Γράφει ο Κώστας Χαρτζουλάκης*
Στη χώρα μας ο κυριότερος εχθρός της ελιάς είναι ο δάκος και αν δεν ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπισή του η ζημιά μπορεί να φτάσει μέχρι και 80%. Για πάνω από 70 χρόνια η αντιμετώπιση του δάκου γίνεται με συλλογική εφαρμογή δολωματικών ψεκασμών στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Δακοκτονίας (ΕΠΔ) του ΥΠΑΑΤ. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι πολύ υψηλή όταν εφαρμόζεται σωστά και είναι φιλική προς το περιβάλλον. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπου δεν είναι εφικτή η πραγματοποίηση δολωματικών ψεκασμών ή όταν διαπιστωθεί έντονη προσβολή (ζωντανή προσβολή άνω του 5%) συνίσταται η κατασταλτική παρέμβαση με ψεκασμούς κάλυψης.
Η μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πρακτική λόγω συγκεκριμένων δυσλειτουργιών (π.χ. μη έγκαιρη έναρξη των ψεκασμών, ενδεικνυόμενα φάρμακα, λιγότεροι ψεκασμοί, μη ορθή εκτέλεση ψεκασμών, περιορισμένη εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών, κλπ) δεν εξασφαλίζει συνήθως την αποτελεσματική αντιμετώπιση του δάκου με αποτέλεσμα να χάνεται σημαντικό μέρος της παραγωγής και να υποβαθμίζεται η ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Και βέβαια έντονες διαμαρτυρίες των ελαιοπαραγωγών.
Ως εναλλακτική λύση κάποιοι ελαιοπαραγωγοί, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, εφαρμόζουν την ατομική καταπολέμηση με ψεκασμούς κάλυψης κατά τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς πολλές φορές την απαραίτητη επιστημονική καθοδήγηση. Βασικός στόχος είναι ο έλεγχος του δάκου, αδιαφορώντας για την ποιότητα του ελαιολάδου που παράγεται και τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούν ‘τουρμπίνες’. Και τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι ‘υποστηρικτές’ της ατομικής καταπολέμησης και από ΄συμβούλους ποιότητας’ επειδή επικεντρώνονται στο ‘δέντρο’ (ατομική επιχείρηση) και όχι το ΄δάσος΄ (σύνολο ελαιοπαραγωγής), αλλά και τις πρακτικές από άλλες Μεσογειακές ελαιοπαραγωγικές χώρες.
Δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι και με τη σωστή εφαρμογή της ατομικής καταπολέμησης μπορούμε να φτάσουμε το στόχο, καταπολέμηση του δάκου και υψηλή ποιότητα. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να εφαρμοσθεί αποτελεσματικά στο σύνολο των ελαιώνων μιας περιοχής, αλλά και της χώρας με την υπάρχουσα διάρθρωση της ελαιοκαλλιέργειας και τις συνθήκες ανάπτυξης του δάκου.
Η χώρα μας έχει τις ευνοϊκότερες κλιματικές συνθήκες (ήπιοι χειμώνες, δροσερά καλοκαίρια) για την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό του εντόμου σε όλη τη Μεσόγειο, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα στη Ν. Ελλάδα (Κρήτη και Πελοπόννησο), που έχουμε 4-6 γενιές ενώ στην Ισπανία, Ν. Γαλλία και την Ιταλία αναπτύσσονται 2-4 γενιές. Στην Ελλάδα οι ελαιώνες είναι πολύ μικροί, κατακερματισμένοι και το 70% είναι σε επικλινείς και λοφώδεις περιοχές σε αντίθεση με τους πολύ μεγάλους ομοιογενείς ελαιώνες της Ισπανίας. Σχεδόν το σύνολο των ελαιοπαραγωγών της Ισπανίας είναι οργανωμένοι σε πολύ μεγάλους συνεταιρισμούς, που αναλαμβάνουν και την καταπολέμηση του δάκου ενώ στην Ελλάδα οι συνεταιρισμοί καλύπτουν ένα μικρό ποσοστό και σχεδόν το 40% των ελαιώνων δεν ανήκουν σε αγρότες. Αν προσθέσουμε και τους εγκαταλελειμμένους ελαιώνες λόγω κυρίως γήρανσης του πληθυσμού το ποσοστό που μπορεί να μένει χωρίς δακοκτονία μπορεί να φτάνει και το 50%. Και η ζημιά θα είναι τεράστια, τόσο για το συμπληρωματικό εισόδημα των μη αγροτών, όσο και για την εθνική οικονομία.
Η συλλογική καταπολέμηση τους δάκου με δολωματικούς ψεκασμούς είναι μονόδρομος. Οι εκάστοτε λαμβάνοντες τις αποφάσεις το γνωρίζουν. Όπως γνωρίζουν τα αίτια της αναποτελεσματικότητας αλλά και τις βελτιώσεις της μεθόδου λόγω εξέλιξης της τεχνολογίας που μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα. Η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα και να αλλάξει η στρεβλή νοοτροπία αντιμετώπισης της δακοκτονίας ως στατικής διαδικασίας. Η συνεχιζόμενη ‘αδιαφορία’ τα τελευταία χρόνια έχει ήδη αρνητικές επιπτώσεις στην ελαιοπαραγωγή της χώρας και πρέπει να αντιστραφεί.
*Γεωπόνος – Ερευνητής, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.