« Τα Φαλάσαρνα, οι αμμοθίνες και τα βαρελάκια».
« η Χρυσοσκαλίτισσα και το (Ε)λαφονήσι»
Βιώνοντας το καλοκαίρι το πέρασμα χιλιάδων τουριστών από την απροετοίμαστη μικρή μας πόλη για την έξαρση του τουριστικού φαινομένου που, είναι καλοδεχούμενος, βεβαίως, για λόγους παράδοσης από τον Ξένιο Δία, αλλά και για λόγους τόνωσης της οικονομίας μας, η οποία κατά μεγάλο μέρος στηρίζεται σε αυτόν, γυρίζω κάποια χρόνια πίσω στους τόπους της περιοχής μας που σήμερα είναι προορισμοί και δέχονται ημερησίως χιλιάδες τουρίστες και θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσομε τον όρο οτι γίνεται "υπερβόσκηση "τουρισμού.
Μοιραία η υπερπληθώρα αυτή, ανθρώπων, που φυσικό είναι να κινούνται με αυτοκίνητα, οι χιλιάδες ομπρέλες, τα καθίσματα, η άγρια και άναρχη ανοικοδόμηση, ο αποκλεισμός από τις παραλίες των οικονομικά ασθενέστερων, που αδυνατούν να πληρώσουν ομπρέλες, αλλά και δεν έχουν χώρο να βάλουν την πετσέτα τους ίσως φέρει την αντίστροφη μέτρηση για την ποιότητα του τόπου που κάποτε ήταν μαγικός.
Δύο πράγματα εκτός από τους ανθρώπους, είναι ιερά στη χώρα μας. Τα μνημεία της ιστορίας μας από αρχαιοτάτων χρόνων και οι τόποι μας. Τα μνημεία μας, ευτυχώς, όσο μπορεί τα προστατεύει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, τον τόπο όμως όχι πάντα, οι έχοντες την αρμοδιότητα.
Και θα αναφέρω, ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου, δύο παραδείγματα αλλοίωσης του τόπου που είτε γίνεται από την ίδια τη φύση, είτε από απερίσκεπτη ανθρώπινη παρέμβαση.
Πριν από χρόνια σπάνια πηγαίναμε να κάνομε μπάνιο στα Φαλάσαρνα, κάθε μέρα. Τα Φαλάσαρνα ήταν εκδρομή.....πάντα συνδυασμένη με την επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο και την ομιλούσα σιωπή του. Επίσης συνδυασμένα ήταν με δυό μεγάλα πανηγύρια του καλοκαιριού, προσκυνήματα. Εκείνο της Αγ.Παρασκευής, 26 Ιουλίου και το άλλο του Αγ,Φωτιού,12 Αυγούστου. Όταν σπάνια πηγαίναμε για να κολυμπήσομε, δεν ήταν η υπέροχη γαλάζια θάλασσα τόσο και το κολύμπι, όσο το παιχνίδι οταν βγαίναμε από τη θάλασσα στις πελώριες αμμοθίνες, που ο αέρας φυσώντας την ψιλή άμμος σχημάτιζε στην αμμουδιά. Ανεβαίνοντας στην κορυφή τους απολαμβάναμε επί ώρες κάνοντας τα βαρελάκια, κουτρουβαλώντας μικροί μεγάλοι και πέφτοντας στα μαλακά. Και περιμέναμε το βύθισμα του ήλιου για να φύγομε, γιατί όπως τόχει συνήθειο ετσι μαγικά, όπως και σήμερα βυθιζόταν και τότε...
Η άλλη ανάμνηση προέρχεται από το Λαφονήσι. Εκείνα τα χρόνια το Λαφονήσι σαν τουριστικός προορισμός για τους πολλούς ήταν άγνωστος. Ο προορισμός τότε ήταν για τους ντόπιους η Χρυσοσκαλίτισσα, το μοναστήρι της Παναγίας που γιορτάζει την Κοίμηση Της στις 15 Αυγούστου.
Στην δεκαετία του πενήντα -εξήντα δρόμος δε υπήρχε. Το αυτοκίνητο πήγαινε μέχρι τη Βάθη με την ονομασία Κούνενι τότε.
Περνώντας τη γειτονιά Πλοκαμιανά, βάδιζες με τα πόδια ή αν είχες την τύχη να εξασφαλίσεις ένα γαιδαράκο, από ένα στενό χωματόδρομο και ύστερα από μια ώρα περίπου έφτανες στη Χρυσοσκαλίτισσα ή στο Γιαλό, όπως έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι από το Κεφάλι, Παπαδιανά, Τζιτζιφιά, Περβόλια, και μέχρι το Ελος διέθεταν κτήματα στο Γιαλό, τα οποία έσπερναν, ή ήταν βοσκότοποι. Μόλις έφτανες στο τέλος του χωματλοδρομου, στο Στόμιο, κάτω απο τους γύψινους λάκκους απέναντι σου κάτασπρο περιστέρι με απλωμένα φτερά ξεπρόβαλε το Μοναστήρι της Παναγίας, πάνω στο βράχο. Στο πιο ψηλό σημείο του πάνω και κολλητά το μικρό γραφικό εκκλησάκι του Αφέντη Χριστού που γιορτάζει στις 6 Αυγούστου. Λίγο πριν φτάσεις στην Παναγία δεξιά, ένας κατήφορος σε κατεβάζει στον Άγιο Παντελεήμονα ένα μικρό ξωκλήσι που το προσκυνούν στην άκρη του ευλαβικά τα κύματα. Τέλος φτάνεις στην αυλή της Παναγίας. Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις τις σκάλες, όπου και το κρυμμένο σκαλί, αριστερά σου ο μικρός ναίσκος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γρηγόριο. Το μοναστήρι τότε το διακονούσαν τρείς μορφές Ο ηγούμενος Γρηγόριος Πλοκαμάκης, η μοναχή Ευφημία Βατσολάκη που τύχαινε να είναι και αδερφή της γιαγιάς από τον πατέρα μου και η μοναχή Θεοδότη Κολοκοτρώνη και οι τρείς άνθρωποι ντόπιοι. Από
Τζιτζιφιά έως τα Πλοκαμιανά. Στο εικονοστάσι της ψυχής μου είναι άγιες μορφές φυλαγμένες. Στον όλο τρόπο ζωής τους έβλεπες έβλεπες ότι η αφιέρωση στο θεό αφήνει πολλά περιθώρια να είσαι μέσα στον κόσμο,άφήνει μια ελευθερία. Έτσι το μοναστήρι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τους ανθρώπους, του τόπου,το ένιωθαν δικό τους. Ερχόμενοι για δουλειές στο Γιαλό, να θερίσουν, να αλωνέψουν, να ψαρέψουν κάποιοι, τελειώνοντας, περνούσαν από την Παναγία, και τη φίλευαν με το σακουλικό τους κι αυτή πάντα τους φιλοξενούσε στο τραπέζι της με ο,τι είχε ετοιμάσει η φιλόξενη Θεοδότη. Αυτή ήταν η καθημερινότητα. Στη μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, επίσημη γιορτή του μοναστηριού ήταν το αδιαχώρητο από την παραμονή. Λεωφορεία του ΚΤΕΛ πηγαινοερχόταν συνέχεια φέρνοντας κόσμο απο όλο το νομό, ευλαβείς προσκυνητές και τασιμάρηδες στη Χάρη της.
Είχα την τύχη να περάσω πολλές καλοκαιρινές μέρες στον υπέροχο Άγιο τόπο. Εκεί είδα υπέροχο ηλιοβασίλεμα, εκεί μάζεψα υπέροχα όστρακα και κοχύλια, εκεί δοκίμασα το υπέροχο φαγητό με τα κοχυλοπετάλιδα, εκεί ψαλμωδίες και ύμνοι και οι παρακλήσεις του δεκαπενταύγουστου ήταν αγγελικές κι ας μην ήταν σωστός ο ήχος, κι ας μην ήταν πάντα σωστές οι λέξεις όπως τις απόδιδαν οι ψάλλοντες. Εκεί ενοιωθες άλλη οικειότητα με τους Αγίους, κατέβαιναν από τον ουρανό και γινόταν κι αυτοί χωριανοί. Μόνο στον Παπαδιαμάντη βρίσκεις τέτοιες εικόνες.
Από τις αξέχαστες εμπειρίες μου ήταν αυτή με την επίσκεψη μας στο Λαφονήσι. Με μια μικρή συντροφιά φίλων μας επισκεπτών την μοναχή Θεοδότη, ξεκινήσαμε περιπατώντας, παίρνοντας τον χωματόδρομο, καθότι αυτοκίνητο δεν πήγαινε, αλλά δεν υπήρχαν και διαθέσιμα τότε. Είχαμε μαζύ μας και ένα ντόπιο άνθρωπο, ο οποίος εγνώριζε το συγκεκριμένο πέρασμα για να βρεθούμε στο νησί απέναντι. Βλέπετε τότε τα νερά ήταν βαθιά. Μόνο από ένα σημείο υπήρχε ένα ανάβαθο πέρασμα που μόνο άνθρωποι που ψάρευαν στην περιοχή γνώριζαν. Περάσαμε κρατώντας τα πράγματα μας ψηλά με σηκωμένα τα χέρια στο νησί.
Το όλο τοπίο ήταν μια αποκάλυψη. Η μαγεία σε όλο το μεγαλείο. Τα ρηχά πρασινογάλαζα νερά, η ρόζ άμμος, με τα μικρά ποκιλόμορφα και λιλιπούτεια κοχύλια, οι κέδροι….. και το φώς ανελέητο κατά τον Ελύτη. Κι ύστερα η ιστορία για τη σφαγή, το Μυλαύλακο που έφτασε που κοκκίνησε το νερό του από το αίμα των σφαγιασθέντων χριστιανών. Φωτεινό ορόσημο μακριά ο φάρος κι ο φαροφύλακας, παρηγοριά για τα πλοία που περνούν το Λιβυκό,ταξιδεύοντας για την Αφρική. Κι ύστερα το φαγητό κάτω από τα αρμυρίκι με συντροφιά τη
σαύρα που απόλαυσε το κομμάτι της ντομάτας μαζί μας κι ύστερα έφυγε… Με το ηλιοβασίλεμα άρχισε η επιστροφή, δύσκολη, με τα πόδια ξανά και τσουρουφλισμένοι, που ήδη μας έτσουζε η πλάτη……
« η Χρυσοσκαλίτισσα και το (Ε)λαφονήσι»
Βιώνοντας το καλοκαίρι το πέρασμα χιλιάδων τουριστών από την απροετοίμαστη μικρή μας πόλη για την έξαρση του τουριστικού φαινομένου που, είναι καλοδεχούμενος, βεβαίως, για λόγους παράδοσης από τον Ξένιο Δία, αλλά και για λόγους τόνωσης της οικονομίας μας, η οποία κατά μεγάλο μέρος στηρίζεται σε αυτόν, γυρίζω κάποια χρόνια πίσω στους τόπους της περιοχής μας που σήμερα είναι προορισμοί και δέχονται ημερησίως χιλιάδες τουρίστες και θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσομε τον όρο οτι γίνεται "υπερβόσκηση "τουρισμού.
Μοιραία η υπερπληθώρα αυτή, ανθρώπων, που φυσικό είναι να κινούνται με αυτοκίνητα, οι χιλιάδες ομπρέλες, τα καθίσματα, η άγρια και άναρχη ανοικοδόμηση, ο αποκλεισμός από τις παραλίες των οικονομικά ασθενέστερων, που αδυνατούν να πληρώσουν ομπρέλες, αλλά και δεν έχουν χώρο να βάλουν την πετσέτα τους ίσως φέρει την αντίστροφη μέτρηση για την ποιότητα του τόπου που κάποτε ήταν μαγικός.
Δύο πράγματα εκτός από τους ανθρώπους, είναι ιερά στη χώρα μας. Τα μνημεία της ιστορίας μας από αρχαιοτάτων χρόνων και οι τόποι μας. Τα μνημεία μας, ευτυχώς, όσο μπορεί τα προστατεύει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, τον τόπο όμως όχι πάντα, οι έχοντες την αρμοδιότητα.
Και θα αναφέρω, ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου, δύο παραδείγματα αλλοίωσης του τόπου που είτε γίνεται από την ίδια τη φύση, είτε από απερίσκεπτη ανθρώπινη παρέμβαση.
Πριν από χρόνια σπάνια πηγαίναμε να κάνομε μπάνιο στα Φαλάσαρνα, κάθε μέρα. Τα Φαλάσαρνα ήταν εκδρομή.....πάντα συνδυασμένη με την επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο και την ομιλούσα σιωπή του. Επίσης συνδυασμένα ήταν με δυό μεγάλα πανηγύρια του καλοκαιριού, προσκυνήματα. Εκείνο της Αγ.Παρασκευής, 26 Ιουλίου και το άλλο του Αγ,Φωτιού,12 Αυγούστου. Όταν σπάνια πηγαίναμε για να κολυμπήσομε, δεν ήταν η υπέροχη γαλάζια θάλασσα τόσο και το κολύμπι, όσο το παιχνίδι οταν βγαίναμε από τη θάλασσα στις πελώριες αμμοθίνες, που ο αέρας φυσώντας την ψιλή άμμος σχημάτιζε στην αμμουδιά. Ανεβαίνοντας στην κορυφή τους απολαμβάναμε επί ώρες κάνοντας τα βαρελάκια, κουτρουβαλώντας μικροί μεγάλοι και πέφτοντας στα μαλακά. Και περιμέναμε το βύθισμα του ήλιου για να φύγομε, γιατί όπως τόχει συνήθειο ετσι μαγικά, όπως και σήμερα βυθιζόταν και τότε...
Η άλλη ανάμνηση προέρχεται από το Λαφονήσι. Εκείνα τα χρόνια το Λαφονήσι σαν τουριστικός προορισμός για τους πολλούς ήταν άγνωστος. Ο προορισμός τότε ήταν για τους ντόπιους η Χρυσοσκαλίτισσα, το μοναστήρι της Παναγίας που γιορτάζει την Κοίμηση Της στις 15 Αυγούστου.
Στην δεκαετία του πενήντα -εξήντα δρόμος δε υπήρχε. Το αυτοκίνητο πήγαινε μέχρι τη Βάθη με την ονομασία Κούνενι τότε.
Περνώντας τη γειτονιά Πλοκαμιανά, βάδιζες με τα πόδια ή αν είχες την τύχη να εξασφαλίσεις ένα γαιδαράκο, από ένα στενό χωματόδρομο και ύστερα από μια ώρα περίπου έφτανες στη Χρυσοσκαλίτισσα ή στο Γιαλό, όπως έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι από το Κεφάλι, Παπαδιανά, Τζιτζιφιά, Περβόλια, και μέχρι το Ελος διέθεταν κτήματα στο Γιαλό, τα οποία έσπερναν, ή ήταν βοσκότοποι. Μόλις έφτανες στο τέλος του χωματλοδρομου, στο Στόμιο, κάτω απο τους γύψινους λάκκους απέναντι σου κάτασπρο περιστέρι με απλωμένα φτερά ξεπρόβαλε το Μοναστήρι της Παναγίας, πάνω στο βράχο. Στο πιο ψηλό σημείο του πάνω και κολλητά το μικρό γραφικό εκκλησάκι του Αφέντη Χριστού που γιορτάζει στις 6 Αυγούστου. Λίγο πριν φτάσεις στην Παναγία δεξιά, ένας κατήφορος σε κατεβάζει στον Άγιο Παντελεήμονα ένα μικρό ξωκλήσι που το προσκυνούν στην άκρη του ευλαβικά τα κύματα. Τέλος φτάνεις στην αυλή της Παναγίας. Πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις τις σκάλες, όπου και το κρυμμένο σκαλί, αριστερά σου ο μικρός ναίσκος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γρηγόριο. Το μοναστήρι τότε το διακονούσαν τρείς μορφές Ο ηγούμενος Γρηγόριος Πλοκαμάκης, η μοναχή Ευφημία Βατσολάκη που τύχαινε να είναι και αδερφή της γιαγιάς από τον πατέρα μου και η μοναχή Θεοδότη Κολοκοτρώνη και οι τρείς άνθρωποι ντόπιοι. Από
Τζιτζιφιά έως τα Πλοκαμιανά. Στο εικονοστάσι της ψυχής μου είναι άγιες μορφές φυλαγμένες. Στον όλο τρόπο ζωής τους έβλεπες έβλεπες ότι η αφιέρωση στο θεό αφήνει πολλά περιθώρια να είσαι μέσα στον κόσμο,άφήνει μια ελευθερία. Έτσι το μοναστήρι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τους ανθρώπους, του τόπου,το ένιωθαν δικό τους. Ερχόμενοι για δουλειές στο Γιαλό, να θερίσουν, να αλωνέψουν, να ψαρέψουν κάποιοι, τελειώνοντας, περνούσαν από την Παναγία, και τη φίλευαν με το σακουλικό τους κι αυτή πάντα τους φιλοξενούσε στο τραπέζι της με ο,τι είχε ετοιμάσει η φιλόξενη Θεοδότη. Αυτή ήταν η καθημερινότητα. Στη μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, επίσημη γιορτή του μοναστηριού ήταν το αδιαχώρητο από την παραμονή. Λεωφορεία του ΚΤΕΛ πηγαινοερχόταν συνέχεια φέρνοντας κόσμο απο όλο το νομό, ευλαβείς προσκυνητές και τασιμάρηδες στη Χάρη της.
Είχα την τύχη να περάσω πολλές καλοκαιρινές μέρες στον υπέροχο Άγιο τόπο. Εκεί είδα υπέροχο ηλιοβασίλεμα, εκεί μάζεψα υπέροχα όστρακα και κοχύλια, εκεί δοκίμασα το υπέροχο φαγητό με τα κοχυλοπετάλιδα, εκεί ψαλμωδίες και ύμνοι και οι παρακλήσεις του δεκαπενταύγουστου ήταν αγγελικές κι ας μην ήταν σωστός ο ήχος, κι ας μην ήταν πάντα σωστές οι λέξεις όπως τις απόδιδαν οι ψάλλοντες. Εκεί ενοιωθες άλλη οικειότητα με τους Αγίους, κατέβαιναν από τον ουρανό και γινόταν κι αυτοί χωριανοί. Μόνο στον Παπαδιαμάντη βρίσκεις τέτοιες εικόνες.
Από τις αξέχαστες εμπειρίες μου ήταν αυτή με την επίσκεψη μας στο Λαφονήσι. Με μια μικρή συντροφιά φίλων μας επισκεπτών την μοναχή Θεοδότη, ξεκινήσαμε περιπατώντας, παίρνοντας τον χωματόδρομο, καθότι αυτοκίνητο δεν πήγαινε, αλλά δεν υπήρχαν και διαθέσιμα τότε. Είχαμε μαζύ μας και ένα ντόπιο άνθρωπο, ο οποίος εγνώριζε το συγκεκριμένο πέρασμα για να βρεθούμε στο νησί απέναντι. Βλέπετε τότε τα νερά ήταν βαθιά. Μόνο από ένα σημείο υπήρχε ένα ανάβαθο πέρασμα που μόνο άνθρωποι που ψάρευαν στην περιοχή γνώριζαν. Περάσαμε κρατώντας τα πράγματα μας ψηλά με σηκωμένα τα χέρια στο νησί.
Το όλο τοπίο ήταν μια αποκάλυψη. Η μαγεία σε όλο το μεγαλείο. Τα ρηχά πρασινογάλαζα νερά, η ρόζ άμμος, με τα μικρά ποκιλόμορφα και λιλιπούτεια κοχύλια, οι κέδροι….. και το φώς ανελέητο κατά τον Ελύτη. Κι ύστερα η ιστορία για τη σφαγή, το Μυλαύλακο που έφτασε που κοκκίνησε το νερό του από το αίμα των σφαγιασθέντων χριστιανών. Φωτεινό ορόσημο μακριά ο φάρος κι ο φαροφύλακας, παρηγοριά για τα πλοία που περνούν το Λιβυκό,ταξιδεύοντας για την Αφρική. Κι ύστερα το φαγητό κάτω από τα αρμυρίκι με συντροφιά τη
σαύρα που απόλαυσε το κομμάτι της ντομάτας μαζί μας κι ύστερα έφυγε… Με το ηλιοβασίλεμα άρχισε η επιστροφή, δύσκολη, με τα πόδια ξανά και τσουρουφλισμένοι, που ήδη μας έτσουζε η πλάτη……
Κι άλλες φορές πήγα στο Λαφονήσι, εκείνη η φορά, εκείνο το προσκύνημα δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Ακούγοντας και διαβάζοντας σήμερα πολλά και θαυμαστά για τους μικρούς μας παράδεισους, ένοιωσα την ανάγκη να γράψω αυτές τις αράδες. Έτσι απλά σαν αφελής ρομαντική, α! και κάτι άλλο:Τρομάζω σήμερα με τις ορδές τις καθημερινές των ανθρώπων, του καλοκαιριού, και τις χιλιάδες τα αυτοκίνητα. Τρομάζουν τα ομπρελοκαθίσματα παντού και οι κατασκευές με κουρτίνες μέσα στη θάλασσα για τους μεγαλοσχήμονες, τρομάζει το σερβίρισμα ποτών μέσα σε κάποιες παραλίες και το γκαρσόν να τσαλαβουτά στα νερά με το δίσκο…. Τρομάζουν οι εκκωφαντικές μουσικές που σκεπάζουν το φλοίσβο των κυμάτων….Και όλα αυτά τζάμπα…τζάμπα μάγκες.
Τρομάζουν τα Φαραωνικά κτίρια μέσα στην σεμνότητα και αγιότητα της φύσης. Τόποι που έπρεπε να είναι Εθνικά πάρκα με είσοδο προσιτή οικονομικά για ημερήσια αναψυχή, αφού έχει προηγηθεί από τους δήμους η ανάλογη αξιοποίηση, με παροχή υπηρεσιών από κατάλληλους ανθρώπους.
Ας ελπίσομε ότι η τήρηση του νόμου, η γνώση, η φιλοτιμία και ο σεβασμός θα φροντίσουν για την εξ αδιανεμήτου αυτή περιουσία που ο Θεός και η φύση πλουσιοπάροχα μας δώρισε να φυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού και να παραδοθεί στα παιδιά μας και στην φιλοξενία των ξένων μας με αναλλοίωτη την ομορφιά της…..
Ακούγοντας και διαβάζοντας σήμερα πολλά και θαυμαστά για τους μικρούς μας παράδεισους, ένοιωσα την ανάγκη να γράψω αυτές τις αράδες. Έτσι απλά σαν αφελής ρομαντική, α! και κάτι άλλο:Τρομάζω σήμερα με τις ορδές τις καθημερινές των ανθρώπων, του καλοκαιριού, και τις χιλιάδες τα αυτοκίνητα. Τρομάζουν τα ομπρελοκαθίσματα παντού και οι κατασκευές με κουρτίνες μέσα στη θάλασσα για τους μεγαλοσχήμονες, τρομάζει το σερβίρισμα ποτών μέσα σε κάποιες παραλίες και το γκαρσόν να τσαλαβουτά στα νερά με το δίσκο…. Τρομάζουν οι εκκωφαντικές μουσικές που σκεπάζουν το φλοίσβο των κυμάτων….Και όλα αυτά τζάμπα…τζάμπα μάγκες.
Τρομάζουν τα Φαραωνικά κτίρια μέσα στην σεμνότητα και αγιότητα της φύσης. Τόποι που έπρεπε να είναι Εθνικά πάρκα με είσοδο προσιτή οικονομικά για ημερήσια αναψυχή, αφού έχει προηγηθεί από τους δήμους η ανάλογη αξιοποίηση, με παροχή υπηρεσιών από κατάλληλους ανθρώπους.
Ας ελπίσομε ότι η τήρηση του νόμου, η γνώση, η φιλοτιμία και ο σεβασμός θα φροντίσουν για την εξ αδιανεμήτου αυτή περιουσία που ο Θεός και η φύση πλουσιοπάροχα μας δώρισε να φυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού και να παραδοθεί στα παιδιά μας και στην φιλοξενία των ξένων μας με αναλλοίωτη την ομορφιά της…..
Ευτυχία Δεσποτάκη Πευκιανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.