Δ' ΤΑΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Στη Δ΄ τάξη αποφάσισα να πάω στο πρακτικό. Έτσι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη. Ήταν μια εποχή που κανείς δεν «έμπαινε» στον κόπο να μας καθοδηγήσει και να μας εξηγήσει τις δυνατότητες της κάθε κατεύθυνσης. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως ο καθηγητής των μαθηματικών που είχα στην προηγούμενη τάξη, μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι η θέση μου δεν ήταν στο «κλασσικό». Πιθανόν να με επηρέασε, αλλά η απόφαση νομίζω πως ήταν αποκλειστικά δική μου. Η επιλογή έγινε χωρίς επαγγελματικά κριτήρια για το μέλλον μου ή τις δυνατότητές μου σαν μαθητή, αλλά ακολουθώντας μια απλή παρόρμηση της στιγμής.
Η αίθουσα στην οποία μαθητεύαμε ήταν η πιο παράξενη του σχολείου. Είχε σχήμα παραλληλογράμμου με την μια μεγάλη του πλευρά, τη βόρεια, να έχει στερεωμένο ένα τεράστιο πίνακα κι ακριβώς δίπλα να βρίσκεται η έδρα του καθηγητή τοποθετημένη πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα. Πάνω στην έδρα εφαπτόταν το πρώτο από μια σειρά πέντε θρανίων, τα οποία είχαν καταλάβει τα δέκα κορίτσια της τάξης μας. Το τελευταίο θρανίο της σειράς ήταν κολλημένο στον νότιο τοίχο της αίθουσας.
Ο Νίκος, δεύτερος από τα δεξιά με τα γυαλιά
Δίπλα στη σειρά των κοριτσιών υπήρχαν τρεις σειρές θρανίων, με τέσσερα θρανία κάθε μια, στα οποία στριμωχνόμασταν είκοσι επτά αγόρια. Φυσικά τα θρανία ήταν ξύλινα και παλιά απ’ τις πολλές χρήσεις (ποιος ξέρει πόσες γενεές μαθητών τα είχαν χρησιμοποιήσει πριν από μας). Όπως γίνεται φανερό σε τρία απ’ αυτά καθόντουσαν τρία αγόρια. Το παράξενο αυτής της αίθουσας δεν σταματούσε εδώ. Δίπλα στην τελευταία σειρά των θρανίων υπήρχε ένας στενός διάδρομος, που οδηγούσε στην πόρτα μιας άλλης αίθουσας στην οποία έκανε μάθημα ένα τμήμα της Β΄ τάξης.
Αυτό και μόνο σαν γεγονός δημιουργούσε μια ιδιαιτερότητα, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε να μπουν όλοι οι μαθητές της γειτονικής αίθουσας καθώς κι ο καθηγητής που τους έκανε μάθημα, για να ξεκινήσει φυσιολογικά η δική μας διδασκαλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές (το αντίθετο θα έλεγα) που κάποιος αργοπορημένος μαθητής από δίπλα, διέκοπτε τη ροή του δικού μας μαθήματος, για να διασχίσει τον μικρό διάδρομο και να πάει στη διπλανή αίθουσα. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εκνευριστικό, εμάς όμως μας βόλευε, γιατί για λίγα λεπτά χανόταν συνήθως η συνοχή της εξέτασης κάποιων μαθητών και σπανίως της παράδοσης.
Κορίτσια του Πρακτικού
Υπήρχε όμως κι ένα άλλο πρόβλημα με την διάταξη των θρανίων στην πλευρά των αγοριών. Αυτοί που καθόντουσαν στα πρώτα θρανία ήταν πολύ κοντά στον τεράστιο πίνακα και η οπτική γωνία τούς δυσκόλευε πάρα πολύ. Κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή θα το θεωρούσαν όλοι απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό, τότε όμως κανείς απ’ τους μαθητές δεν διαμαρτυρήθηκε. Επίσης κανείς απ’ τους καθηγητές δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ όλα αυτά τα προβλήματα. Εγώ καθόμουν στο τελευταίο θρανίο της δεύτερης σειράς απ’ τη μεριά των αγοριών μαζί με τον Νίκο, τον οποίο ήταν η μοναδική χρονιά που είχα σαν συμμαθητή στην ίδια αίθουσα. Ήταν πανύψηλος (με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι) κι ήταν μακράν ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ακολουθούμενος από δυο απ’ τους έξι Γιώργηδες που είχαμε σαν συμμαθητές.
Ο Νίκος διάβαζε πάρα πολύ κι αδιαφορούσε τελείως για τη γυμναστική και τον αθλητισμό. Ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα, που διάβαζα ελάχιστα και αφιέρωνα πολύ χρόνο στη γυμναστική και τον αθλητισμό. Είχαμε όμως και μερικά κοινά σημεία. Ήμασταν κι οι δυο απίστευτα άτακτοι, μόνο που την πλήρωνα τις περισσότερες φορές εγώ. Ενώ αυτός πετούσε κιμωλίες (συνήθως προς την πλευρά των κοριτσιών) σχεδόν πάντα υποπτευόταν εμένα, γιατί αυτός κατάφερνε να έχει ένα αδιάφορο και γαλήνιο ύφος, ενώ όταν έκανε κάποια αταξία καμωνόταν πως σκούπιζε τα μυωπικά του γυαλιά με τον καφέ πλαστικό σκελετό. Εκτός αυτού κανείς απ’ τους συμμαθητές μας και κυρίως απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Νίκος ήταν σε τέτοιο βαθμό άτακτος, γιατί τον συνόδευε η «ετικέτα» του πολύ καλού μαθητή, ενώ σ’ εμένα είχαν κολλήσει αυτή του «απροσάρμοστου».
Διμοιρίτης ο Γιώργος Τ. Πίσω του εγώ
Όταν μια φορά αγανάκτησα και διαμαρτυρήθηκα έντονα σε μια καθηγήτρια, ότι ήμουν αθώος για κάποια συγκεκριμένη παράβαση που είχε γίνει μέσα στην τάξη, αυτή μου απάντησε επιτιμητικά: «Ντροπή σου Ανδρέα, θέλεις να πιστέψω ότι είσαι αθώος κι ότι το έκανε ο Νίκος;» Η απάντησή της με άφησε κυριολεκτικά άναυδο και μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ ο διπλανός μου είχε μια στάση σαν να φορούσε φωτοστέφανο. Τότε κατάλαβα ότι οι «ετικέτες» και τα στερεότυπα που είχαν για μας θα μας ακολουθούσαν για πάντα.
Μας ένωνε όμως και κάτι άλλο. Μόνο εμείς οι δυο ......
......ακούγαμε ξένη μουσική. Σε μια εποχή που κυριαρχούσε η ελληνική ποπ μουσική και τα λαϊκά τραγούδια, εμείς επιμέναμε κι ακούγαμε μουσική με αγγλικό στίχο. Αξέχαστες μου έχουν μείνει οι συζητήσεις κάθε Δευτέρα για την ποιότητα και το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης τετράωρης εκπομπής που ακούγαμε κάθε Σάββατο κι αφορούσε τα top songs της εποχής. Γινόταν ιδιαίτερα επικριτικός μαζί μου, όταν εξ αιτίας κάποιας άλλης ασχολίας παρέλειπα ν’ ακούσω το αγαπημένο μας τετράωρο. Η αλήθεια ήταν πως εγώ άκουγα πιο hard rock μουσική σ’ αντίθεση μ’ αυτόν που άκουγε σχεδόν όλα τα είδη της ξένης μουσικής. Πάντως κι οι δυο μας περιφρονούσαμε μάλλον την ελληνική μουσική κι αποφεύγαμε εντέχνως ν’ αναφερθούμε σ’ αυτήν, αν και στις εκδρομές, επειδή ήμασταν μειοψηφία, την ανεχόμασταν.
Ο καθηγητής που μας έκανε χημεία ήταν ο γυμνασιάρχης του σχολείου. Αν και δεν «έριχνε» αποβολές όπως οι προηγούμενοι, θεωρούνταν ιδιαίτερα αυστηρός. Σ’ ένα μάθημα θέλησε να μας κάνει το πείραμα της ανάτηξης (αν θυμάμαι καλά τον όρο) του πάγου. Έφερε γι αυτόν τον σκοπό μια παγοκολόνα, την τοποθέτησε πάνω σε δυο «καβαλέτα» και στο μέσον της κολόνας εφάρμοσε ένα σύρμα στις άκρες του οποίου είχε κρεμάσει δύο βαρίδια. Το σύρμα πιεζόμενο απ’ το βάρος πέρασε μέσα απ’ όλο το πάχος του πάγου μέχρι που έπεσε κάτω. Επειδή η θερμοκρασία της κολόνας ήταν κάτω του μηδενός, μόλις περνούσε το σύρμα η επάνω μεριά πάγωνε και γινόταν πάλι ενιαία. Όταν το σύρμα και τα βαρίδια έπεφταν κάτω, η παγοκολόνα φαινόταν άθικτη.
Αυτό το πείραμα μας εντυπωσίασε και μετά το τέλος του ο γυμνασιάρχης όρισε εμένα και τον Πσιπσή υπεύθυνους να βγάλουμε τον πάγο απ’ την αίθουσα. Εμείς υπάκουοι μεταφέραμε το σώμα του πειράματος στους κοινόχρηστους νιπτήρες, για να λιώσει. Μας ήταν όμως αδύνατον ν’ αντισταθούμε στον πειρασμό και να μην κρατήσουμε μερικά θραύσματα. Μ’ αυτά κάναμε στην αρχή πλάκα και βάζαμε κομματάκια απ’ την παγοκολόνα στη ράχη των συμμαθητών μας, οι οποίοι έσκουζαν ξαφνιασμένοι καθώς τα παγάκια κυλούσαν στην ραχοκοκαλιά τους. Αυτό εμείς το βρίσκαμε διασκεδαστικό, αλλά δεν ήταν αρκετή αυτή η δραστηριότητα ν’ απορροφήσει όλη την ποσότητα των θραυσμάτων του πάγου.
Νίκος, δεύτερος από δεξιά όρθιος
Τη λύση την έδωσε ο Νίκος, ο οποίος κατέστρωσε ένα σχέδιο, που ανέλαβα εγώ να πραγματοποιήσω. Την επόμενη ώρα είχαμε μάθημα αγγλικών με την καθηγήτρια η οποία είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία μου πριν λίγες μέρες κι έβγαλε «λάδι» τον Νίκο. Συνεννοημένοι εκ των προτέρων κάποια απ’ τα αγόρια φροντίσαμε ν’ απασχολούμε την καθηγήτρια και δώσαμε τα κομμάτια του πάγου στα κορίτσια, που τα θρανία τους ήταν ακριβώς μπροστά απ’ την έδρα της καθηγήτριας. Οι συμμαθήτριές μας στην αρχή αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μας και παρ’ όλα τα άγρια βλέμματα που τους ρίχναμε αποτέλεσμα δεν είχαμε. Εκείνη τη χρονιά είχαμε μια συμμαθήτρια, τη Χρυσάνθη, που ήταν επίσης καλή μαθήτρια. Αυτή, αν και την περιπαίζαμε κατά τη διάρκεια της χρονιάς (τώρα ντρέπομαι ιδιαίτερα γι αυτό) δέχτηκε να μας βοηθήσει στη φάρσα που είχαμε σχεδιάσει. Πήρε όλο τον πάγο που της δώσαμε και τον έδωσε διαδοχικά στις κοπέλες που καθόντουσαν στο πρώτο θρανίο. Αυτές, ενώ εμείς φροντίσαμε ν’ απασχολήσουμε την καθηγήτρια, τον έβαλαν στην τσάντα της, που βρισκόταν ανοιχτή πάνω στην έδρα.
Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία στα πρώτα λεπτά της σχολικής ώρας. Σ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος, εκτός απ’ τα κρυφά γέλια που η «κακομοίρα» καθηγήτρια δεν μπορούσε να εξηγήσει, ήμασταν απόλυτα φρόνιμοι. Όταν το κουδούνι σήμανε για το διάλειμμα, αντί να βγούμε σαν δαιμονισμένοι στο προαύλιο όπως κάναμε συνήθως, καθόμασταν κυριολεκτικά σαν αγγελούδια στις θέσεις μας, περιμένοντας τ’ αποτελέσματα της φάρσας μας. Κάποια στιγμή η καθηγήτριά μας, ανύποπτη, πήρε την τσάντα της για να βάλει μέσα τα γυαλιά της. Έκπληκτη ανακάλυψε κάτι περίεργο στο εσωτερικό της κι αναφώνησε: «Παναγία μου, τι νερά είναι αυτά;» Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από γέλια. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος ο πάγος είχε λιώσει κι είχε μεταβληθεί σε νερό. Φυσικά κανείς δεν πίστεψε πως όλη αυτή η φάρσα ήταν έμπνευση του φίλου μου κι όλοι τους το φόρτωσαν σε μένα.
Σ' αυτήν την τάξη για πρώτη φορά μας έκανε μάθημα ο ιδιόρρυθμος καθηγητής της φυσικής, ο οποίος επιβεβαίωσε τις φήμες που τον ήθελαν να εκβιάζει εμμέσως και ποικιλοτρόπως τους μαθητές, έτσι ώστε ν’ αναγκαστούν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα. Μόνο που αυτά τα ιδιαίτερα μαθήματα θα έπρεπε να τα κάνουν με φροντιστή τον ίδιο στο σπίτι του. Το αντίτιμο γι αυτά τα μαθήματα ήταν πολύ υψηλό και ξέφευγε κατά πολύ τις λογικές τιμές της εποχής. Οι ειρωνείες και τα καυστικά του σχόλια ήταν ανυπόφορα κι ο ίδιος έκανε το μάθημα της φυσικής εντέχνως δύσκολο κι ακαταλαβίστικο για μας.
Ξαφνικά, χωρίς καμιά ειδοποίηση, μας έβαζε δήθεν πρόχειρο διαγώνισμα με ασκήσεις που ουδέποτε είχαμε διδαχτεί και φυσικά η διατύπωση ήταν τέτοια, που πολλαπλασίαζε τον βαθμό δυσκολίας. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που κάποιοι μαθητές έβρισκαν τη λύση της άσκησης, επειδή όμως δεν είχαν ακολουθήσει το σκεπτικό του, απέρριπτε και μηδένιζε τα γραπτά τους.
Αυτή η τακτική μας είχε αγχώσει όλους κι έκανε τους περισσότερους από μας ν’ αντιπαθούμε μαζί με τον καθηγητή και το μάθημα της φυσικής. Σκαρφιζόμασταν διάφορους τρόπους, για ν’ αποφεύγουμε τις δυσάρεστες επιπτώσεις στην εξέταση του εν λόγω καθηγητή. Συνήθως στα πρόχειρα διαγωνίσματα, επειδή ο καθηγητής ήταν υπερβολικά σίγουρος για την επιτήρηση που μας έκανε, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία κι άραζε στην έδρα καθ’ όλη τη διάρκεια του διαγωνίσματος. Αυτό μας έδινε ευκαιρία ν’ αντιγράψουμε, γιατί ο εν λόγω καθηγητής, λόγω έλλειψης ύψους, δεν είχε τη δυνατότητα να έχει οπτική επαφή μ’ όλη την τάξη. Το δύσκολο για μας ήταν να βρούμε τις λύσεις των ασκήσεων. Σ’ αυτό βοηθούσαν ικανοποιητικά ο Νίκος κι οι δυο Γιώργηδες, που αφού έλυναν τις ασκήσεις, μας τις διοχέτευαν μ’ αριστοτεχνικό τρόπο κι έτσι γλυτώναμε τα χειρότερα.
Μετά από λίγο καιρό άρχισα να προβληματίζομαι και ν’ αναρωτιέμαι γι αυτή την πλημμελή αντιμετώπιση της επιτήρησης εκ μέρους του. Χωρίς ποτέ να μπορέσω να το αποδείξω, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα έκανε όλα βάσει σχεδίου. Δηλαδή επειδή δεν τον συνέφερε ν’ αποτυγχάνουν οι μαθητές του στις εξετάσεις κι ίσως θ’ αντιμετώπιζε την κατακραυγή και την δυσαρέσκεια των αποτυχόντων, φρόντιζε «εντέχνως» να παίρνουν οι μαθητές σχετικά καλούς βαθμούς στις γραπτές εξετάσεις.
Επειδή ακολουθούσε αυστηρά μια προβλέψιμη ρουτίνα στην προφορική εξέταση του μαθήματος, λίγο πολύ ξέραμε πότε περίπου θα μας «σηκώσει» για μάθημα και φροντίζαμε να προετοιμαζόμαστε ειδικά γι αυτή τη μέρα. Όταν ένιωσα ότι είχε έρθει το «πλήρωμα του χρόνου» για τη δική μου προφορική εξέταση, διάβασα θεωρία, έκανα τις σχετικές επαναλήψεις, έλυσα τις τέσσερεις απ’ τις πέντε ασκήσεις που μας είχε βάλει την προηγούμενη μέρα κι ένιωθα σχεδόν έτοιμος. Πλησίασα τον Νίκο για να με βοηθήσει στην πέμπτη άσκηση, όμως με ενημέρωσε πως ήταν αδύνατο να λυθεί η συγκεκριμένη άσκηση. Αμέσως συνεννοήθηκα μαζί του, σε περίπτωση που θα ζητούσε ο καθηγητής (όπως έκανε πάντα) να εκφωνήσει κάποιος απ’ τους μαθητές μια άσκηση για να τη λύσω, να μη μου πουν σε καμιά περίπτωση αυτή τη δύσκολη. Βέβαιος πλέον και μ’ αρκετή αυτοπεποίθηση άκουσα το όνομά μου στους μαθητές προς εξέταση.
Εξετάστηκα πρώτα στη θεωρία του μαθήματος και τα πήγα αρκετά καλά. Αμέσως μετά ο εξεταστής ζήτησε να μου εκφωνήσουν μια άσκηση. «Όλα καλά», σκέφτηκα «όλα όπως τα σχεδιάσαμε» και περίμενα ν’ ακούσω τη φωνή του Νίκου να εκφωνεί μια απ’ τις ασκήσεις που είχαμε προσυμφωνήσει. Μόνο που, όπως λέει και η παροιμία: «Όταν κάνεις σχέδια, ο διάβολος γελάει», στη δική μου περίπτωση ο συμμαθητής μου μάλλον αφαιρέθηκε (ίσως το μυαλό του να ταξίδευε στην εκπομπή του Σαββάτου). Αντί αυτού ακούστηκε η φωνή του Γιώργου απ’ το πρώτο θρανίο (ο οποίος δεν είχε ιδέα απ’ τη συμφωνία που είχα κάνει) να εκφωνεί τη δύσκολη άσκηση. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος μην πιστεύοντας στ’ αυτιά μου. Αφού του έριξα μια δολοφονική ματιά, γρήγορα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου κι άρχισα να σχεδιάζω με κιμωλία στον πίνακα το γράφημα όσων άκουγα. Απ’ ότι θυμάμαι η άσκηση ήταν σχετική με τις ροπές δυνάμεων και κοιτάζοντας το σχεδιάγραμμα είδα ότι είχε σχηματιστεί ένα ορθογώνιο τρίγωνο. Με μια απίστευτη έμπνευση της στιγμής άρχισα να λύνω την άσκηση χρησιμοποιώντας κανόνες της γεωμετρίας. Σ’ αυτό το μάθημα ήμουν αρκετά καλός κι εύκολα απέδειξα με γεωμετρικούς όρους το ζητούμενο της άσκησης.
Όταν τελείωσα, οι συμμαθητές μου δεν μιλούσαν κι οι περισσότεροι ήταν σίγουροι ,όπως και εγώ, πως θα με «έκραζε» πιθανότατα ο καθηγητής για τον ιδιαίτερο τρόπο της λύσης. Αντίθετα αυτός, αφού έμεινε για δυο τρία λεπτά σκεφτικός, τελικά απεφάνθη ότι ήταν σωστό το σκεπτικό μου. Κάθισα στη θέση μου ικανοποιημένος με τον Νίκο κι αρκετούς άλλους να με κοιτούν μάλλον παραξενεμένοι. Αυτή η ευφορία που ένιωσα κράτησε ελάχιστα. Οι ειρωνείες που έφταναν μέχρι τα όρια του χλευασμού απ’ τη μεριά του καθηγητή συνεχίστηκαν και μερικές φορές νόμιζα πως αυξανόταν κλιμακωτά.
Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πως η όλη του συμπεριφορά ήταν ένα σχέδιο, που απέβλεπε σε πρώτη φάση να μας τρομοκρατήσει και σε δεύτερη να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να βρίσκει ευκολότερα μαθητές, που να του πληρώνουν τα υπερβολικά δίδακτρα που ζητούσε για το ιδιότυπο φροντιστήριο που είχε δημιουργήσει. Εκείνο που αναρωτιέμαι τώρα είναι πώς δεν αντέδρασε κανείς από μας στους τόσους εξευτελισμούς και στις ειρωνείες που καθημερινά δεχόμασταν. Το μόνο που μπορώ να βρω σαν δικαιολογία είναι τα τελείως συντηρητικά ήθη της εποχής και η έλλειψη δημοκρατίας απ’ τη χώρα εκείνο το χρονικό διάστημα. Βέβαια εγώ υπέμεινα την όλη κατάσταση μόνο μια χρονιά, γιατί στις αρχές της επόμενης, εξ αιτίας του, ζήτησα κι έφυγα απ’ το πρακτικό και πήγα στο κλασσικό.
Απίστευτοι ήταν οι καυγάδες μας με τους συμμαθητές μας της Δ΄ τάξης του κλασσικού για τελείως ασήμαντες αφορμές. Κυριολεκτικά διαφωνούσαμε για να διαφωνούμε! Την προηγούμενη ακριβώς χρονιά ήμασταν συμμαθητές της Γ΄ τάξης χωρίς να μας χωρίζει τίποτα και ξαφνικά χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο υψώσαμε τείχη ανάμεσά μας. Μου έχουν μείνει αξέχαστοι οι διαπληκτισμοί μου με τη Νατάσα στο προαύλιο του σχολείου, με την πολύ σοβαρή επιχειρηματολογία «περί λεπτών αισθημάτων» των μαθητών του κλασσικού και την απόλυτη έλλειψη αυτών από μας του πρακτικού. Οι αντιπαραθέσεις μας μου προκαλούν χαμόγελα τώρα και τις βρίσκω αφελείς, αλλά τότε υπερασπιζόμασταν τις θέσεις μας με πάθος, που μερικές φορές έφτανε στα όρια του φανατισμού. Συνήθως γύρω απ’ το «πηγαδάκι» των διενέξεων μαζευόταν ένα ετερόκλητο πλήθος από μαθητές, που διασκέδαζαν με μας και στο τέλος έκαναν κριτική, ανάλογα με το πόσο τους έπειθαν τα επιχειρήματα των διαπληκτιζομένων. Στην ουσία οι διαφορές μας ήταν ανύπαρκτες και τις δημιουργούσε ένας κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός. Ήταν σαν να ψάχναμε αφορμές για να στήσουμε ένα καυγά μόνο και μόνο για τον καυγά.
Παρ’ όλες τις διαφορές μας (αλήθεια δεν θυμάμαι ποιες πραγματικά ήταν) όταν χρειάστηκε στο τέλος περίπου της χρονιάς να συνεργαστούμε για μια εκδρομή που είχαμε δικαίωμα να πραγματοποιήσουμε, συνεργαστήκαμε άψογα. Κυριολεκτικά με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς εντάσεις, συμφωνήσαμε στο πρόγραμμα της εκδρομής, ενώ πήραμε και μια ενδυματολογική απόφαση. Αφού συνεννοηθήκαμε με τον συμμαθητή μας τον Λευτέρη, ο πατέρας του οποίου διατηρούσε κατάστημα ενδυμάτων στην πόλη μας, παραγγείλαμε για όλους ναυτικά καπελάκια (ήταν της μόδας τότε) χρώματος σιέλ. Αυτό έγινε αποδεκτό απ’ όλους, ανεξαρτήτως του τμήματος που φοιτούσαμε. Απ’ όλους εκτός από μια συμμαθήτριά μας του κλασσικού, τρόφιμο του οικοτροφείου θηλέων, την Ειρήνη απ’ τον Αποκόρωνα, η οποία τόλμησε (άκουσον – άκουσον) ν’ αγοράσει καπελάκι του ιδίου τύπου, αλλά κίτρινο. Προφανώς ήθελε να ξεχωρίζει μ’ αυτόν τον τρόπο απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους. Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο κι ούτε ήταν δυνατόν να το ανεχτούμε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής κι ενώ το λεωφορείο βρισκόταν σε κίνηση με συντονισμένες ενέργειες και τη βοήθεια κι άλλων της το απέσπασα και το πέταξα απ’ το παράθυρο μέσα σε επευφημίες απ’ όλους σχεδόν τους εκδρομείς. Η φίλη μας θύμωσε μαζί μου κι απ’ τα νεύρα της μέχρι που δάκρυσε. Φυσικά δεν μου ξαναμίλησε σ’ όλη τη διάρκεια της εκδρομής. Η συγκεκριμένη εκδρομή ήταν η μοναδική πολυήμερη που κάναμε, γιατί συνέπεσε το δυστύχημα με τα κορίτσια στη Γεωργιούπολη και για πολλά χρόνια μετά δεν έγιναν μαθητικές εκδρομές. Αυτό σαν γεγονός μας έχει μείνει στη μνήμη, γιατί δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε άλλη εκδρομή στην υπόλοιπη διάρκεια της μαθητικής μας ζωής.
Οι εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς ήταν γενικά αγχωτικές για τους περισσότερους από μας, αφ’ ενός γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες στα μαθήματα του πρακτικού, αφ ετέρου γιατί η προετοιμασία μας δεν ήταν επαρκής. Σπουδάζαμε σ’ ένα επαρχιακό σχολείο με ελλείψεις καθηγητών, ενώ σε πολλά μαθήματα τις παραδόσεις τις έκαναν καθηγητές με άλλη ειδικότητα. Στην πόλη μας υπήρχε ένα και μοναδικό νόμιμο φροντιστήριο μαθηματικών, το οποίο λειτούργησε για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά. Έλειπαν όλα τ’ άλλα φροντιστήρια που ήταν αναγκαία για την προετοιμασία αυτών που είχαν φιλοδοξίες για το πανεπιστήμιο, αλλά και τη δυνατότητα να τα πληρώσουν. Έτσι αναγκάστηκαν ορισμένοι συμμαθητές μου να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα του νομού. Ενδεικτικά αναφέρω τον Νίκο, και τη Χρυσάνθη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αποδυναμωθεί η τάξη και φυσικά να πέσει ο μέσος όρος της ποιότητας των μαθητών. Οι περισσότεροι από μας επικεντρωνόμασταν στο πώς να περάσουμε την τάξη αδιαφορώντας αν η αξία μας ανταποκρινόταν στη βαθμολογία που τελικά καταφέρναμε ν’ αποσπάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Η «βαθμοθηρία» μας ξέφευγε τελικά απ’ το νόημα της εκπαίδευσης (όποιο κι αν ήταν αυτό) και δεν αναζητούσαμε μια ουσιαστικότερη παιδεία. Βέβαια αυτό ούτε καν περνούσε έστω και σαν φευγαλέα σκέψη απ’ το μυαλό μας κι επικεντρώναμε την όλη μας προσοχή στο πως να ξεγελάσουμε τους εξεταστές, όμως (χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε) κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας. Σίγουρα αυτό ήταν ένα σύμπτωμα που δεν συνέβαινε μόνο στο πρακτικό τμήμα. Τα ίδια (και χειρότερα ίσως) συνέβαιναν και στο κλασικό, μπορεί και με μεγαλύτερη ευκολία, γιατί το πλήθος των μαθητών δημιουργούσε πιο κατάλληλες συνθήκες για αντιγραφή.
Την ίδια εποχή μου συνέβη κάτι το αναπάντεχο, το οποίο δεν μπορούσα σε καμιά περίπτωση να διαχειριστώ. Ερωτεύτηκα! Φυσικά τώρα καταλαβαίνω, ότι αυτό ήταν ένα φυσιολογικό γεγονός για κάθε έφηβο, αλλά τότε νόμιζα πως ήταν κάτι που είχε συμβεί μόνο σε μένα. Αυτό μ’ αποπροσανατόλιζε και μ’ έκανε να φέρομαι περίεργα έως αστεία (όπως νομίζω εκ των υστέρων). Εκείνη την εποχή τα ήθη δεν επέτρεπαν σχέσεις μεταξύ των εφήβων. Σχεδόν ήταν απαγορευμένη ή έστω κατακριτέα, ακόμη και η φιλική παρέα μεταξύ των δυο φύλων. Όπως όμως συνέβαινε συνήθως εκείνη την εποχή, ο έρωτάς μου έμεινε ανεκπλήρωτος και περιορίστηκε σε αθώα βλέμματα.
Τώρα μετά από χρόνια καθώς αναπολώ τη μαθητική μου ζωή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Δ΄ τάξη ήταν η πιο κομβική στα σχολικά μας χρόνια.
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Στη Δ΄ τάξη αποφάσισα να πάω στο πρακτικό. Έτσι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη. Ήταν μια εποχή που κανείς δεν «έμπαινε» στον κόπο να μας καθοδηγήσει και να μας εξηγήσει τις δυνατότητες της κάθε κατεύθυνσης. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως ο καθηγητής των μαθηματικών που είχα στην προηγούμενη τάξη, μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι η θέση μου δεν ήταν στο «κλασσικό». Πιθανόν να με επηρέασε, αλλά η απόφαση νομίζω πως ήταν αποκλειστικά δική μου. Η επιλογή έγινε χωρίς επαγγελματικά κριτήρια για το μέλλον μου ή τις δυνατότητές μου σαν μαθητή, αλλά ακολουθώντας μια απλή παρόρμηση της στιγμής.
Η αίθουσα στην οποία μαθητεύαμε ήταν η πιο παράξενη του σχολείου. Είχε σχήμα παραλληλογράμμου με την μια μεγάλη του πλευρά, τη βόρεια, να έχει στερεωμένο ένα τεράστιο πίνακα κι ακριβώς δίπλα να βρίσκεται η έδρα του καθηγητή τοποθετημένη πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα. Πάνω στην έδρα εφαπτόταν το πρώτο από μια σειρά πέντε θρανίων, τα οποία είχαν καταλάβει τα δέκα κορίτσια της τάξης μας. Το τελευταίο θρανίο της σειράς ήταν κολλημένο στον νότιο τοίχο της αίθουσας.
Ο Νίκος, δεύτερος από τα δεξιά με τα γυαλιά
Δίπλα στη σειρά των κοριτσιών υπήρχαν τρεις σειρές θρανίων, με τέσσερα θρανία κάθε μια, στα οποία στριμωχνόμασταν είκοσι επτά αγόρια. Φυσικά τα θρανία ήταν ξύλινα και παλιά απ’ τις πολλές χρήσεις (ποιος ξέρει πόσες γενεές μαθητών τα είχαν χρησιμοποιήσει πριν από μας). Όπως γίνεται φανερό σε τρία απ’ αυτά καθόντουσαν τρία αγόρια. Το παράξενο αυτής της αίθουσας δεν σταματούσε εδώ. Δίπλα στην τελευταία σειρά των θρανίων υπήρχε ένας στενός διάδρομος, που οδηγούσε στην πόρτα μιας άλλης αίθουσας στην οποία έκανε μάθημα ένα τμήμα της Β΄ τάξης.
Αυτό και μόνο σαν γεγονός δημιουργούσε μια ιδιαιτερότητα, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε να μπουν όλοι οι μαθητές της γειτονικής αίθουσας καθώς κι ο καθηγητής που τους έκανε μάθημα, για να ξεκινήσει φυσιολογικά η δική μας διδασκαλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές (το αντίθετο θα έλεγα) που κάποιος αργοπορημένος μαθητής από δίπλα, διέκοπτε τη ροή του δικού μας μαθήματος, για να διασχίσει τον μικρό διάδρομο και να πάει στη διπλανή αίθουσα. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εκνευριστικό, εμάς όμως μας βόλευε, γιατί για λίγα λεπτά χανόταν συνήθως η συνοχή της εξέτασης κάποιων μαθητών και σπανίως της παράδοσης.
Κορίτσια του Πρακτικού
Υπήρχε όμως κι ένα άλλο πρόβλημα με την διάταξη των θρανίων στην πλευρά των αγοριών. Αυτοί που καθόντουσαν στα πρώτα θρανία ήταν πολύ κοντά στον τεράστιο πίνακα και η οπτική γωνία τούς δυσκόλευε πάρα πολύ. Κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή θα το θεωρούσαν όλοι απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό, τότε όμως κανείς απ’ τους μαθητές δεν διαμαρτυρήθηκε. Επίσης κανείς απ’ τους καθηγητές δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ όλα αυτά τα προβλήματα. Εγώ καθόμουν στο τελευταίο θρανίο της δεύτερης σειράς απ’ τη μεριά των αγοριών μαζί με τον Νίκο, τον οποίο ήταν η μοναδική χρονιά που είχα σαν συμμαθητή στην ίδια αίθουσα. Ήταν πανύψηλος (με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι) κι ήταν μακράν ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ακολουθούμενος από δυο απ’ τους έξι Γιώργηδες που είχαμε σαν συμμαθητές.
Ο Νίκος διάβαζε πάρα πολύ κι αδιαφορούσε τελείως για τη γυμναστική και τον αθλητισμό. Ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα, που διάβαζα ελάχιστα και αφιέρωνα πολύ χρόνο στη γυμναστική και τον αθλητισμό. Είχαμε όμως και μερικά κοινά σημεία. Ήμασταν κι οι δυο απίστευτα άτακτοι, μόνο που την πλήρωνα τις περισσότερες φορές εγώ. Ενώ αυτός πετούσε κιμωλίες (συνήθως προς την πλευρά των κοριτσιών) σχεδόν πάντα υποπτευόταν εμένα, γιατί αυτός κατάφερνε να έχει ένα αδιάφορο και γαλήνιο ύφος, ενώ όταν έκανε κάποια αταξία καμωνόταν πως σκούπιζε τα μυωπικά του γυαλιά με τον καφέ πλαστικό σκελετό. Εκτός αυτού κανείς απ’ τους συμμαθητές μας και κυρίως απ’ τους καθηγητές δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Νίκος ήταν σε τέτοιο βαθμό άτακτος, γιατί τον συνόδευε η «ετικέτα» του πολύ καλού μαθητή, ενώ σ’ εμένα είχαν κολλήσει αυτή του «απροσάρμοστου».
Διμοιρίτης ο Γιώργος Τ. Πίσω του εγώ
Όταν μια φορά αγανάκτησα και διαμαρτυρήθηκα έντονα σε μια καθηγήτρια, ότι ήμουν αθώος για κάποια συγκεκριμένη παράβαση που είχε γίνει μέσα στην τάξη, αυτή μου απάντησε επιτιμητικά: «Ντροπή σου Ανδρέα, θέλεις να πιστέψω ότι είσαι αθώος κι ότι το έκανε ο Νίκος;» Η απάντησή της με άφησε κυριολεκτικά άναυδο και μ’ ανοιχτό το στόμα, ενώ ο διπλανός μου είχε μια στάση σαν να φορούσε φωτοστέφανο. Τότε κατάλαβα ότι οι «ετικέτες» και τα στερεότυπα που είχαν για μας θα μας ακολουθούσαν για πάντα.
Μας ένωνε όμως και κάτι άλλο. Μόνο εμείς οι δυο ......
......ακούγαμε ξένη μουσική. Σε μια εποχή που κυριαρχούσε η ελληνική ποπ μουσική και τα λαϊκά τραγούδια, εμείς επιμέναμε κι ακούγαμε μουσική με αγγλικό στίχο. Αξέχαστες μου έχουν μείνει οι συζητήσεις κάθε Δευτέρα για την ποιότητα και το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης τετράωρης εκπομπής που ακούγαμε κάθε Σάββατο κι αφορούσε τα top songs της εποχής. Γινόταν ιδιαίτερα επικριτικός μαζί μου, όταν εξ αιτίας κάποιας άλλης ασχολίας παρέλειπα ν’ ακούσω το αγαπημένο μας τετράωρο. Η αλήθεια ήταν πως εγώ άκουγα πιο hard rock μουσική σ’ αντίθεση μ’ αυτόν που άκουγε σχεδόν όλα τα είδη της ξένης μουσικής. Πάντως κι οι δυο μας περιφρονούσαμε μάλλον την ελληνική μουσική κι αποφεύγαμε εντέχνως ν’ αναφερθούμε σ’ αυτήν, αν και στις εκδρομές, επειδή ήμασταν μειοψηφία, την ανεχόμασταν.
Ο καθηγητής που μας έκανε χημεία ήταν ο γυμνασιάρχης του σχολείου. Αν και δεν «έριχνε» αποβολές όπως οι προηγούμενοι, θεωρούνταν ιδιαίτερα αυστηρός. Σ’ ένα μάθημα θέλησε να μας κάνει το πείραμα της ανάτηξης (αν θυμάμαι καλά τον όρο) του πάγου. Έφερε γι αυτόν τον σκοπό μια παγοκολόνα, την τοποθέτησε πάνω σε δυο «καβαλέτα» και στο μέσον της κολόνας εφάρμοσε ένα σύρμα στις άκρες του οποίου είχε κρεμάσει δύο βαρίδια. Το σύρμα πιεζόμενο απ’ το βάρος πέρασε μέσα απ’ όλο το πάχος του πάγου μέχρι που έπεσε κάτω. Επειδή η θερμοκρασία της κολόνας ήταν κάτω του μηδενός, μόλις περνούσε το σύρμα η επάνω μεριά πάγωνε και γινόταν πάλι ενιαία. Όταν το σύρμα και τα βαρίδια έπεφταν κάτω, η παγοκολόνα φαινόταν άθικτη.
Αυτό το πείραμα μας εντυπωσίασε και μετά το τέλος του ο γυμνασιάρχης όρισε εμένα και τον Πσιπσή υπεύθυνους να βγάλουμε τον πάγο απ’ την αίθουσα. Εμείς υπάκουοι μεταφέραμε το σώμα του πειράματος στους κοινόχρηστους νιπτήρες, για να λιώσει. Μας ήταν όμως αδύνατον ν’ αντισταθούμε στον πειρασμό και να μην κρατήσουμε μερικά θραύσματα. Μ’ αυτά κάναμε στην αρχή πλάκα και βάζαμε κομματάκια απ’ την παγοκολόνα στη ράχη των συμμαθητών μας, οι οποίοι έσκουζαν ξαφνιασμένοι καθώς τα παγάκια κυλούσαν στην ραχοκοκαλιά τους. Αυτό εμείς το βρίσκαμε διασκεδαστικό, αλλά δεν ήταν αρκετή αυτή η δραστηριότητα ν’ απορροφήσει όλη την ποσότητα των θραυσμάτων του πάγου.
Νίκος, δεύτερος από δεξιά όρθιος
Τη λύση την έδωσε ο Νίκος, ο οποίος κατέστρωσε ένα σχέδιο, που ανέλαβα εγώ να πραγματοποιήσω. Την επόμενη ώρα είχαμε μάθημα αγγλικών με την καθηγήτρια η οποία είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία μου πριν λίγες μέρες κι έβγαλε «λάδι» τον Νίκο. Συνεννοημένοι εκ των προτέρων κάποια απ’ τα αγόρια φροντίσαμε ν’ απασχολούμε την καθηγήτρια και δώσαμε τα κομμάτια του πάγου στα κορίτσια, που τα θρανία τους ήταν ακριβώς μπροστά απ’ την έδρα της καθηγήτριας. Οι συμμαθήτριές μας στην αρχή αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μας και παρ’ όλα τα άγρια βλέμματα που τους ρίχναμε αποτέλεσμα δεν είχαμε. Εκείνη τη χρονιά είχαμε μια συμμαθήτρια, τη Χρυσάνθη, που ήταν επίσης καλή μαθήτρια. Αυτή, αν και την περιπαίζαμε κατά τη διάρκεια της χρονιάς (τώρα ντρέπομαι ιδιαίτερα γι αυτό) δέχτηκε να μας βοηθήσει στη φάρσα που είχαμε σχεδιάσει. Πήρε όλο τον πάγο που της δώσαμε και τον έδωσε διαδοχικά στις κοπέλες που καθόντουσαν στο πρώτο θρανίο. Αυτές, ενώ εμείς φροντίσαμε ν’ απασχολήσουμε την καθηγήτρια, τον έβαλαν στην τσάντα της, που βρισκόταν ανοιχτή πάνω στην έδρα.
Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία στα πρώτα λεπτά της σχολικής ώρας. Σ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος, εκτός απ’ τα κρυφά γέλια που η «κακομοίρα» καθηγήτρια δεν μπορούσε να εξηγήσει, ήμασταν απόλυτα φρόνιμοι. Όταν το κουδούνι σήμανε για το διάλειμμα, αντί να βγούμε σαν δαιμονισμένοι στο προαύλιο όπως κάναμε συνήθως, καθόμασταν κυριολεκτικά σαν αγγελούδια στις θέσεις μας, περιμένοντας τ’ αποτελέσματα της φάρσας μας. Κάποια στιγμή η καθηγήτριά μας, ανύποπτη, πήρε την τσάντα της για να βάλει μέσα τα γυαλιά της. Έκπληκτη ανακάλυψε κάτι περίεργο στο εσωτερικό της κι αναφώνησε: «Παναγία μου, τι νερά είναι αυτά;» Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από γέλια. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος ο πάγος είχε λιώσει κι είχε μεταβληθεί σε νερό. Φυσικά κανείς δεν πίστεψε πως όλη αυτή η φάρσα ήταν έμπνευση του φίλου μου κι όλοι τους το φόρτωσαν σε μένα.
Σ' αυτήν την τάξη για πρώτη φορά μας έκανε μάθημα ο ιδιόρρυθμος καθηγητής της φυσικής, ο οποίος επιβεβαίωσε τις φήμες που τον ήθελαν να εκβιάζει εμμέσως και ποικιλοτρόπως τους μαθητές, έτσι ώστε ν’ αναγκαστούν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα. Μόνο που αυτά τα ιδιαίτερα μαθήματα θα έπρεπε να τα κάνουν με φροντιστή τον ίδιο στο σπίτι του. Το αντίτιμο γι αυτά τα μαθήματα ήταν πολύ υψηλό και ξέφευγε κατά πολύ τις λογικές τιμές της εποχής. Οι ειρωνείες και τα καυστικά του σχόλια ήταν ανυπόφορα κι ο ίδιος έκανε το μάθημα της φυσικής εντέχνως δύσκολο κι ακαταλαβίστικο για μας.
Ξαφνικά, χωρίς καμιά ειδοποίηση, μας έβαζε δήθεν πρόχειρο διαγώνισμα με ασκήσεις που ουδέποτε είχαμε διδαχτεί και φυσικά η διατύπωση ήταν τέτοια, που πολλαπλασίαζε τον βαθμό δυσκολίας. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που κάποιοι μαθητές έβρισκαν τη λύση της άσκησης, επειδή όμως δεν είχαν ακολουθήσει το σκεπτικό του, απέρριπτε και μηδένιζε τα γραπτά τους.
Αυτή η τακτική μας είχε αγχώσει όλους κι έκανε τους περισσότερους από μας ν’ αντιπαθούμε μαζί με τον καθηγητή και το μάθημα της φυσικής. Σκαρφιζόμασταν διάφορους τρόπους, για ν’ αποφεύγουμε τις δυσάρεστες επιπτώσεις στην εξέταση του εν λόγω καθηγητή. Συνήθως στα πρόχειρα διαγωνίσματα, επειδή ο καθηγητής ήταν υπερβολικά σίγουρος για την επιτήρηση που μας έκανε, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία κι άραζε στην έδρα καθ’ όλη τη διάρκεια του διαγωνίσματος. Αυτό μας έδινε ευκαιρία ν’ αντιγράψουμε, γιατί ο εν λόγω καθηγητής, λόγω έλλειψης ύψους, δεν είχε τη δυνατότητα να έχει οπτική επαφή μ’ όλη την τάξη. Το δύσκολο για μας ήταν να βρούμε τις λύσεις των ασκήσεων. Σ’ αυτό βοηθούσαν ικανοποιητικά ο Νίκος κι οι δυο Γιώργηδες, που αφού έλυναν τις ασκήσεις, μας τις διοχέτευαν μ’ αριστοτεχνικό τρόπο κι έτσι γλυτώναμε τα χειρότερα.
Μετά από λίγο καιρό άρχισα να προβληματίζομαι και ν’ αναρωτιέμαι γι αυτή την πλημμελή αντιμετώπιση της επιτήρησης εκ μέρους του. Χωρίς ποτέ να μπορέσω να το αποδείξω, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα έκανε όλα βάσει σχεδίου. Δηλαδή επειδή δεν τον συνέφερε ν’ αποτυγχάνουν οι μαθητές του στις εξετάσεις κι ίσως θ’ αντιμετώπιζε την κατακραυγή και την δυσαρέσκεια των αποτυχόντων, φρόντιζε «εντέχνως» να παίρνουν οι μαθητές σχετικά καλούς βαθμούς στις γραπτές εξετάσεις.
Επειδή ακολουθούσε αυστηρά μια προβλέψιμη ρουτίνα στην προφορική εξέταση του μαθήματος, λίγο πολύ ξέραμε πότε περίπου θα μας «σηκώσει» για μάθημα και φροντίζαμε να προετοιμαζόμαστε ειδικά γι αυτή τη μέρα. Όταν ένιωσα ότι είχε έρθει το «πλήρωμα του χρόνου» για τη δική μου προφορική εξέταση, διάβασα θεωρία, έκανα τις σχετικές επαναλήψεις, έλυσα τις τέσσερεις απ’ τις πέντε ασκήσεις που μας είχε βάλει την προηγούμενη μέρα κι ένιωθα σχεδόν έτοιμος. Πλησίασα τον Νίκο για να με βοηθήσει στην πέμπτη άσκηση, όμως με ενημέρωσε πως ήταν αδύνατο να λυθεί η συγκεκριμένη άσκηση. Αμέσως συνεννοήθηκα μαζί του, σε περίπτωση που θα ζητούσε ο καθηγητής (όπως έκανε πάντα) να εκφωνήσει κάποιος απ’ τους μαθητές μια άσκηση για να τη λύσω, να μη μου πουν σε καμιά περίπτωση αυτή τη δύσκολη. Βέβαιος πλέον και μ’ αρκετή αυτοπεποίθηση άκουσα το όνομά μου στους μαθητές προς εξέταση.
Εξετάστηκα πρώτα στη θεωρία του μαθήματος και τα πήγα αρκετά καλά. Αμέσως μετά ο εξεταστής ζήτησε να μου εκφωνήσουν μια άσκηση. «Όλα καλά», σκέφτηκα «όλα όπως τα σχεδιάσαμε» και περίμενα ν’ ακούσω τη φωνή του Νίκου να εκφωνεί μια απ’ τις ασκήσεις που είχαμε προσυμφωνήσει. Μόνο που, όπως λέει και η παροιμία: «Όταν κάνεις σχέδια, ο διάβολος γελάει», στη δική μου περίπτωση ο συμμαθητής μου μάλλον αφαιρέθηκε (ίσως το μυαλό του να ταξίδευε στην εκπομπή του Σαββάτου). Αντί αυτού ακούστηκε η φωνή του Γιώργου απ’ το πρώτο θρανίο (ο οποίος δεν είχε ιδέα απ’ τη συμφωνία που είχα κάνει) να εκφωνεί τη δύσκολη άσκηση. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος μην πιστεύοντας στ’ αυτιά μου. Αφού του έριξα μια δολοφονική ματιά, γρήγορα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου κι άρχισα να σχεδιάζω με κιμωλία στον πίνακα το γράφημα όσων άκουγα. Απ’ ότι θυμάμαι η άσκηση ήταν σχετική με τις ροπές δυνάμεων και κοιτάζοντας το σχεδιάγραμμα είδα ότι είχε σχηματιστεί ένα ορθογώνιο τρίγωνο. Με μια απίστευτη έμπνευση της στιγμής άρχισα να λύνω την άσκηση χρησιμοποιώντας κανόνες της γεωμετρίας. Σ’ αυτό το μάθημα ήμουν αρκετά καλός κι εύκολα απέδειξα με γεωμετρικούς όρους το ζητούμενο της άσκησης.
Όταν τελείωσα, οι συμμαθητές μου δεν μιλούσαν κι οι περισσότεροι ήταν σίγουροι ,όπως και εγώ, πως θα με «έκραζε» πιθανότατα ο καθηγητής για τον ιδιαίτερο τρόπο της λύσης. Αντίθετα αυτός, αφού έμεινε για δυο τρία λεπτά σκεφτικός, τελικά απεφάνθη ότι ήταν σωστό το σκεπτικό μου. Κάθισα στη θέση μου ικανοποιημένος με τον Νίκο κι αρκετούς άλλους να με κοιτούν μάλλον παραξενεμένοι. Αυτή η ευφορία που ένιωσα κράτησε ελάχιστα. Οι ειρωνείες που έφταναν μέχρι τα όρια του χλευασμού απ’ τη μεριά του καθηγητή συνεχίστηκαν και μερικές φορές νόμιζα πως αυξανόταν κλιμακωτά.
Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πως η όλη του συμπεριφορά ήταν ένα σχέδιο, που απέβλεπε σε πρώτη φάση να μας τρομοκρατήσει και σε δεύτερη να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να βρίσκει ευκολότερα μαθητές, που να του πληρώνουν τα υπερβολικά δίδακτρα που ζητούσε για το ιδιότυπο φροντιστήριο που είχε δημιουργήσει. Εκείνο που αναρωτιέμαι τώρα είναι πώς δεν αντέδρασε κανείς από μας στους τόσους εξευτελισμούς και στις ειρωνείες που καθημερινά δεχόμασταν. Το μόνο που μπορώ να βρω σαν δικαιολογία είναι τα τελείως συντηρητικά ήθη της εποχής και η έλλειψη δημοκρατίας απ’ τη χώρα εκείνο το χρονικό διάστημα. Βέβαια εγώ υπέμεινα την όλη κατάσταση μόνο μια χρονιά, γιατί στις αρχές της επόμενης, εξ αιτίας του, ζήτησα κι έφυγα απ’ το πρακτικό και πήγα στο κλασσικό.
Απίστευτοι ήταν οι καυγάδες μας με τους συμμαθητές μας της Δ΄ τάξης του κλασσικού για τελείως ασήμαντες αφορμές. Κυριολεκτικά διαφωνούσαμε για να διαφωνούμε! Την προηγούμενη ακριβώς χρονιά ήμασταν συμμαθητές της Γ΄ τάξης χωρίς να μας χωρίζει τίποτα και ξαφνικά χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο υψώσαμε τείχη ανάμεσά μας. Μου έχουν μείνει αξέχαστοι οι διαπληκτισμοί μου με τη Νατάσα στο προαύλιο του σχολείου, με την πολύ σοβαρή επιχειρηματολογία «περί λεπτών αισθημάτων» των μαθητών του κλασσικού και την απόλυτη έλλειψη αυτών από μας του πρακτικού. Οι αντιπαραθέσεις μας μου προκαλούν χαμόγελα τώρα και τις βρίσκω αφελείς, αλλά τότε υπερασπιζόμασταν τις θέσεις μας με πάθος, που μερικές φορές έφτανε στα όρια του φανατισμού. Συνήθως γύρω απ’ το «πηγαδάκι» των διενέξεων μαζευόταν ένα ετερόκλητο πλήθος από μαθητές, που διασκέδαζαν με μας και στο τέλος έκαναν κριτική, ανάλογα με το πόσο τους έπειθαν τα επιχειρήματα των διαπληκτιζομένων. Στην ουσία οι διαφορές μας ήταν ανύπαρκτες και τις δημιουργούσε ένας κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός. Ήταν σαν να ψάχναμε αφορμές για να στήσουμε ένα καυγά μόνο και μόνο για τον καυγά.
Παρ’ όλες τις διαφορές μας (αλήθεια δεν θυμάμαι ποιες πραγματικά ήταν) όταν χρειάστηκε στο τέλος περίπου της χρονιάς να συνεργαστούμε για μια εκδρομή που είχαμε δικαίωμα να πραγματοποιήσουμε, συνεργαστήκαμε άψογα. Κυριολεκτικά με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς εντάσεις, συμφωνήσαμε στο πρόγραμμα της εκδρομής, ενώ πήραμε και μια ενδυματολογική απόφαση. Αφού συνεννοηθήκαμε με τον συμμαθητή μας τον Λευτέρη, ο πατέρας του οποίου διατηρούσε κατάστημα ενδυμάτων στην πόλη μας, παραγγείλαμε για όλους ναυτικά καπελάκια (ήταν της μόδας τότε) χρώματος σιέλ. Αυτό έγινε αποδεκτό απ’ όλους, ανεξαρτήτως του τμήματος που φοιτούσαμε. Απ’ όλους εκτός από μια συμμαθήτριά μας του κλασσικού, τρόφιμο του οικοτροφείου θηλέων, την Ειρήνη απ’ τον Αποκόρωνα, η οποία τόλμησε (άκουσον – άκουσον) ν’ αγοράσει καπελάκι του ιδίου τύπου, αλλά κίτρινο. Προφανώς ήθελε να ξεχωρίζει μ’ αυτόν τον τρόπο απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους. Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο κι ούτε ήταν δυνατόν να το ανεχτούμε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής κι ενώ το λεωφορείο βρισκόταν σε κίνηση με συντονισμένες ενέργειες και τη βοήθεια κι άλλων της το απέσπασα και το πέταξα απ’ το παράθυρο μέσα σε επευφημίες απ’ όλους σχεδόν τους εκδρομείς. Η φίλη μας θύμωσε μαζί μου κι απ’ τα νεύρα της μέχρι που δάκρυσε. Φυσικά δεν μου ξαναμίλησε σ’ όλη τη διάρκεια της εκδρομής. Η συγκεκριμένη εκδρομή ήταν η μοναδική πολυήμερη που κάναμε, γιατί συνέπεσε το δυστύχημα με τα κορίτσια στη Γεωργιούπολη και για πολλά χρόνια μετά δεν έγιναν μαθητικές εκδρομές. Αυτό σαν γεγονός μας έχει μείνει στη μνήμη, γιατί δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε άλλη εκδρομή στην υπόλοιπη διάρκεια της μαθητικής μας ζωής.
Οι εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς ήταν γενικά αγχωτικές για τους περισσότερους από μας, αφ’ ενός γιατί υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες στα μαθήματα του πρακτικού, αφ ετέρου γιατί η προετοιμασία μας δεν ήταν επαρκής. Σπουδάζαμε σ’ ένα επαρχιακό σχολείο με ελλείψεις καθηγητών, ενώ σε πολλά μαθήματα τις παραδόσεις τις έκαναν καθηγητές με άλλη ειδικότητα. Στην πόλη μας υπήρχε ένα και μοναδικό νόμιμο φροντιστήριο μαθηματικών, το οποίο λειτούργησε για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά. Έλειπαν όλα τ’ άλλα φροντιστήρια που ήταν αναγκαία για την προετοιμασία αυτών που είχαν φιλοδοξίες για το πανεπιστήμιο, αλλά και τη δυνατότητα να τα πληρώσουν. Έτσι αναγκάστηκαν ορισμένοι συμμαθητές μου να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα του νομού. Ενδεικτικά αναφέρω τον Νίκο, και τη Χρυσάνθη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αποδυναμωθεί η τάξη και φυσικά να πέσει ο μέσος όρος της ποιότητας των μαθητών. Οι περισσότεροι από μας επικεντρωνόμασταν στο πώς να περάσουμε την τάξη αδιαφορώντας αν η αξία μας ανταποκρινόταν στη βαθμολογία που τελικά καταφέρναμε ν’ αποσπάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Η «βαθμοθηρία» μας ξέφευγε τελικά απ’ το νόημα της εκπαίδευσης (όποιο κι αν ήταν αυτό) και δεν αναζητούσαμε μια ουσιαστικότερη παιδεία. Βέβαια αυτό ούτε καν περνούσε έστω και σαν φευγαλέα σκέψη απ’ το μυαλό μας κι επικεντρώναμε την όλη μας προσοχή στο πως να ξεγελάσουμε τους εξεταστές, όμως (χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε) κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας. Σίγουρα αυτό ήταν ένα σύμπτωμα που δεν συνέβαινε μόνο στο πρακτικό τμήμα. Τα ίδια (και χειρότερα ίσως) συνέβαιναν και στο κλασικό, μπορεί και με μεγαλύτερη ευκολία, γιατί το πλήθος των μαθητών δημιουργούσε πιο κατάλληλες συνθήκες για αντιγραφή.
Την ίδια εποχή μου συνέβη κάτι το αναπάντεχο, το οποίο δεν μπορούσα σε καμιά περίπτωση να διαχειριστώ. Ερωτεύτηκα! Φυσικά τώρα καταλαβαίνω, ότι αυτό ήταν ένα φυσιολογικό γεγονός για κάθε έφηβο, αλλά τότε νόμιζα πως ήταν κάτι που είχε συμβεί μόνο σε μένα. Αυτό μ’ αποπροσανατόλιζε και μ’ έκανε να φέρομαι περίεργα έως αστεία (όπως νομίζω εκ των υστέρων). Εκείνη την εποχή τα ήθη δεν επέτρεπαν σχέσεις μεταξύ των εφήβων. Σχεδόν ήταν απαγορευμένη ή έστω κατακριτέα, ακόμη και η φιλική παρέα μεταξύ των δυο φύλων. Όπως όμως συνέβαινε συνήθως εκείνη την εποχή, ο έρωτάς μου έμεινε ανεκπλήρωτος και περιορίστηκε σε αθώα βλέμματα.
Τώρα μετά από χρόνια καθώς αναπολώ τη μαθητική μου ζωή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Δ΄ τάξη ήταν η πιο κομβική στα σχολικά μας χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.