Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Από τον Κώστα Ντουντουλάκη*
Η Φαλάσαρνα, περίπου 52 χλμ δυτικά των Χανίων, είναι γνωστή για την όμορφη απέραντη αμμώδη της παραλία και τα κρυστάλλινα νερά της. Από το 2.000 π. Χ. περίπου, ήταν πόλη με διάσημο εμπορικό λιμάνι, εντυπωσιακούς ναούς και επιβλητικά τείχη. 
Βόρεια της παραλίας σώζονται ερείπια του αρχαίου λιμανιού.
 Η αρχαία πόλη Φαλάσαρνα λέγεται, αλλά όσο κι αν ψάξει κανείς δεν βρίσκει έγκυρη πηγή γιαυτό, ούτε καν για ύπαρξη στην μυθολογία της ομώνυμης νύμφης, πως ήταν αφιερωμένη στη νύμφη Φαλασάρνη. 
Έφτασε στο απόγειο της ακμής της κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.
Ως πλούσια πόλη είχε δικό της νόμισμα και ήταν γνωστή και διαβόητη ως μια ναυτική (κυρίως πειρατική) δύναμη, ώσπου καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 69 π.Χ.
Κάθε σοβαρή προσπάθεια ετυμολόγησής της, κατά την γνώμη μου, έχει να λάβει υπόψιν της τα εξής:
Η ρίζα ΦΑ (βλ Λεξ Liddell&Scott και Λεξ. Ησυχίου και Σουίδα)  υπάρχει στο φάος/φώς  και στο  ρήμα φαίνω=φέρω στο φως, φωτίζω, εξ ού φαεινός κλπ.
Από το ΦΑ- φάος, αρχαίες λέξεις είναι Φαιστός=φωτεινός τόπος, Φάληρον(Φα + (κατά το λεξικό ονομάτων πόλεων του Νίκου Μπαλάσκα) το επιτατικό μόριο λαι>Φάλαιρον>Φάληρον, δηλαδή το πολύ φωτεινό, όπως το λαι- στη λέξη λαίλαψ λαι+λαψ(θέμα αορίστου του λάπτω=ροφώ, καταπίνω άπληστα) >λαίλαψ=σφοδρή θύελλα που ροφά, καταπίνει τα πάντα.
Άρα Φα+λαι/λα και προς αποφυγή χασμωδίας+σ + αρ=γη + κατάληξη α /να =πολύ φωτεινή γη, ηλιόλουστος  τόπος.
Αν υπήρξε κατά τη μυθολογία και νύμφη Φαλασάρνη, κατά την παραπάνω εννοιολογική-γραμματική ετυμολογική προσέγγιση, το όνομά της σημαίνει, αυτή που κατοικεί σε πολύ φωτεινό τόπο. 
Το αν πήρε ο τόπος απ΄αυτήν ή αυτή απ΄ τον τόπο την ονομασία, δεν έχει εννοιολογική ετυμολογική σημασία.
Μια άλλη πιθανή προσέγγιση είναι από
Θάλασ-σα+αρν-από το ρήμα άρνυμι=καρπούμαι, κερδίζω, άρα Θαλάσ+αρν+κατάληξη α >Θαλάσαρνα=(Τόπος, Πόλη) από την θάλασσα κερδίζουσα και όντως, όπως η ιστορία της Φαλάσαρνας μας πληροφορεί, η θάλασσα ήταν η πηγή του μεγάλου πλούτου της.
Με λεκτική συν τω χρόνω (πιθανά από τα υστερομινωικά χρόνια ή αργότερα) αλλοίωση του θ σε φ (όπως πχ λέμε σήμερα  θιαμπόλι μα και φιαμπόλι) > Φαλάσαρνα.
*Κώστας Ντουντουλάκης, συντ δάσκαλος, πτ. πολιτ. επιστ. μελετητής/ερευνητής ελληνικής γλώσσας και ιστορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.