Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ο ΤΖΕΓΚΑΣ

Ένα απόσπασμα για τον Τζέγκα, απο το βιβλίο του αείμνηστου γιατρού Σπύρου Καστανάκη "Η ράτσα του καπετάν Μιχάλη στην τροχιά του Αποσπερίτη".
Επάψανε ν’ αντιλαλούνε τα λαγκά, οι πλαγιές, τα φαράγγια και οι σπηλιές... Δεν γροικούνται πλειό τα τραγούδια και οι μαντινάδες του Τζέγκα.
Ησυχάσανε οι αρτένες και τ’ άλλα θαλασσοπούλια που δεν τ’ άφηνε η βροντερή λαλιά του Τζέγκα να τραγουδήσουν το δικό τους σκοπό. Καταλαγιάσανε τα ψάρια σ’ ολόκληρο το ιχθυοτροφικό τρίγωνο Γραμπούσα Συγκλιό Λαφονήσι... Αξέχαστα παραμένουν στη μνήμη μου τα καθημερινά πρωινά στο καφενείο του Γιώργη Κουτσουρέλη με το γλυκόλαλο λαγούτο του να τραγουδά, δίπλα στο Γιώργη ο Τζέγκας, ριζίτικα και τις δικές του μαντινάδες....
   Πενήντα χρόνια θάλασσα ψαρεύω μες τα βάθη
   και πράμα δεν εκέρδισα μόνο καημούς και πάθη.

Σαν γέρος μερακλής και παλιός τραγουδιστής, είναι σήμερα γνωστός, ο Τζέγκας ο γλεντζές της Καστελλιανής πιάτσας και ανεπανάληπτος ψαράς της Γραμπουσιανής θάλασσας και του Κισαμίτικου κόλπου. Το πραγματικό του όνομα δεν ενδιαφέρθηκα να το μάθω, όπως και όλοι όσοι τον γνώρισαν. Τζέγκας ήτανε το παρατσούκλι του μοναδικού εκείνου τύπου, που μόνο ο Κρητικός και ειδικά ο Γραμπουσιανός θαλασσινός αέρας μπόρεσε να βγάλει. Ανάστημα κανονικό, καστανός με αδρά χαρακτηριστικά, μαλλιά αχτένιστα και ακατάστατα, αξύριστος συνήθως, με μάτια κόκκινα και δακρυσμένα από το κρασί, το τραγούδι, τα ξενύχτια και τη ζωή που έκανε στη θάλασσα και τα ταβερνάκια του Καστελλιού. Ντυμένος χειμώνα καλοκαίρι με τα ίδια περίπου ρούχα, φαντό πουκάμισο, παντελόνι σκούρο ή χακί, αρβύλες και μόνο όταν έκανε πολύ κρύο έβαζε και ένα χακί στρατιωτικό μπουφάν. 
 Ιστορίες για τον Τζέγκα υπάρχουνε πολλές και θα μπορούσε να γραφτεί ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, γι αυτό τον άνθρωπο και τη ζωή του. Δεν ήτανε ούτε ο Καπετάν Μιχάλης, ούτε ο Ζορμπάς, όμως αν τον είχε γνωρίσει ο Καζαντζάκης απο κοντά, ασφαλώς θα μας άφηνε και ένα τρίτο τύπο εξ’ ίσου ενδιαφέροντα, όπως με τους άλλους δυο. Ως γέρο μερακλή και παλιό τραγουδιστή, μας τον άφησε να τον τραγουδούμε, ο μεγάλος τροβαδούρος της Κρητικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, ο Κώστας Μουντάκης. Και ήτανε πράγματι όχι μόνο τρομερός ψαράς αλλά και μερακλής και καλός τραγουδιστής. Δικός του ήτανε ο σκοπός που είχε εμπνευσθεί από τους ήχους της θάλασσας και της μηχανής του καϊκιού και η μαντινάδα που τραγουδούσε παντού και πάντοτε:
    Γραμπούσα μαύρα να ντυθείς σαν θα πεθάνει, ο Τζέγκας
    ο Τζέγκας που σε ψάρευε ο Τζέγκας που σε γλέντα

Με γλάρο που πετούσε με κάθε καιρό, ξυστά πάνω από τα κύματα, από το Καστελλιανό ψαρολίμανο ως το Βαλεντί και τις γύρω θάλασσες, έμοιαζε το άσπρο πανί της πρώτης μικρής του ψαρόβαρκας. Αχώριστος σύντροφος του η γυναίκα του η Αναστασία, όταν πρωτοπαντρεύτηκαν και τα τελευταία χρόνια, ερωτευμένος μαζί της, αλλά και παθιασμένος με τη θάλασσα και τα καμώματα της. Αυτή η θάλασσα, από τη Σπάθα ως τη Γραμπούσα και το Σιγκλιό ήτανε η μεγάλη αντίζηλος της αγαπημένης του γυναίκας.
 Αυτή την πλανέφτρα φοβότανε η Αναστασία, μη τυχόν και της τον αρπάξει, γι αυτό και δεν τον άφηνε ποτέ μοναχό του να ψαρεύει αφ’ ότου ξεπετάχτηκαν τα παιδιά τους. Ερωτικό τρίγωνο η Αναστασία και η θάλασσα με τις σεμνοτυφίες της και τις ακραίες αλλαγές της και στη μέση ο Τζέγκας. Μέρες, νύχτες, μήνες και χρόνια ανάμεσα στα δυο τρομερά αυτά πράγματα, τη γυναίκα και τη θάλασσα, πάλευε αυτός ο μοναδικός τύπος, ο θαλασσομάχος και ψαράς του Καστελλιού. Σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα φαινομενικά κέρδιζε η Αναστασία, όμως τα όμορφα τραγούδια του, οι μαντινάδες του και οι σκοποί του μαρτυρούν το αντίθετο. Ψάρευε με δυναμίτες όπως λέει και η μαντινάδα του.
   Γραμπούσα μου τα ψάρια σου ο Τζέγκας τα σκοτώνει
    ρίχνει τσοι δυναμίτες τον, βουτά και τα μαζώνει

Ψάρευε με δυναμίτες αλλά το πιο αγαπημένο του ψάρεμα ήτανε με το παραγαδι και την καθετή. Και όπως διηγούνται η γυναίκα του και όποιοι ψάρεψαν μαζί του η συμπεριφορά του, όταν τραβούσε ένα καλό ψάρι με την κάθετη από τα βαθιά νερά ήταν εντυπωσιακή. Γούρλωνε τα μάτια του, έκανε γρήγορες και χαριτωμένες κινήσεις και μετά κοίταζε ήρεμος και χαρούμενος το ψάρι πάνω στην κουπαστή και όχι σπάνια το χαΐδευε και του τραγουδούσε την ώρα που σπαρταρούσε για να ηρεμήσει. Και αυτή η συμπεριφορά ήτανε που εντυπώσιασε την γυναίκα του όταν πρωτοβγήκανε νιόπαντροι μαζί στο ψάρευα και του είπε κάποια φορά: 
- Κατέεις το πως πολυκουζουλένεσαι την ώρα που σέρνεις το ψάρι με την καθετή;
Και τότε γύρισε την κοίταξε και σαν απάντηση της είπε τη μαντινάδα:
   Το ψάρι και η κοπελιά στ’ αγκίστρι μου άμα πιαστούνε
    τρεμουνε και σπαράζουνε μέχρι να... κοιμηθούνε

 Και αν δεν τον είχα γνωρίσει και δεν τον είχα δει, να περπατεί στην αγορά του Καστελλιού και να τραγουδεί πάνω από το λαγούτο, σε ταβέρνες και στο καφενείο του Γιώργου Κουτσουρέλη, κοφτά γλυκά και πονεμένα και τον έβλεπα μόνο με τη θλιμμένη του έκφραση μπροστά στο νεκρό δελφίνι, που πιάστηκε στα δίχτυα, θα έλεγα: Αυτός ο άνθρωπος κρύβει κάτι το ιδιαίτερο στην ψυχή του. Δεν είναι όπως όλοι οι άλλοι που στέκονται εδώ γύρω και κοιτάζουνε σαν αναίσθητοι, αυτόν τον όμορφο και πανέξυπνο φίλο του ανθρώπου, τον άνθρωπο της θάλασσας, το δελφίνι. Αυτός είναι πράγματι πολύ λυπημένος και το βεβαιώνει κι εκείνη η μαντινάδα που έλεγε μερικές φορές.
    Δελφίνι μου αδέλφι μου, τα δίχτυα να προσέχεις,
    μη μπερδευτείς αδέλφι μου γιατί δεν θα ξεμπλέξεις

Το τραγικό του τέλος στις 8 του Δεκέμβρη του 1966, τότε που μαυροφορέθηκαν όλα τα Χανιά από το ναυάγιο του Ηρακλείου και η Γραμπούσα, από τον πνιγμό του Τζέγκα μαρτυρούν ότι τελικά τον κέρδισε η θάλασσα. Ο Τζέγκας πνίγηκε στη Γραμπούσα μπροστά στα μάθια της γυναίκας του την ίδια νύχτα που βούλιαξε και το Ηράκλειο. Πνίγηκε στη θάλασσα που αγάπησε πραγματικά, χάρηκε και γλέντησε όσο κανείς άλλος απ’ όσους τη γνώρισαν, την ταξίδεψαν και την ψάρεψαν. Τον τραγούδησαν πολλοί απλοί τραγουδιστές, στιχουργοί και μεγάλοι καλλιτέχνες της μουσικής μας παράδοσης και θα τον τραγουδούν.
  Ο παθιασμένος και εξαίρετος βιολάτορας Κώστας Παπαδάκης - Ναύτης: "το αφιέρωμα του Ναύτη" με το Τζέγκα και συρτός Κακράπης του Τζέγκα και στα "65 χρόνια Ναύτης" με στίχους του Χαράλαμπου Ανουσάκη και του ίδιου.
 Και ο μεγάλος Κρητικός τροβαδούρος ο Κώστας Μουντάκης του χάρισε το τραγούδι.
   Στις Γραμπούσας τ’ ακρωτήρι, στις Γραμπούσας τ' ακρωτήρι
   εγλεντούσα μιά φορά μ ’ ένα Κρητικό ψαρά
   Μ’ ένα γέρο καπετάνιο, μ ’ ένα γέρο καπετάνιο
   πούχε βάρκα τη χαρά στης Γραμπούσας τα νερά
   πλανέφτρα θάλασσα, πλανέφτρα θάλασσα.
   Θάλασσα λεβεντοπνίχτρα, θάλασσα λεβεντοπνίχτρα
   πούνε ο γέρο μερακλής, ο παλιός τραγουδιστής
   ν’ αρμενίσει τη χαρά του, ν’ αρμενίσει τη χαρά του
   το τραγούδι του να πει, το τραγούδι του να πει
   πλανέφτρα θάλασσα, πλανέφτρα θάλασσα.
   Πούλα τ’ άρμενα αρμενίζουν, πούλα τ’ άρμενα αρμενίζουν
   με πανιά και με κουπιά, με πανιά και με κουπιά
   μα του Τζέγκα τ’ αρμενάκι, μα του Τζέγκα τ' αρμενάκι
   δεν ξαναγυρίζει πιά στης Γραμπούσας τα νερά
   πλανέφτρα θάλασσα, πλανέφτρα θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.