Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΦΟΥΡΝΑΔΩ

Η αρχαιότερη ως τώρα αρχαιολογική θέση στην Κίσαμο. 2050 -1600 π.Χ
 Το Φουρνάδω βρίσκεται στην ενδοχώρα του Δημοτικού Διαμερίσματος Γραμβούσας του Δήμου Κισάμου, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης. Πρόκειται, για μικρό χωριό, χτισμένο στη δυτική πλαγιά λόφου, περιοχή που διαθέτει πανοραμική θέα προς τον εύφορο κάμπο των Μεσογείων και οπτικό έλεγχο του κόλπου της Κισάμου.
Εκεί, με αφορμή την οικοδομική δραστηριότητα κυπριακής κατασκευαστικής εταιρείας, το 2008 εντοπίστηκε νέα αρχαιολογική θέση Μινωικών και Ιστορικών Χρόνων. Στην ανακάλυψη αυτού του χώρου, μας οδήγησε η παρουσία κεραμικής σε χώματα που προέρχονταν από εκσκαφές σε ακίνητο της εταιρείας, στο Φουρνάδο. Στη συνέχεια, η ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε συγχρηματοδοτούμενη ανασκαφική έρευνα μικρής έκτασης με σωστικό χαρακτήρα.
Η περιοχή δεν είναι γνωστή στην επιστημονική βιβλιογραφία και δεν αναφέρεται από κανένα περιηγητή ή ερευνητή του παρελθόντος. Με βάση τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, στη βορειοδυτική πλευρά της πλαγιάς του λόφου εκτείνεται η εγκατάσταση των Ιστορικών Χρόνων, ενώ ψηλότερα και σε διαφορετικό σημείο εντοπίζονται τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των Προϊστορικών Χρόνων.
Η παρούσα ανακοίνωση αφορά στα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγεται στη μινωική εγκατάσταση. Σκοπός της είναι να προσδιορισθεί ο χαρακτήρας της άγνωστης μέχρι τώρα αυτής θέσης και να τεκμηριωθεί η λειτουργία του χώρου αυτού. Τόσο τα γεωγραφικά όσο και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής φανερώνουν ότι δεν αποτελεί θέση κατοίκησης αλλά εξυπηρέτησης έξω- οικιακών δραστηριοτήτων. Εκτείνεται στις παρυφές ενός ανδήρου, το οποίο παρουσιάζει ένα ισόπεδο, σε υψόμετρο, 145 μ. Πρόκειται για ένα καρστικό τοπίο, ανεμοδαρμένο, με εκτεθειμένα κατακόρυφα βράχια, στο οποίο κυριαρχούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα με πτυχές, σε ζώνη χαμηλής θαμνώδης βλάστησης.
Η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε, χωρίς να ολοκληρωθεί, στα νότια και βόρεια διανοιγμένης οδού, χαράζοντας δοκιμαστικές τομές σε πλάτωμα γύρω από τούς υπερυψωμένους βραχώδεις όγκους. Αδιατάρακτο παχύ στρώμα από συσσωρευμένο χώμα και αποκομμένους βράχους κάλυπτε την επιφάνεια. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν εντοπίστηκαν. Η οριοθέτηση του χώρου φαίνεται να ακολουθεί τη γεωμορφολογία του περιβάλλοντος. Η ισοϋψής καμπύλη της πλαγιάς δεν αποκλείεται να αποτελεί το βόρειο όριο της εγκατάστασης, η οποία δεν εκτείνεται σε όλη την πλαγιά. Είναι φανερή η προσαρμογή των βράχων ως περιοριστικό ή ως εστιακό όριο ενός ανοικτού χώρου, όπου πιθανότατα γινόταν η συγκέντρωση του ανθρώπινου δυναμικού. Σημαντικό σημείο αναφοράς είναι το σχεδόν πυραμιδοειδές περίγραμμα του ψηλότερου βραχώδους εξάρματος. Το ιδιαίτερο οξύληκτο σχήμα του, το καθιστά εύκολα αναγνωρίσιμο και ίσως συμβολικό στοιχείο για την καθιέρωση του ιερού χαρακτήρα του χώρου.
Στο ομοιογενές στρώμα χρήσης του χώρου, τα ευρήματα αποκαλύπτονται σε διαδοχικές στρώσεις μέχρι την ομαλή επιφάνεια του βράχου, αποτέλεσμα της εσκεμμένης απόθεσής τους. Στην πρώτη στρώση, βρέθηκαν οστικά κατάλοιπα ζώων, από τα οποία ορισμένα οστά άκρων και κρανίων φέρουν σημάδια καύσης. Η παρουσία των ζωικών υπολειμμάτων σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα ευρήματα υποδηλώνει ότι τελούνταν γεύματα στο πλαίσιο των δρώμενων του χώρου. Στις ακόλουθες στρώσεις διαπιστώθηκε συγκέντρωση σχεδόν ολόκληρων αγγείων, η πλειονότητα των οποίων εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση από τα βράχια. Οι ακραίες φυσικές συνθήκες που ευνοούν τη διάβρωση από το νερό της βροχής και τους ανέμους ίσως έχουν επιφέρει αλλοίωση στην εικόνα που είχε η χρηστική απόθεση της θέσης. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα αντικείμενα τοποθετήθηκαν ως προσφορές στις σχισμές των βράχων και στη συνέχεια μετατοπίστηκαν από την αρχική τους θέση μέσω της διάβρωσης ή πετάχτηκαν τυχαία δίπλα στους βράχους.
Το κεραμικό υλικό σώζεται σε κακή σχετικά κατάσταση διατήρησης, λόγω του πολύ εύθρυπτου πηλού και της σύστασης της επίχωσης. Αναγνωρίζονται τύποι ορισμένοι ιδιαίτερα δημοφιλείς, γνωστοί από τις μεγάλες ΠΑ θέσεις, όπως η Κνωσός, η Φαιστός και τα Μάλια. Επιπλέον επισημαίνονται οι ομοιότητες με θέσεις της κοιλάδας του Αμαρίου, της νότιας αλλά και της κεντρικής Κρήτης, όπως το Μοναστηράκι, ο Κομμός και το Φουρνί στις Αρχάνες. Υπερτερούν τα ανοικτά σχήματα: κύπελλα κυρίως μόνωτα τροπιδωτά με ψιλό χείλος αλλά και ημισφαιρικά και κωνικά, τα οποία παραπέμπουν σε φθηνά αναθήματα. Στα κλειστά σχήματα ανήκουν τα προχοΐδια8 ένας χαρακτηριστικός τύπος αγγείων αναμενόμενος σε χώρο λατρείας . Η υπόλοιπη κεραμική περιλαμβάνει, εκτός από λεκανίδες, θραύσματα μεγαλύτερων αγγείων, όπως γεφυρόστομνων σκύφων10, αγγεία μεταφοράς ή αποθήκευσης αλλά και μαγειρικά σκεύη. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία θραυσμάτων αγγείων, με διχτυωτές εγχαράξεις στο εσωτερικό, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως κυψέλες. Η ποικιλία των σχημάτων, υποδηλώνει την τέλεση τόσο υγρών όσο και στερεών προσφορών, στο λατρευτικό πλαίσιο της πρακτικής της απόθεσης. Δύο μεμονωμένα αγγεία ήρθαν στο φως κατά την αφαίρεση της επίχωσης ανάμεσα στα κάθετα βράχια, σε δύο διαφορετικά σημεία. Το πρώτο, ένα προχυτικό πιθοειδές αγγείο βρέθηκε ολόκληρο, in situ, όρθιο ελαφρώς στο πλάι. Στο εσωτερικό του φέρει ίχνη μελανής και κάπως λιπαρής στρώσης. Με τη μέθοδο της φασματοσκοπίας φθορισμού ακτίνων Χ (ΧRF) εξετάστηκαν στο Πολυτεχνείο Κρήτης, από τον καθηγητή- χημικό Νικόλαο Καλλίθρακα, δύο συνανήκοντα όστρακα του αγγείου και τρία δείγματα γαιών. Σκοπός της ανάλυσης είναι η ανεύρεση τυχόν ανόργανων ή οργανικών καταλοίπων. 
Το δεύτερο αγγείο εντοπίστηκε πεσμένο ανάποδα, σχεδόν ολόκληρο. Πρόκειται για μια τρίωτη πρόχου, σχήμα που απαντά κυρίως στη Μεσαρά, τη νεκρόπολη της Αγίας Τριάδας και τη Φαιστό, ενώ εμφανίζεται και στην Κνωσό. Φέρει πλαστική διακόσμηση από οριζόντιες σειρές κομβιόσχημων αποφύσεων, ένα δημοφιλή διακοσμητικό ρυθμό κυρίως στη Νότια Κρήτη, με δείγματα και από την Κνωσό. Η διακόσμηση αυτή συνήθως διακρίνει σκεύη με ενδεχόμενη τελετουργική ή αφιερωματική χρήση.
Από την προκαταρκτική μελέτη των αγγείων και του συνόλου της κεραμικής προκύπτει χρήση του χώρου από την Παλαιοανακτορική περίοδο. Τα σημερινά ανασκαφικά δεδομένα υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός υπαίθριου ιερού χώρου. Η θέση που αναπτύσσεται το ιερό, παρά το χαμηλό υψόμετρό της, είναι εξέχουσα, προβεβλημένη στο γύρω τοπίο και ορατή από την πεδιάδα που απλώνεται προς τα δυτικά και βόρεια, μέχρι την ακτογραμμή. Ο χώρος έχει θέα απερίσπαστη προς Βορρά, στον κόλπο της Κισάμου και τους ορεινούς όγκους στις χερσονήσους Ροδωπού και Γραμβούσας. Οι ψηλότερες κορυφές των χερσονήσων, Όνυχας (748 μ.) και Μαύρος Πόρος ή Χεσμένη (762μ.) αντίστοιχα, έχουν συμπεριληφθεί στις θέσεις των Ιερών Κορυφής.
Εκτός αυτού, βόρεια του Φουρνάδου, σε απόσταση περίπου 1,5χλμ., αποκαλύφθηκε πρόσφατα μινωικός παραλιακός οικισμός στη θέση Βιγλιά. Στη θέση αυτή έχουν έρθει στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα και ένα μοναδικό σύνολο κινητών ευρημάτων με λατρευτικό χαρακτήρα. Βρέθηκαν πήλινα ρυτά τα οποία φανερώνουν τις τελετουργικές σπονδές που αναμφίβολα τελούνταν στο χώρο. Η πλειονότητα των υπολοίπων αγγείων είναι κυρίως κύπελλα και προχοΐδια. Τα σχήματα και η τυπολογία των αγγείων αυτών παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες με τα ευρήματα από την ανασκαφή στο Φουρνάδο. Η θέση της εγκατάστασης στο Φουρνάδο, όπως προκύπτει, επιλέχτηκε, επειδή προσφέρει την απαραίτητη θέα και οπτική επαφή με τα ιερά της ευρύτερης περιοχής. Αφετέρου, η χρήση του χώρου συμβαδίζει χρονολογικά με τη διάρκεια ζωής του κοντινότερου, προς το παρόν, εντοπισμένου οικισμού στα Βιγλιά και η σύνδεσή τους είναι προφανής.
Συνοψίζοντας, ο χώρος ταυτίζεται με ένα αγροτικό ορεινό ιερό που τοποθετείται χρονολογικά στη Μεσομινωική περίοδο (2050μ.Χ-1600 π.Χ). Το εύρος της εμβέλειάς του δεν έχει ακόμα προσδιορισθεί. Απαραίτητη η διερεύνηση του εύρους της εμβέλειάς του, εάν πρόκειται, δηλαδή, για αγροτικό ιερό κορυφής που υπηρετεί ολόκληρη περιφέρεια ή για ένα λατρευτικό χώρο σε πλαγιά, ένα ιερό πλαγιάς που ανήκει στην κοντινή κοινωνία και σχετίζεται με μικρές εγκαταστάσεις. Βέβαια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα μικρό και φτωχό ιερό, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα των προσφορών, συγκρινόμενο με μεγάλες θέσεις όπως ο Βρύσινας και ο Γιούχτας. Ωστόσο, ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη γεωμορφολογία, την έκταση και τα κινητά ευρήματα αναγνωρίζονται στο ιερό Κορυφής του Κορακιά στους Ατσιπάδες.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ανακάλυψη αυτής της θέσης επιβεβαιώνει τη συνέχεια της εξάπλωσης των ιερών χώρων προς τα δυτικά του νησιού και ενισχύει την αρχαιολογική σπουδαιότητα της βορειοδυτικής Κρήτης ως προς τις μινωικές θέσεις, κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο. Μια πιο συστηματική έρευνα στην περιοχή, ελπίζουμε να προσθέσει νέα πολύτιμα στοιχεία που θα φωτίσουν περισσότερο την προϊστορία της. Ο εμπλουτισμός του αρχαιολογικού χάρτη με νέες θέσεις ανατρέπει τα παλαιά δεδομένα και οδηγεί στην αρτιότερη κατανόηση του Μινωικού Πολιτισμού ως συνόλου.
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ
ΙΑ΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Μαρία Σκόρδου 
Αρχαιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.