Τρίτη 27 Μαΐου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΛΛΕΡΓΙΑΝΩΝ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ ΚΙΣΑΜΟΣ 2025

Η Μάχη της Κρήτης είναι ένα ξεχωριστό επεισόδιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Για αυτήν την οροσειρά μέσα στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, συγκρούστηκαν δύο παγκόσμιες δυνάμεις σε μια κρίσιμη συγκυρία του πολέμου. Ήταν μια παγκόσμια μάχη αλλά και μια κρητική ιστορία, η καλύτερη αυλαία στην υπερεκατονταετή ένοπλη δράση των Κρητικών. Ήταν επίσης το έναυσμα και το σύμβολο της Αντίστασης ενάντια στον Άξονα για την Ελλάδα και όχι μόνο. 
Η ξεχωριστή σημασία της Κρήτης για τους Βρετανούς είχε διαφανεί πριν ακόμα το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, στους βρετανικούς σχεδιασμούς των τρόπων ενίσχυσης της Ελλάδας. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Βρετανοί, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα στο νησί από τον Νοέμβριο του 1940. Όταν πλέον καταλήφθηκε και η ηπειρωτική Ελλάδα, η Κρήτη παρέμενε το μόνο ελεύθερο από τον Άξονα έδαφος όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχε προσδεθεί στο γερμανικό άρμα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η βρετανική ηγεσία απαιτούσε από τα στρατεύματα της μια νίκη στην Κρήτη.
Την παραμονή της επίθεσης οι συμμαχικές δυνάμεις αριθμούσαν περίπου 32.200 άνδρες, 18.000 Βρετανούς, 6.500 Αυστραλούς και 7.700 Νεοζηλανδούς. Ήταν μια σημαντική δύναμη αριθμητικά, που έπρεπε όμως να διασπαρεί σε όλο σχεδόν το νησί, ενώ η εμπειρία και ο εξοπλισμός είχαν έντονες διακυμάνσεις. Η βρετανική αεροπορία ήταν απούσα, τα λιγοστά αεροσκάφη που είχαν παραμείνει στο νησί αποσύρθηκαν λίγο πριν τη μάχη μετά και από τις απώλειες του προηγούμενου διαστήματος. Την προστασία πέριξ της Κρήτης και της γραμμής επικοινωνίας με τη Βόρεια Αφρική ανέλαβε το βρετανικό ναυτικό.
Από τη γερμανική πλευρά, η Επιχείρηση «Ερμής» (Mercury) αποφασίστηκε εντέλει από τον Χίτλερ μετά από επιμονή του στρατηγού Κουρτ Στουντέντ (KurtStudent). Για τον Χίτλερ, το βασικό ήταν η αμυντική διάσταση της επιχείρησης, η εξασφάλιση της ασφάλειας των ρουμανικών πετρελαιοπηγών.Οι γερμανικές δυνάμεις για την επιχείρηση αυτή ανερχόταν σε περισσότερους από 22.000 επίλεκτους άνδρες, περίπου 8.000 άνδρες της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστώνκαι 12.000 άνδρες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας Κυνηγών υπό τον στρατηγό Julius Ringel, 1.370 αεροπλάνα (αναγνωριστικά, μεταγωγικά, βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά) συν ανεμόπλανα και περίπου 60 επιταγμένα πλοία με συνοδεία ιταλικού στόλου. Το κυριότερο βέβαια στοιχείο της ήταν η εκτεταμένη χρήση του σώματος των αλεξιπτωτιστών. Από τα μέσα Μαΐου, η γερμανική αεροπορία άρχισε να βομβαρδίζει συστηματικά το νησί. Λόγω των βομβαρδισμών, τα Χανιά και το Ηράκλειο ήσαν οι πόλεις με τις μεγαλύτερες καταστροφές σε ολόκληρη τη χώρα, με ποσοστό καταστραφέντων κτιρίων περίπου 30%.
Από ελληνικής πλευράς, η φυσική άμυνα του νησιού, η ντόπια 5η Μεραρχία έλειπε στην κυρίως Ελλάδα και ουσιαστικά είχε πάψει να υφίσταται.Στο νησί, είχαε παραμείνει, υπό τη Στρατιωτική Διοίκηση Χανίων, ουσιαστικό το 44ο Σύνταγμα Πεζικού. Το Μάρτιο αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής. Επίσης τον Απρίλιο ήρθαν 8 τάγματα κυρίως νεοσυλλέκτων από Πελοπόννησο με υποτυπώδη εκπαίδευση. Το ένα τρίτο ήταν άοπλοι και οι υπόλοιποι είχαν ελάχιστο οπλισμό και σοβαρή έλλειψη πυρομαχικών. Τέλος, έφτασε στις 29 Απριλίου στη δυτική Κρήτη η Σχολή Ευελπίδων. Μαζί με την ντόπια Χωροφυλακή και επίστρατους, η δύναμη αυτή ήταν περίπου 12.500 ένοπλοι. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, μετά τη μεταφορά της 5ης Μεραρχίας το Νοέμβριο και τη μετακίνηση των ταγμάτων Πεζικού των Εμπέδων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου τον Ιανουάριο του 1941, ο στρατός περιγραφόταν ως εξής: «οι πυρήνες των Εμπέδων, με δύναμη κυρίως από διερχόμενους οπλίτες και με οπλισμό χίλια τυφέκια Γκρά, δώδεκα πολυβόλα Σαιντ Ετιέν και σαράντα περίπου οπλοπολυβόλα».
Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα ενόψει της γερμανικής επίθεσης. Το νησί είχε αφοπλιστεί, ίσως πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία του σε τέτοιο βαθμό. Η δικτατορία Μεταξά, μετά και την εξέγερση του 1938, ήταν άκρως επιφυλακτική έως εχθρική απέναντι στην Κρήτη και εν όψει του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε διατάξει εκ νέου την παράδοση όλων των όπλων. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε η αίσθηση πως η κυβέρνηση Τσουδερού ως συνέχεια της 4ης Αυγούστου δεν επιθυμούσε τον εξοπλισμό του λαού, καθώς όπλα που δεν διανεμήθηκαν ποτέ.
Οι Βρετανοί επίσης δεν ήθελαν να δώσουν όπλα του τακτικού στρατού σε μη επιστρατευμένους πολίτες. 4.000 ντουφέκια που υποσχέθηκαν, δεν δόθηκαν ποτέ. Σχέδια επιστράτευσης εκπονούνταν και ματαιώνονταν. Τελικά, Στις 5 Μαΐου το Υπουργείο Στρατιωτικών εξέδωσε ξανά οδηγίες για τη συγκρότηση μονάδων Πολιτοφυλακής. Οι οδηγίες για τη στελέχωση των τμημάτων υποδείκνυαν να οριστούν ως διοικητές των ομάδων «παλαιοί Οπλαρχηγοί αποδεδειγμένης ικανότητος και ακραιφνών εθνικών φρονημάτων» και ως διοικητές διμοιριών και λόχων αξιωματικοί. Δεν γινόταν όμως συγκεκριμένη αναφορά στον εξοπλισμό των πολιτοφυλάκων. Στην Κίσαμο ανατέθηκε η οργάνωση πολιτοφυλακής στον Λοχαγό Πεζικού Γεώργιο Ντιγριντάκη. Συγκρότησε δε μια ομάδα από 91 άτομα. 
Πληθώρα μαρτυριών επιβεβαιώνουν ότι σε πολλά και διάφορα σημεία του νησιού, η γερμανική επίθεση λειτούργησε ως συναγερμός λαϊκής κινητοποίησης, όπλα ξεθάφτηκαν, ομαδοσυγγενικά δίκτυα ενεργοποιήθηκαν και μικρές ομάδες που συγκροτούνταν επιτόπου προσπαθούσαν να φτάσουν στα πεδία των μαχών ή να δημιουργήσουν ενέδρες για τους επιτιθέμενους.
Στις 20 Μαΐου 1941 νωρίς το πρωί ξεκίνησε η γερμανική επίθεση στον τομέα Χανίων, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε τέσσερα σημεία στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τους στόχους τους εκτός από την εντέλει καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι γερμανικές απώλειες την πρώτη αυτή ημέρα ήταν βαρύτατες με 1.830 καταγεγραμμένους νεκρούς, εκατοντάδες αγνοούμενους και τραυματίες που θα πέθαιναν τις επόμενες ημέρες. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπάντεχη -και απαράδεκτη- για το γερμανικό επιτελείο, και ήταν μόνο η αρχή. Την τέταρτη ημέρα της μάχης, το γερμανικό επιτελείο συνειδητοποιούσε τις αυξανόμενες απώλειες σε επίλεκτο προσωπικό από μάχες σώμα σε σώμα, ιδιαίτερα στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Η λαϊκή συμμετοχή ανέβαζε τις απώλειες των αλεξιπτωτιστών που προσγειώνονταν σε έδαφος όπου η απειλή ήταν πανταχού παρούσα, υπό τη μορφή ένοπλων χωρικών, ακόμη και γυναικών και παιδιών. Για το λόγο αυτό θα αρχίσουν από τις πρώτες ημέρες της Μάχης, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά αμάχων με τη μορφή συλλογικών αντιποίνων στην Κίσαμο, την Κυδωνία, το Ρέθυμνο με τη ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης. Χιλιάδες εκτελέσεις αμάχων και καταστροφές χωριών όλο το καλοκαίρι και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941.
Δεύτερο μέρος 
Το γερμανικό προγεφύρωμα στο Μάλεμε από την πρώτη ημέρα της μάχης θα συντελέσει στην αλλαγή της τροπής της μάχης. Την επόμενη ημέρα άρχισε να καταφτάνει η 5η ορεινή μεραρχία Κυνηγών με τον διοικητή της Ρίνγκελ που θα αναλάβει τη δίοικηση των γερμανικών δυνάμεων στο έδαφος. Από τις 24 Μαΐου, οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει την ανακατάληψη του Μάλεμε από τον αντίπαλο.Όπως θυμόταν ένα μέλος της 5ης μεραρχίας που πολέμησε στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Νορβηγία και την Τυνησία, «δώσαμε τις πιο σκληρές μάχες στην Κρήτη». Οι μάχες κράτησαν μέχρι το τέλος του μήνα με πολλές ηρωικές στιγμές, όπως στον Γαλατά, και η υπεράσπιση του νησιού έπαψε μόνο όταν ήταν πλέον αδύνατη και οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από το νότο και το Ηράκλειο.
Στην Κίσαμο, οι ένοπλοι πολίτες είχαν αποφασιστική συμμετοχή στην εξουδετέρωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που έπεσαν στην περιοχή (απόσπασμα Μούρμπε) από την πρώτη ημέρα. Οι εδώ ελληνικές μονάδες (1ο ελληνικό σύνταγμα) μαζί με πολίτες αντιμετώπισαν τους Γερμανούς για μέρεςμετά την πτώση του Μάλεμε. Πολιτοφύλακες συγκρούστηκαν με τους εισβολείς στα Κουλουκουθιανά, στις Βουκολιές, στο Δρομόνερο και μέχρι την κατάληψη της Καντάνου.
Το Καστέλι έπεσε το απόγευμα της 24ης Μαΐου. Η μαχητικότητα των πολιτών φάνηκε από το ότι συνέχισαν να συμπλέκονται με νέες γερμανικές δυνάμεις που κατέφτασαν τις επόμενες μέρες στην περιοχή, ακόμα και μετά την κατάληψη της κωμόπολης. Σπουδαία η μαρτυρία του Νεοζηλανδού ταγματάρχη G. Bedding που δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο για την οργάνωση της κωμόπολης του Καστελιού, τα προβλήματα τροφοδοσίας και εξοπλισμού του συμμαχικού στρατού και του ελληνικού Συντάγματος, τη μαχητικότητα της ντόπιας Χωροφυλακής και του σχηματισμού πολιτοφυλακής από ντόπιους πολίτες που δεν εξοπλίστηκε επίσης ποτέ. Η μάχη των Κισαμιτών εναντίον των εισβολέων στον κάμπο της Κισάμου θα μείνει χαραγμένη αιώνια στον ομώνυμο πίνακα του Ιωάννη Ανούσακη.
Η κατάκτηση της Κρήτης είχε κοστίσει στους Γερμανούς πολύ ακριβά. Τουλάχιστον3.352 άνδρες που σκοτώθηκαν στη Μάχη της Κρήτης είναι θαμμένοι στο γερμανικό νεκροταφείο του Μάλεμε. Πρόκειται δηλαδή για τα 2/3 του συνόλου των γερμανικών απωλειών σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής στην Κρήτη καθώς το σύνολο των Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών που είτε είναι θαμμένοι είτε έχουν αναθηματική πλάκα στο γερμανικό νεκροταφείο στο Μάλεμε είναι 5.073. Πολλοί ακόμη θα άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Αθήνα και αλλού ανεβάζοντας το ήδη βαρύ τίμημα. Αυτές οι βαριές απώλειες του σώματος αλεξιπτωτιστών ουσιαστικά έβαλαν τέρμα σε αυτό το είδος πολέμου. Και, ακόμα χειρότερα για τον Άξονα, η Μάχη της Κρήτης έβαλε με εμφατικό τρόπο στην εξίσωση του πολέμου τον λαϊκό παράγοντα και την μετέπειτα Αντίσταση που έμελλε να καθορίσει πολιτικά τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη.
Πριν ακόμη αποχωρήσουν οι Γερμανοί, το καλοκαίρι του 1945 έχουμε τη σύσταση Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη, αποτελούμενη από τους καθηγητές Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον φωτογράφο ΚωνσταντίνοΚουτουλάκη. Η επιτροπή αυτή διέτρεξε την Κρήτη επί σαράντα ημέρες το καλοκαίρι του 1945. Η «Έκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη» παραμένει αδιάψευστος μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας στο νησί. «Δεν υπάρχει πόλις ή χωρίον» καταλήγει η έκθεση «που να μη εληστεύθη, να μη ηγγαρεύθη, να μη πενθή ολίγους ή πολλούς τυφεκισμένους και ομήρους αποσταλέντας εις την Γερμανίαν. […] Η επιδειχθείσα απάνθρωπος σκληρότης προς τους κατοίκους της Κρήτης είναι αληθώς ασυγχώρητος εις ένα λαόν που ήθελε να θεωρείται πολιτισμένος». Δυστυχώς, τα γερμανικά εγκλήματα παραμένουν ασυγχώρητα καθώς τα θύματά τους ακόμη περιμένουν, 84 χρόνια μετά, την έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους με την απόδοση αποζημιώσεων και την εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου προς το γερμανικό κράτος.
Στις μέρες μας, 84 χρόνια μετά, ο πόλεμος κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του στην περιοχή μας. Στα άλλοτε πεδία μαχών του ανατολικού μετώπου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες τα θύματα σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει, στην πολύπαθη Παλαιστίνη μια γενοκτονία συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Διαπραγματεύσεις για αλλαγές συνόρων και μετακινήσεις πληθυσμών μας οδηγούν πίσω στις εποχές του Α΄ ΠΠ. Οι σημερινές όμως πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες δεν προοιωνίζουν τίποτε το καλό. Είναι φανερό πως η ιστορία δεν τελείωσε με το τέλος του 20ού αιώνα και οι λαοί έχουν ακόμα πολλές μάχες να δώσουν για ειρήνη, δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία. Η λαϊκή συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης και η Αντίσταση του κρητικού λαού στον κατακτητή θα είναι για πάντα οδηγός στους νέους αυτούς αγώνες. 
*Γιάννης Σκαλιδάκης
Ιστορικός Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.