Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

ΚΡΗΤΙΚΗ ΒΕΝΤΕΤΑ

Της Ρομίνας Νικηφόρου
Οι περισσότεροι την έχουμε γνωρίσει μέσα από την τηλεόραση, ενώ και ο ελληνικός κινηματογράφος τη χρησιμοποίησε πολλές φορές ως βασικό θέμα σε ταινίες –άλλοτε κωμικές, άλλοτε δραματικές. Η βεντέτα, άλλωστε, εμπνέει εδώ και χρόνια δεκάδες καλλιτέχνες στο έργο τους… Ένα φαινόμενο που τρομάζει, προβληματίζει και φέρνει στο μυαλό πρωτόγονες καταστάσεις. Εκεί όπου δεν επικρατούν οι νόμοι και η λογική, αλλά κυριαρχούν η αναρχία και το άσβεστο πάθος για εκδίκηση. Ο «νόμος του αίματος», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί η βεντέτα, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ύφεση, δυστυχώς όμως παραμένει σε κάποιες περιπτώσεις ζωντανός. Το φαινόμενο της βεντέτας δεν είναι καινούργιο. Ξεκινώντας από την αρχαιότητα, το συναντάμε στις πρώτες κιόλας ανθρώπινες κοινωνίες. Στο εθιμικό δίκαιο της Κρήτης καταγράφεται για πρώτη φορά στη Μινωική πολιτεία. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αναφέρει ως εισηγητή του «Δικαίου της Ανταπόδοσης» τον Ραδάμανθυ, αδελφό του Μίνωα. Σύμφωνα με αυτή την ποινική διάταξη, όποιος διαπράξει ένα αδίκημα «μόνο σαν πάθει ό,τι ’καμε, δίκη σωστή θα γίνει». Ο νόμος της ανταπόδοσης χαρακτηρίζεται μάλιστα ως σπουδαία μορφή απονομής δικαιοσύνης. Αργότερα, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη, ίσχυε η βασική αρχή του ισόποινου, σύμφωνα με το οποίο η ποινή που επιβαλλόταν σε περίπτωση φόνου ήταν είτε το ισόποινο, δηλαδή η καταδίκη του δράστη σε θάνατο, είτε η «εξαγορά του αίματος», δηλαδή η απόδοση χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη στην οικογένεια του θύματος. Η βεντέτα λοιπόν μοιάζει να είναι κατάλοιπο του μακρινού παρελθόντος, ενός πανάρχαιου τρόπου απονομής δικαιοσύνης σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο μωσαϊκός νόμος του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». «Γεννιέται» από την ανάγκη για εκδίκηση που νιώθουν συνήθως οι συγγενείς του θύματος ενός φόνου απέναντι στον δράστη και την οικογένεια του. Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Νικολακάκη, καθηγητή του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «η βεντέτα είναι ένας κοινωνικός κώδικας που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας. Και η τιμή αυτή αφορά άτομα από την ίδια πάντα οικογενειακή ομάδα, αποτελεί δε στοιχείο της ταυτότητας και του κοινωνικού της κύρους».Πολλές φορές ο χώρος που επιλέγεται από τους συγγενείς για την τέλεση του εκδικητικού φόνου είναι το ίδιο το δικαστήριο, την ώρα που δικάζεται ο δράστης και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ή της απαγγελίας της απόφασης. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς ο χώρος του δικαστηρίου λειτουργεί συμβολικά και οι «εκδικητές» με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνουν ότι απονέμουν δικαιοσύνη. Η ιστορία, ωστόσο, δεν τελειώνει με την εκδίκηση της οικογένειας του θύματος. Αντίθετα, στο σημείο αυτό ξεκινά ένας αέναος κύκλος αντεκδικήσεων ανάμεσα στις «αντίπαλες» οικογένειες, με αποτέλεσμα εκατοντάδες αθώα θύματα και δεκάδες ξεκληρισμένες οικογένειες. Υπάρχουν βεντέτες που διήρκεσαν 70 ολόκληρα χρόνια με περισσότερα από 60 θύματα, όπως αυτή ανάμεσα στις οικογένειες Σαρτζετάκη και Πεντάρη που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες βεντέτες που συγκλόνισαν ποτέ την Κρήτη. Η υπόθεση αυτή «έκλεισε» έπειτα από χρόνια με τον ίδιο τρόπο που λύνονται συνήθως οι βεντέτες. Με τη διαμεσολάβηση ατόμων κύρους που έχαιραν της εκτίμησης και των δυο αντιμαχόμενων οικογενειών, συνάπτονταν γάμοι μεταξύ μελών των δυο οικογενειών. Με τον τρόπο αυτόν, οι δυο οικογένειες συγγένευαν και το πάθος για εκδίκηση έσβηνε. Κάποιες φορές χρειάζονταν διαδοχικοί γάμοι, προκείμενου να σταματήσουν τελείως οι προκλήσεις. Ένας ακόμα τρόπος για να σταματήσει μια βεντέτα ήταν η διαφυγή των υποψήφιων δραστών ή θυμάτων σε άλλες πόλεις. Η βεντέτα, πάντως, δεν είναι μόνο κρητικό, ούτε καν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Συναντάται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, καθώς και σε αραβικές χώρες. Η κρητική βεντέτα ωστόσο αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση και συναντάται πιο συχνά στην ελληνική κοινωνία. Βεντέτες έχουν καταγραφεί κυρίως στους δυτικούς νομούς της Κρήτης –το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο βρίσκεται σε ύφεση, υπάρχουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία παραμένουν κάποιες «εστίες» ανοιχτές, κυρίως στη δυτική Κρήτη και στις ορεινές περιοχές. Στα ορεινά χωριά οι κοινωνίες παραμένουν κλειστές και η προσωπική τιμή εξακολουθεί να αποτελεί υψηλή αξία για τους κατοίκους τους. Αντίθετα, σε περιοχές όπου ο ντόπιος πληθυσμός έχει έρθει σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, η νέα γενιά σπουδάζει και μορφώνεται και το βιοτικό επίπεδο έχει ανεβεί, το «έθιμο» της βεντέτας έχει πλέον εξασθενήσει. Άλλωστε, όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι οι Κρητικοί, «έστω και στη σκιά, η διατήρηση της βεντέτας είναι δυσφήμιση για τον τόπο».
ΠΗΓΗ: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Δημοσιογραφικό Εργαστήριο Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού.

1 σχόλιο:

  1. Αυτό που δε σχολιάζουν οι ιστορικοί είναι ότι η Κρήτη, όπως και άλλα μέρη στην Ελλάδα, υπέστη την τρομοκρατία των πρώτων μανιακών φονιάδων που εμφανίστηκαν εδώ, των Μυκηναίων (Αχαιών), τους οποίους ο λαός συνεχώς αποδοκίμαζε, βλ. Ιλιάδα και τραγωδίες.
    Αυτοί συνεργάστηκαν με τους κατά τόπους ολιγάριθμους αρχομανείς (π.χ. μοναρχικούς μινωΐτες) και εξουθένωναν το λαό ως ειλωτόφονοι άπληστοι έφοροι, μπεκροπελλαίοι κλπ.
    Οι Κρητικοί πρέπει να αποκαλούν τους μανιακούς νεο-μυκηναίουςμε το όνομά τους, για να μη δυσφημίζονται και για να ενθαρρύνουν τα παιδιά στην αντίσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.