσει αρκετά. Ωστόσο μια υποτροφία μου για σπουδές στη Γερμανία, που δεν έγιναν γιατί ήλθε ωστόσο ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι περιπέτειες του πολέμου αυτού και άλλα, καθυστέρησαν το «τάξιμο μου». Έτσι το Σεπτέμβριο του 1946 (ύστερα δηλ. από 20 περίπου χρόνια) γράφτηκα Μοναχός στην Αγ. Τριάδα και χειροτονήθηκα Διάκονος και Ιερέας, Ιερομόναχος. Πόσα εμπόδια, πόσες αναβολές, πόσες αμφιταλαντεύσεις πέρασα στα χρόνια αυτά, τις γνωρίζει ο Θεός.
Μετά την χειροτονία μου στις 7 Οκτωβρίου 1946 κατέβηκα στα Χανιά και συνέχισα τα Μαθήματά μου (Θρησκευτικά - Νέα Ελληνικά) στο Α' Γυμνάσιο Αρρένων, που είχα ήδη εργασθεί ενωρίτερα, από το 1943. Και εδώ πάλι είχα νέους προβληματισμούς με την Ελληνική Διανόηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.