Δεν υπάρχει πινακίδα για την παραλία. Αν ανοίξεις χάρτες, δεν τη βρίσκεις πουθενά. Κι όμως, αν κάτσεις σε συγκεκριμένο κρητικό καφενείο αρκετή ώρα και ακούς δίχως να μιλάς, κάποιος θα την αναφέρει. Ποτέ με το πραγματικό της όνομα, πάντα έτσι:
— Εκεί κάτω, στην παραλία χωρίς όνομα…
Εκεί την πρωτάκουσα κι εγώ ένα βράδυ αργά, στο καφενείο του χωριού. Ο αέρας κατέβαινε απ’ τα βουνά βαρύς, με μυρωδιά χώματος και παλιάς τσίκνας. Στους τοίχους φωτογραφίες ξεθωριασμένες: γάμοι, πανηγύρια, άντρες στα μαύρα και όπλα. Ανάμεσά τους, σαν σε φόντο, μια θολή θάλασσα. Δεν την πρόσεξα τότε ή δεν ήθελα να την προσέξω. Πρώτα άκουσα τη λέξη «νύχτα».
— Νύχτα θες να πας εκεί κάτω; Είσαστε στα καλά σας; είπε ο γέρος με την ροζιασμένη κατσούνα χτυπώντας το πάτωμα.
Έσκυψα δήθεν στο κινητό, αλλά το αυτί μου είχε γείρει. Ο νεαρός απέναντί του χαμογελούσε αμήχανα.
— Ε, με τη Μαρία λέμε να πάμε. Θέλουμε να είμαστε κάπου πιο ήσυχα. Να μην έχει κόσμο.
— Υπάρχει πιο ήσυχο απ’ το μνήμα; του πέταξε ο γέρος. Άμα θες τόση ησυχία, πήγαινε στο νεκροταφείο.
Τα γέλια έσπασαν τη στιγμή, μα ο γέρος δεν γελούσε. Ρούφηξε τον καφέ αργά κι έγειρε προς τον νεαρό.
— Άκου να δεις, μικρέ. Νύχτα σ’ εκείνη την παραλία δεν πας. Μέρα.... και πάλι να έχεις το νου σου. Τη νύχτα, σ’ αυτή τη θάλασσα, άλλοι κάνουν κουμάντο.
Δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα όρθιος δίπλα τους.
— Συγγνώμη, είπα. Για ποια παραλία μιλάτε;
Ο γέρος γύρισε και με ζύγισε. Μικρά γκρίζα μάτια, καθαρά, σαν να τα ’χε ξεπλύνει πολλές φορές το αλάτι. Είχε την ήρεμη κόπωση ανθρώπου που πρώτα ζύγισε τον εαυτό του κι ύστερα τον κόσμο.
— Εσένα τι σε νοιάζει; Τουρίστας είσαι;
— Ταξιδιώτης, απάντησα. Γράφω. Μαζεύω ιστορίες.
Χαμογέλασε στραβά.
— Ιστορίες; Εμ, οι ιστορίες ή μας σώζουν ή μας θάβουν. Λίγες κάθονται στη μέση. Εδώ πρέπει να δοκιμάσεις, ν’ αντέξεις κι ύστερα, αν έχεις κουράγιο, να γράψεις.
Έκανε χώρο στο τραπέζι. Κάθισα. Δεν χρειάστηκε να τον πιέσω. Οι άνθρωποι που κουβαλάνε ιστορίες συνήθως θέλουν μόνο κάποιον να τις ακούσει μέχρι τέλους.
— Στα νότια, είπε, κάτω απ’ τα βράχια, υπάρχει μια παραλία που δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί. Όχι γιατί δεν ξέρουμε πού είναι. Γιατί κανείς δεν θέλει να τη βαφτίσει. Τη λέμε «παραλία χωρίς όνομα». Ό,τι δεν ονοματίζεις δύσκολα το φωνάζεις.
Ήπιε μια γουλιά, σαν να ξεπλένει τα λόγια του.
— Τη μέρα είναι σαν όλες. Άμμος στενή, βράχια δεξιά κι αριστερά, νερό που βαθαίνει απότομα. Θα πεις: «Ε και;» Το βράδυ είναι το «και»! Όχι κάθε βράδυ. Μόνο κάποιες φορές. Όταν ο αέρας κάθεται, το κύμα ησυχάζει κι ο ουρανός είναι καθαρός σαν άδειο πιάτο. Τότε η θάλασσα… θυμάται.
— Θυμάται τι; γλίστρησε απ’ το στόμα μου.
Γύρισε και με κοίταξε ίσια.
— Αυτά που έχασες. Κι εκείνα που έκανες πως έχασες.
Δεν μίλησα. Εκείνος συνέχισε χωρίς στόμφο. Σαν μάρτυρας που καταθέτει.
— Θα σου πουν οι μισοί πως είναι παραμύθια. Οι άλλοι μισοί πως «κάτι γίνεται εκεί». Εγώ θα σου πω τι άκουσα από δυο ανθρώπους που δεν είχαν λόγο να λένε ψέματα. Κι ας βγάλει ο νους σου τα δικά του.
Άφησε το φλιτζάνι κάτω.
— Ο πρώτος ήταν χωριανός μας. Έμπορος. Είχε πάει έξω, σε ξένη χώρα. Στο τρένο τον ξαλάφρωσαν: πορτοφόλι δερμάτινο, χαρτιά, λεφτά. Μου τα ’πε όταν γύρισε. Μετά από χρόνια πήγε βράδυ στην παραλία χωρίς όνομα. Μόνος. Δεν ξέρω τι γύρευε. Γύρισε σπίτι με το πορτοφόλι στο χέρι.
Η φωνή του χαμήλωσε. Το καφενείο γύρω μας συνέχιζε κανονικά: τάβλι, κουβέντες, κουτάλια στα ποτήρια. Κανείς δεν πρόσεχε ότι στο δικό μας τραπέζι κάτι άλλαζε.
— Το ίδιο; ρώτησα.
— Το ίδιο, απάντησε. Δερμάτινο, λίγο φαγωμένο. Μέσα τα παλιά του χαρτιά, όπως τα ’χε τότε. Σαν να μην τα ’χε αγγίξει υπηρεσία. Τα ξένα χαρτονομίσματα άθικτα. Τα είδα με τα μάτια μου. Ή τρελαθήκαμε όλοι ή ήταν αυτό που λέω.
Σιώπησε για λίγο και πρόσθεσε:
— Άλλοι είπαν «Τα ’χε ξεχάσει εκεί». Άλλοι πως του τα ’κρυψε κάποιος. Ο ίδιος; Από κείνη τη μέρα δεν ξανακατέβηκε νύχτα στη θάλασσα. Το πορτοφόλι κάτω απ’ το στρώμα. Πέθανε με την έγνοια ότι κάτι τον γύρευε.
Ένιωθα ήδη την ιστορία να ψάχνει θέση μέσα μου. Πριν προλάβω να μιλήσω, άλλαξε παράδειγμα, σαν δάσκαλος που ξέρει την επόμενη ένσταση.
— Η δεύτερη ήταν γυναίκα. Κουβαλούσε κάτι που δεν το ’λεγε. Τύψη, άχτι.... δεν ξέρω. Πήγε νύχτα στην ίδια παραλία. Γύρισε με μια φωτογραφία.
— Παλιά;
— Και παλιά και καινούρια. Φωτογραφία δική της, αλλά όχι όπως ήταν. Όπως θα γινόταν. Μεγαλύτερη, με τα χρόνια πάνω της, μ’ εκείνη τη ματιά, σαν να ’χει μάθει να ζει με κάτι που δεν διορθώνεται. Τη φύλαγε. Όσο πλησίαζε στην ηλικία της φωτογραφίας, άδειαζε. Όταν πέθανε, την είχαν καρφωμένη στο κομοδίνο της. Η ίδια εικόνα. Η ίδια γυναίκα.
Έπαιξε με το κουτάλι στο πιατάκι.
— Θα βρεις εξήγηση κι εδώ. Θα πεις «Της την έφτιαξε κάποιος». Μακάρι! Γιατί, άμα δεν είναι φάρσα, είναι άλλη δουλειά.
Τον κοίταξα. Δεν φοβόταν αυτά που έλεγε. Τα είχε απλώς αποδεχτεί.
— Και τ’ άλλα; ρώτησα. Ο θρύλος λέει για πολλά αντικείμενα.
— Ο θρύλος είναι σαν τη θάλασσα: ό,τι βρίσκει το μαζεύει. Κάποιες νύχτες, λένε, ξεβράζονται παιδικά παπούτσια, κλειδιά, ρολόγια σταματημένα, βέρες σκέτες. Άλλος λέει «ναυάγιο», άλλος «ρεύμα». Εγώ λέω: τυχαίο δεν είναι που βγαίνουν πάντα εκεί.
Σήκωσε το βλέμμα και μου ’δωσε το συμπέρασμά του σαν αξίωμα:
— Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα, μια μέρα θα ’ρθει να το γυρέψει.
Δεν απάντησα. Γιατί, χωρίς να το θέλω, κάτι είχε ανέβει απ’ τον δικό μου βυθό. Ένας αναπτήρας. Ένας Marumar ασημένιος, δώρο από εκείνη. Κάποτε ήταν προέκταση του χεριού μου. Όχι για τα τσιγάρα, για την ανάμνηση. Τον είχα στην τσέπη για να θυμάμαι πως κάποτε κάποια στάθηκε απέναντί μου και πίστεψε σ’ ένα «μαζί». Είχε χαράξει στο πλάι: «Πάντα». Δικό της πείσμα. Τον έχασα σε μια άλλη παραλία, βόρεια, χρόνια πριν. Δεν θυμάμαι αν μου έπεσε, αν τον πήρε κύμα, αν τον άφησα επίτηδες. Θυμάμαι μόνο το κενό. Εκείνη είχε ήδη φύγει ή καλύτερα εγώ είχα φύγει από εκείνη, γυρίζοντας την πλάτη στο λιμάνι την ώρα που έπρεπε να τρέξω. Από τότε δεν ξανάπιασα αναπτήρα. Σταμάτησα το τσιγάρο, επειδή δεν άντεχα άλλο μέταλλο στο χέρι μου. Δεν το είπα στον γέρο. Εκείνος μιλούσε για θρύλους. Η θάλασσα όμως είχε πια κάτι δικό μου.
Το βράδυ στο δωμάτιο δεν κοιμήθηκα. Ο ανεμιστήρας γύριζε τον ζεστό αέρα, κι από κάτω, σαν δεύτερος ρυθμός, ακουγόταν το μακρινό θρόισμα της θάλασσας. Ήξερα ήδη ότι θα πάω. Όταν μια ιστορία βρει κάτι μέσα σου, παύει να είναι ξένη. Δεν είπα σε κανέναν πού πάω. Πήρα το αυτοκίνητο και τράβηξα προς τα νότια. Η άσφαλτος τελείωσε, ο δρόμος έγινε χώμα. Ο ουρανός καθαρός, το φεγγάρι λεπτό, ο αέρας ακίνητος, σαν πριν από απόφαση. Την παραλία τη γνώρισα από τη σιωπή της. Ούτε φώτα, ούτε φωνές, ούτε σκουπίδια. Μόνο άμμος, βράχια, νερό. Ένα νερό που δεν έμοιαζε να ταξιδεύει. Στεκόταν. Κατέβηκα. Η άμμος κρύα, παρ’ όλη τη ζέστη. Το κύμα ερχόταν κι έφευγε με την ίδια πάντα γραμμή, σαν ρολόι που χτυπάει στο ίδιο δευτερόλεπτο. Κάθισα εκεί στην άκρη.
— Αν έχεις κάτι για μένα, είπα σιγανά, τώρα!
Μίλησα περισσότερο στον εαυτό μου. Η θάλασσα δεν απάντησε. Ο χρόνος όμως άρχισε να χάνει τις άκρες του. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα. Οι σκέψεις γύρισαν αναγκαστικά στο λιμάνι, στο βλέμμα της, στο πώς βάφτισα τη δειλία μου «ελευθερία». Όταν σηκώθηκα να φύγω, άκουσα ένα διαφορετικό σύρσιμο στην άμμο. Όχι κύμα. Κάτι μικρό, σαν να σπρώχνεις μεταλλικό αντικείμενο σε βρεγμένο χώμα. Λίγο πιο πέρα, εκεί όπου μόλις είχε υποχωρήσει το νερό, κάτι γυάλιζε μισοχωμένο. Σαν να το ’χε φέρει μέχρι εκεί και να το άφησε.
Πλησίασα. Τα γόνατά μου λύγισαν πριν σκύψω. Ο αναπτήρας. Ο δικός μου! Ο Marumar. Τον πήρα στο χέρι. Το μέταλλο κρύο, με ψιλή άμμο στις χαρακιές. Τον γύρισα. Στο πλάι καθαρά: «Πάντα». Η θάλασσα είχε φέρει πίσω μια στιγμή που νόμιζα πως είχα θάψει. Τότε ένιωσα το έδαφος να υποχωρεί ελαφρά. Η άμμος κάτω απ’ τα πόδια μου μαλάκωσε, σαν να πατούσα πάνω σε ανάσα. Το κύμα δεν ακουγόταν πια ίδιο. Τα νερά άρχισαν να τραβιούνται προς τα μέσα, όχι σηκώνοντας φούσκες, αλλά σαν κάποιος να μάζευε ένα σεντόνι απ’ το κέντρο. Πιο βαθιά, σε μια λωρίδα μπροστά μου, η επιφάνεια άρχισε να γυρίζει. Στην αρχή αργά, ύστερα γρηγορότερα. Ο ήχος έγινε χαμηλό, σταθερό βουητό. Εκεί, στο σημείο που γύριζε, η θάλασσα βούλιαζε. Γύρω τα νερά έτρεχαν προς τα μέσα, στροβιλίζονταν, τραβώντας μαζί τους άμμο, αφρό, κομμάτια του βυθού. Η δίνη μεγάλωνε. Η άμμος κάτω απ’ τις φτέρνες μου μ’ έσερνε μισό βήμα μπροστά. Έκανα ένα πίσω. Η αίσθηση ότι κάτι με θέλει πιο κοντά ήταν τόσο καθαρή, που έκοψε κάθε «λογική» εξήγηση.
Κι ύστερα ήρθαν τα αντικείμενα. Στον αφρό δίπλα μου βγήκε ένα ρολόι με σπασμένο τζάμι. Πιο πέρα ένα μικρό παπούτσι. Ένα κλειδί σε ξεφτισμένο κορδόνι. Ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα. Έμειναν γύρω μου σαν να τα ’χε ακουμπήσει ανθρώπινο χέρι. Μια λεπτή αλυσίδα μπλέχτηκε στον αστράγαλό μου. Την τίναξα. Στο άκρο της ένα μενταγιόν. Στην πίσω πλευρά δύο αρχικά. Όχι δικά μου, όχι δικά της, μα συνδυασμός γνώριμος, σαν όνομα που δεν γράφτηκε ποτέ σε κουδούνι. Η θάλασσα συνέχιζε τον στροβιλισμό της. Στο κέντρο το νερό δεν ήταν πια απλό σκοτάδι. Φώτιζε από μέσα μ’ ένα ψυχρό, υπερκόσμιο φως, ξένο προς φεγγάρι και προς φανό. Σαν να άνοιγε στον βυθό της μια πόρτα σ’ άλλον τόπο. Μέσα σ’ αυτό το φως κινήθηκαν σκιές. Σιλουέτες ανθρώπινες να στρέφονται γύρω απ’ τη δίνη, με τα χέρια τεντωμένα προς τα πάνω. Όχι για να σωθούν∙ για να παραδώσουν. Αντικείμενα, ίσως χρόνια, ίσως φωνές που δεν ειπώθηκαν. Η παλάμη μου είχε σφίξει τον Maruman τόσο, που πονούσα. Δεν κρατούσα μόνο μέταλλο. Κρατούσα ό,τι δεν είχα πει στο λιμάνι. Η φωνή του γέρου ξανακούστηκε μέσα μου:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα…
Κατάλαβα πως αν κρατούσα τον αναπτήρα, δεν θα ’χα «δώρο». Θα ’χα χρέος.
— Δεν τον θέλω, είπα. Αυτή τη φορά σε όποιον άκουγε. Δεν τον θέλω έτσι.
Η δίνη γύριζε. Το φως πάλλονταν. Οι σκιές συνέχιζαν.
— Καλά έκανες και τον πήρες τότε, ψιθύρισα. Εκείνη δεν χρειαζόταν άλλο το «πάντα» μου. Για ό,τι της χρωστάω εσύ δεν φταις.
Σήκωσα το χέρι και πέταξα τον αναπτήρα στο κέντρο.
Έπεσε κάθετα. Για μια αναπνοή γυάλισε μέσα στο φως σαν μικρό αστέρι κι ύστερα χάθηκε. Ο ήχος χαμήλωσε. Η περιστροφή άρχισε να μικραίνει. Η επιφάνεια έκλεινε σαν μάτι που κουράστηκε. Τ’ αντικείμενα στην άμμο έμειναν να με κοιτούν σιωπηλά. Η άμμος σταμάτησε να με τραβά. Γύρισα την πλάτη κι ανέβηκα τα βράχια με χέρια γεμάτα μικρές χαρακιές. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, η θάλασσα πίσω μου ακουγόταν ξανά σαν «κανονική» θάλασσα. Μόνο που τώρα ήξερα ότι αυτό είναι το προσωπείο της.
Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο καφενείο. Ο γέρος καθόταν μόνος. Όταν μπήκα, έκανε πως δεν με βλέπει. Πήρα καφέ, κάθισα αλλού. Πριν φύγει, σταμάτησε πίσω μου.
— Είπες «όχι», ε;
Δεν γύρισα.
— Σε τι; ρώτησα.
— Στο δώρο, είπε.
Και χαμήλωσε κι άλλο:
— Άμα σου χαρίσει κάτι η θάλασσα, να ρωτάς πρώτα ποιος το πλήρωσε.
Έφυγε σέρνοντας τη μαγκούρα. Δεν ζήτησε λεπτομέρειες. Ούτε μου έδωσε. Είχε τον ρόλο του: να λέει μισές αλήθειες και ν’ αφήνει τις άλλες μισές να τις βρούμε μόνοι μας.
Έφυγα από την Κρήτη λίγες μέρες μετά. Στο πλοίο κοιτούσα το νερό. Άλλη ακτή, ίδιο στοιχείο. Η θάλασσα, σκέφτηκα, είναι ένα σώμα με πολλά πρόσωπα.
Στο σπίτι, πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ την παραλία χωρίς όνομα, με περίμενε κάτι που δεν είχα αφήσει εγώ. Πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, πάνω από μια στοίβα βιβλία, υπήρχαν δύο πράγματα: μια μικρή φωτογραφία και ο Maruman ο αναπτήρας μου. Σαν να είχαν σταθεί εκεί από πάντα. Πρώτα πήρα τη φωτογραφία. Παλιό χαρτί, κιτρινισμένες άκρες. Ήμουν εγώ. Όχι όπως τώρα. Πιο μεγάλος. Το πρόσωπο τραβηγμένο, οι γραμμές γύρω απ’ το στόμα πιο βαριές, τα μάτια κουρασμένα, στραμμένα ελαφρά πλάγια, σαν να είχαν συνηθίσει να βλέπουν να φεύγουν πράγματα. Πίσω, σαν σκηνικό, ένα παράθυρο. Στο πλάι κάτι αχνό. Μια γυναικεία φιγούρα σχεδόν διάφανη. Ο ώμος, το σχήμα των μαλλιών, το κεφάλι ελάχιστα στραμμένο προς εμένα. Σαν να στεκόταν στον ίδιο χώρο, αλλά μισή εδώ, μισή αλλού. Αν το έδειχνα σε άλλον, ίσως να το ’λεγε «σκιά». Εγώ δεν βιάστηκα να το βαφτίσω. Η μυρωδιά του δωματίου ήταν στεγνή. Κι όμως στα δάχτυλά μου ένιωσα αλάτι.
Άφησα τη φωτογραφία και πήρα τον αναπτήρα. Ο Maruman. Στεγνός. Καθαρός. Χωρίς άμμο. Σαν να μην είχε πέσει ποτέ σε δίνη. Σαν να μην είχε χαθεί ποτέ. Τον γύρισα στα χέρια. Το «Πάντα» στη θέση του. Άγγιξα τον διακόπτη. Άναψε με την πρώτη, με φλόγα σταθερή, ήσυχη, σαν σε δοκιμή παλιού θεατρικού. Τον έκλεισα αμέσως. Δεν τον πέταξα. Δεν τον κράτησα πάνω μου. Τον άφησα δίπλα στη φωτογραφία. Θυμήθηκα τον γέρο:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι ό,τι σου φέρει πίσω, δεν είναι ποτέ μόνο πράγμα.
Δεν έκρυψα τίποτα κάτω από στρώμα. Τ’ άφησα εκτεθειμένα εκεί. Καμιά φορά, τη νύχτα, περνώ δίπλα απ’ το κομοδίνο και ρίχνω μια σύντομη ματιά. Μου φαίνεται ή θέλω να μου φαίνεται, πως η αχνή φιγούρα πλησιάζει λίγο προς εμένα. Κι ο αναπτήρας ακόμη κλειστός, σαν να βαραίνει περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε.
Δεν ξαναπήγα στην παραλία χωρίς όνομα. Δεν άναψα ξανά τσιγάρο. Δεν ξέρω τι να υποθέσω, δεν ξέρω τι είναι πραγματικό και τι παιχνίδι της φαντασίας. Κι όμως, κάθε φορά που νερό τρέχει σε σωλήνα, που βροχή χτυπάει στα τζάμια, που μια βρύση γουργουρίζει, κάτω απ’ τον ήχο ακούω κάτι σταθερό, υπομονετικό. Έναν βαθύ, μακρινό στροβιλισμό. Σαν δίνη που ακόμη δουλεύει. Σαν θάλασσα που κρατά σημειώσεις και, όταν έρθει η ώρα, απλώνει στην άμμο (ή στο κομοδίνο σου) ό,τι χρωστάς να δεις.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
12/11/25
Κίσαμος
— Εκεί κάτω, στην παραλία χωρίς όνομα…
Εκεί την πρωτάκουσα κι εγώ ένα βράδυ αργά, στο καφενείο του χωριού. Ο αέρας κατέβαινε απ’ τα βουνά βαρύς, με μυρωδιά χώματος και παλιάς τσίκνας. Στους τοίχους φωτογραφίες ξεθωριασμένες: γάμοι, πανηγύρια, άντρες στα μαύρα και όπλα. Ανάμεσά τους, σαν σε φόντο, μια θολή θάλασσα. Δεν την πρόσεξα τότε ή δεν ήθελα να την προσέξω. Πρώτα άκουσα τη λέξη «νύχτα».
— Νύχτα θες να πας εκεί κάτω; Είσαστε στα καλά σας; είπε ο γέρος με την ροζιασμένη κατσούνα χτυπώντας το πάτωμα.
Έσκυψα δήθεν στο κινητό, αλλά το αυτί μου είχε γείρει. Ο νεαρός απέναντί του χαμογελούσε αμήχανα.
— Ε, με τη Μαρία λέμε να πάμε. Θέλουμε να είμαστε κάπου πιο ήσυχα. Να μην έχει κόσμο.
— Υπάρχει πιο ήσυχο απ’ το μνήμα; του πέταξε ο γέρος. Άμα θες τόση ησυχία, πήγαινε στο νεκροταφείο.
Τα γέλια έσπασαν τη στιγμή, μα ο γέρος δεν γελούσε. Ρούφηξε τον καφέ αργά κι έγειρε προς τον νεαρό.
— Άκου να δεις, μικρέ. Νύχτα σ’ εκείνη την παραλία δεν πας. Μέρα.... και πάλι να έχεις το νου σου. Τη νύχτα, σ’ αυτή τη θάλασσα, άλλοι κάνουν κουμάντο.
Δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα όρθιος δίπλα τους.
— Συγγνώμη, είπα. Για ποια παραλία μιλάτε;
Ο γέρος γύρισε και με ζύγισε. Μικρά γκρίζα μάτια, καθαρά, σαν να τα ’χε ξεπλύνει πολλές φορές το αλάτι. Είχε την ήρεμη κόπωση ανθρώπου που πρώτα ζύγισε τον εαυτό του κι ύστερα τον κόσμο.
— Εσένα τι σε νοιάζει; Τουρίστας είσαι;
— Ταξιδιώτης, απάντησα. Γράφω. Μαζεύω ιστορίες.
Χαμογέλασε στραβά.
— Ιστορίες; Εμ, οι ιστορίες ή μας σώζουν ή μας θάβουν. Λίγες κάθονται στη μέση. Εδώ πρέπει να δοκιμάσεις, ν’ αντέξεις κι ύστερα, αν έχεις κουράγιο, να γράψεις.
Έκανε χώρο στο τραπέζι. Κάθισα. Δεν χρειάστηκε να τον πιέσω. Οι άνθρωποι που κουβαλάνε ιστορίες συνήθως θέλουν μόνο κάποιον να τις ακούσει μέχρι τέλους.
— Στα νότια, είπε, κάτω απ’ τα βράχια, υπάρχει μια παραλία που δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί. Όχι γιατί δεν ξέρουμε πού είναι. Γιατί κανείς δεν θέλει να τη βαφτίσει. Τη λέμε «παραλία χωρίς όνομα». Ό,τι δεν ονοματίζεις δύσκολα το φωνάζεις.
Ήπιε μια γουλιά, σαν να ξεπλένει τα λόγια του.
— Τη μέρα είναι σαν όλες. Άμμος στενή, βράχια δεξιά κι αριστερά, νερό που βαθαίνει απότομα. Θα πεις: «Ε και;» Το βράδυ είναι το «και»! Όχι κάθε βράδυ. Μόνο κάποιες φορές. Όταν ο αέρας κάθεται, το κύμα ησυχάζει κι ο ουρανός είναι καθαρός σαν άδειο πιάτο. Τότε η θάλασσα… θυμάται.
— Θυμάται τι; γλίστρησε απ’ το στόμα μου.
Γύρισε και με κοίταξε ίσια.
— Αυτά που έχασες. Κι εκείνα που έκανες πως έχασες.
Δεν μίλησα. Εκείνος συνέχισε χωρίς στόμφο. Σαν μάρτυρας που καταθέτει.
— Θα σου πουν οι μισοί πως είναι παραμύθια. Οι άλλοι μισοί πως «κάτι γίνεται εκεί». Εγώ θα σου πω τι άκουσα από δυο ανθρώπους που δεν είχαν λόγο να λένε ψέματα. Κι ας βγάλει ο νους σου τα δικά του.
Άφησε το φλιτζάνι κάτω.
— Ο πρώτος ήταν χωριανός μας. Έμπορος. Είχε πάει έξω, σε ξένη χώρα. Στο τρένο τον ξαλάφρωσαν: πορτοφόλι δερμάτινο, χαρτιά, λεφτά. Μου τα ’πε όταν γύρισε. Μετά από χρόνια πήγε βράδυ στην παραλία χωρίς όνομα. Μόνος. Δεν ξέρω τι γύρευε. Γύρισε σπίτι με το πορτοφόλι στο χέρι.
Η φωνή του χαμήλωσε. Το καφενείο γύρω μας συνέχιζε κανονικά: τάβλι, κουβέντες, κουτάλια στα ποτήρια. Κανείς δεν πρόσεχε ότι στο δικό μας τραπέζι κάτι άλλαζε.
— Το ίδιο; ρώτησα.
— Το ίδιο, απάντησε. Δερμάτινο, λίγο φαγωμένο. Μέσα τα παλιά του χαρτιά, όπως τα ’χε τότε. Σαν να μην τα ’χε αγγίξει υπηρεσία. Τα ξένα χαρτονομίσματα άθικτα. Τα είδα με τα μάτια μου. Ή τρελαθήκαμε όλοι ή ήταν αυτό που λέω.
Σιώπησε για λίγο και πρόσθεσε:
— Άλλοι είπαν «Τα ’χε ξεχάσει εκεί». Άλλοι πως του τα ’κρυψε κάποιος. Ο ίδιος; Από κείνη τη μέρα δεν ξανακατέβηκε νύχτα στη θάλασσα. Το πορτοφόλι κάτω απ’ το στρώμα. Πέθανε με την έγνοια ότι κάτι τον γύρευε.
Ένιωθα ήδη την ιστορία να ψάχνει θέση μέσα μου. Πριν προλάβω να μιλήσω, άλλαξε παράδειγμα, σαν δάσκαλος που ξέρει την επόμενη ένσταση.
— Η δεύτερη ήταν γυναίκα. Κουβαλούσε κάτι που δεν το ’λεγε. Τύψη, άχτι.... δεν ξέρω. Πήγε νύχτα στην ίδια παραλία. Γύρισε με μια φωτογραφία.
— Παλιά;
— Και παλιά και καινούρια. Φωτογραφία δική της, αλλά όχι όπως ήταν. Όπως θα γινόταν. Μεγαλύτερη, με τα χρόνια πάνω της, μ’ εκείνη τη ματιά, σαν να ’χει μάθει να ζει με κάτι που δεν διορθώνεται. Τη φύλαγε. Όσο πλησίαζε στην ηλικία της φωτογραφίας, άδειαζε. Όταν πέθανε, την είχαν καρφωμένη στο κομοδίνο της. Η ίδια εικόνα. Η ίδια γυναίκα.
Έπαιξε με το κουτάλι στο πιατάκι.
— Θα βρεις εξήγηση κι εδώ. Θα πεις «Της την έφτιαξε κάποιος». Μακάρι! Γιατί, άμα δεν είναι φάρσα, είναι άλλη δουλειά.
Τον κοίταξα. Δεν φοβόταν αυτά που έλεγε. Τα είχε απλώς αποδεχτεί.
— Και τ’ άλλα; ρώτησα. Ο θρύλος λέει για πολλά αντικείμενα.
— Ο θρύλος είναι σαν τη θάλασσα: ό,τι βρίσκει το μαζεύει. Κάποιες νύχτες, λένε, ξεβράζονται παιδικά παπούτσια, κλειδιά, ρολόγια σταματημένα, βέρες σκέτες. Άλλος λέει «ναυάγιο», άλλος «ρεύμα». Εγώ λέω: τυχαίο δεν είναι που βγαίνουν πάντα εκεί.
Σήκωσε το βλέμμα και μου ’δωσε το συμπέρασμά του σαν αξίωμα:
— Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα, μια μέρα θα ’ρθει να το γυρέψει.
Δεν απάντησα. Γιατί, χωρίς να το θέλω, κάτι είχε ανέβει απ’ τον δικό μου βυθό. Ένας αναπτήρας. Ένας Marumar ασημένιος, δώρο από εκείνη. Κάποτε ήταν προέκταση του χεριού μου. Όχι για τα τσιγάρα, για την ανάμνηση. Τον είχα στην τσέπη για να θυμάμαι πως κάποτε κάποια στάθηκε απέναντί μου και πίστεψε σ’ ένα «μαζί». Είχε χαράξει στο πλάι: «Πάντα». Δικό της πείσμα. Τον έχασα σε μια άλλη παραλία, βόρεια, χρόνια πριν. Δεν θυμάμαι αν μου έπεσε, αν τον πήρε κύμα, αν τον άφησα επίτηδες. Θυμάμαι μόνο το κενό. Εκείνη είχε ήδη φύγει ή καλύτερα εγώ είχα φύγει από εκείνη, γυρίζοντας την πλάτη στο λιμάνι την ώρα που έπρεπε να τρέξω. Από τότε δεν ξανάπιασα αναπτήρα. Σταμάτησα το τσιγάρο, επειδή δεν άντεχα άλλο μέταλλο στο χέρι μου. Δεν το είπα στον γέρο. Εκείνος μιλούσε για θρύλους. Η θάλασσα όμως είχε πια κάτι δικό μου.
Το βράδυ στο δωμάτιο δεν κοιμήθηκα. Ο ανεμιστήρας γύριζε τον ζεστό αέρα, κι από κάτω, σαν δεύτερος ρυθμός, ακουγόταν το μακρινό θρόισμα της θάλασσας. Ήξερα ήδη ότι θα πάω. Όταν μια ιστορία βρει κάτι μέσα σου, παύει να είναι ξένη. Δεν είπα σε κανέναν πού πάω. Πήρα το αυτοκίνητο και τράβηξα προς τα νότια. Η άσφαλτος τελείωσε, ο δρόμος έγινε χώμα. Ο ουρανός καθαρός, το φεγγάρι λεπτό, ο αέρας ακίνητος, σαν πριν από απόφαση. Την παραλία τη γνώρισα από τη σιωπή της. Ούτε φώτα, ούτε φωνές, ούτε σκουπίδια. Μόνο άμμος, βράχια, νερό. Ένα νερό που δεν έμοιαζε να ταξιδεύει. Στεκόταν. Κατέβηκα. Η άμμος κρύα, παρ’ όλη τη ζέστη. Το κύμα ερχόταν κι έφευγε με την ίδια πάντα γραμμή, σαν ρολόι που χτυπάει στο ίδιο δευτερόλεπτο. Κάθισα εκεί στην άκρη.
— Αν έχεις κάτι για μένα, είπα σιγανά, τώρα!
Μίλησα περισσότερο στον εαυτό μου. Η θάλασσα δεν απάντησε. Ο χρόνος όμως άρχισε να χάνει τις άκρες του. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα. Οι σκέψεις γύρισαν αναγκαστικά στο λιμάνι, στο βλέμμα της, στο πώς βάφτισα τη δειλία μου «ελευθερία». Όταν σηκώθηκα να φύγω, άκουσα ένα διαφορετικό σύρσιμο στην άμμο. Όχι κύμα. Κάτι μικρό, σαν να σπρώχνεις μεταλλικό αντικείμενο σε βρεγμένο χώμα. Λίγο πιο πέρα, εκεί όπου μόλις είχε υποχωρήσει το νερό, κάτι γυάλιζε μισοχωμένο. Σαν να το ’χε φέρει μέχρι εκεί και να το άφησε.
Πλησίασα. Τα γόνατά μου λύγισαν πριν σκύψω. Ο αναπτήρας. Ο δικός μου! Ο Marumar. Τον πήρα στο χέρι. Το μέταλλο κρύο, με ψιλή άμμο στις χαρακιές. Τον γύρισα. Στο πλάι καθαρά: «Πάντα». Η θάλασσα είχε φέρει πίσω μια στιγμή που νόμιζα πως είχα θάψει. Τότε ένιωσα το έδαφος να υποχωρεί ελαφρά. Η άμμος κάτω απ’ τα πόδια μου μαλάκωσε, σαν να πατούσα πάνω σε ανάσα. Το κύμα δεν ακουγόταν πια ίδιο. Τα νερά άρχισαν να τραβιούνται προς τα μέσα, όχι σηκώνοντας φούσκες, αλλά σαν κάποιος να μάζευε ένα σεντόνι απ’ το κέντρο. Πιο βαθιά, σε μια λωρίδα μπροστά μου, η επιφάνεια άρχισε να γυρίζει. Στην αρχή αργά, ύστερα γρηγορότερα. Ο ήχος έγινε χαμηλό, σταθερό βουητό. Εκεί, στο σημείο που γύριζε, η θάλασσα βούλιαζε. Γύρω τα νερά έτρεχαν προς τα μέσα, στροβιλίζονταν, τραβώντας μαζί τους άμμο, αφρό, κομμάτια του βυθού. Η δίνη μεγάλωνε. Η άμμος κάτω απ’ τις φτέρνες μου μ’ έσερνε μισό βήμα μπροστά. Έκανα ένα πίσω. Η αίσθηση ότι κάτι με θέλει πιο κοντά ήταν τόσο καθαρή, που έκοψε κάθε «λογική» εξήγηση.
Κι ύστερα ήρθαν τα αντικείμενα. Στον αφρό δίπλα μου βγήκε ένα ρολόι με σπασμένο τζάμι. Πιο πέρα ένα μικρό παπούτσι. Ένα κλειδί σε ξεφτισμένο κορδόνι. Ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα. Έμειναν γύρω μου σαν να τα ’χε ακουμπήσει ανθρώπινο χέρι. Μια λεπτή αλυσίδα μπλέχτηκε στον αστράγαλό μου. Την τίναξα. Στο άκρο της ένα μενταγιόν. Στην πίσω πλευρά δύο αρχικά. Όχι δικά μου, όχι δικά της, μα συνδυασμός γνώριμος, σαν όνομα που δεν γράφτηκε ποτέ σε κουδούνι. Η θάλασσα συνέχιζε τον στροβιλισμό της. Στο κέντρο το νερό δεν ήταν πια απλό σκοτάδι. Φώτιζε από μέσα μ’ ένα ψυχρό, υπερκόσμιο φως, ξένο προς φεγγάρι και προς φανό. Σαν να άνοιγε στον βυθό της μια πόρτα σ’ άλλον τόπο. Μέσα σ’ αυτό το φως κινήθηκαν σκιές. Σιλουέτες ανθρώπινες να στρέφονται γύρω απ’ τη δίνη, με τα χέρια τεντωμένα προς τα πάνω. Όχι για να σωθούν∙ για να παραδώσουν. Αντικείμενα, ίσως χρόνια, ίσως φωνές που δεν ειπώθηκαν. Η παλάμη μου είχε σφίξει τον Maruman τόσο, που πονούσα. Δεν κρατούσα μόνο μέταλλο. Κρατούσα ό,τι δεν είχα πει στο λιμάνι. Η φωνή του γέρου ξανακούστηκε μέσα μου:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα…
Κατάλαβα πως αν κρατούσα τον αναπτήρα, δεν θα ’χα «δώρο». Θα ’χα χρέος.
— Δεν τον θέλω, είπα. Αυτή τη φορά σε όποιον άκουγε. Δεν τον θέλω έτσι.
Η δίνη γύριζε. Το φως πάλλονταν. Οι σκιές συνέχιζαν.
— Καλά έκανες και τον πήρες τότε, ψιθύρισα. Εκείνη δεν χρειαζόταν άλλο το «πάντα» μου. Για ό,τι της χρωστάω εσύ δεν φταις.
Σήκωσα το χέρι και πέταξα τον αναπτήρα στο κέντρο.
Έπεσε κάθετα. Για μια αναπνοή γυάλισε μέσα στο φως σαν μικρό αστέρι κι ύστερα χάθηκε. Ο ήχος χαμήλωσε. Η περιστροφή άρχισε να μικραίνει. Η επιφάνεια έκλεινε σαν μάτι που κουράστηκε. Τ’ αντικείμενα στην άμμο έμειναν να με κοιτούν σιωπηλά. Η άμμος σταμάτησε να με τραβά. Γύρισα την πλάτη κι ανέβηκα τα βράχια με χέρια γεμάτα μικρές χαρακιές. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, η θάλασσα πίσω μου ακουγόταν ξανά σαν «κανονική» θάλασσα. Μόνο που τώρα ήξερα ότι αυτό είναι το προσωπείο της.
Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο καφενείο. Ο γέρος καθόταν μόνος. Όταν μπήκα, έκανε πως δεν με βλέπει. Πήρα καφέ, κάθισα αλλού. Πριν φύγει, σταμάτησε πίσω μου.
— Είπες «όχι», ε;
Δεν γύρισα.
— Σε τι; ρώτησα.
— Στο δώρο, είπε.
Και χαμήλωσε κι άλλο:
— Άμα σου χαρίσει κάτι η θάλασσα, να ρωτάς πρώτα ποιος το πλήρωσε.
Έφυγε σέρνοντας τη μαγκούρα. Δεν ζήτησε λεπτομέρειες. Ούτε μου έδωσε. Είχε τον ρόλο του: να λέει μισές αλήθειες και ν’ αφήνει τις άλλες μισές να τις βρούμε μόνοι μας.
Έφυγα από την Κρήτη λίγες μέρες μετά. Στο πλοίο κοιτούσα το νερό. Άλλη ακτή, ίδιο στοιχείο. Η θάλασσα, σκέφτηκα, είναι ένα σώμα με πολλά πρόσωπα.
Στο σπίτι, πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ την παραλία χωρίς όνομα, με περίμενε κάτι που δεν είχα αφήσει εγώ. Πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, πάνω από μια στοίβα βιβλία, υπήρχαν δύο πράγματα: μια μικρή φωτογραφία και ο Maruman ο αναπτήρας μου. Σαν να είχαν σταθεί εκεί από πάντα. Πρώτα πήρα τη φωτογραφία. Παλιό χαρτί, κιτρινισμένες άκρες. Ήμουν εγώ. Όχι όπως τώρα. Πιο μεγάλος. Το πρόσωπο τραβηγμένο, οι γραμμές γύρω απ’ το στόμα πιο βαριές, τα μάτια κουρασμένα, στραμμένα ελαφρά πλάγια, σαν να είχαν συνηθίσει να βλέπουν να φεύγουν πράγματα. Πίσω, σαν σκηνικό, ένα παράθυρο. Στο πλάι κάτι αχνό. Μια γυναικεία φιγούρα σχεδόν διάφανη. Ο ώμος, το σχήμα των μαλλιών, το κεφάλι ελάχιστα στραμμένο προς εμένα. Σαν να στεκόταν στον ίδιο χώρο, αλλά μισή εδώ, μισή αλλού. Αν το έδειχνα σε άλλον, ίσως να το ’λεγε «σκιά». Εγώ δεν βιάστηκα να το βαφτίσω. Η μυρωδιά του δωματίου ήταν στεγνή. Κι όμως στα δάχτυλά μου ένιωσα αλάτι.
Άφησα τη φωτογραφία και πήρα τον αναπτήρα. Ο Maruman. Στεγνός. Καθαρός. Χωρίς άμμο. Σαν να μην είχε πέσει ποτέ σε δίνη. Σαν να μην είχε χαθεί ποτέ. Τον γύρισα στα χέρια. Το «Πάντα» στη θέση του. Άγγιξα τον διακόπτη. Άναψε με την πρώτη, με φλόγα σταθερή, ήσυχη, σαν σε δοκιμή παλιού θεατρικού. Τον έκλεισα αμέσως. Δεν τον πέταξα. Δεν τον κράτησα πάνω μου. Τον άφησα δίπλα στη φωτογραφία. Θυμήθηκα τον γέρο:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι ό,τι σου φέρει πίσω, δεν είναι ποτέ μόνο πράγμα.
Δεν έκρυψα τίποτα κάτω από στρώμα. Τ’ άφησα εκτεθειμένα εκεί. Καμιά φορά, τη νύχτα, περνώ δίπλα απ’ το κομοδίνο και ρίχνω μια σύντομη ματιά. Μου φαίνεται ή θέλω να μου φαίνεται, πως η αχνή φιγούρα πλησιάζει λίγο προς εμένα. Κι ο αναπτήρας ακόμη κλειστός, σαν να βαραίνει περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε.
Δεν ξαναπήγα στην παραλία χωρίς όνομα. Δεν άναψα ξανά τσιγάρο. Δεν ξέρω τι να υποθέσω, δεν ξέρω τι είναι πραγματικό και τι παιχνίδι της φαντασίας. Κι όμως, κάθε φορά που νερό τρέχει σε σωλήνα, που βροχή χτυπάει στα τζάμια, που μια βρύση γουργουρίζει, κάτω απ’ τον ήχο ακούω κάτι σταθερό, υπομονετικό. Έναν βαθύ, μακρινό στροβιλισμό. Σαν δίνη που ακόμη δουλεύει. Σαν θάλασσα που κρατά σημειώσεις και, όταν έρθει η ώρα, απλώνει στην άμμο (ή στο κομοδίνο σου) ό,τι χρωστάς να δεις.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
12/11/25
Κίσαμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.