Το καφενείο του χωριού, ήταν ένα δωμάτιο απλό. Στο ταβάνι σχίζες ελιάς συγκρατούν καλάμια και εκείνα με την σειρά τους φύκια και βούρλα που συγκρατούν την λεπίδα. Ενίοτε, όχι σπάνια, στάζει. Ένα τζάκι δεξιά στο βάθος κι αριστερά ο πάγκος με τα μπουκάλια τα ποτά αραδιασμένα πάνω του. Λεμονάδα, πορτοκαλάδα, σουμάδα, τσικουδιά, ούζο, κονιάκ, χαρουπία. Ένα βάζο με γλυκό βανίλια, άλλο ένα με αλατσολιές και ένα με πασατέμπο. Πίσω ένα κλειστό ράφι με τα τσιγάρα, τα σπίρτα και το ραδιόφωνο. Ένα τάβλι, μια δυο τράπουλες και οι τσόχες για το χαρτοπαίγνιο. Στο βάθος το τεζιάκι με τα μπρίκια και τα σύνεργα του καφέ, που ψηνόταν στην χόβολη. Ο καφετζής έσπρωχνε το μπρίκι του καφέ πάνω στην στάχτη που άφηνε η σπίθα, κάνοντας μικρά τούνελ, ώστε η θερμοκρασία να διαχέεται σ΄ όλο το σώμα του καφέ. Φλυντζάνια, ποτήρια, πιατάκια και κουταλάκια του γλυκού.
Στους τοίχους η φωτογραφία του Βενιζέλου, ο χάρτης της Ελλάδας, η διαφήμιση της μπύρας Φιξ με τους τσολιάδες που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και μια ανακοίνωση της κοινότητας για την κατανομή της προσωπικής εργασίας κάποιου απροσδιόριστου, από το ξεθώριασμα, έτους.
Ένας κορνιζωμένος καθρέπτης ξεφτισμένος στις άκρες από την υγρασία και στο περιθώριο στερεωμένες φωτογραφίες του φαντάρου γιου, της κόρης με τον γαμπρό, τα εγγόνια, φίλους. Απέναντι μια λιθογραφία. Ο πωλών της μετρητοίς, ένας στρουμπουλός κύριος, με το χρηματοκιβώτιο δίπλα του να ξεχειλίζει λεφτά και ο πωλών επί πιστώσει, ένας λιπόσαρκος απελπισμένος, με τον μπεζαχτά του ανοιχτό αραχνιασμένο και άδειο, παιδική χαρά για τα ποντίκια που μπαινόβγαιναν ανενόχλητα. Στην οροφή ένα λουξ για τις ώρες που δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Λιγοστές καρέκλες και σιδερένια τραπεζάκια .....
..με στριφωχτά πόδια, που ουδέποτε ισορροπούσαν αν δεν πρόσθετες κάποιο χαρτονάκι σε ένα από αυτά, αφού το πάτωμα από σαρακοφαγωμένες και σκεβρωμένες τάβλες δεν είχε κανένα σχεδόν επίπεδο τμήμα.
..με στριφωχτά πόδια, που ουδέποτε ισορροπούσαν αν δεν πρόσθετες κάποιο χαρτονάκι σε ένα από αυτά, αφού το πάτωμα από σαρακοφαγωμένες και σκεβρωμένες τάβλες δεν είχε κανένα σχεδόν επίπεδο τμήμα.
Μπροστά, έξω από το καφενείο, μια μικρή αυλή με πεζούλι ολόγυρα και μια μικρή αμυγδαλιά που λες και ξεφύτρωσε μέσα από τα θεμέλια του κτιρίου.
Εκεί έφερναν, το καλοκαίρι, οι γέροι τα εγγόνια τους και τα κερνούσαν «υποβρύχιο» πάει να πει μια κουταλιά γλυκό βανίλια σε ένα ποτήρι κρύο νερό ή «χαρουπία» ένα εκχύλισμα από χαρούπια που το πρόσφεραν με χιόνι από το βουνό.
Οι θαμώνες ανάλογα με την εποχή, παράγγελναν τσικουδιά με οφτή πατάτα ή αλατσολιές, ούζο με πασατέμπο ή χλωρά αμύγδαλα με αλάτι, σουμάδα με πολλή κανέλα και τσάι του βουνού με μέντα. Έπαιζαν πρέφα ή ξερή, κολτσίνα τάβλι ή εξηνταέξη και όποιος έχανε τραβούσε τα έξοδα. Το έπαθλο ήταν μια γκαζόζα από το Καστέλι, «σπασμένη στα δυο» και ενίοτε «στα τέσσερα». Ο καφετζής, με εντυπωσιακές κινήσεις χτυπούσε το μπουκάλι και άνοιγε απότομα τον συρμάτινο μηχανισμό που συγκρατούσε το πορσελάνινο πώμα, για να επιτύχει βροντώδες άνοιγμα από την εκτόνωση του ανθρακικού που όχι λίγες φορές είχε ξεθυμάνει.
- «Αυτές με την μπίλια είναι καλύτερες» συμφωνούσαν οι θαμώνες όταν τύχαινε ξεθυμασμένη γκαζόζα. Εννοούσαν τις εμφιαλωμένες σε ένα περίτεχνο χοντρό μπουκάλι, με ένα στένωμα χαμηλότερα μεταξύ του στομίου και του λαιμού, όπου υπήρχε μια γυάλινη μπίλια. Με την πίεση του ανθρακικού, η μπίλια σφήνωνε σε ένα λαστιχάκι που ήταν σε λούκι στα χείλια του μπουκαλιού. Για να την ανοίξεις χτυπούσες την μπίλια με ένα ξύλινο έμβολο και μπλομπ…το ποτό σας με μπόλικο ανθρακικό μοιραζόταν σε τσικουδοπότηρα.
Χειμώνα ή καλοκαίρι το καφενείο ήταν η βουλή του χωριού. Μαζεύονταν και έπαιζαν το τάβλι τους ή την πρέφα και στο κατόπιν άρχιζαν τα πολιτικά και κοινωνικά σχόλια.
- Ποιος Δήμαρχος θα βγει σύντεκνε Πωλιό; ρωτούσαν τον γεροντότερο που, ένα κουβάρι σε μια γωνιά, παρατηρούσε και δεν μιλούσε.
- Ντα ποιοι είναι υποψήφιοι; ρωτούσε.
- Ο Παντελής κι ο Ιάκωβος, τον πληροφορούσαν
- Ο Παντελής θα βγει, αποφαίνονταν κατηγορηματικά.
- Μα ήντα λες μπάρμπα Πωλιό; Ο Ιάκωβος είναι τίμιος, δραστήριος, έξυπνος…
- Και ποιος σας είπε ότι οι ψηφοφόροι θέλουν τέτοιους;
- Μα, ο Παντελής είναι ράθυμος, ψεύτης και του αρέσει να… βουτά την κουτάλα στο μέλι, αντέτεινε κάποιος που δεν είχε σε υπόληψη την τιμιότητα του Παντελή.
- Τέτοιους θέλουν οι περισσότεροι γιατί κι αυτοί είναι σαν τον Παντελή, απαντούσε θυμόσοφα ο έμπειρος γέρο Πωλιός θυμίζοντας τους την σχετική μαντινάδα.
Τα πορτοκάλια του χωριού γεμίζουν ένα παπόρι
Ότι σπυρί ΄ναι ο Δήμαρχος είναι κι οι ψηφοφόροι.
Η συζήτηση για τα εκλογικά φούντωνε και απεδείκνυε ότι τα προσόντα του υποψήφιου δεν ήταν ο κυρίαρχος λόγος εκλογής του. Έμπαιναν στην μέση τα σόγια, οι κουμπαριές, οι τοπικοί πολιτευτές, τα ρουσφέτια,οι πρωτευουσιάνοι και ένα σωρό άλλοι λόγοι.
Ο καφετζής με μια πετσέτα στην μέση του, στην οποία σκούπιζε συνεχώς τα χέρια του, έπλυνε προσεκτικά ντόπιες πατάτες, τις τύλιγε σε χρυσόχαρτο και τις κουκούλωνε να σιγοψηθούν στον άθω του τζακιού. Το τσάι του βουνού το ‘βρισκε ο ίδιος από τα γύρω υψώματα και την τσικουδιά την παρήγαγαν συνεργατικά στο λαβέτζι που είχε εγκατεστημένο κάτω από το καφενείο.
Κάποτε έψηναν κάστανα στο τζάκι, αν και ο καφετζής το απαγόρευε. Είχε τους λόγους του ο κακομοίρης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο χωρατατζής Βασίλης, ένας πελάτης πειραχτήρι, έχωνε κρυφά στην στάχτη κάποιο κάστανο, χωρίς να το χαράξει, με προφανή στόχο, όταν ο καφετζής σκάλιζε για να βγάλει μεζέ της τσικουδιάς, να σκάσει και να του γεμίσει το πρόσωπο με…εξανθήματα ιλαράς.
Άλλες φορές που ο καιρός ήταν γλυκός, συγκέντρωναν ξύλα, βέργες, φύλλα και άλλα καύσιμα με τα οποία σκέπαζαν ένα σωρό κάστανα. Έκαναν μια «οφταρέ».
Όλοι θυμούνται την φάρσα του Βασίλη που έβαλε ένα κουτί μπαρούτι σε μια «οφταρέ» που όταν έσκασε, έκανε ένα μανιτάρι από σκόνη όμοια με ατομική βόμβα.
Τις τελευταίες ημέρες ένα μεγάλο κάστανο που είχαν βάλει στην φωτιά, χωρίς να το χαράξουν, έσκασε, στην μακρινή Ρωσία και γέμισε εξανθήματα όλος ο κόσμος.
Ήταν το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ που χωρίς επαρκείς δικλίδες ασφαλείας εξερράγη, γεμίζοντας τρόμο τους κατοίκους όλης της Ευρώπης και τους θαμώνες του καφενείου μας. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Άρχισε η Αποκάλυψη του Ιωάννη, ισχυρίζονταν οι ευσεβέστεροι, ενώ οι διαβασμένοι μιλούσαν για τις τρομερές επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα, στα φυτά, στα ζωντανά και στο ανθρώπινο είδος.
Κάθε απόγευμα, κολλούσαν το αυτί στο ραδιόφωνο και ρουφούσαν με αγωνία την πληροφόρηση από σχετικούς και άσχετους επιστήμονες. Διάβαζαν τις εφημερίδες που έφταναν αργά στο χωριό και άκουγαν τον παπά τους να προφητεύει την συντέλεια του κόσμου. Από κοντά ο Θωμάς ο μερομήνιας (αυτός που διάβαζε τα μερομήνια, ο…μετεωρολόγος του χωριού) συσχέτιζε τις αλλαγές του καιρού με το ατύχημα και ισχυρίζονταν ότι σύντομα θα δούμε κλιματικές αλλαγές που θα θαυμάσουμε. Περιέγραφε γλαφυρά την αντιστροφή των εποχών και οι άλλοι δεν είχαν κανένα λόγο να αμφιβάλλουν για όσα έλεγε. Αυτός είχε πάει και μια τάξη στο Γυμνάσιο, είχε δει τηλεόραση που στο χωριό δεν «έπιανε».
Δεν ήταν λίγοι βέβαια και αυτοί που έπαιρναν το πράγμα αψήφιστα και έλεγαν εξυπνάδες, αποτέλεσμα της άγνοιάς τους, για τη δύναμη και τις επιπτώσεις της συμφοράς. Ένας από αυτούς ήταν και ο χωρατατζής Βασίλης που λέγαμε παραπάνω.
Η συζήτηση στο καφενείο είχε ανάψει και η δαιμονολογία είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Ολόγυρα έξω, το χιόνι σκέπαζε το τοπίο. Ο Βασίλης βρήκε ευκαιρία για μια νέα φάρσα. Πήγε στο σπίτι του, βρήκε μια κασέτα στην οποία είχε μαγνητοφωνήσει (για άγνωστο λόγο) συνεχές τερέτισμα τζιτζικιών, την έβαλε σε ένα μαγνητόφωνο το οποίο κρέμασε κρυφά επιστρέφοντας, έξω από το καφενείο, στην ανθισμένη αμυγδαλίτσα της αυλής. Πάτησε το κουμπί αναπαραγωγής και μπήκε στα κλεφτά στο καφενείο. Η συζήτηση ήταν έντονη γιατί στην κουβέντα εκτός από την άγνοια και τον φόβο, είχε προστεθεί και το πολιτικό στοιχείο. Ρωσία και Αμερική κονταροκτυπιούνταν στο μικρό καφενείο. Κανείς δεν άκουσε στην αρχή το τερέτισμα των τζιτζικιών, μέχρι που το αυτί κάποιου αντελήφθη τον αφύσικο, εκτός εποχής, θόρυβο.
- Για σιωπάτε, για σιωπάτε…Γρικάτε ότι γρικώ; ρώτησε με αγωνία.
Έστησαν αυτί και οι υπόλοιποι και πάγωσαν παρά το ότι το τζάκι έκαιγε στο φουλ.
- Μπρε σεις, τζιτζίκοι λαλούν χειμώνα καιρό; ρώτησε ιδρωμένος ο καφετζής,
- Τζιτζίκοι είναι βέβαια, δεν γρικάς;
- Τζιτζίκοι ;!!! Εχάλασε ο κόσμος σύντεκνοι !…
Στο καφενείο απλώθηκε τρόμος και σιωπή. Σταυροκοπιούνται.
Τζιιιι-τζιιιι-τζιιιι. Ποτέ άλλοτε ο τρόμος δεν είχε το άκουσμα τζιτζικιού. Μέσα στην νεκρική σιγή, ο Θωμάς ο μερομήνιας αποφαίνεται,
- Σας το ‘λεγα εγώ! Τούτα να τα Τσερνομπίλια θα μας ε καταστρέψουνε.
Και είχε δίκιο, ανεξάρτητα από την φάρσα του χωρατατζή Βασίλη που μετά από την αποκάλυψή της, εκτός από τις καρπαζιές που εισέπραξε, απέκτησε και το παρανόμι Τσερνομπίλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.