«Το Ουκρανικό ζήτημα και η συμμετοχή της Ελλάδας».
3η συνέχεια: «Η εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919 και η ελληνική συμμετοχή».
3η συνέχεια: «Η εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919 και η ελληνική συμμετοχή».
Της Στέλλας Μαρινάκη
Στο ξεκίνημά του ο 20ος αιώνας επεφύλασσε στις Παρευξείνιες χώρες δυσάρεστα γεγονότα και μεγάλη αναταραχή, ως αντίκτυπο των παγκόσμιων εξελίξεων:
Α) Αφ’ ενός της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουλίου 1914. Ένα μήνα μετά ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις που συμπαρέσυραν σχεδόν όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες στη δίνη του «Μεγάλου Πολέμου». Οι συμμαχικές χώρες (Αντάντ) εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Βουλγαρίας και Τουρκίας) ήταν: η Μ. Βρετανία με τις αποικίες της (Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία κ.ά.), η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Ελλάδα και η μακρινή Ιαπωνία! Η Ρωσία παρέμεινε μόνο τρία χρόνια και πέντε μήνες στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ.
Β) Αφ’ ετέρου, την περίοδο αυτή, ξέσπασαν οι εμφύλιες συγκρούσεις της επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1917 (γνωστής και ως Οκτωβριανής Επανάστασης). Οι αναταραχές αυτές ανάγκασαν τη Ρωσία να συνθηκολογήσει εσπευσμένα με τους Γερμανούς! Υπογράφοντας στις 3 Μαρτίου 1918 την ταπεινωτική γι’ αυτήν συνθήκη στο Μπρεστ-Λιτοφσκ, μια μικρή πόλη στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας. Ακολούθησαν τραγικά γεγονότα, όπως η δολοφονία του Τσάρου Νικολάου Β’ και της οικογένειάς του, τον Ιούλιο του 1918, από το τοπικό Σοβιέτ στο Εκατερίνμπουργκ. Όπως ήταν φυσικό, τα γεγονότα αυτά άλλαξαν τις ισορροπίες του πολέμου, δημιουργώντας επικίνδυνες πολιτικές διαμάχες και αποσχιστικά – αυτονομιστικά κινήματα. Οι ανατροπές στην πρώην Τσαρική αυτοκρατορία έφεραν ριζικές – βίαιες αλλαγές στον γεωγραφικό χάρτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Εξετάζοντας με προσοχή τις ιστορικές εξελίξεις, παρατηρούμε πως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μακροχρόνιες συνέπειες. Άρα λοιπόν, δεν έμελλε να είναι απλά ένας πόλεμος «ο οποίος θα έφερνε το τέλος των άλλων πολέμων», όπως ισχυρίζονταν τότε οι ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά είχε αντίθετο αποτέλεσμα, αφού προκάλεσε γενικευμένες τοπικές συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συμμαχικές δυνάμεις της Δύσης είχαν ανησυχήσει έντονα με τις εξελίξεις της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Προσπαθούσαν να περιφρουρήσουν τον τεράστιο όγκο πολεμικού υλικού και εφοδίων που είχαν στείλει στη Ρωσία (όταν αυτή πολεμούσε ακόμα στο πλευρό τους), φοβούμενες μήπως αυτά περιέλθουν στα χέρια των επαναστατών, που αγωνίζονταν να εγκαθιδρύσουν τη «δικτατορία του προλεταριάτου»!
Η Γαλλία ήταν αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκστρατεία της Ουκρανίας (γνωστής τότε και ως «μεσημβρινής Ρωσίας») και στη συμμετοχή της Ελλάδος εναντίον των Μπολσεβίκων, με πρωτεργάτη τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζώρζ Κλεμανσώ. Χορήγησε μάλιστα και πολεμικό δάνειο προς τη χώρα μας για μπορέσει να καλύψει το οικονομικό κόστος της επιστράτευσης!
Η κυβέρνηση της Ελλάδος ήταν αδύνατον να διαχωρίσει τη θέση της από την πολεμική τακτική των συμμαχικών μ’ αυτήν χωρών, δηλαδή των Άγγλων και των Γάλλων. Δεν άργησε επομένως να αποφασίσει την εμπλοκή της, στέλνοντας πεζικό και ναυτικό στις Παρευξείνιες χώρες. Η απόφαση ελήφθη στα τέλη του 1918 από τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν και υπουργός των Στρατιωτικών.
Η διοικητική ιεραρχία είχε διαμορφωθεί ως εξής: Μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ είχε αναλάβει το βασιλικό αξίωμα ο νεαρός Αλέξανδρος (από τις 12 Ιουνίου 1917). Υπουργός Ναυτικών ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης και μετά ο Αθανάσιος Μιαούλης, ενώ αρχιστράτηγος ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος με επιτελάρχη τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Ως επιτελείς του υπηρετούσαν δύο αξιωματικοί που θα απασχολούσαν σοβαρά τα πολιτικά πράγματα της χώρας αρκετά χρόνια αργότερα από διαφορετική ιδεολογία: ο Στέφανος Σαράφης και ο Γεώργιος Τσολάκογλου!
Αλλά και ανάμεσα στους αξιωματικούς υπήρχαν επίσης ονόματα που έμελλε να σημαδέψουν τις πολιτικές εξελίξεις αργότερα, όπως: των αντισυνταγματαρχών Νεόκοσμου Γρηγοριάδη (2ου Συντάγματος), Γεώργιου Κονδύλη (3ου Συντάγματος) και Νικόλαου Πλαστήρα (Διοικητού 5/42 Συντάγματος Ευζώνων). Επίσης, συμμετείχε το Α’ Σώμα Στρατού με τις μονάδες επεμβάσεως, υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, με τον επιτελάρχη του συνταγματάρχη, Αλέξανδρο Οθωναίο.
Σκοπός της Ελληνικής συμμετοχής ήταν η προστασία των Ελληνικών κοινοτήτων της Ουκρανίας, οι οποίες αριθμούσαν χιλιάδες Έλληνες. Η Οδησσός, η Μαριούπολη, η Χερσώνα, το Νικολάιεφ, διέθεταν τις πολυπληθέστερες Ελληνικές παροικίες1. Γύρω στο 1920 υπολογίζεται ότι αριθμούσαν 500-550.000 ψυχές! Το ελληνικό στοιχείο είχε αυξήσει την παρουσία του σημαντικά εκεί, κυρίως μετά τους Τουρκικούς διωγμούς του 1870. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1890-1900 είχαν φράσει στην περιοχή της Ουκρανίας πάνω από 165.000 Έλληνες!
Περιοχές δράσης των Ελληνικών δυνάμεων ήταν οι Νότιες ακτές της Ουκρανίας. Η Οδησσός, η Χερσώνα, η Κριμαία και το Νικολάιεφ. Αποβιβάστηκαν εκεί στις 20 Ιανουαρίου 1919 και αποχώρησαν στις 28 Απριλίου 1919, ύστερα από την υπογραφή της εκεχειρίας την προηγούμενη μέρα. Σ’ αυτές τις 99 ημέρες έλαβαν μέρος σε σκληρές μάχες στις οποίες πολέμησαν γενναία, παρόλο που εγκαταλείφθηκαν από τους Γάλλους (οι οποίοι στασίασαν στη Σεβαστούπολη)2.
Στην εκστρατεία αυτή των συμμάχων στην Ουκρανία η Ελλάδα δεν συμμετείχε μόνο με χερσαίες δυνάμεις. Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό έλαβε μέρος με 13 από τα 19 πλοία που διέθετε, ενώ τα υπόλοιπα 6 περιπολούσαν στην Προποντίδα, στο Αιγαίο και στο Ιόνιο Πέλαγος. Τα πλοία αυτά ήταν: 2 θωρηκτά («Κιλκίς» και «Λήμνος»), 1 θωρακισμένο θωρηκτό εύδρομο (το «Αβέρωφ»), 7 Αντιτορπιλικά (τα «Πάνθηρ», «Βέλος», «Λόγχη», «Κεραυνός», «Αετός», «Ιέραξ» και «Λέων»), τα οπλιταγωγά «Κανάρης» και «Σφενδόνη» και το νοσοκομειακό «Αμφιτρίτη».
Το πρώτο ελληνικό πλοίο που εισήλθε στον Εύξεινο Πόντο ήταν το Αντιτορπιλικό «Πάνθηρ», που στις 26 Νοεμβρίου 1918 έδεσε στο λιμάνι της Σεβαστούπολης στην Κριμαία. Ακολούθησαν το «Αβέρωφ» και σταδιακά τα υπόλοιπα. Άλλοτε περιπολούσαν στα ανοικτά ή στην Αζοφική θάλασσα και άλλοτε έδεναν στην Οδησσό. Τα υπηρεσιακά καθήκοντα των ελληνικών πολεμικών πλοίων περιορίζονταν σε περιπολίες στη Μαύρη Θάλασσα, στην μεταφορά εφοδίων, στην εκκένωση περιοχών από κατοίκους που κινδύνευαν, αλλά και στην προστασία των αμάχων και βέβαια των Ελλήνων της Ουκρανίας.
Χαρακτηριστική ήταν η προειδοποίηση που έστειλε ο πλοίαρχος του Αντιτορπιλικού «Βέλος», Νικόλαος Τούμπας, προς τους αντάρτες των Σοβιέτ στην περιοχή της Ευπατορίας της Κριμαίας, ότι: «αν άγγιζαν του Έλληνες θα κατέστρεφε την πόλη ολοσχερώς με τα πυροβόλα του πλοίου του».
Μαζί με τα ελληνικά πλοία που προαναφέρθηκαν, στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν και 4 Γαλλικά θωρηκτά, 1 Ιταλικό και 1 Αγγλικό καταδρομικό, που το συνόδευαν 3 αντιτορπιλικά. Τα πλοία αυτά από κοινού υποστήριζαν την άμυνα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας έως τις 17 Απριλίου 1919. Τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» παρέμειναν στην περιοχή μέχρι τον Μάρτιο του 1920, κυρίως για την υποστήριξη των Ελλήνων της Οδησσού και της Σεβαστούπολης. Ήταν τα τελευταία όλης της αποστολής που αποχώρησαν από το Νοβοροσίσκ στα τέλη του Μαρτίου της ίδιας χρονιάς. Είχαν ενταχθεί στον συμμαχικό στόλο και υποχρεούντο να τηρούν τους συμμαχικούς κανόνες. Δηλαδή, ενώ έφεραν το σήμα του Έλληνα κυβερνήτη τους, είχαν υψώσει τη Γαλλική σημαία (τα αντιτορπιλικά). Ενώ από τα θωρηκτά είχε απαιτηθεί η αφαίρεση του οπλισμού τους.
Να σημειωθεί εδώ ότι: Οι Ελληνικές δυνάμεις που πήραν μέρος στην Ουκρανική εκστρατεία ήταν συνολικά:
18 τάγματα πεζικού, 2 μοίρες ορεινού πυροβολικού,
1 τάγμα βοηθητικών μονάδων στα μετόπισθεν,
13 πολεμικά πλοία με τα πληρώματά τους.
Μόνο 2 υδροπλάνα που έφερε το Αντιτορπιλικό «Πάνθηρ», τα οποία έμειναν στον ναυτικό σταθμό στον όρμο Μπακάλ της Κριμαίας.
Η 534η αεροπορική μοίρα αεροπόρων χωρίς τα αεροπλάνα τους!
Στο σύνολό τους οι Ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 23.351 άνδρες!
Η αποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν περιπετειώδης. Το 34ο Σύνταγμα πεζικού και οι μονάδες της 2ης Μεραρχίας πέρασαν πεζοί τον Δνείστερο ποταμό από διαβάσεις και συγκεντρώθηκαν με άλλους Έλληνες στρατιώτες στο Γκαλάτς της Ρουμανίας. Ενώ τα τρία τάγματα της Κριμαίας αποβιβάστηκαν στην Κωνστάντζα. Άφησαν πίσω τους βαριές απώλειες που ανέρχονταν σε 18 αξιωματικούς και 380 οπλίτες νεκρούς και 657 τραυματίες.
Εκείνες τις ημέρες ο Άγγλος ναύαρχος Calthorpe απέστειλε στον Βενιζέλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα με την επαινετική φράση:
«Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται ημπορούν
σήμερον να είναι υπερήφανοι διότι είναι Έλληνες!».
Επίλογος - Αποτίμηση:
Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι αρμόδιοι να κρίνουν αν ο Ελ. Βενιζέλος έπραξε σωστά που δεν αρνήθηκε να θέσει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό τη διοίκηση των συμμάχων κρατών της Αντάντ. Ήλπιζε ότι οι Ευρωπαίοι θα τηρούσαν τις υποσχέσεις που του είχαν δώσει πριν από τη «Συνθήκη των Σεβρών» (της 10ης – 8ου -1920), για υποστήριξη των Ελληνικών διεκδικήσεων στην Μικρά Ασία.
Η ιστορία πάντως κατέγραψε τον πόλεμο αυτόν ως μια μάταιη, πολύνεκρη στρατιωτική επιχείρηση, που οι αρχικοί της στόχοι δεν επετεύχθησαν. Δηλαδή, οι προσπάθειες των Συμμάχων να προστατεύσουν και να ελέγξουν τις πετρελαιοπηγές, τις τραπεζικές επενδύσεις τους και τις επιχειρήσεις τους στη Ρωσία, ώστε να μην περιέλθουν στα χέρια των Μπολσεβίκων αν αυτοί επικρατούσαν. Οι στόχοι αυτοί των Δυτικών δεν επετεύχθησαν τελικά, απεναντίας γιγαντώθηκε το χάσμα, ακόμα και το μίσος θα λέγαμε, ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, λόγω των έντονων πολιτικών - πολιτισμικών αντιθέσεων και καταβολών, προπάντων μεταξύ Ρώσων-Ουκρανών, αλλά και μεταξύ των Ρώσων με άλλες εθνότητες. Άλλωστε, αυτές οι αντιπαραθέσεις είχαν διαρκέσει 4 και πλέον αιώνες όπως έχουμε δει3.
Στο παρόν άρθρο επικεντρωθήκαμε στα γεγονότα που συνέβησαν πριν από 100 χρόνια. Όμως, οι περιοχές της Υπερδνειστερίας (πέραν του ποταμού Δνείστερου), έζησαν διαρκείς εξεγέρσεις και συγκρούσεις έως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τον οποίο μεγάλη μερίδα Ουκρανών συντάχθηκαν με τη Δύση και έφτασαν στο σημείο να πολεμήσουν στο πλευρό των Χιτλερικών, ώστε να απαλλαχτούν, όπως πίστευαν, από τους σοβιετικούς δυνάστες τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι είχαν συμβεί και θανατηφόροι λιμοί επί Στάλιν στην Ουκρανία (1932).
Στις μέρες μας, βλέπουμε λοιπόν να διαδραματίζονται γεγονότα που θα αναλυθούν από τους ιστορικούς του μέλλοντος, τα οποία εμφανίζουν έντονες αναλογίες με το παρελθόν που εξετάζουμε. Ρώσοι και Ουκρανοί συγκρούονται στα πεδία των μαχών, ενός πολέμου με άγνωστο ως τώρα τέλος. Εκατό χρόνια μετά λοιπόν, θα αποδειχτεί ξανά, πόσο αμείλικτη είναι η Ιστορία στην αποτίμηση των γεγονότων και των προσώπων που τη διαμορφώνουν.
Συμπερασματικά, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά πως οι πόλεμοι, και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή μας, με τη μεγάλη τεχνολογική, επιστημονική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο που την χαρακτηρίζει, αντί να έχουν εκλείψει, εξακολουθούν δυστυχώς να παραμένουν ένα παρακινδυνευμένο πολιτικό εργαλείο, το οποίο προκαλεί μόνο απρόβλεπτα και οδυνηρά αποτελέσματα για τους λαούς που θα τους υποστούν!
Σημειώσεις:
1) Όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο (2η συνέχεια) οι Έλληνες της Οδησσού ανέπτυξαν σπουδαία πολιτιστικά επιτεύγματα ήδη από τα τέλη του 18ου αι. Κατά το 1795 η πόλη αριθμούσε 15.000 Έλληνες. «Φιλόκαλους Οδησσινούς, Γραικούς, οι οποίοι μελετούν την σύστασιν τυπογραφίας εν τη πόλει και τον διορισμόν ιατρού δια να κοιτάζει αμισθί τους πάσχοντας πτωχούς…». Βλ. «Λόγιος Ερμής» της Βιέννης, τεύχη 1816-1821. Από δημοσίευμα αρ. 16 για την Οδησσό και τους Έλληνες κατοίκους της.
Αυτοί οι Έλληνες της διασποράς προόδευσαν και με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, δημιουργώντας έτσι μια τεράστια αγαθοεργή και πολιτιστική προσφορά σε βαθμό που επικράτησε να λέγεται γι’ αυτούς ότι είναι για την περιοχή της Ν. Ρωσίας: Greki oravaya ruka Boga! Δηλαδή: «το δεξί χέρι του Θεού».
Οι «Γραικοί» της Οδησσού υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες της πόλης, πάτρωνες των τεχνών και της παιδείας. Μόνο για το Ελληνικό Εμπορικό Γυμνάσιο δαπανούσαν ετησίως 54.000 ρούβλια. Κι ακόμη ήταν χρηματοδότες της Ελληνικής Επανάστασης, της Φιλικής Εταιρείας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην απελευθέρωση και στην ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους (Βλ. βιογραφίες: Μαρασλή, Βαρβάκη, Ράλληδων, Ροδοκανάκη κτλ.).
2) Περισσότερες πληροφορίες για τον «Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο» του 1917-1922 μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο πολύ εμπεριστατωμένο έργο που εξέδωσε το 1955 η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές, παραμένει μέχρι σήμερα η πλέον λεπτομερής και τεκμηριωμένη πηγή πληροφοριών για τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου εκείνης.
3) Ήδη από τον 10 αι. μ.Χ. που η μεσαιωνική φυλή των Βαράγγων - Ρώσων κατέβηκαν από τη Βαλτική και ίδρυσαν το κράτος του Κιέβου δεν έλειψαν οι συγκρούσεις στην ευρύτερη επικράτεια της Ουκρανίας. Από τότε και στο εξής οι Ρώσοι διεκδικούσαν την κάθοδό τους ως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου και της Αζοφικής (της Μαιώτιδας λίμνης των αρχαίων) με τους σπουδαίους λιμένες.
Στο Επόμενο:
4η συνέχεια (τελευταία): Η Σοβιετική Ένωση και οι τύχες του Ελληνισμού. Γενική Βιβλιογραφία.
Στο ξεκίνημά του ο 20ος αιώνας επεφύλασσε στις Παρευξείνιες χώρες δυσάρεστα γεγονότα και μεγάλη αναταραχή, ως αντίκτυπο των παγκόσμιων εξελίξεων:
Α) Αφ’ ενός της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουλίου 1914. Ένα μήνα μετά ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις που συμπαρέσυραν σχεδόν όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες στη δίνη του «Μεγάλου Πολέμου». Οι συμμαχικές χώρες (Αντάντ) εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Βουλγαρίας και Τουρκίας) ήταν: η Μ. Βρετανία με τις αποικίες της (Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία κ.ά.), η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Ελλάδα και η μακρινή Ιαπωνία! Η Ρωσία παρέμεινε μόνο τρία χρόνια και πέντε μήνες στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ.
Β) Αφ’ ετέρου, την περίοδο αυτή, ξέσπασαν οι εμφύλιες συγκρούσεις της επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1917 (γνωστής και ως Οκτωβριανής Επανάστασης). Οι αναταραχές αυτές ανάγκασαν τη Ρωσία να συνθηκολογήσει εσπευσμένα με τους Γερμανούς! Υπογράφοντας στις 3 Μαρτίου 1918 την ταπεινωτική γι’ αυτήν συνθήκη στο Μπρεστ-Λιτοφσκ, μια μικρή πόλη στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας. Ακολούθησαν τραγικά γεγονότα, όπως η δολοφονία του Τσάρου Νικολάου Β’ και της οικογένειάς του, τον Ιούλιο του 1918, από το τοπικό Σοβιέτ στο Εκατερίνμπουργκ. Όπως ήταν φυσικό, τα γεγονότα αυτά άλλαξαν τις ισορροπίες του πολέμου, δημιουργώντας επικίνδυνες πολιτικές διαμάχες και αποσχιστικά – αυτονομιστικά κινήματα. Οι ανατροπές στην πρώην Τσαρική αυτοκρατορία έφεραν ριζικές – βίαιες αλλαγές στον γεωγραφικό χάρτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Εξετάζοντας με προσοχή τις ιστορικές εξελίξεις, παρατηρούμε πως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μακροχρόνιες συνέπειες. Άρα λοιπόν, δεν έμελλε να είναι απλά ένας πόλεμος «ο οποίος θα έφερνε το τέλος των άλλων πολέμων», όπως ισχυρίζονταν τότε οι ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά είχε αντίθετο αποτέλεσμα, αφού προκάλεσε γενικευμένες τοπικές συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συμμαχικές δυνάμεις της Δύσης είχαν ανησυχήσει έντονα με τις εξελίξεις της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Προσπαθούσαν να περιφρουρήσουν τον τεράστιο όγκο πολεμικού υλικού και εφοδίων που είχαν στείλει στη Ρωσία (όταν αυτή πολεμούσε ακόμα στο πλευρό τους), φοβούμενες μήπως αυτά περιέλθουν στα χέρια των επαναστατών, που αγωνίζονταν να εγκαθιδρύσουν τη «δικτατορία του προλεταριάτου»!
Η Γαλλία ήταν αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκστρατεία της Ουκρανίας (γνωστής τότε και ως «μεσημβρινής Ρωσίας») και στη συμμετοχή της Ελλάδος εναντίον των Μπολσεβίκων, με πρωτεργάτη τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζώρζ Κλεμανσώ. Χορήγησε μάλιστα και πολεμικό δάνειο προς τη χώρα μας για μπορέσει να καλύψει το οικονομικό κόστος της επιστράτευσης!
Η κυβέρνηση της Ελλάδος ήταν αδύνατον να διαχωρίσει τη θέση της από την πολεμική τακτική των συμμαχικών μ’ αυτήν χωρών, δηλαδή των Άγγλων και των Γάλλων. Δεν άργησε επομένως να αποφασίσει την εμπλοκή της, στέλνοντας πεζικό και ναυτικό στις Παρευξείνιες χώρες. Η απόφαση ελήφθη στα τέλη του 1918 από τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν και υπουργός των Στρατιωτικών.
Η διοικητική ιεραρχία είχε διαμορφωθεί ως εξής: Μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ είχε αναλάβει το βασιλικό αξίωμα ο νεαρός Αλέξανδρος (από τις 12 Ιουνίου 1917). Υπουργός Ναυτικών ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης και μετά ο Αθανάσιος Μιαούλης, ενώ αρχιστράτηγος ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος με επιτελάρχη τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Ως επιτελείς του υπηρετούσαν δύο αξιωματικοί που θα απασχολούσαν σοβαρά τα πολιτικά πράγματα της χώρας αρκετά χρόνια αργότερα από διαφορετική ιδεολογία: ο Στέφανος Σαράφης και ο Γεώργιος Τσολάκογλου!
Αλλά και ανάμεσα στους αξιωματικούς υπήρχαν επίσης ονόματα που έμελλε να σημαδέψουν τις πολιτικές εξελίξεις αργότερα, όπως: των αντισυνταγματαρχών Νεόκοσμου Γρηγοριάδη (2ου Συντάγματος), Γεώργιου Κονδύλη (3ου Συντάγματος) και Νικόλαου Πλαστήρα (Διοικητού 5/42 Συντάγματος Ευζώνων). Επίσης, συμμετείχε το Α’ Σώμα Στρατού με τις μονάδες επεμβάσεως, υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, με τον επιτελάρχη του συνταγματάρχη, Αλέξανδρο Οθωναίο.
Σκοπός της Ελληνικής συμμετοχής ήταν η προστασία των Ελληνικών κοινοτήτων της Ουκρανίας, οι οποίες αριθμούσαν χιλιάδες Έλληνες. Η Οδησσός, η Μαριούπολη, η Χερσώνα, το Νικολάιεφ, διέθεταν τις πολυπληθέστερες Ελληνικές παροικίες1. Γύρω στο 1920 υπολογίζεται ότι αριθμούσαν 500-550.000 ψυχές! Το ελληνικό στοιχείο είχε αυξήσει την παρουσία του σημαντικά εκεί, κυρίως μετά τους Τουρκικούς διωγμούς του 1870. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1890-1900 είχαν φράσει στην περιοχή της Ουκρανίας πάνω από 165.000 Έλληνες!
Περιοχές δράσης των Ελληνικών δυνάμεων ήταν οι Νότιες ακτές της Ουκρανίας. Η Οδησσός, η Χερσώνα, η Κριμαία και το Νικολάιεφ. Αποβιβάστηκαν εκεί στις 20 Ιανουαρίου 1919 και αποχώρησαν στις 28 Απριλίου 1919, ύστερα από την υπογραφή της εκεχειρίας την προηγούμενη μέρα. Σ’ αυτές τις 99 ημέρες έλαβαν μέρος σε σκληρές μάχες στις οποίες πολέμησαν γενναία, παρόλο που εγκαταλείφθηκαν από τους Γάλλους (οι οποίοι στασίασαν στη Σεβαστούπολη)2.
Στην εκστρατεία αυτή των συμμάχων στην Ουκρανία η Ελλάδα δεν συμμετείχε μόνο με χερσαίες δυνάμεις. Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό έλαβε μέρος με 13 από τα 19 πλοία που διέθετε, ενώ τα υπόλοιπα 6 περιπολούσαν στην Προποντίδα, στο Αιγαίο και στο Ιόνιο Πέλαγος. Τα πλοία αυτά ήταν: 2 θωρηκτά («Κιλκίς» και «Λήμνος»), 1 θωρακισμένο θωρηκτό εύδρομο (το «Αβέρωφ»), 7 Αντιτορπιλικά (τα «Πάνθηρ», «Βέλος», «Λόγχη», «Κεραυνός», «Αετός», «Ιέραξ» και «Λέων»), τα οπλιταγωγά «Κανάρης» και «Σφενδόνη» και το νοσοκομειακό «Αμφιτρίτη».
Το πρώτο ελληνικό πλοίο που εισήλθε στον Εύξεινο Πόντο ήταν το Αντιτορπιλικό «Πάνθηρ», που στις 26 Νοεμβρίου 1918 έδεσε στο λιμάνι της Σεβαστούπολης στην Κριμαία. Ακολούθησαν το «Αβέρωφ» και σταδιακά τα υπόλοιπα. Άλλοτε περιπολούσαν στα ανοικτά ή στην Αζοφική θάλασσα και άλλοτε έδεναν στην Οδησσό. Τα υπηρεσιακά καθήκοντα των ελληνικών πολεμικών πλοίων περιορίζονταν σε περιπολίες στη Μαύρη Θάλασσα, στην μεταφορά εφοδίων, στην εκκένωση περιοχών από κατοίκους που κινδύνευαν, αλλά και στην προστασία των αμάχων και βέβαια των Ελλήνων της Ουκρανίας.
Χαρακτηριστική ήταν η προειδοποίηση που έστειλε ο πλοίαρχος του Αντιτορπιλικού «Βέλος», Νικόλαος Τούμπας, προς τους αντάρτες των Σοβιέτ στην περιοχή της Ευπατορίας της Κριμαίας, ότι: «αν άγγιζαν του Έλληνες θα κατέστρεφε την πόλη ολοσχερώς με τα πυροβόλα του πλοίου του».
Μαζί με τα ελληνικά πλοία που προαναφέρθηκαν, στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν και 4 Γαλλικά θωρηκτά, 1 Ιταλικό και 1 Αγγλικό καταδρομικό, που το συνόδευαν 3 αντιτορπιλικά. Τα πλοία αυτά από κοινού υποστήριζαν την άμυνα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας έως τις 17 Απριλίου 1919. Τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» παρέμειναν στην περιοχή μέχρι τον Μάρτιο του 1920, κυρίως για την υποστήριξη των Ελλήνων της Οδησσού και της Σεβαστούπολης. Ήταν τα τελευταία όλης της αποστολής που αποχώρησαν από το Νοβοροσίσκ στα τέλη του Μαρτίου της ίδιας χρονιάς. Είχαν ενταχθεί στον συμμαχικό στόλο και υποχρεούντο να τηρούν τους συμμαχικούς κανόνες. Δηλαδή, ενώ έφεραν το σήμα του Έλληνα κυβερνήτη τους, είχαν υψώσει τη Γαλλική σημαία (τα αντιτορπιλικά). Ενώ από τα θωρηκτά είχε απαιτηθεί η αφαίρεση του οπλισμού τους.
Να σημειωθεί εδώ ότι: Οι Ελληνικές δυνάμεις που πήραν μέρος στην Ουκρανική εκστρατεία ήταν συνολικά:
18 τάγματα πεζικού, 2 μοίρες ορεινού πυροβολικού,
1 τάγμα βοηθητικών μονάδων στα μετόπισθεν,
13 πολεμικά πλοία με τα πληρώματά τους.
Μόνο 2 υδροπλάνα που έφερε το Αντιτορπιλικό «Πάνθηρ», τα οποία έμειναν στον ναυτικό σταθμό στον όρμο Μπακάλ της Κριμαίας.
Η 534η αεροπορική μοίρα αεροπόρων χωρίς τα αεροπλάνα τους!
Στο σύνολό τους οι Ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 23.351 άνδρες!
Η αποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν περιπετειώδης. Το 34ο Σύνταγμα πεζικού και οι μονάδες της 2ης Μεραρχίας πέρασαν πεζοί τον Δνείστερο ποταμό από διαβάσεις και συγκεντρώθηκαν με άλλους Έλληνες στρατιώτες στο Γκαλάτς της Ρουμανίας. Ενώ τα τρία τάγματα της Κριμαίας αποβιβάστηκαν στην Κωνστάντζα. Άφησαν πίσω τους βαριές απώλειες που ανέρχονταν σε 18 αξιωματικούς και 380 οπλίτες νεκρούς και 657 τραυματίες.
Εκείνες τις ημέρες ο Άγγλος ναύαρχος Calthorpe απέστειλε στον Βενιζέλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα με την επαινετική φράση:
«Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται ημπορούν
σήμερον να είναι υπερήφανοι διότι είναι Έλληνες!».
Επίλογος - Αποτίμηση:
Οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι αρμόδιοι να κρίνουν αν ο Ελ. Βενιζέλος έπραξε σωστά που δεν αρνήθηκε να θέσει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό τη διοίκηση των συμμάχων κρατών της Αντάντ. Ήλπιζε ότι οι Ευρωπαίοι θα τηρούσαν τις υποσχέσεις που του είχαν δώσει πριν από τη «Συνθήκη των Σεβρών» (της 10ης – 8ου -1920), για υποστήριξη των Ελληνικών διεκδικήσεων στην Μικρά Ασία.
Η ιστορία πάντως κατέγραψε τον πόλεμο αυτόν ως μια μάταιη, πολύνεκρη στρατιωτική επιχείρηση, που οι αρχικοί της στόχοι δεν επετεύχθησαν. Δηλαδή, οι προσπάθειες των Συμμάχων να προστατεύσουν και να ελέγξουν τις πετρελαιοπηγές, τις τραπεζικές επενδύσεις τους και τις επιχειρήσεις τους στη Ρωσία, ώστε να μην περιέλθουν στα χέρια των Μπολσεβίκων αν αυτοί επικρατούσαν. Οι στόχοι αυτοί των Δυτικών δεν επετεύχθησαν τελικά, απεναντίας γιγαντώθηκε το χάσμα, ακόμα και το μίσος θα λέγαμε, ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, λόγω των έντονων πολιτικών - πολιτισμικών αντιθέσεων και καταβολών, προπάντων μεταξύ Ρώσων-Ουκρανών, αλλά και μεταξύ των Ρώσων με άλλες εθνότητες. Άλλωστε, αυτές οι αντιπαραθέσεις είχαν διαρκέσει 4 και πλέον αιώνες όπως έχουμε δει3.
Στο παρόν άρθρο επικεντρωθήκαμε στα γεγονότα που συνέβησαν πριν από 100 χρόνια. Όμως, οι περιοχές της Υπερδνειστερίας (πέραν του ποταμού Δνείστερου), έζησαν διαρκείς εξεγέρσεις και συγκρούσεις έως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τον οποίο μεγάλη μερίδα Ουκρανών συντάχθηκαν με τη Δύση και έφτασαν στο σημείο να πολεμήσουν στο πλευρό των Χιτλερικών, ώστε να απαλλαχτούν, όπως πίστευαν, από τους σοβιετικούς δυνάστες τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι είχαν συμβεί και θανατηφόροι λιμοί επί Στάλιν στην Ουκρανία (1932).
Στις μέρες μας, βλέπουμε λοιπόν να διαδραματίζονται γεγονότα που θα αναλυθούν από τους ιστορικούς του μέλλοντος, τα οποία εμφανίζουν έντονες αναλογίες με το παρελθόν που εξετάζουμε. Ρώσοι και Ουκρανοί συγκρούονται στα πεδία των μαχών, ενός πολέμου με άγνωστο ως τώρα τέλος. Εκατό χρόνια μετά λοιπόν, θα αποδειχτεί ξανά, πόσο αμείλικτη είναι η Ιστορία στην αποτίμηση των γεγονότων και των προσώπων που τη διαμορφώνουν.
Συμπερασματικά, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά πως οι πόλεμοι, και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή μας, με τη μεγάλη τεχνολογική, επιστημονική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο που την χαρακτηρίζει, αντί να έχουν εκλείψει, εξακολουθούν δυστυχώς να παραμένουν ένα παρακινδυνευμένο πολιτικό εργαλείο, το οποίο προκαλεί μόνο απρόβλεπτα και οδυνηρά αποτελέσματα για τους λαούς που θα τους υποστούν!
Σημειώσεις:
1) Όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο (2η συνέχεια) οι Έλληνες της Οδησσού ανέπτυξαν σπουδαία πολιτιστικά επιτεύγματα ήδη από τα τέλη του 18ου αι. Κατά το 1795 η πόλη αριθμούσε 15.000 Έλληνες. «Φιλόκαλους Οδησσινούς, Γραικούς, οι οποίοι μελετούν την σύστασιν τυπογραφίας εν τη πόλει και τον διορισμόν ιατρού δια να κοιτάζει αμισθί τους πάσχοντας πτωχούς…». Βλ. «Λόγιος Ερμής» της Βιέννης, τεύχη 1816-1821. Από δημοσίευμα αρ. 16 για την Οδησσό και τους Έλληνες κατοίκους της.
Αυτοί οι Έλληνες της διασποράς προόδευσαν και με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, δημιουργώντας έτσι μια τεράστια αγαθοεργή και πολιτιστική προσφορά σε βαθμό που επικράτησε να λέγεται γι’ αυτούς ότι είναι για την περιοχή της Ν. Ρωσίας: Greki oravaya ruka Boga! Δηλαδή: «το δεξί χέρι του Θεού».
Οι «Γραικοί» της Οδησσού υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες της πόλης, πάτρωνες των τεχνών και της παιδείας. Μόνο για το Ελληνικό Εμπορικό Γυμνάσιο δαπανούσαν ετησίως 54.000 ρούβλια. Κι ακόμη ήταν χρηματοδότες της Ελληνικής Επανάστασης, της Φιλικής Εταιρείας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην απελευθέρωση και στην ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους (Βλ. βιογραφίες: Μαρασλή, Βαρβάκη, Ράλληδων, Ροδοκανάκη κτλ.).
2) Περισσότερες πληροφορίες για τον «Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο» του 1917-1922 μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο πολύ εμπεριστατωμένο έργο που εξέδωσε το 1955 η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές, παραμένει μέχρι σήμερα η πλέον λεπτομερής και τεκμηριωμένη πηγή πληροφοριών για τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου εκείνης.
3) Ήδη από τον 10 αι. μ.Χ. που η μεσαιωνική φυλή των Βαράγγων - Ρώσων κατέβηκαν από τη Βαλτική και ίδρυσαν το κράτος του Κιέβου δεν έλειψαν οι συγκρούσεις στην ευρύτερη επικράτεια της Ουκρανίας. Από τότε και στο εξής οι Ρώσοι διεκδικούσαν την κάθοδό τους ως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου και της Αζοφικής (της Μαιώτιδας λίμνης των αρχαίων) με τους σπουδαίους λιμένες.
Στο Επόμενο:
4η συνέχεια (τελευταία): Η Σοβιετική Ένωση και οι τύχες του Ελληνισμού. Γενική Βιβλιογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.