Στη ρίζα της Δυτικής πλευράς της γιγάντιας λεπίδας του Ακρωτηρίου Σπάθα στην παραλία του όμορφου κόλπου της Κισάμου απλώνεται ήσυχο και απόμερο το μικρό χωρίο Νοπήγια, περίφημο για τα πολλά του νερά και την περίεργη, για τον προσανατολισμό της πανάρχαια εκκλησία του Αι Γιώργη.
Τα Νοπήγια τους πρώτους χρόνους της κατάκτησης της Κρήτης απο τους Τούρκους, ήταν αποκλειστικά σχεδόν κτήμα, της μεγάλης οικογένειας των Γεωργιλάδων. Στον καιρό των Βενετών κι’ ακόμα παλιότερα, τα Νοπήγια τα εξουσίαζαν οι Άρχοντες Γιωργιλάδες, που η γενιά τους έσερνε από τους Αρχοντόπουλους, τους Ψαρομήλιγκες. Διαφέντευαν, οι Γεωργιλάδες, την περιφέρεια με περίσσια φρόνηση και δικαιοσύνη και γι' αυτό είχαν πάντα την αγάπη και την εκτίμηση των κατοίκων της περιφέρειας και ακόμα τον σεβασμό από τούς καταχτητές.
Το αρχοντικό του γέρο-Γεωγιλά, με τους πέντε, καλά ανδρειωμένους, γιους του και την μονάκριβη, μοσχαναθρεμμένη, θυγατέρα του την Μαριγώ, ήταν ξακουστό σ' όλη την Κίσαμο, για τα πλούτη του, την αρχοντιά του και ξεχωριστά για την πανώρια αρχοντοπούλα Μαριγώ.
Η Μυριγώ, ένα ολοζώντανο σφακολούλουδο με το πανώριο βεργολυγερό κορμί της, έμοιαζε της Νεράιδας του παραμυθιού. Η φρονιμάδα της, τα κάλλη και τα πολλά της χαρίσματα, θαμάζονταν και τα διαλαλούσαν καθημερινά.
Λένε, πώς τόση σαγηνευτική ήταν η ομορφιά της, που στο πέρασμα της, τα πρόβατα και τ' άλλα ζωντανά παραμέριζαν κι’ έστεκαν και την κοιτούσαν με θαυμασμό!! Σαν καθόταν πάλι στ' αργαλειό να φαίνει, έβλεπε κανένας ζωντανεμένη την ωραία εικόνα που συνθέτουν οι στίχοι του γνωστού ριζίτικου τραγουδιού:
"Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι
και ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει."
Ο γέρος Γεωργιλάς και τα πέντε ανδρειωμένα αδέλφια της, την είχαν κρυφό καμάρι, μα και μεγάλο καημό.Οι καιροί ήταν ανάποδοι. Οι Τούρκοι καταχτητές γίνονταν περισσότερο άπληστοι και απάνθρωποι. Χωρίς αφορμή ρήμαζαν τους Χριστιανούς της Κρήτης. Καθημερινά σκλάβωναν, βασάνιζαν, σκότωναν. Κανενός Χριστιανού η ζωή, η τιμή και η περιουσία δεν είχε καμιά ασφάλεια. Γι αυτό οι Γεωργιλάδες φοβούνταν για την αγαπημένη τους Μαριγώ και σκέπτονταν να την παντρέψουν και ακόμα, διπλασίασαν την επαγρύπνηση τους για την τιμήν και την ασφάλεια της.
Τον ίδιο καιρό στο Καστέλλι ήταν στρατιωτικός διοικητής, αρχηγός των Τούρκων της Κισάμου, ο ξακουσμένος για την λεβεντιά του και την παλληκάρια του, Εμίν Ασλάν Εφένδης. Οι ομόθρησκοι του τον έλεγαν λιοντάρι για την μεγάλη του ανδρεία και την δύναμη του.
Το ακόρεστο πάθος του Εμίν Ασλάν Εφένδη ήταν ο πόλεμος το κρασί και οι γυναίκες. Το χαρέμι του ήταν κιόλας ονομαστό σε όλη την περιφέρεια. Ο Εμίν Ασλάν άκουσε και αυτός για την ομορφιά της αρχοντοπούλας Μαριγώς και αμέσως σκέφτηκε να την κάμει δική του. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ευκολα γιατί έμαθε ωστόσο και γα την παλληκάρια των 5 αδελφών της, αλλά και για τους πολλούς και αφοσιωμένους φίλους -μέχρι θανάτου-που είχε η οικογένεια των Γεωργιλάδων. Σκέφτηκε τότε να ενεργήσει με δόλο για να πετύχει σίγουρα το σκοπό του. Παντού και πάντα, είναι γνωστό, πως η δύναμη του καταχτητή αυξάνει με την υποστήριξη των κατακτημένων. Μα στην Κρήτη, ποτές οι κατακτητές δεν βρήκαν υποστήριξη από τους Κρητικούς. Μα πάλι, αλήθεια είναι πώς και στον ομορφότερο και καθαρότερο κήπο του κόσμου βγαίνουν και σέρνονται στην επιφάνεια τα σιχαμερότερα σκουλήκια, Και από τους μεγάλους και ηρωικούς λαούς, βγαίνουν ομοιώματα ανθρώπων που έχουν όλες τις ιδιότητες των σκουληκιών της γης. Άνθρωποι με δούλου ψυχή, με αισθήματα κτήνους και περπατησιά ερπετού, βρίσκονται πάντα ν' αποτελέσουν την εξαίρεση και να λερώσουν με τα καμώματα τους τον τόπο που τους γέννησε. Για ένα κομμάτι ψωμί, για λίγο χρυσάφι ή για καλοπέραση, πάντα βρέθηκαν υπάνθρωποι να υπηρετήσουν τον καταχτητή.
Ένα τέτοιο περίτριμμα των Ελλήνων της Κισάμου αποτελούσε, την εποχή εκείνη που ιστορούμε και ο Μανωλογιώργης. Γεννήθηκε Χριστιανός και Έλληνας, μα στάθηκε οχτρός της Αγίας πίστης και προδότης της πατρίδας του. Ο Μανωλογιώργης, την παραπάνω εποχή, ήταν το δεξί χέρι των Τούρκων της Κισάμου. Αυτόν κάλεσε ο Εμίν Ασλάν για να συμβουλευτεί. Του εμπιστεύτηκε τον σκοπό του και ο Μανωλογιώργης μετά χαράς δέχτηκε να παραδώσει σαν άλλος Ιούδας την κόρη ενός τιμημένου χριστιανού στις κτηνώδεις ορέξεις του Τούρκου. Την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε απο το Καστέλι για τα Νοπήγια. Οι Νοπηγιανοί τον είδαν με τρόμο στο χωριό τους, αισθανόταν πως κάτι κακό θα τους δημιουργούσε και τον παραφύλαγαν με περίσκεψη.
Ο Μανωλογιώργης έμεινε μια βδομάδα στα Νοπήγια χωρίς να φανερωθεί ο σκοπός της επίσκεψης του. Ύστερα γύρισε στο Καστέλι και χωρίς να χασομερήσει πήγε στο κονάκι του Εμίν Ασλάν Εφένδη. Ο Αφέντης υποδέχτηκε τον δούλο με χαρά κάθισαν διπλοπόδιδες πάνω στο μαλακό χαλί και αμέσως ο Μανωλογιώργης άρχισε να διηγιέται: Πως κάθε πρωί τρεις απο τους πέντε γιους του γέρο Γεωργιλά φεύγουν απο το χωριό για τα πρόβατα και τα χωράφια τους. Παραμένουν στο χωριό δυο για τις δουλειές του σπιτιού και για να προφυλάξουν την Μαριγώ. Ο γέρο Γεωργιλάς πάντα ξημερώματα καβάλα στ' άλογο του ξεκινά για να επιβλέψει τα κτήματα του. Ύστερα σταμάτησε λίγο το πρόσωπο του μόρφασε σατανικά και άρχισε να λέει στο αφέντη, με ποιο τρόπο πρέπει να ενεργήσει για να μπορέσει να αρπάξει την πανώρια κόρη.
Ο Εμίν Ασλάν άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπε ο Ιούδας και βρήκε το σχέδιο καλό, έτριψε τα χέρια του απο χαρά και έδωσε μια χούφτα "άσπρα" για τις πληροφορίες. Ο Μανωλογιώργης τρύπωσε τα άσπρα στο στήθος έκαμε πολλές ντεμενάδες και σύρθηκε σαν το σκουλήκι της γης για το σπίτι του. Πέρασαν μέρες, τα Νοπήγια ξέχασαν την επίσκεψη του προδότη. Ένα πρωινό που η γαλήνη και η ησυχία βασίλευε στο χωριό, ακούστηκε ξαφνικά ποδοβολητό αλόγων, που έκαμε τους σκύλους να ουρλιάξουν. Τρεις Τούρκοι καβαλάρηδες φάνηκαν στο χωριό, τα άλογα τους κάλπαζαν και σήκωναν σύννεφο την σκόνη, και αφού έφτασαν στο αρχοντικό του γέρο Γεωργιλά ξεπέζεψαν.
Στ' άκουσμα του ποδοβολητού η Μαριγώ πετάχτηκε στο παράθυρο μα μόλις αντίκρουσε τους Τούρκους σύρθηκε πάλι μέσα. Τα δυο αδέλφια της έκλεισαν βιαστικά την αυλόπορτα, άρπαξαν τα τουφέκια τους και στάθηκαν πίσω απο τα παραθύρια του σπιτιού, έτοιμοι να υπερασπιστούν ζωή τιμή και περιουσία.
Μα οι Τούρκοι ήταν ήρεμοι. Ο Εμίν Ασλάν Εφένδης, ο ένας απο τους τρεις, αντιλήφθηκε πίσω απο το παραθύρι το ένα Γεωργιλά. Τον κάλεσε με καλό τρόπο και του είπε πως θέλουν νερό και λίγο κριθάρι για τ' άλογα τους γιατί έρχονται απο μακρυά και θέλουν να ξεκουραστούν λίγο, για να συνεχίσουν την πορεία τους προς το Καστέλι.
Ο ευγενικός τρόπος που μίλησε ο Τούρκος αλλά και ο ασήμαντος αριθμός τους, έκαμε τους Γεωργιλάδες να πιστέψουν οτι δεν ήρθαν για κακό σκοπό. Αμέσως κατέβηκαν και άνοιξαν την αυλόπορτα και έμπασαν μέσα τους Τούρκους. Σαν μπήκαν μέσα και έδεσαν τα άλογα χίμηξαν σαν πεινασμένοι λύκοι και κατάκοψαν με τα μεγάλα γιαταγάνια τους τους δυο Γιωργιλάδες. Ύστερα με γρηγοράδα μπήκαν στο σπίτι και πριν καταλάβει η Μαριγώ τι γίνηκε στην αυλή, βρέθηκε σηκωμένη σαν φτερό στα δυνατά χέρια του Εμίν Ασλάν, που μάταια φώναζε βοήθεια.
Τ' άλλα τρία αδέλφια και ο γέρο Γεωργιλάς έφτασαν αργότερα στο αιματοβαμμένο σπίτι. Θρήνος και οδυρμός για τον άδικο χαμό των δυο παλικαριών, φωνές πόνου και αναστεναγμοί για την αρπαγή της Μαριγώς. Το χωρίο με περίσσια θλίψη συντρόφεψε τους νεκρούς στην εκκλησία. Ο γέρο παπά Στυλιανός με δάκρυα στα μάτια διάβασε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ύστερα άνοιξε η γη για να δεχτεί τα κορμιά των αδικοσκοτωμένων.
Μα τότες τη στιγμή εκείνη τη μεγάλη και ιερή που η γη δέχεται τους νεκρούς στην αγκαλιά της, τότες που ο άνθρωπος φεύγει ολότελα απο τη γη για την παντοτινή του κατοικία, τότες ο γέρο Γεργιλάς σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με πατριαρχική μεγαλοπρέπεια αντάξια ενός άρχοντα είπε με σταθερή φωνή.
- "Να μη βρεθεί γη να μας θέσει πριν εκδικηθούμε τους αδικοσκοτωμένους και την αρπαγή της Μαριγώς". Οι τρεις γιοι του με μιας σήκωσαν τα χέρια πάνω απο τον τάφο και είπαν "Αμήν". Μαζί τους και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού επανέλαβαν το "Αμήν".
Στο Καστέλι την ίδια παραπάνω στιγμή, έφτασαν οι τρεις Τούρκοι, ξεπέζεψαν στο κονάκι, και ο ίδιος ο Εφένδη σήκωσε στα χέρια του τη Μαριγώ και την ανέβασε στο πάνω πάτωμα του σπιτιού, στο χαρεμπλίκι. Εκεί την ξάπλωσε μισαναίσθητη πάνω σ΄ένα ντιβάνι, κι αμέσως έκραξε την πιστή του γριά σκλάβα και τις έδωσε διαταγές. Σε λίγο η γριά σκλάβα μαζί με τις νεώτερες δούλες έφερε πολύτιμα φορέματα απο μετάξι της ανατολής και απο βελούδο της Γαλλίας, έφεραν μυρωδικά, στολίδια απο χρυσάφι και έστρωσαν ένα σοφρά γεμάτο απο γλυκά, εκλεκτά σερμπέτια και χίλιες δυο λιχουδιές. Σε λίγο αποχώρησε ο Εμίν Ασλάν απο την κάμαρα και η γριά σκλάβα αμέσως έδιωξε τις δούλες και έμεινε μονάχη με τη Μαριγώ και της λέει.
- Θέλημα του Αλλάχ είναι κόρη μου να γίνεις γυναίκα του ξακουστού Εφένδη! Τα παραπάνω λόγια πέρασαν σαν μαχαίρι στο κορμί της Μαριγώ που ανατρίχιαξε...και κατάλαβε τι την περίμενε. Ανασηκώθηκε κοίταξε με το βλέμμα της γύρω -γύρω και σε μια στιγμή πετάχτηκε απο το ντιβάνι και στάθηκε όρθια, με γρηγοράδα αγριμιού έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο και πριν προλάβει η σκλάβα να φωνάξει, χωρίς δισταγμό, έπεσε στην πλακοστρωμένη αυλή και σκορπίστηκε.
Η Μαριγώ τώρα βρίσκεται μακρυά, στους ουρανούς, συντροφιασμένη με τα αγαπημένα και αδικοσκοτωμένα αδέλφια της. Η υπέροχη θυσία της Μαριγώς συγκίνησε βαθιά τους Χριστιανούς. Ξεχωριστά συγκίνησε τον τιμημένο της πατέρα και τα ζωντανά αδέλφια της που σε κάθε στιγμή, η μεγάλη θυσία της, τους θύμιζε τον όρκο τους.
Πέρασε καιρός το Μπαϊράμι έφτασε. Το βράδυ της μεγάλης γιορτής των μουσουλμάνων στο κονάκι του Εμίν Ασλάν στο Καστέλι γινόταν μεγάλο γλέντι. Από το πρωί της ημέρας εκείνης άρχισαν να βροντούν τα νταούλια και να αντηχούν αλαλαγμοί και τα τραγούδια των Τούρκων. Το γλυκό κρασί της Κισάμου είχε ξεφρενιάσει τους καλεσμένους, και μέσα στο κονάκι το όργιο είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Όσο η νύχτα προχωρούσε τόσο και οι καλεσμένοι αποκτηνωνόνταν. Τα μεσάνυχτα το κρασί είχε δαμάσει τα τουρκικά κτήνη. Την ίδια ώρα τρεις άντρες αρματωμένοι γλιστρούσαν σαν σκιές στους δρόμους τους Καστελλιού. Στάθηκαν σ' ένα σπίτι κοντά στο κονάκι, χτύπησαν την πόρτα. Σε λίγο μια φωνή ακούστηκε μέσα απο το σπίτι.
-Ποιος είναι τέτοια ώρα
-Άνοιξε μ' έστειλε ο Εφένδης, ανταποκρίθηκαν
-Μετά χαράς, απάντησαν απο το σπίτι, και στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε η σατανική σιλουέτα του Μανωλογιώργη. Ένα σιδερένιο χέρι άρπαξε τον λαιμό του για να μην φωνάξει και αμέσως οι δυο άλλοι άνδρες με ένα σκοινί τον έδεσαν χειροπόδαρα, ύστερα ένας απο τους τρεις τον σήκωσε αναμάσκαλα και άρχισαν να προχωρούν προς το κονάκι του Εφένδη. Οι τρεις αρματωμένοι πέρασαν την πλακοστρωμένη αυλή μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν σιγανά και αθόρυβα στο πάνω πάτωμα. Εκεί πάνω στα χαλιά βρισκόταν ξαπλωμένος αναίσθητος απο το κρασί ο Εφένδης και γύρω του οι σκλάβες αλλά και οι ξακουστοί καλεσμένοι του.
Αμέσως οι Γεωργιλάδες τον άρπαξαν και πριν συνέλθει τον πετσόκοψαν με τα μαχαίρια τους. Δίπλα στο πτώμα του τοποθέτησαν ζωντανό και δεμένο τον προδότη. Ύστερα έδωσαν φωτιά στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και τρεχάτοι έφυγαν. Το κονάκι του ξακουστού Εμίν Ασλάν Εφένδη καιγόταν μαζί με αυτόν και τον προδότη και αλλά και οι επιφανείς καλεσμένους του.
Τα Νοπήγια τους πρώτους χρόνους της κατάκτησης της Κρήτης απο τους Τούρκους, ήταν αποκλειστικά σχεδόν κτήμα, της μεγάλης οικογένειας των Γεωργιλάδων. Στον καιρό των Βενετών κι’ ακόμα παλιότερα, τα Νοπήγια τα εξουσίαζαν οι Άρχοντες Γιωργιλάδες, που η γενιά τους έσερνε από τους Αρχοντόπουλους, τους Ψαρομήλιγκες. Διαφέντευαν, οι Γεωργιλάδες, την περιφέρεια με περίσσια φρόνηση και δικαιοσύνη και γι' αυτό είχαν πάντα την αγάπη και την εκτίμηση των κατοίκων της περιφέρειας και ακόμα τον σεβασμό από τούς καταχτητές.
Το αρχοντικό του γέρο-Γεωγιλά, με τους πέντε, καλά ανδρειωμένους, γιους του και την μονάκριβη, μοσχαναθρεμμένη, θυγατέρα του την Μαριγώ, ήταν ξακουστό σ' όλη την Κίσαμο, για τα πλούτη του, την αρχοντιά του και ξεχωριστά για την πανώρια αρχοντοπούλα Μαριγώ.
Η Μυριγώ, ένα ολοζώντανο σφακολούλουδο με το πανώριο βεργολυγερό κορμί της, έμοιαζε της Νεράιδας του παραμυθιού. Η φρονιμάδα της, τα κάλλη και τα πολλά της χαρίσματα, θαμάζονταν και τα διαλαλούσαν καθημερινά.
Λένε, πώς τόση σαγηνευτική ήταν η ομορφιά της, που στο πέρασμα της, τα πρόβατα και τ' άλλα ζωντανά παραμέριζαν κι’ έστεκαν και την κοιτούσαν με θαυμασμό!! Σαν καθόταν πάλι στ' αργαλειό να φαίνει, έβλεπε κανένας ζωντανεμένη την ωραία εικόνα που συνθέτουν οι στίχοι του γνωστού ριζίτικου τραγουδιού:
"Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι
και ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει."
Ο γέρος Γεωργιλάς και τα πέντε ανδρειωμένα αδέλφια της, την είχαν κρυφό καμάρι, μα και μεγάλο καημό.Οι καιροί ήταν ανάποδοι. Οι Τούρκοι καταχτητές γίνονταν περισσότερο άπληστοι και απάνθρωποι. Χωρίς αφορμή ρήμαζαν τους Χριστιανούς της Κρήτης. Καθημερινά σκλάβωναν, βασάνιζαν, σκότωναν. Κανενός Χριστιανού η ζωή, η τιμή και η περιουσία δεν είχε καμιά ασφάλεια. Γι αυτό οι Γεωργιλάδες φοβούνταν για την αγαπημένη τους Μαριγώ και σκέπτονταν να την παντρέψουν και ακόμα, διπλασίασαν την επαγρύπνηση τους για την τιμήν και την ασφάλεια της.
Τον ίδιο καιρό στο Καστέλλι ήταν στρατιωτικός διοικητής, αρχηγός των Τούρκων της Κισάμου, ο ξακουσμένος για την λεβεντιά του και την παλληκάρια του, Εμίν Ασλάν Εφένδης. Οι ομόθρησκοι του τον έλεγαν λιοντάρι για την μεγάλη του ανδρεία και την δύναμη του.
Το ακόρεστο πάθος του Εμίν Ασλάν Εφένδη ήταν ο πόλεμος το κρασί και οι γυναίκες. Το χαρέμι του ήταν κιόλας ονομαστό σε όλη την περιφέρεια. Ο Εμίν Ασλάν άκουσε και αυτός για την ομορφιά της αρχοντοπούλας Μαριγώς και αμέσως σκέφτηκε να την κάμει δική του. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ευκολα γιατί έμαθε ωστόσο και γα την παλληκάρια των 5 αδελφών της, αλλά και για τους πολλούς και αφοσιωμένους φίλους -μέχρι θανάτου-που είχε η οικογένεια των Γεωργιλάδων. Σκέφτηκε τότε να ενεργήσει με δόλο για να πετύχει σίγουρα το σκοπό του. Παντού και πάντα, είναι γνωστό, πως η δύναμη του καταχτητή αυξάνει με την υποστήριξη των κατακτημένων. Μα στην Κρήτη, ποτές οι κατακτητές δεν βρήκαν υποστήριξη από τους Κρητικούς. Μα πάλι, αλήθεια είναι πώς και στον ομορφότερο και καθαρότερο κήπο του κόσμου βγαίνουν και σέρνονται στην επιφάνεια τα σιχαμερότερα σκουλήκια, Και από τους μεγάλους και ηρωικούς λαούς, βγαίνουν ομοιώματα ανθρώπων που έχουν όλες τις ιδιότητες των σκουληκιών της γης. Άνθρωποι με δούλου ψυχή, με αισθήματα κτήνους και περπατησιά ερπετού, βρίσκονται πάντα ν' αποτελέσουν την εξαίρεση και να λερώσουν με τα καμώματα τους τον τόπο που τους γέννησε. Για ένα κομμάτι ψωμί, για λίγο χρυσάφι ή για καλοπέραση, πάντα βρέθηκαν υπάνθρωποι να υπηρετήσουν τον καταχτητή.
Ένα τέτοιο περίτριμμα των Ελλήνων της Κισάμου αποτελούσε, την εποχή εκείνη που ιστορούμε και ο Μανωλογιώργης. Γεννήθηκε Χριστιανός και Έλληνας, μα στάθηκε οχτρός της Αγίας πίστης και προδότης της πατρίδας του. Ο Μανωλογιώργης, την παραπάνω εποχή, ήταν το δεξί χέρι των Τούρκων της Κισάμου. Αυτόν κάλεσε ο Εμίν Ασλάν για να συμβουλευτεί. Του εμπιστεύτηκε τον σκοπό του και ο Μανωλογιώργης μετά χαράς δέχτηκε να παραδώσει σαν άλλος Ιούδας την κόρη ενός τιμημένου χριστιανού στις κτηνώδεις ορέξεις του Τούρκου. Την άλλη μέρα κιόλας ξεκίνησε απο το Καστέλι για τα Νοπήγια. Οι Νοπηγιανοί τον είδαν με τρόμο στο χωριό τους, αισθανόταν πως κάτι κακό θα τους δημιουργούσε και τον παραφύλαγαν με περίσκεψη.
Ο Μανωλογιώργης έμεινε μια βδομάδα στα Νοπήγια χωρίς να φανερωθεί ο σκοπός της επίσκεψης του. Ύστερα γύρισε στο Καστέλι και χωρίς να χασομερήσει πήγε στο κονάκι του Εμίν Ασλάν Εφένδη. Ο Αφέντης υποδέχτηκε τον δούλο με χαρά κάθισαν διπλοπόδιδες πάνω στο μαλακό χαλί και αμέσως ο Μανωλογιώργης άρχισε να διηγιέται: Πως κάθε πρωί τρεις απο τους πέντε γιους του γέρο Γεωργιλά φεύγουν απο το χωριό για τα πρόβατα και τα χωράφια τους. Παραμένουν στο χωριό δυο για τις δουλειές του σπιτιού και για να προφυλάξουν την Μαριγώ. Ο γέρο Γεωργιλάς πάντα ξημερώματα καβάλα στ' άλογο του ξεκινά για να επιβλέψει τα κτήματα του. Ύστερα σταμάτησε λίγο το πρόσωπο του μόρφασε σατανικά και άρχισε να λέει στο αφέντη, με ποιο τρόπο πρέπει να ενεργήσει για να μπορέσει να αρπάξει την πανώρια κόρη.
Ο Εμίν Ασλάν άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπε ο Ιούδας και βρήκε το σχέδιο καλό, έτριψε τα χέρια του απο χαρά και έδωσε μια χούφτα "άσπρα" για τις πληροφορίες. Ο Μανωλογιώργης τρύπωσε τα άσπρα στο στήθος έκαμε πολλές ντεμενάδες και σύρθηκε σαν το σκουλήκι της γης για το σπίτι του. Πέρασαν μέρες, τα Νοπήγια ξέχασαν την επίσκεψη του προδότη. Ένα πρωινό που η γαλήνη και η ησυχία βασίλευε στο χωριό, ακούστηκε ξαφνικά ποδοβολητό αλόγων, που έκαμε τους σκύλους να ουρλιάξουν. Τρεις Τούρκοι καβαλάρηδες φάνηκαν στο χωριό, τα άλογα τους κάλπαζαν και σήκωναν σύννεφο την σκόνη, και αφού έφτασαν στο αρχοντικό του γέρο Γεωργιλά ξεπέζεψαν.
Στ' άκουσμα του ποδοβολητού η Μαριγώ πετάχτηκε στο παράθυρο μα μόλις αντίκρουσε τους Τούρκους σύρθηκε πάλι μέσα. Τα δυο αδέλφια της έκλεισαν βιαστικά την αυλόπορτα, άρπαξαν τα τουφέκια τους και στάθηκαν πίσω απο τα παραθύρια του σπιτιού, έτοιμοι να υπερασπιστούν ζωή τιμή και περιουσία.
Μα οι Τούρκοι ήταν ήρεμοι. Ο Εμίν Ασλάν Εφένδης, ο ένας απο τους τρεις, αντιλήφθηκε πίσω απο το παραθύρι το ένα Γεωργιλά. Τον κάλεσε με καλό τρόπο και του είπε πως θέλουν νερό και λίγο κριθάρι για τ' άλογα τους γιατί έρχονται απο μακρυά και θέλουν να ξεκουραστούν λίγο, για να συνεχίσουν την πορεία τους προς το Καστέλι.
Ο ευγενικός τρόπος που μίλησε ο Τούρκος αλλά και ο ασήμαντος αριθμός τους, έκαμε τους Γεωργιλάδες να πιστέψουν οτι δεν ήρθαν για κακό σκοπό. Αμέσως κατέβηκαν και άνοιξαν την αυλόπορτα και έμπασαν μέσα τους Τούρκους. Σαν μπήκαν μέσα και έδεσαν τα άλογα χίμηξαν σαν πεινασμένοι λύκοι και κατάκοψαν με τα μεγάλα γιαταγάνια τους τους δυο Γιωργιλάδες. Ύστερα με γρηγοράδα μπήκαν στο σπίτι και πριν καταλάβει η Μαριγώ τι γίνηκε στην αυλή, βρέθηκε σηκωμένη σαν φτερό στα δυνατά χέρια του Εμίν Ασλάν, που μάταια φώναζε βοήθεια.
Τ' άλλα τρία αδέλφια και ο γέρο Γεωργιλάς έφτασαν αργότερα στο αιματοβαμμένο σπίτι. Θρήνος και οδυρμός για τον άδικο χαμό των δυο παλικαριών, φωνές πόνου και αναστεναγμοί για την αρπαγή της Μαριγώς. Το χωρίο με περίσσια θλίψη συντρόφεψε τους νεκρούς στην εκκλησία. Ο γέρο παπά Στυλιανός με δάκρυα στα μάτια διάβασε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ύστερα άνοιξε η γη για να δεχτεί τα κορμιά των αδικοσκοτωμένων.
Μα τότες τη στιγμή εκείνη τη μεγάλη και ιερή που η γη δέχεται τους νεκρούς στην αγκαλιά της, τότες που ο άνθρωπος φεύγει ολότελα απο τη γη για την παντοτινή του κατοικία, τότες ο γέρο Γεργιλάς σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με πατριαρχική μεγαλοπρέπεια αντάξια ενός άρχοντα είπε με σταθερή φωνή.
- "Να μη βρεθεί γη να μας θέσει πριν εκδικηθούμε τους αδικοσκοτωμένους και την αρπαγή της Μαριγώς". Οι τρεις γιοι του με μιας σήκωσαν τα χέρια πάνω απο τον τάφο και είπαν "Αμήν". Μαζί τους και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού επανέλαβαν το "Αμήν".
Στο Καστέλι την ίδια παραπάνω στιγμή, έφτασαν οι τρεις Τούρκοι, ξεπέζεψαν στο κονάκι, και ο ίδιος ο Εφένδη σήκωσε στα χέρια του τη Μαριγώ και την ανέβασε στο πάνω πάτωμα του σπιτιού, στο χαρεμπλίκι. Εκεί την ξάπλωσε μισαναίσθητη πάνω σ΄ένα ντιβάνι, κι αμέσως έκραξε την πιστή του γριά σκλάβα και τις έδωσε διαταγές. Σε λίγο η γριά σκλάβα μαζί με τις νεώτερες δούλες έφερε πολύτιμα φορέματα απο μετάξι της ανατολής και απο βελούδο της Γαλλίας, έφεραν μυρωδικά, στολίδια απο χρυσάφι και έστρωσαν ένα σοφρά γεμάτο απο γλυκά, εκλεκτά σερμπέτια και χίλιες δυο λιχουδιές. Σε λίγο αποχώρησε ο Εμίν Ασλάν απο την κάμαρα και η γριά σκλάβα αμέσως έδιωξε τις δούλες και έμεινε μονάχη με τη Μαριγώ και της λέει.
- Θέλημα του Αλλάχ είναι κόρη μου να γίνεις γυναίκα του ξακουστού Εφένδη! Τα παραπάνω λόγια πέρασαν σαν μαχαίρι στο κορμί της Μαριγώ που ανατρίχιαξε...και κατάλαβε τι την περίμενε. Ανασηκώθηκε κοίταξε με το βλέμμα της γύρω -γύρω και σε μια στιγμή πετάχτηκε απο το ντιβάνι και στάθηκε όρθια, με γρηγοράδα αγριμιού έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο και πριν προλάβει η σκλάβα να φωνάξει, χωρίς δισταγμό, έπεσε στην πλακοστρωμένη αυλή και σκορπίστηκε.
Η Μαριγώ τώρα βρίσκεται μακρυά, στους ουρανούς, συντροφιασμένη με τα αγαπημένα και αδικοσκοτωμένα αδέλφια της. Η υπέροχη θυσία της Μαριγώς συγκίνησε βαθιά τους Χριστιανούς. Ξεχωριστά συγκίνησε τον τιμημένο της πατέρα και τα ζωντανά αδέλφια της που σε κάθε στιγμή, η μεγάλη θυσία της, τους θύμιζε τον όρκο τους.
Πέρασε καιρός το Μπαϊράμι έφτασε. Το βράδυ της μεγάλης γιορτής των μουσουλμάνων στο κονάκι του Εμίν Ασλάν στο Καστέλι γινόταν μεγάλο γλέντι. Από το πρωί της ημέρας εκείνης άρχισαν να βροντούν τα νταούλια και να αντηχούν αλαλαγμοί και τα τραγούδια των Τούρκων. Το γλυκό κρασί της Κισάμου είχε ξεφρενιάσει τους καλεσμένους, και μέσα στο κονάκι το όργιο είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Όσο η νύχτα προχωρούσε τόσο και οι καλεσμένοι αποκτηνωνόνταν. Τα μεσάνυχτα το κρασί είχε δαμάσει τα τουρκικά κτήνη. Την ίδια ώρα τρεις άντρες αρματωμένοι γλιστρούσαν σαν σκιές στους δρόμους τους Καστελλιού. Στάθηκαν σ' ένα σπίτι κοντά στο κονάκι, χτύπησαν την πόρτα. Σε λίγο μια φωνή ακούστηκε μέσα απο το σπίτι.
-Ποιος είναι τέτοια ώρα
-Άνοιξε μ' έστειλε ο Εφένδης, ανταποκρίθηκαν
-Μετά χαράς, απάντησαν απο το σπίτι, και στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε η σατανική σιλουέτα του Μανωλογιώργη. Ένα σιδερένιο χέρι άρπαξε τον λαιμό του για να μην φωνάξει και αμέσως οι δυο άλλοι άνδρες με ένα σκοινί τον έδεσαν χειροπόδαρα, ύστερα ένας απο τους τρεις τον σήκωσε αναμάσκαλα και άρχισαν να προχωρούν προς το κονάκι του Εφένδη. Οι τρεις αρματωμένοι πέρασαν την πλακοστρωμένη αυλή μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν σιγανά και αθόρυβα στο πάνω πάτωμα. Εκεί πάνω στα χαλιά βρισκόταν ξαπλωμένος αναίσθητος απο το κρασί ο Εφένδης και γύρω του οι σκλάβες αλλά και οι ξακουστοί καλεσμένοι του.
Αμέσως οι Γεωργιλάδες τον άρπαξαν και πριν συνέλθει τον πετσόκοψαν με τα μαχαίρια τους. Δίπλα στο πτώμα του τοποθέτησαν ζωντανό και δεμένο τον προδότη. Ύστερα έδωσαν φωτιά στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και τρεχάτοι έφυγαν. Το κονάκι του ξακουστού Εμίν Ασλάν Εφένδη καιγόταν μαζί με αυτόν και τον προδότη και αλλά και οι επιφανείς καλεσμένους του.
Το παραπάνω δράμα που η οικογένεια των Γεωργιλάδων το τοποθετεί στα μέσα του 18ου αιώνα οι Τούρκοι καταδίωξαν και εκτόπισαν απο τα Νοπήγια τους Γεωργιλάδες. Από τους τρεις γιους του γέρο Γεωργιλά, ενός χάθηκαν τα ίχνη, ο δεύτερος εγκαταστάθηκε στο Κούνενι και ο τρίτος στα Σφακιά. Αργότερα οι δυο γιοί του τελευταίου εγκαταστάθηκαν στον Βάμο και δημιούργησαν την γνωστή ηρωική οικογένεια των Γεωργιλάδων του Αποκόρωνα. Στην επανάσταση του '21 η οικογένεια των Γεωργιλάδων ανέδειξε αληθινούς ήρωες. Τον Κωνσταντή ή Γεωργιλοκωνσταντή απο το Κούνενι (Βάθη) και τον Γιώργη Γεωργιλά απο τον Βάμο. Ο Γεωργιλοκωνσταντής πολέμησε στην Πελοπόννησο και αργότερα το 1825 έγινε αρχηγός των Χαίνηδων της Κισάμου.
Ι.Δ. ΤΣΙΒΗΣ
Ι.Δ. ΤΣΙΒΗΣ
Έχω την τιμή να έχω φίλο απόγονο αυτής της θρυλικής οικογένειας και νιώθω ακόμα πιο περήφανος τώρα που διάβασα το άρθρο σας. Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε που μοιράστηκατε την ομορφη ιστορία αυτή μαζι μας. Ειδικα η θυσία της Μαριγους, αυτου του ολοζώντανου σφακολούλουδου με το πανώριο βεργολυγερό κορμί της, ειναι συγκλονιστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόκειται για μια πολύ ωραία ιστορία που αξίζει κανείς να διαβάσει!Έχω τη χαρά να γνωρίζω έναν απόγονο αυτής της οικογένειας,ο οποίος είναι ο σύντροφός μου και για τον οποίον πλέον έμαθα περισσότερο πράγματα για την καταγωγή και την οικογένειά του.Ι.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτο το αρθρο μοιρασε πολλη χαρα και περηφάνια προς ολους τους φιλους και συντροφους των απογονων του Γεωργιλοκωνσταντή απο το Κούνενι και τον Γιώργη Γεωργιλά απο τον Βάμο. Γ. Γ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρομερή ιστορία πολύ περήφανος που είμαι απόγονος του γεωργιλοκωνσταντη από το κουνενι
ΑπάντησηΔιαγραφή