ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ, 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1824
Γιάντα ’ναι μαύρα τα βουνὰ κι οι κάμποι χλομιασμένοι;
Γιάντα δεν τραγουδούν πουλιὰ στα Εννιὰ Χωριὰ στὰ δάση;
Χαμηλὸ ήταν το νησάκι με χόρτα και θάμνα στην άμμο του κι η απόσταση από τη στεριά μικρή.
Όμως εκεί κατάφυγαν οι εφτακόσιοι άμαχοι προσδοκώντας το πέρασμα καραβιού.
Μαζί τους και σαράντα αρματωμένοι. Σαν είδανε τους καβαλάρηδες του Χουσεΐνμπεη αντίκρυ τους τρομάξανε.
Τό ’ξεραν πως η θάλασσα που τους εχώριζε ήτανε ρηχή. Οι σαράντα οπλοφόροι άντεξαν όσο μπορέσανε.
Κι όταν το πρώτο άλογο προχώρησε, είδαν πως το νερὸ δεν έφτανε μηδ’ ως τις ρίζες των ποδιών του. Κι ήτανε ν’ απορεί κάθε ανθρωπος πώς το μικρὸ Ελαφονήσι που φαίνουνταν να πλέει στη θάλασσα σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαρέους. Το θάνατο των άμαχων αρχίσανε πρώτα τ’ αλόγατα. Τα πέταλά τους θρυμματίζανε τα κεφαλάκια των παιδιών, τρυπούσαν τις κοιλιὲς των έγκυων γυναικών, συντρίβανε τις ραχοκοκκαλιὲς των γερόντων. Τα σπαθιὰ είχανε βγει από το θηκάρι τους. Με μια τους κίνηση κόβαν τα χέρια που απλώνουνταν προς τους σπαχήδες ικετευτικά, ανοίγανε στα δυο τα κεφάλια που κοιτάζανε τρομαγμένα κι αν κανένας κατέβαινε στη θάλασσα ένας στρατιώτης τον έπαιρνε από πίσω τον έφτανε και τον εμοίραζε στα δυο καθὼς τὸ κρεμασμένο αρνί του ο μακελάρης. Πόση ώρα να κράτησε ἡ σφαγή; Κι όταν τα εξακόσια γυναικόπαιδα κι οι γέροντες εκείτουνταν ασάλευτοι στην άμμο, οι καβαλάρηδες του Χουσεῒν μπήκανε πάλι στ’ άβαθο νερό πού ’χε απ’ το αίμα κοκκινίσει και βγήκαν στη στεριά. Μαζί τους έσερναν πάνω απο εκατὸ γυναίκες και παιδιὰ που η σπλαχνοσύνη τους έσωσε απο το θάνατο σίγουρο λάφυρο για σκλαβοπάζαρα. Εν’ αεράκι πήρε να φυσά κι έπαιζε με τα ξέπλεκα μαλλιὰ των κορασίδων και με τα λευκά κρινάκια πού ’χανε γλιτώσει απ’ των αλόγων το πάτημα. Ήτανε μέρα της Λαμπρής.
(Απὸ το βιβλίο του Γιώργη Μανουσάκη)
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΙΣΑΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.