Γράφει ο Μανώλης Μαρινάκης
Διδάκτορας Κλασικής αρχαιολογίας
Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η αρχαία κώμη «Τρίλιρος», στα Τριαλώνια της επαρχίας Κισάμου, διασώζει πολλούς γοητευτικούς θρύλους, που πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει ο λαογράφος-δάσκαλος Β. Χαρωνίτης στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Κρήτη των θρύλων». Τους τοπικούς αυτούς θρύλους περιέγραψε επίσης η λαογράφος Θ. Καλιγιάννη σε σύντομο άρθρο της στην «Κρητική Εστία».
Η αρχαιολογική έρευνα βεβαίως γνωρίζει ότι η περιοχή δεν φημίζεται μόνο για τους μύθους και τους θρύλους της, αλλά και για την σπουδαία ιστορία της, την οποία διηγούνται τα ερείπιά της, που εκτείνονται στους πρόποδες του λόφου «Κεφάλα», στα ΒΑ του σημερινού χωριού των Τριών Αλωνιών. Στο πέρασμα των εκατονταετηρίδων η περιοχή δεν ευτύχησε δυστυχώς να προσελκύσει το συστηματικό ενδιαφέρον της αρχαιολογικής σκαπάνης, ώστε να βγει σταδιακά από την αφάνεια.
Η «Εκατόμπολις» Κρήτη άλλωστε, παράλληλα με τα μεγάλα αστικά της κέντρα, διέθετε και μικρότερους, περιφερειακούς οικισμούς (για τον όρο Εκατόμπολις, βλ. Ομήρου, Ιλιάδα, Β’, στ. 649). Το τοπωνύμιο «Τρίλιρος» δεν έχει καταγραφεί στις αρχαίες πηγές (σε αρχαίους συγγραφείς ή επιγραφές), ούτε μέσω των Ευρωπαίων περιηγητών, που επισκέφτηκαν την Κρήτη κατά τους πρόσφατους αιώνες. Διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης από γενιά σε γενιά, όπως συνηθίζεται στις αγροτικές κοινωνίες.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί το εύρος του αρχαίου οικισμού και η σπουδαιότητα που κρύβει. Φαίνεται ότι δεν συγκαταλεγόταν στις αυτόνομες κρητικές πόλεις-κράτη της κλασικής-ελληνιστικής περιόδου, αφού δεν έκοψε δικά της νομίσματα, αλλά αποτελούσε εξαρτημένη κώμη εντός της επικράτειας της ισχυρής Πολυρρήνιας. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Πολυρρήνιοι «ώκουν κωμηδών», δηλαδή κατοικούσαν σε κώμες (γειτονιές). Διάσπαρτοι αρχαίοι οικισμοί είχαν οργανωθεί σε μεγάλη ακτίνα, που ξεκινούσε από τη θάλασσα, στον Ανατολικό μυχό του κόλπου της Κισάμου (Μυρτίλου) και εκτεινόταν μέχρι τις ημιορεινές παρυφές της ενδοχώρας. Αυτό το δίκτυο οικισμών, που είχε ως μεγαλύτερο κέντρο τη Ρόκκα και ως επίνειο τη Μήθυμνα στα Νοπήγεια, βρισκόταν υπό την σφαίρα επιρροής της ισχυρότερης Πολυρρήνιας.
Ο P. Faure διατύπωσε πρώτος την άποψη ότι οι μικροί αρχαίοι οικισμοί που αναπτύχθηκαν γύρω από την εύφορη κοιλάδα του ποταμού «Κολένη» (κοντά στα σημερινά χωριά Νοπήγεια, Φαλελιανά, Λυριδιανά, Τριαλώνια, Δελιανά), είχαν συγκροτήσει το «Κοινό των Μωδαίων». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το νόμισμα του «Κοινού των Μωδαίων», που ανάγεται γύρω στο 330-300 π.Χ., είναι παρεμφερές μ’ αυτό της Πολυρρήνιας. Απεικονίζει στον εμπροσθότυπο κεφαλή γενειοφόρου Διός και στον οπισθότυπο μετωπική κεφαλή ταύρου (βουκράνιο). Άλλοι μελετητές αντίθετα θεωρούν ότι οι «Μωδαίοι» κατοικούσαν στην αρχαία «Μώδα», την θέση της οποίας τοποθετούν στο σημερινό χωριό Μόδι, κοντά στο Γεράνι (βλ. Sporn 2002, σελ. 291, σύμφωνα με τον Ν. Πλάτωνα, Κρητ. Χρον. 7, 1953, σελ. 485).
Αρκετοί Ευρωπαίοι περιηγητές επισκέφτηκαν την τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Στα βιβλία τους ή στις ανταποκρίσεις τους περιέγραφαν τις εντυπώσεις τους από τις περιοχές όπου ταξίδευαν. Μέσα από αυτές της περιγραφές άλλωστε αντλούμε εμείς οι νεότεροι σημαντικές πληροφορίες για τις αρχαιολογικές θέσεις και για την καθημερινή ζωή στα χωριά της υπαίθρου.
Ο Άγγλος περιηγητής και ιατρός, Robert Pashley, επισκέφτηκε την Κρήτη το 1834 και αναφέρει στο βιβλίο του (“Travels in Crete”, τόμ. II, London 1837) αναλυτικά τη Μήθυμνα και τη Ρόκκα, ταυτίζοντας την ακριβή θέση τους. Σταχυολόγησε παράλληλα τις πληροφορίες παλαιότερων περιηγητών. Κατευθυνόμενος προς το Καστέλλι Κισάμου, εξέτασε αναλυτικά τα ερείπια της «Μήθυμνας της Κρητικής» στα Νοπήγεια, ενώ τη Ρόκκα την ατένισε από μακριά. Ο περιηγητής αναζητούσε να εντοπίσει ερείπια του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδας, το οποίο αναφέρει ο συγγραφέας της ρωμαϊκής περιόδου, Κλαύδιος Αιλιανός (2ου αι. μ.Χ.), στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος» ή “De Natura Animalibus”, κεφ. 14, 20. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα στα ελληνικά σχετικά με τη φυσιολογία και τις ιδιότητες των ζώων. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα του αρχαίου κειμένου του Αιλιανού:
«τοὺς δὲ νεανίας δηχθῆναι ὑπὸ κυνὸς λυττώσης, τῷ πρώτῳ δηχθέντι τῶν ἄλλων ἀμυνάντων καὶ τῷ αὐτῷ πάθει περιπεσόντων. Οἳ μὲν οὖν ἔκειντο Μηθύμνης τῆς Κρητικῆς πρὸς ταῖς ᾐόσιν ῾ἔστι δὲ αὕτη κώμη, ὥς φασιν᾽, οἱ δὲ θεώμενοι συνήλγουν τῷ πάθει, καὶ τὴν κύνα ἀποκτεῖναι προσέταττον καὶ τὸ ἧπαρ δοῦναι τοῖς νεανίαις ὡς φάρμακον τοῦ κακοῦ καταφαγεῖν, οἳ δὲ ἐς τῆς Ῥοκκαίας οὕτω καλουμένης Ἀρτέμιδος ἄγειν καὶ αἰτεῖν ἴασιν παρὰ τῆς θεοῦ». Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι στο αυθεντικό κείμενο θα αναγραφόταν το γνωστότερο τοπωνύμιο Ρίθυμνα, επομένως ερμηνεύουν τη γραφή «Μήθυμνα» ως πιθανό λάθος του αντιγραφέα του πρωτότυπου χειρογράφου.
Tο 1865, περίπου 30 χρόνια μετά την επίσκεψη του Pashley, ο Άγγλος ναύαρχος T. Spratt κατέγραψε στο βιβλίο του («Travel and researches in Crete, vol. II, σελ. 207-211) την εκτενέστερη περιγραφή μέχρι τότε για τις αρχαιότητες των Τριών Αλωνιών, μετά από συνάντηση που είχε με ντόπιους κατοίκους:
«…εντοπίζονται κάποια κατάλοιπα αρχαίων τοίχων και αναλημμάτων, κάποια διάσπαρτα μαρμάρινα θραύσματα, και έξι με οκτώ λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι· όμως ένας ντόπιος που δούλευε στα χωράφια, προσφέρθηκε να μου δείξει το ανώτερο επίπεδο (άνδηρο) πάνω από τους τάφους αυτούς και με διαβεβαίωσε ότι υπήρχε αρχαίο δάπεδο, κάτω από το σπαρμένο χωράφι, με μεγάλες, ορθογώνιες πλάκες σκουρόχρωμου μαρμάρου.».
Λίγο παρακάτω αναφέρει: «…μου έδειξαν στα Τρία αλώνια ένα σημείο σε μια προεξοχή του εδάφους κάτω από το άνδηρο (πλάτωμα), όπου πρόσφατα είχε βρεθεί ένα μαρμάρινο άγαλμα, στο χωράφι του ιδιοκτήτη, ενός ντόπιου από το Αρμένι (ενν. το παρακείμενο Άρμενο Χωριό), καθώς και «χρυσό» ειδώλιο μορφής από συγγενή του…». Ο Spratt υπέθεσε ότι το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος θα μπορούσε να βρίσκεται στο κεντρικό πλάτωμα των Τριών Αλωνιών, το οποίο του θύμισε υπαίθριο χώρο λατρείας.
Αξίζει να αναφερθεί η προφορική παράδοση κατοίκων της περιοχής οι οποίοι θεωρούν πιθανή την ύπαρξη εδωλίων μικρού αρχαίου θεάτρου ή χώρου συναθροίσεων στο πλάτωμα αυτό. Ο ιστοριοδίφης Στ. Σπανάκης αντίθετα (Κρήτη, τομ. Β’, σελ. 327) αναφέρει την ύπαρξη καταλοίπων εδωλίων αρχαίου θεάτρου στη Ρόκκα, γεγονός που δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής από την αρχαιολογική έρευνα (θα επρόκειτο μάλλον για λαξευτές κλίμακες μεγάλων οικιών).
Ο επόμενος περιηγητής του 19ου αι. που επισκέφτηκε τα Τριαλώνια είναι ο Βρετανός John Myres το 1893 (στο άρθρο του «Inscriptions from Crete”, στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies, 1893, σελ. 184, αρ. 17). Αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του στο χωριό είδε μια στήλη από πωρόλιθο (πιθανότατα επιτύμβια), κτισμένη σε δεύτερη χρήση (σπόλιο) στο κατώφλι (door-sill) μιας από τις τελευταίες οικίες στο μονοπάτι που οδηγεί προς τον ελληνιστικό αρχαιολογικό χώρο. Διέκρινε στην πέτρα, με μεγάλα φθαρμένα γράμματα, τα ονόματα: ΦΕΙΔΩΝ ΝΗΦΕΩ.
Αυτός όμως που πραγματικά μας διαφωτίζει με τις περιγραφές του είναι ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Faure (Πωλ Φόρ), ο οποίος δημοσίευσε πολλά άρθρα για τις αρχαίες πόλεις της Κρήτης, από τη δεκαετία του ’50 και εξής. Του προξένησε ενδιαφέρον η περιοχή της εύφορης κοιλάδας του «Κολένη» ποταμού, όπου αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, με επίνειο την «Μήθυμνα» στα Νοπήγεια. Θαύμασε γενικότερα την ευρύτερη περιοχή του κάμπου της Κισάμου ανάμεσα στα δύο ακρωτήρια (Γραμβούσα-Σπάθα). Και λόγω βεβαίως της ιδιότητάς του, η περιγραφή του καθίσταται εμπεριστατωμένη και αξιόπιστη. Σε άρθρο τους μας πληροφορεί τα εξής (P. Faure, “Nouvelles recherches de spéléologie et de topographie crétoise”, BCH 84, 1960, σελ. 219):
«… Στα Τριαλώνια στη θέση «Σπιτάκια των Ελλήνων» εντοπίζεται μια αρκετά εκτεταμένη νεκρόπολη, κυρίως ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων. Απέχει 1χλμ. και 800 μ. από την Ρόκκα προς Νότο. Σ’ έναν από τους τάφους, λίγο βορειότερα του λόφου της «Κεφάλας», είχε εντοπιστεί σφραγιδόλιθος και ερυθρόμορφο αγγείο. Οι θαλαμοειδείς αυτοί τάφοι, πιθανότατα οικογενειακοί, είναι λαξευμένοι στο βράχο, με περίτεχνο θύρωμα εισόδου και ταφές στις 3 πλευρές. Στα τοιχώματα υπάρχουν κόγχες για τα λυχνάρια ή τα αγαλμάτια. Την ίδια διάταξη παρουσιάζουν οι λαξευτοί τάφοι της Πολυρρήνιας». Να σημειωθεί εδώ ότι οι ελληνιστικοί θαλαμοειδείς τάφοι της Πολυρρήνιας και της Κυδωνίας έχουν δεχτεί επιρροές από τις νεκροπόλεις της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας, που ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο των «Loculi», δηλαδή με κόγχες-εσοχές στον βράχο (Βλ. Στ. Μαρκουλάκη, στον τόμο Κρήτη-Αίγυπτος, 2000).
Ο Faure αναφέρει επίσης στα Τριαλώνια την ύπαρξη λατομείου (“carrière”), αρκετά ίχνη από τοιχοποιίες λαξευτών οικιών, καθώς επίσης ενός εκτεταμένου λατρευτικού οικοδομήματος, με Νότιο προσανατολισμό. Πρόκειται προφανώς για το ίδιο άνδηρο (ευρύ πλάτωμα του λόφου) που περιγράφει και ο Spratt.
Ένας γειτονικός αρχαίος οικισμός τοποθετείται από τον Faure στη Ν. πλαγιά του λόφου «Χαλέπα», στη θέση «Λίμνη» ή «Πατέλα», που ήκμασε κυρίως κατά την εποχή του ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Ακολούθως ο Γάλλος αρχαιολόγος αναφέρει μερικούς άλλους σπηλαιώδεις τάφους που είδε καθ’ οδόν προς τα Δελιανά, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συλημένοι. Οι λήκυθοι και οι αρύβαλλοι ήταν αρωματοδόχα αγγεία, τα οποία συνόδευαν συχνά ως κτερίσματα τις ταφές.
Το 1966 επισκέπτεται την Κίσαμο ο Γάλλος νομισματολόγος G. Le Rider, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει (G. Le Rider, “Monnaies Crétoises”, Paris 1966, σελ. 265):
«….Από την Ακρόπολη της Πολυρρήνιας αντικρίζεις ανατολικά τον λόφο της Ρόκκας…. Από τη Ρόκκα, χωριό με στρατηγική θέση και φανταστική θέα προς τα Χανιά και προς τη Φαλάσαρνα, μια ώρα περίπατο προς τα Νότια (1χλμ και 800 μ.) βρίσκονται τα Τριαλώνια, όπου διακρίνονται επίσης πολλές αρχαιότητες. Κανείς όμως από τους κατοίκους δεν έτυχε να μου δείξει κάποιο νόμισμα εκεί, σε αντίθεση με τη Ρόκκα, όπου μου έδειξαν 4 χάλκινα νομίσματα της Πολυρρήνιας και ένα αργυρό τετρώβολο του Άργους». Ο Le Rider εκφράζει επίσης την άποψη ότι η Ρόκκα βρισκόταν υπό τον διοικητικό έλεγχο της ισχυρότερης Πολυρρήνιας.
Να σημειωθεί επίσης ότι η ευρύτερη περιοχή των Τριών Αλωνιών δεν έπαψε να απασχολεί και νεότερους αρχαιολόγους, όχι όμως τόσο συστηματικά όσο θα δικαιούτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επισκέφτηκε την περιοχή ο Άγγλος αρχαιολόγος Ian Sanders, ο οποίος μελετούσε τα ρωμαϊκά μνημεία του νησιού. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του (I. Sanders, “Roman Crete”, 1982, σελ. 28, σημ. 35):
«…Λίγο πιο πέρα από τη Ρόκκα, το κυρίως νεκροταφείο της είναι γνωστό στη θέση Τριαλώνια, όπου ο T. Spratt, ισχυρίζεται ότι βρήκε τη θέση του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει ο Αιλιανός».
Ακολούθησαν οι έρευνες της Δ. Γόντικα (1988) και της K. Sporn (2002), οι οποίες αναφέρουν τα Τριαλώνια στις μελέτες τους, δίνοντας έμφαση κυρίως στους λαξευτούς, θαλαμοειδείς τάφους και στο εκτεταμένο άνδηρο, ως πιθανό τόπο λατρείας. (βλ. D. Gondicas, “Researches sur la Crete occidentale”, Amsterdam 1993, σελ. 269-270 και K. Sporn, “Heiligtümer und Kulte Kretas”, Heidelberg 2002, σελ. 289).
Από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων έχει οριστεί ως υπεύθυνη αρχαιολόγος για την ευρύτερη περιοχή η Π. Δροσινού (η οποία έχει επιμεληθεί το ενημερωτικό φυλλάδιο του αρχαιολογικού χώρου της Ρόκκας, ΥΠΠΟ, ΕΦΑ Χανίων).
Κλείνοντας αξίζει να επισημανθεί ότι η ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Κισάμου κρύβει έναν πολύ αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, που παραμένει ακόμα εν πολλοίς ανεξερεύνητος και μη γνωστός στο ευρύ κοινό στον βαθμό που θα έπρεπε.
Ευελπιστούμε όμως ότι θα έρθει ο καιρός που το παράδειγμα της αρχαίας Ελεύθερνας, ή οποία ήρθε στο φως τα τελευταία 30 χρόνια, χάρις τις προσπάθειες των καθηγητών και των φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, θα βρει μιμητές και στην Κίσαμο, ώστε να αναδειχτούν περισσότερο και οι αρχαιότητες της δικής μας επαρχίας.
Διδάκτορας Κλασικής αρχαιολογίας
Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η αρχαία κώμη «Τρίλιρος», στα Τριαλώνια της επαρχίας Κισάμου, διασώζει πολλούς γοητευτικούς θρύλους, που πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει ο λαογράφος-δάσκαλος Β. Χαρωνίτης στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Κρήτη των θρύλων». Τους τοπικούς αυτούς θρύλους περιέγραψε επίσης η λαογράφος Θ. Καλιγιάννη σε σύντομο άρθρο της στην «Κρητική Εστία».
Η αρχαιολογική έρευνα βεβαίως γνωρίζει ότι η περιοχή δεν φημίζεται μόνο για τους μύθους και τους θρύλους της, αλλά και για την σπουδαία ιστορία της, την οποία διηγούνται τα ερείπιά της, που εκτείνονται στους πρόποδες του λόφου «Κεφάλα», στα ΒΑ του σημερινού χωριού των Τριών Αλωνιών. Στο πέρασμα των εκατονταετηρίδων η περιοχή δεν ευτύχησε δυστυχώς να προσελκύσει το συστηματικό ενδιαφέρον της αρχαιολογικής σκαπάνης, ώστε να βγει σταδιακά από την αφάνεια.
Η «Εκατόμπολις» Κρήτη άλλωστε, παράλληλα με τα μεγάλα αστικά της κέντρα, διέθετε και μικρότερους, περιφερειακούς οικισμούς (για τον όρο Εκατόμπολις, βλ. Ομήρου, Ιλιάδα, Β’, στ. 649). Το τοπωνύμιο «Τρίλιρος» δεν έχει καταγραφεί στις αρχαίες πηγές (σε αρχαίους συγγραφείς ή επιγραφές), ούτε μέσω των Ευρωπαίων περιηγητών, που επισκέφτηκαν την Κρήτη κατά τους πρόσφατους αιώνες. Διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης από γενιά σε γενιά, όπως συνηθίζεται στις αγροτικές κοινωνίες.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί το εύρος του αρχαίου οικισμού και η σπουδαιότητα που κρύβει. Φαίνεται ότι δεν συγκαταλεγόταν στις αυτόνομες κρητικές πόλεις-κράτη της κλασικής-ελληνιστικής περιόδου, αφού δεν έκοψε δικά της νομίσματα, αλλά αποτελούσε εξαρτημένη κώμη εντός της επικράτειας της ισχυρής Πολυρρήνιας. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Πολυρρήνιοι «ώκουν κωμηδών», δηλαδή κατοικούσαν σε κώμες (γειτονιές). Διάσπαρτοι αρχαίοι οικισμοί είχαν οργανωθεί σε μεγάλη ακτίνα, που ξεκινούσε από τη θάλασσα, στον Ανατολικό μυχό του κόλπου της Κισάμου (Μυρτίλου) και εκτεινόταν μέχρι τις ημιορεινές παρυφές της ενδοχώρας. Αυτό το δίκτυο οικισμών, που είχε ως μεγαλύτερο κέντρο τη Ρόκκα και ως επίνειο τη Μήθυμνα στα Νοπήγεια, βρισκόταν υπό την σφαίρα επιρροής της ισχυρότερης Πολυρρήνιας.
Ο P. Faure διατύπωσε πρώτος την άποψη ότι οι μικροί αρχαίοι οικισμοί που αναπτύχθηκαν γύρω από την εύφορη κοιλάδα του ποταμού «Κολένη» (κοντά στα σημερινά χωριά Νοπήγεια, Φαλελιανά, Λυριδιανά, Τριαλώνια, Δελιανά), είχαν συγκροτήσει το «Κοινό των Μωδαίων». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το νόμισμα του «Κοινού των Μωδαίων», που ανάγεται γύρω στο 330-300 π.Χ., είναι παρεμφερές μ’ αυτό της Πολυρρήνιας. Απεικονίζει στον εμπροσθότυπο κεφαλή γενειοφόρου Διός και στον οπισθότυπο μετωπική κεφαλή ταύρου (βουκράνιο). Άλλοι μελετητές αντίθετα θεωρούν ότι οι «Μωδαίοι» κατοικούσαν στην αρχαία «Μώδα», την θέση της οποίας τοποθετούν στο σημερινό χωριό Μόδι, κοντά στο Γεράνι (βλ. Sporn 2002, σελ. 291, σύμφωνα με τον Ν. Πλάτωνα, Κρητ. Χρον. 7, 1953, σελ. 485).
Αρκετοί Ευρωπαίοι περιηγητές επισκέφτηκαν την τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Στα βιβλία τους ή στις ανταποκρίσεις τους περιέγραφαν τις εντυπώσεις τους από τις περιοχές όπου ταξίδευαν. Μέσα από αυτές της περιγραφές άλλωστε αντλούμε εμείς οι νεότεροι σημαντικές πληροφορίες για τις αρχαιολογικές θέσεις και για την καθημερινή ζωή στα χωριά της υπαίθρου.
Ο Άγγλος περιηγητής και ιατρός, Robert Pashley, επισκέφτηκε την Κρήτη το 1834 και αναφέρει στο βιβλίο του (“Travels in Crete”, τόμ. II, London 1837) αναλυτικά τη Μήθυμνα και τη Ρόκκα, ταυτίζοντας την ακριβή θέση τους. Σταχυολόγησε παράλληλα τις πληροφορίες παλαιότερων περιηγητών. Κατευθυνόμενος προς το Καστέλλι Κισάμου, εξέτασε αναλυτικά τα ερείπια της «Μήθυμνας της Κρητικής» στα Νοπήγεια, ενώ τη Ρόκκα την ατένισε από μακριά. Ο περιηγητής αναζητούσε να εντοπίσει ερείπια του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδας, το οποίο αναφέρει ο συγγραφέας της ρωμαϊκής περιόδου, Κλαύδιος Αιλιανός (2ου αι. μ.Χ.), στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος» ή “De Natura Animalibus”, κεφ. 14, 20. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα στα ελληνικά σχετικά με τη φυσιολογία και τις ιδιότητες των ζώων. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα του αρχαίου κειμένου του Αιλιανού:
«τοὺς δὲ νεανίας δηχθῆναι ὑπὸ κυνὸς λυττώσης, τῷ πρώτῳ δηχθέντι τῶν ἄλλων ἀμυνάντων καὶ τῷ αὐτῷ πάθει περιπεσόντων. Οἳ μὲν οὖν ἔκειντο Μηθύμνης τῆς Κρητικῆς πρὸς ταῖς ᾐόσιν ῾ἔστι δὲ αὕτη κώμη, ὥς φασιν᾽, οἱ δὲ θεώμενοι συνήλγουν τῷ πάθει, καὶ τὴν κύνα ἀποκτεῖναι προσέταττον καὶ τὸ ἧπαρ δοῦναι τοῖς νεανίαις ὡς φάρμακον τοῦ κακοῦ καταφαγεῖν, οἳ δὲ ἐς τῆς Ῥοκκαίας οὕτω καλουμένης Ἀρτέμιδος ἄγειν καὶ αἰτεῖν ἴασιν παρὰ τῆς θεοῦ». Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι στο αυθεντικό κείμενο θα αναγραφόταν το γνωστότερο τοπωνύμιο Ρίθυμνα, επομένως ερμηνεύουν τη γραφή «Μήθυμνα» ως πιθανό λάθος του αντιγραφέα του πρωτότυπου χειρογράφου.
Tο 1865, περίπου 30 χρόνια μετά την επίσκεψη του Pashley, ο Άγγλος ναύαρχος T. Spratt κατέγραψε στο βιβλίο του («Travel and researches in Crete, vol. II, σελ. 207-211) την εκτενέστερη περιγραφή μέχρι τότε για τις αρχαιότητες των Τριών Αλωνιών, μετά από συνάντηση που είχε με ντόπιους κατοίκους:
«…εντοπίζονται κάποια κατάλοιπα αρχαίων τοίχων και αναλημμάτων, κάποια διάσπαρτα μαρμάρινα θραύσματα, και έξι με οκτώ λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι· όμως ένας ντόπιος που δούλευε στα χωράφια, προσφέρθηκε να μου δείξει το ανώτερο επίπεδο (άνδηρο) πάνω από τους τάφους αυτούς και με διαβεβαίωσε ότι υπήρχε αρχαίο δάπεδο, κάτω από το σπαρμένο χωράφι, με μεγάλες, ορθογώνιες πλάκες σκουρόχρωμου μαρμάρου.».
Λίγο παρακάτω αναφέρει: «…μου έδειξαν στα Τρία αλώνια ένα σημείο σε μια προεξοχή του εδάφους κάτω από το άνδηρο (πλάτωμα), όπου πρόσφατα είχε βρεθεί ένα μαρμάρινο άγαλμα, στο χωράφι του ιδιοκτήτη, ενός ντόπιου από το Αρμένι (ενν. το παρακείμενο Άρμενο Χωριό), καθώς και «χρυσό» ειδώλιο μορφής από συγγενή του…». Ο Spratt υπέθεσε ότι το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος θα μπορούσε να βρίσκεται στο κεντρικό πλάτωμα των Τριών Αλωνιών, το οποίο του θύμισε υπαίθριο χώρο λατρείας.
Αξίζει να αναφερθεί η προφορική παράδοση κατοίκων της περιοχής οι οποίοι θεωρούν πιθανή την ύπαρξη εδωλίων μικρού αρχαίου θεάτρου ή χώρου συναθροίσεων στο πλάτωμα αυτό. Ο ιστοριοδίφης Στ. Σπανάκης αντίθετα (Κρήτη, τομ. Β’, σελ. 327) αναφέρει την ύπαρξη καταλοίπων εδωλίων αρχαίου θεάτρου στη Ρόκκα, γεγονός που δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής από την αρχαιολογική έρευνα (θα επρόκειτο μάλλον για λαξευτές κλίμακες μεγάλων οικιών).
Ο επόμενος περιηγητής του 19ου αι. που επισκέφτηκε τα Τριαλώνια είναι ο Βρετανός John Myres το 1893 (στο άρθρο του «Inscriptions from Crete”, στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies, 1893, σελ. 184, αρ. 17). Αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του στο χωριό είδε μια στήλη από πωρόλιθο (πιθανότατα επιτύμβια), κτισμένη σε δεύτερη χρήση (σπόλιο) στο κατώφλι (door-sill) μιας από τις τελευταίες οικίες στο μονοπάτι που οδηγεί προς τον ελληνιστικό αρχαιολογικό χώρο. Διέκρινε στην πέτρα, με μεγάλα φθαρμένα γράμματα, τα ονόματα: ΦΕΙΔΩΝ ΝΗΦΕΩ.
Αυτός όμως που πραγματικά μας διαφωτίζει με τις περιγραφές του είναι ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Faure (Πωλ Φόρ), ο οποίος δημοσίευσε πολλά άρθρα για τις αρχαίες πόλεις της Κρήτης, από τη δεκαετία του ’50 και εξής. Του προξένησε ενδιαφέρον η περιοχή της εύφορης κοιλάδας του «Κολένη» ποταμού, όπου αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, με επίνειο την «Μήθυμνα» στα Νοπήγεια. Θαύμασε γενικότερα την ευρύτερη περιοχή του κάμπου της Κισάμου ανάμεσα στα δύο ακρωτήρια (Γραμβούσα-Σπάθα). Και λόγω βεβαίως της ιδιότητάς του, η περιγραφή του καθίσταται εμπεριστατωμένη και αξιόπιστη. Σε άρθρο τους μας πληροφορεί τα εξής (P. Faure, “Nouvelles recherches de spéléologie et de topographie crétoise”, BCH 84, 1960, σελ. 219):
«… Στα Τριαλώνια στη θέση «Σπιτάκια των Ελλήνων» εντοπίζεται μια αρκετά εκτεταμένη νεκρόπολη, κυρίως ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων. Απέχει 1χλμ. και 800 μ. από την Ρόκκα προς Νότο. Σ’ έναν από τους τάφους, λίγο βορειότερα του λόφου της «Κεφάλας», είχε εντοπιστεί σφραγιδόλιθος και ερυθρόμορφο αγγείο. Οι θαλαμοειδείς αυτοί τάφοι, πιθανότατα οικογενειακοί, είναι λαξευμένοι στο βράχο, με περίτεχνο θύρωμα εισόδου και ταφές στις 3 πλευρές. Στα τοιχώματα υπάρχουν κόγχες για τα λυχνάρια ή τα αγαλμάτια. Την ίδια διάταξη παρουσιάζουν οι λαξευτοί τάφοι της Πολυρρήνιας». Να σημειωθεί εδώ ότι οι ελληνιστικοί θαλαμοειδείς τάφοι της Πολυρρήνιας και της Κυδωνίας έχουν δεχτεί επιρροές από τις νεκροπόλεις της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας, που ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο των «Loculi», δηλαδή με κόγχες-εσοχές στον βράχο (Βλ. Στ. Μαρκουλάκη, στον τόμο Κρήτη-Αίγυπτος, 2000).
Ο Faure αναφέρει επίσης στα Τριαλώνια την ύπαρξη λατομείου (“carrière”), αρκετά ίχνη από τοιχοποιίες λαξευτών οικιών, καθώς επίσης ενός εκτεταμένου λατρευτικού οικοδομήματος, με Νότιο προσανατολισμό. Πρόκειται προφανώς για το ίδιο άνδηρο (ευρύ πλάτωμα του λόφου) που περιγράφει και ο Spratt.
Ένας γειτονικός αρχαίος οικισμός τοποθετείται από τον Faure στη Ν. πλαγιά του λόφου «Χαλέπα», στη θέση «Λίμνη» ή «Πατέλα», που ήκμασε κυρίως κατά την εποχή του ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Ακολούθως ο Γάλλος αρχαιολόγος αναφέρει μερικούς άλλους σπηλαιώδεις τάφους που είδε καθ’ οδόν προς τα Δελιανά, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συλημένοι. Οι λήκυθοι και οι αρύβαλλοι ήταν αρωματοδόχα αγγεία, τα οποία συνόδευαν συχνά ως κτερίσματα τις ταφές.
Το 1966 επισκέπτεται την Κίσαμο ο Γάλλος νομισματολόγος G. Le Rider, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει (G. Le Rider, “Monnaies Crétoises”, Paris 1966, σελ. 265):
«….Από την Ακρόπολη της Πολυρρήνιας αντικρίζεις ανατολικά τον λόφο της Ρόκκας…. Από τη Ρόκκα, χωριό με στρατηγική θέση και φανταστική θέα προς τα Χανιά και προς τη Φαλάσαρνα, μια ώρα περίπατο προς τα Νότια (1χλμ και 800 μ.) βρίσκονται τα Τριαλώνια, όπου διακρίνονται επίσης πολλές αρχαιότητες. Κανείς όμως από τους κατοίκους δεν έτυχε να μου δείξει κάποιο νόμισμα εκεί, σε αντίθεση με τη Ρόκκα, όπου μου έδειξαν 4 χάλκινα νομίσματα της Πολυρρήνιας και ένα αργυρό τετρώβολο του Άργους». Ο Le Rider εκφράζει επίσης την άποψη ότι η Ρόκκα βρισκόταν υπό τον διοικητικό έλεγχο της ισχυρότερης Πολυρρήνιας.
Να σημειωθεί επίσης ότι η ευρύτερη περιοχή των Τριών Αλωνιών δεν έπαψε να απασχολεί και νεότερους αρχαιολόγους, όχι όμως τόσο συστηματικά όσο θα δικαιούτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επισκέφτηκε την περιοχή ο Άγγλος αρχαιολόγος Ian Sanders, ο οποίος μελετούσε τα ρωμαϊκά μνημεία του νησιού. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του (I. Sanders, “Roman Crete”, 1982, σελ. 28, σημ. 35):
«…Λίγο πιο πέρα από τη Ρόκκα, το κυρίως νεκροταφείο της είναι γνωστό στη θέση Τριαλώνια, όπου ο T. Spratt, ισχυρίζεται ότι βρήκε τη θέση του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει ο Αιλιανός».
Ακολούθησαν οι έρευνες της Δ. Γόντικα (1988) και της K. Sporn (2002), οι οποίες αναφέρουν τα Τριαλώνια στις μελέτες τους, δίνοντας έμφαση κυρίως στους λαξευτούς, θαλαμοειδείς τάφους και στο εκτεταμένο άνδηρο, ως πιθανό τόπο λατρείας. (βλ. D. Gondicas, “Researches sur la Crete occidentale”, Amsterdam 1993, σελ. 269-270 και K. Sporn, “Heiligtümer und Kulte Kretas”, Heidelberg 2002, σελ. 289).
Από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων έχει οριστεί ως υπεύθυνη αρχαιολόγος για την ευρύτερη περιοχή η Π. Δροσινού (η οποία έχει επιμεληθεί το ενημερωτικό φυλλάδιο του αρχαιολογικού χώρου της Ρόκκας, ΥΠΠΟ, ΕΦΑ Χανίων).
Κλείνοντας αξίζει να επισημανθεί ότι η ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Κισάμου κρύβει έναν πολύ αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, που παραμένει ακόμα εν πολλοίς ανεξερεύνητος και μη γνωστός στο ευρύ κοινό στον βαθμό που θα έπρεπε.
Ευελπιστούμε όμως ότι θα έρθει ο καιρός που το παράδειγμα της αρχαίας Ελεύθερνας, ή οποία ήρθε στο φως τα τελευταία 30 χρόνια, χάρις τις προσπάθειες των καθηγητών και των φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, θα βρει μιμητές και στην Κίσαμο, ώστε να αναδειχτούν περισσότερο και οι αρχαιότητες της δικής μας επαρχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.