Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Βλάση, εκεί που ενώνονται η οδός Περδίκα, με την Π. Ιωακείμ, είναι ένα μικρό κτίσμα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας, του φίλου μας του Αντωνάκη. Είναι κτισμένο αποκλειστικά με πωρόλιθους, και εφάπτεται η δεξιά πλευρά του, με την εκκλησία και από την άλλη πλευρά με τον περίβολο, του σπιτιού Νικολαίδη. Έχει δύο πόρτες σιδερένιες την μία στο δρόμο, ενώ η άλλη βγαίνει στην αυλή του σπιτιού. Οι δύο πόρτες είχαν στο πίσω μέρος τους, ένα σιδερένιο μάνταλο, που με όταν ασφάλιζαν ήταν σχεδόν αδύνατον να μπει κανείς μέσα. Δίπλα στην εξωτερική πόρτα, έχει ένα τεράστιο παράθυρο, ξύλινο, επενδυμένο εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα. Αυτό το παράθυρο, έχει ένα εσωτερικό περβάζι, φάρδους περίπου ενάμισι μέτρου, κάτι σαν πάγκο, ξύλινο, πάνω στον τοίχο. Αυτό το κτίριο, κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί, σαν μπακάλικο, τσαγκάρικο και τέλος σαν μανάβικο. Ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα αυτού του πάγκου και με ποια λογική το κατασκεύασαν. Λίγο μετά την χρήση του, σαν τσαγκάρικο και πριν από το μανάβικο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ, ο Αντωνάκης, εγώ και ο αδερφός μου ο Στέφανος, που ήμασταν βασικά μέλη μιας μικρής επιχείρησης θεάματος .......
.... περιστασιακά συνέπρατταν και άλλα παιδιά από την γειτονιά. Ο εμπνευστής και η ψυχή του όλου εγχειρήματος ήταν ο Αντωνάκης, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να κάνουμε ένα θέατρο σκιών.
Λίγες μέρες πριν είχε έρθει στην πόλη μας, ένας θίασος σκιών και έδωσε μερικές παραστάσεις, που εμάς τους μικρούς τουλάχιστον, μας είχαν εντυπωσιάσει. Για πολλές μέρες, θέμα συζήτησης ήταν αυτές οι παραστάσεις και στα πηγαδάκια που δημιουργούσαμε ο καθένας έλεγε την άποψη του. Φυσικά οι απόψεις ήταν αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά αυτό καθόλου δεν μας εμπόδιζε να γίνουμε όλοι, θαυμαστές αυτού, του αντισυμβατικού πειναλέου ήρωα. Κάποια βιβλιοπωλεία έφεραν προς πώληση χάρτινες φιγούρες των ηρώων, του θεάτρου σκιών. Αντί ενός ευτελούς τιμήματος, τα αγοράζαμε, τα κολλούσαμε με προσοχή σε ένα χαρτόνι χειροτεχνίας και τα ψαλιδίζαμε κατά το περίγραμμα τους. Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάζαμε μια φιγούρα, που θα άντεχε περισσότερο στην αλόγιστη χρήση των παιδικών μας χεριών. Κάποιοι στερέωναν στο πίσω μέρος, ένα μικρό ξύλο σαν χερούλι ( στο μέγεθος ενός σχολικού μολυβιού) και με αυτό κουνούσαν την φιγούρα, μιμούμενοι τις κινήσεις που είχαν δει στην παράσταση. Σε καμία περιπτωση, οι φιγούρες που κατασκευάζαμε, δεν πλησίαζαν καν σε ποιότητα και μέγεθος με τις επαγγελματικές. Ωστόσο έγιναν ένα είδος μόδας και το κάθε παιδί που θα ήθελε να λέγεται αξιοπρεπές, για τα δικά μας δεδομένα, έπρεπε να έχει στην διάθεση του τουλάχιστον μία από αυτές τις φιγούρες. Έτσι είχαν γίνει αναπόσπαστο μέρος των παιγνιδιών μας και τα χρησιμοποιούσαμε σαν έπαθλα στις κόντρες που κάναμε. Οι ανταλλαγές μεταξύ μας, τα έκαναν όλο και πιο πολύτιμα. Με ανεβασμένη την αξία, στις φάτσες που ήταν πιο σπάνιες. Θυμάμαι στην αρχή σπάνιζε ο Μορφονιός, μετά ο Σταύρακος και αργότερα ο Μ. Αλέξανδρος. Μας είχε πιάσε τέτοιο <κόλλημα> που σχεδόν πάψαμε να ασχολούμαστε με άλλα παιγνίδια, για να επικεντρωθούμε στον Καραγκιόζη. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν κάποια λαϊκά παιδικά περιοδικά, με πολύχρωμα εξώφυλλα που είχαν ιστοριούλες και διαλόγους με τις περιπέτειες του Καραγκιόζη. Αμέσως γίναμε μανιώδεις αναγνώστες και συλλέκτες αυτών των περιοδικών που κάθε μια έκδοση, είχε τίτλους όπως «ο καραγκιόζης φούρναρης», «ο καραγκιόζης αστροναύτης» κλπ. Μόλις κυκλοφορούσε μια νέα περιπέτεια, ο τυχερός ήταν αυτός που θα την είχε πρώτος στην κατοχή του την νέα έκδοση. Τον πλησιάζαμε, του ζητούσαμε να μας την δανείσει και αυτός ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, το έκανε αφιλοκερδώς ή ζητούσε κάποια ανταλλάγματα. Στο τέλος κατέληξε να γίνει κανόνας, η ανταλλαγή του περιοδικού με κάποιο αντίτιμο που συνήθως, δεν ήταν χρήματα, αλλά εικόνες του θεάτρου σκιών.
Αυτή την τρέλα μας, την εντόπισε ο Αντωνάκης και του ήρθε η ιδέα να δημιουργήσουμε, ένα δικό μας θέατρο σκιών. Αφού πήρε την άδεια από τους γονείς του, μάζεψε μερικούς γείτονες της ηλικίας του και λίγο πιο μικρούς, για να μας ανακοινώσει το σχέδιο του. Τα παιδιά της ηλικίας του, βασικά τον σνομπάρανε, μάλιστα μερικά, τον κορόιδεψαν. Αυτό τον πείσμωσε και όταν είδε πως εμείς οι μικρότεροι το είδαμε θετικά, διάλεξε μια ομάδα από εμάς, που μέσα σ’ αυτούς ήμουν και εγώ με τον αδερφός μου τον Στέφανο. Αγνοώντας τα επιτιμητικά σχόλια, προχωρήσαμε σε πρώτη φάση, στον καθαρισμό του χώρου. Αμέσως μετά βάλαμε μέσα, ότι σκαμπό και καρεκλάκια περισσευούμενα είχαμε. Στην αυλή του Αντωνάκη είχε κομμένα κούτσουρα, που είχαν σκοπό να τα σχίσουν, για να χρησιμοποιηθούν αργότερα σαν καύσιμα. Αυτά είχαν το κατάλληλο μέγεθος για να τα χρησιμοποιήσουμε σαν σκαμνάκια για τα μικρότερα παιδιά. Έτσι λύσαμε το πρόβλημα των καθισμάτων. Φροντίσαμε να μαζέψουμε όσο πιο πολλές φιγούρες των ηρώων μπορούσαμε, κάναμε επιλογή, διαλέγοντας τις καλύτερες και τις πιο λειτουργικές.
Στο περβάζι του μαγαζιού καρφώσαμε ένα κάθετο δοκάρι και το χωρίσαμε κατά δύο τρίτα, στο μεγάλο κομμάτι τεντώσαμε ένα άσπρο πανί ημιδιαφανές. Στις τέσσερεις άκρες του, το καρφώσαμε με πηχάκια, για να παραμένει τεντωμένο και έτσι είχαμε ετοιμάσει τον μπερντέ μας. Από το μικρό τμήμα, που το είχαμε αφήσει ανοιχτό, ήταν η είσοδος που χρησιμοποιούσαν οι <καλλιτέχνες>. Δίπλα μας βάλαμε τις φιγούρες, με μια σειρά αξιολογώντας πάντα, την συχνότητα που θα τις χρησιμοποιούσαμε, κατά την διάρκεια της παράστασης. Επιλέξαμε το έργο που θα ανεβάζαμε και αμέσως αρχίσαμε τις πρόβες. Σχεδιάσαμε δύο αφίσες (στην ουσία ο Αντωνάκης τις έκανε) και τις κολλήσαμε στην πόρτα και στο παράθυρο του θεάτρου μας. Θυμάμαι πως το πρώτο μας έργο ήταν ο Καραγκιόζης αστροναύτης, φροντίσαμε να καρφιτσώσουμε τα σκηνικά την καλύβα του καραγκιόζη στην αριστερή πλευρά ενώ το σεράι του πασά στα δεξιά. Είχαμε εφεδρικό ένα σκηνικό, με ένα άθλιο μπαλωμένο πύραυλο, που στηριζόταν στο έδαφος με μπανταρισμένα ποδαρικά, για την δεύτερη πράξη του έργου. Το θέμα της ιστορίας το βρήκαμε, από το συγκεκριμένο λαϊκό περιοδικό, που μόλις είχε κυκλοφορήσει και είχε ένθετο το σκηνικό με τον πύραυλο και την φιγούρα του καραγκιόζη ντυμένου με στολή αστροναύτη. Φυσικά αυτή, ήταν γεμάτη μπαλώματα, ενώ το κράνος του, ήταν εξάρτημα, γωνίας καπνοδόχου σωλήνα, οι φιάλες οξυγόνου που είχε κρεμασμένες στην πλάτη του, που στην ουσία ήταν, πήλινες σωλήνες καμινάδων με το καπελάκι τους, στο πάνω μέρος. Στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπασμένο χατζάρι που ήταν ενωμένο με σπάγκο. Δηλαδή το σκηνικό και η καρικατούρα, από μόνα τους δημιουργούσαν προδιάθεση για γέλιο. Βάλαμε ένα πορτ α τίφ πίσω ακριβώς από τον μπερντέ, έτσι όταν το ανάβαμε με τις φιγούρες κολλημένες πάνω στο πανί, το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Το φως που έπεφτε πάνω τους, βοηθούσε να αναδειχτούν οι πρωταγωνιστές του έργου με όλες τις λεπτομέρειες, συγχρόνως έκρυβε εμάς, που τις κινούσαμε καθώς ήμασταν πίσω από την φωτεινή πηγή. Το δύσκολο κομμάτι της όλης υπόθεσης ήταν οι πρόβες. Αφού μοιράσαμε τους ρόλους και με σκηνοθέτη τον Αντωνάκη που είχε τον κεντρικό ρόλο του έργου, από ότι θυμάμαι ο Στέφανος ήταν ο Χατζηδιαβάτης και εγώ ο Γιοβάν τσαούς. Φυσικά ο καθένας μας, αφού πρώτα αλίωνε την φωνή του έπαιζε κι άλλους δευτερεύοντες ρόλους, που απαιτούσε η πλοκή του έργου. Οι πρόβες ήταν εξαντλητικές και οι απαιτήσεις του έργου, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητες μας. Από την μια μεριά, η τελειομανία του σκηνοθέτη, από την άλλη η απειρία μας μαζί με το τρακ που μας κυρίευε, μας δημιουργούσε παραπάνω από το κανονικό πίεση. Τελικά μετά από πολλές πρόβες , καταφέραμε να ικανοποιήσουμε τον σκηνοθέτη μας, οπότε ήμασταν έτοιμοι να υποδεχτούμε το κοινό. Είχαμε διαδώσει σε όλη την γειτονιά για την "πρώτη" μας. Δεδομένου πως εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε και μεγάλη επιλογή στον τρόπο διασκέδασης, όλα τα παιδιά της ηλικίας μας, είδαν θετικά το εγχείρημα μας. Παρ’ όλες τις θετικές ενδείξεις, είχαμε μια κάποια αγωνία για το αν θα έχουμε θεατές και κυρίως πόσους. Αποφασίσαμε μετά από διαβουλεύσεις, για την τιμή του εισιτηρίου και παρ’ όλες τις διαφωνίες μας, καταλήξαμε στο ευτελές ποσό της μίας εικοσάρας, το άτομο. Βάλαμε φτηνό το αντίτιμο, για δύο λόγους, πρώτον γιατί ξέραμε πολύ καλά, ότι αυτό το ποσό θα μπορούσαν σχεδόν όλοι, να το διαθέσουν και δεύτερον γιατί αντικειμενικός μας σκοπός δεν ήταν το κέρδος, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά το να κάνουμε, κέφι μας.
Τελικά η ημερομηνία που ορίσαμε ήρθε, ήταν ένα απόγευμα Σαββάτου. Έκπληκτοι είδαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, να εμφανίζονται στο θέατρο μας, την συγκεκριμένη ώρα, κρατώντας στα χέρια του τα χρήματα του εισιτηρίου. Ούτε ο πιο αισιόδοξος από εμάς, δεν περίμενε τέτοια κοσμοσυρροή. Το μικρό θεατράκι μας, γέμισε από το πλήθος των θεατών και οι χούφτες μου, με χρήματα καθώς εκείνη την ημέρα, έπαιζα και τον ρόλο του ταμία ενώ ο Στέφανος ήταν και ταξιθέτης. Όλα τα μέσα που είχαμε για καθίσματα, γέμισαν και γύρω γύρω από τους καθήμενους υπήρχαν αρκετοί όρθιοι. Μια ελαφριά βαβούρα πλανιόταν μέσα στον χώρο καθώς όλοι ανυπομονούσαν να αρχίσει η παράσταση. Εγώ με τον αδερφό μου, είχαμε καθίσει ακριβώς πίσω από το πανί και έχοντας μπροστά μας, αναμμένο το φως ήμασταν αόρατοι, από το κοινό. Πριν ξεκινήσουμε την παράσταση, ο Αντωνάκης, όρθιος απέναντι από τα παιδιά τους, είπε λίγα λόγια για την παράσταση, έτσι ώστε να καταλάβουν την υπόθεση και οι μικρότεροι. Με την ευγλωττία, που από τότε τον χαρακτήριζε, τους είπε τόσα, όσα ακριβώς έπρεπε, χωρίς όμως τους δώσει όλη την υπόθεση του έργου. Τα φώτα έσβησαν, ο Αντωνάκης ανέβηκε δίπλα μας και το έργο άρχισε. Μετά από το πρώτα δευτερόλεπτα και παρά τα αρχικά σαρδάμ η παράσταση εξελίχτηκε ομαλά, μας διέκοπταν τα δυνατά γέλια των θεατών, ενώ στο τέλος το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο.. Αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ, κάθε προσδοκία μας και μας γέμισε με ικανοποίηση, αλλά και με υπερηφάνεια θα μπορούσα να πω. Κατεβήκαμε από το πόστο μας κουρασμένοι και ιδωμένοι από την ένταση. Αρκετά από τα παιδιά, μας περίμεναν να συζητήσουν ,μαζί μας και κυρίως να μας ρωτήσουν πότε θα επαναλάβουμε την παράσταση μας. Αυτό μας εξέπληξε γιατί ούτε στα όνειρα μας, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοια αντιμετώπιση, από το κοινό. Όταν αποχώρησαν όλοι, μείναμε οι τρεις μας, για να συμμαζέψουμε τον χώρο και να συζητήσουμε για το μέλλον. Ο επί κεφαλής, μας πρότεινε και εμείς το δεχτήκαμε χωρίς συζήτηση, μέρος των χρημάτων που μαζέψαμε, να το επενδύσουμε σε υλικό, που θα βελτίωνε την ποιότητα του θιάσου μας.
Έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, αρχίσαμε να παίρνουμε στα σοβαρά, το ρόλο μας σαν θιασάρχες και να προσπαθούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα, του ρεπερτορίου και την απόδοση μας, κατά την διάρκεια της παράστασης. Προμηθευτήκαμε καινούργιες φιγούρες, αρχίσαμε να διαβάζουμε όλες τις ιστορίες, του καραγκιόζη που έπεφταν στα χέρια μας και γενικά πήραμε στα πολύ σοβαρά το ρόλο μας. Αποφασίσαμε να παίξουμε την ίδια παράσταση ακόμη μία φορά, παρ’ όλο που δεν ελπίζαμε να έχουμε την ίδια επιτυχία ή παραπλήσια με την πρώτη. Προς μεγάλη μας έκπληξη διαψευστήκαμε, είχαμε ακόμη περισσότερους θεατές, πολλοί ήρθαν να την ξαναδούν, αλλά ήρθαν και πολλά από τα μεγαλύτερα παιδιά, που αρχικά είχαν σνομπάρει την όλη προσπάθεια. Εκείνο όμως που μας εξέπληξε θετικά, ήταν πως ήρθαν μαζί με τα παιδιά τους και αρκετοί ενήλικες. Αυτό αυτομάτως, μας μετέφερε μια πίεση ακόμη μεγαλύτερη, όσο αφορούσε την απόδοση μας, επάνω στην σκηνή.
Κανένα πρόβλημα όμως δεν είχαμε, έχοντας την εμπειρία της πρώτης παράστασης και διορθώνοντας τις ατέλειες που πιθανόν είχαμε την πρώτη φορά, ήμασταν ακόμη καλύτεροι. Μετά το τέλος της παράστασης, αφού δεχτήκαμε τα συγχαρητήρια των ενηλίκων, καταλάβαμε πως αυτό που με τόσο κέφι κάναμε, ήταν μάλλον καλό. Αρκετά από τα παιδιά που είχαν σνομπάρει, αρχικά την προσπάθεια μας, μετάνιωσαν και ζήτησαν να μπουν στην ομάδα μας. Αυτό ήταν μια δικαίωση για τον Αντωνάκη, γιατί αυτόν στην αρχή κορόιδεψαν. Από αυτούς κάποιοι, μετά από αυστηρή επιλογή του Αντωνάκη, μας πλαισίωναν και όλες οι δουλειές έγιναν πιο εύκολες, καθώς υπήρχε καταμερισμός των εργασιών.
Δώσαμε αρκετές παραστάσεις άλλες με επιτυχία, άλλες με λιγότερη και ανεβάσαμε πολλές από τις περιπέτειες του λαϊκού ήρωα. Μέχρι που ο Αντωνάκης αρρώστησε ή για την ακρίβεια έκανε εγχείρηση σκουλικοειδήτη, πράγμα που μας ανάγκασε να αναστείλουμε τις δραστηριότητες μας, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Αργότερα μετά από την ανάρρωση του, προσπάθησε να μας βοηθήσει παίζοντας τον ρόλο του, εκτός του μπερντέ, όρθιος δίπλα μας.
Όσο διαρκούσε το καλοκαίρι, ήμασταν ενεργοί και παίζαμε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα τα έργα μας, με κέφι και χιούμορ. Με το που άνοιξαν τα σχολεία, τερματίστηκε και η δραστηριότητα μας, πάνω σε αυτόν τον τομέα. Αργότερα ο "χώρος" μας, νοικιάστηκε και τελείωσε άδοξα κάθε καλλιτεχνική και επιχειρηματική μας, δραστηριότητα.
Καμιά φορά, όταν συναντιόμαστε παλιοί γείτονες και κάνουμε αναφορές για την γειτονιά, πάντα θυμόμαστε και τον Καραγκιόζη. Ιδιαίτερα εμείς οι πρωταγωνιστές χαμογελάμε με νοσταλγία μια εποχή που μας στιγμάτισε θετικά.
Δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Βλάση, εκεί που ενώνονται η οδός Περδίκα, με την Π. Ιωακείμ, είναι ένα μικρό κτίσμα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας, του φίλου μας του Αντωνάκη. Είναι κτισμένο αποκλειστικά με πωρόλιθους, και εφάπτεται η δεξιά πλευρά του, με την εκκλησία και από την άλλη πλευρά με τον περίβολο, του σπιτιού Νικολαίδη. Έχει δύο πόρτες σιδερένιες την μία στο δρόμο, ενώ η άλλη βγαίνει στην αυλή του σπιτιού. Οι δύο πόρτες είχαν στο πίσω μέρος τους, ένα σιδερένιο μάνταλο, που με όταν ασφάλιζαν ήταν σχεδόν αδύνατον να μπει κανείς μέσα. Δίπλα στην εξωτερική πόρτα, έχει ένα τεράστιο παράθυρο, ξύλινο, επενδυμένο εξωτερικά με χοντρή λαμαρίνα. Αυτό το παράθυρο, έχει ένα εσωτερικό περβάζι, φάρδους περίπου ενάμισι μέτρου, κάτι σαν πάγκο, ξύλινο, πάνω στον τοίχο. Αυτό το κτίριο, κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί, σαν μπακάλικο, τσαγκάρικο και τέλος σαν μανάβικο. Ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα αυτού του πάγκου και με ποια λογική το κατασκεύασαν. Λίγο μετά την χρήση του, σαν τσαγκάρικο και πριν από το μανάβικο το χρησιμοποιήσαμε και εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ, ο Αντωνάκης, εγώ και ο αδερφός μου ο Στέφανος, που ήμασταν βασικά μέλη μιας μικρής επιχείρησης θεάματος .......
.... περιστασιακά συνέπρατταν και άλλα παιδιά από την γειτονιά. Ο εμπνευστής και η ψυχή του όλου εγχειρήματος ήταν ο Αντωνάκης, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να κάνουμε ένα θέατρο σκιών.
Λίγες μέρες πριν είχε έρθει στην πόλη μας, ένας θίασος σκιών και έδωσε μερικές παραστάσεις, που εμάς τους μικρούς τουλάχιστον, μας είχαν εντυπωσιάσει. Για πολλές μέρες, θέμα συζήτησης ήταν αυτές οι παραστάσεις και στα πηγαδάκια που δημιουργούσαμε ο καθένας έλεγε την άποψη του. Φυσικά οι απόψεις ήταν αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά αυτό καθόλου δεν μας εμπόδιζε να γίνουμε όλοι, θαυμαστές αυτού, του αντισυμβατικού πειναλέου ήρωα. Κάποια βιβλιοπωλεία έφεραν προς πώληση χάρτινες φιγούρες των ηρώων, του θεάτρου σκιών. Αντί ενός ευτελούς τιμήματος, τα αγοράζαμε, τα κολλούσαμε με προσοχή σε ένα χαρτόνι χειροτεχνίας και τα ψαλιδίζαμε κατά το περίγραμμα τους. Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάζαμε μια φιγούρα, που θα άντεχε περισσότερο στην αλόγιστη χρήση των παιδικών μας χεριών. Κάποιοι στερέωναν στο πίσω μέρος, ένα μικρό ξύλο σαν χερούλι ( στο μέγεθος ενός σχολικού μολυβιού) και με αυτό κουνούσαν την φιγούρα, μιμούμενοι τις κινήσεις που είχαν δει στην παράσταση. Σε καμία περιπτωση, οι φιγούρες που κατασκευάζαμε, δεν πλησίαζαν καν σε ποιότητα και μέγεθος με τις επαγγελματικές. Ωστόσο έγιναν ένα είδος μόδας και το κάθε παιδί που θα ήθελε να λέγεται αξιοπρεπές, για τα δικά μας δεδομένα, έπρεπε να έχει στην διάθεση του τουλάχιστον μία από αυτές τις φιγούρες. Έτσι είχαν γίνει αναπόσπαστο μέρος των παιγνιδιών μας και τα χρησιμοποιούσαμε σαν έπαθλα στις κόντρες που κάναμε. Οι ανταλλαγές μεταξύ μας, τα έκαναν όλο και πιο πολύτιμα. Με ανεβασμένη την αξία, στις φάτσες που ήταν πιο σπάνιες. Θυμάμαι στην αρχή σπάνιζε ο Μορφονιός, μετά ο Σταύρακος και αργότερα ο Μ. Αλέξανδρος. Μας είχε πιάσε τέτοιο <κόλλημα> που σχεδόν πάψαμε να ασχολούμαστε με άλλα παιγνίδια, για να επικεντρωθούμε στον Καραγκιόζη. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν κάποια λαϊκά παιδικά περιοδικά, με πολύχρωμα εξώφυλλα που είχαν ιστοριούλες και διαλόγους με τις περιπέτειες του Καραγκιόζη. Αμέσως γίναμε μανιώδεις αναγνώστες και συλλέκτες αυτών των περιοδικών που κάθε μια έκδοση, είχε τίτλους όπως «ο καραγκιόζης φούρναρης», «ο καραγκιόζης αστροναύτης» κλπ. Μόλις κυκλοφορούσε μια νέα περιπέτεια, ο τυχερός ήταν αυτός που θα την είχε πρώτος στην κατοχή του την νέα έκδοση. Τον πλησιάζαμε, του ζητούσαμε να μας την δανείσει και αυτός ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, το έκανε αφιλοκερδώς ή ζητούσε κάποια ανταλλάγματα. Στο τέλος κατέληξε να γίνει κανόνας, η ανταλλαγή του περιοδικού με κάποιο αντίτιμο που συνήθως, δεν ήταν χρήματα, αλλά εικόνες του θεάτρου σκιών.
Αυτή την τρέλα μας, την εντόπισε ο Αντωνάκης και του ήρθε η ιδέα να δημιουργήσουμε, ένα δικό μας θέατρο σκιών. Αφού πήρε την άδεια από τους γονείς του, μάζεψε μερικούς γείτονες της ηλικίας του και λίγο πιο μικρούς, για να μας ανακοινώσει το σχέδιο του. Τα παιδιά της ηλικίας του, βασικά τον σνομπάρανε, μάλιστα μερικά, τον κορόιδεψαν. Αυτό τον πείσμωσε και όταν είδε πως εμείς οι μικρότεροι το είδαμε θετικά, διάλεξε μια ομάδα από εμάς, που μέσα σ’ αυτούς ήμουν και εγώ με τον αδερφός μου τον Στέφανο. Αγνοώντας τα επιτιμητικά σχόλια, προχωρήσαμε σε πρώτη φάση, στον καθαρισμό του χώρου. Αμέσως μετά βάλαμε μέσα, ότι σκαμπό και καρεκλάκια περισσευούμενα είχαμε. Στην αυλή του Αντωνάκη είχε κομμένα κούτσουρα, που είχαν σκοπό να τα σχίσουν, για να χρησιμοποιηθούν αργότερα σαν καύσιμα. Αυτά είχαν το κατάλληλο μέγεθος για να τα χρησιμοποιήσουμε σαν σκαμνάκια για τα μικρότερα παιδιά. Έτσι λύσαμε το πρόβλημα των καθισμάτων. Φροντίσαμε να μαζέψουμε όσο πιο πολλές φιγούρες των ηρώων μπορούσαμε, κάναμε επιλογή, διαλέγοντας τις καλύτερες και τις πιο λειτουργικές.
Στο περβάζι του μαγαζιού καρφώσαμε ένα κάθετο δοκάρι και το χωρίσαμε κατά δύο τρίτα, στο μεγάλο κομμάτι τεντώσαμε ένα άσπρο πανί ημιδιαφανές. Στις τέσσερεις άκρες του, το καρφώσαμε με πηχάκια, για να παραμένει τεντωμένο και έτσι είχαμε ετοιμάσει τον μπερντέ μας. Από το μικρό τμήμα, που το είχαμε αφήσει ανοιχτό, ήταν η είσοδος που χρησιμοποιούσαν οι <καλλιτέχνες>. Δίπλα μας βάλαμε τις φιγούρες, με μια σειρά αξιολογώντας πάντα, την συχνότητα που θα τις χρησιμοποιούσαμε, κατά την διάρκεια της παράστασης. Επιλέξαμε το έργο που θα ανεβάζαμε και αμέσως αρχίσαμε τις πρόβες. Σχεδιάσαμε δύο αφίσες (στην ουσία ο Αντωνάκης τις έκανε) και τις κολλήσαμε στην πόρτα και στο παράθυρο του θεάτρου μας. Θυμάμαι πως το πρώτο μας έργο ήταν ο Καραγκιόζης αστροναύτης, φροντίσαμε να καρφιτσώσουμε τα σκηνικά την καλύβα του καραγκιόζη στην αριστερή πλευρά ενώ το σεράι του πασά στα δεξιά. Είχαμε εφεδρικό ένα σκηνικό, με ένα άθλιο μπαλωμένο πύραυλο, που στηριζόταν στο έδαφος με μπανταρισμένα ποδαρικά, για την δεύτερη πράξη του έργου. Το θέμα της ιστορίας το βρήκαμε, από το συγκεκριμένο λαϊκό περιοδικό, που μόλις είχε κυκλοφορήσει και είχε ένθετο το σκηνικό με τον πύραυλο και την φιγούρα του καραγκιόζη ντυμένου με στολή αστροναύτη. Φυσικά αυτή, ήταν γεμάτη μπαλώματα, ενώ το κράνος του, ήταν εξάρτημα, γωνίας καπνοδόχου σωλήνα, οι φιάλες οξυγόνου που είχε κρεμασμένες στην πλάτη του, που στην ουσία ήταν, πήλινες σωλήνες καμινάδων με το καπελάκι τους, στο πάνω μέρος. Στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπασμένο χατζάρι που ήταν ενωμένο με σπάγκο. Δηλαδή το σκηνικό και η καρικατούρα, από μόνα τους δημιουργούσαν προδιάθεση για γέλιο. Βάλαμε ένα πορτ α τίφ πίσω ακριβώς από τον μπερντέ, έτσι όταν το ανάβαμε με τις φιγούρες κολλημένες πάνω στο πανί, το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Το φως που έπεφτε πάνω τους, βοηθούσε να αναδειχτούν οι πρωταγωνιστές του έργου με όλες τις λεπτομέρειες, συγχρόνως έκρυβε εμάς, που τις κινούσαμε καθώς ήμασταν πίσω από την φωτεινή πηγή. Το δύσκολο κομμάτι της όλης υπόθεσης ήταν οι πρόβες. Αφού μοιράσαμε τους ρόλους και με σκηνοθέτη τον Αντωνάκη που είχε τον κεντρικό ρόλο του έργου, από ότι θυμάμαι ο Στέφανος ήταν ο Χατζηδιαβάτης και εγώ ο Γιοβάν τσαούς. Φυσικά ο καθένας μας, αφού πρώτα αλίωνε την φωνή του έπαιζε κι άλλους δευτερεύοντες ρόλους, που απαιτούσε η πλοκή του έργου. Οι πρόβες ήταν εξαντλητικές και οι απαιτήσεις του έργου, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητες μας. Από την μια μεριά, η τελειομανία του σκηνοθέτη, από την άλλη η απειρία μας μαζί με το τρακ που μας κυρίευε, μας δημιουργούσε παραπάνω από το κανονικό πίεση. Τελικά μετά από πολλές πρόβες , καταφέραμε να ικανοποιήσουμε τον σκηνοθέτη μας, οπότε ήμασταν έτοιμοι να υποδεχτούμε το κοινό. Είχαμε διαδώσει σε όλη την γειτονιά για την "πρώτη" μας. Δεδομένου πως εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε και μεγάλη επιλογή στον τρόπο διασκέδασης, όλα τα παιδιά της ηλικίας μας, είδαν θετικά το εγχείρημα μας. Παρ’ όλες τις θετικές ενδείξεις, είχαμε μια κάποια αγωνία για το αν θα έχουμε θεατές και κυρίως πόσους. Αποφασίσαμε μετά από διαβουλεύσεις, για την τιμή του εισιτηρίου και παρ’ όλες τις διαφωνίες μας, καταλήξαμε στο ευτελές ποσό της μίας εικοσάρας, το άτομο. Βάλαμε φτηνό το αντίτιμο, για δύο λόγους, πρώτον γιατί ξέραμε πολύ καλά, ότι αυτό το ποσό θα μπορούσαν σχεδόν όλοι, να το διαθέσουν και δεύτερον γιατί αντικειμενικός μας σκοπός δεν ήταν το κέρδος, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά το να κάνουμε, κέφι μας.
Τελικά η ημερομηνία που ορίσαμε ήρθε, ήταν ένα απόγευμα Σαββάτου. Έκπληκτοι είδαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, να εμφανίζονται στο θέατρο μας, την συγκεκριμένη ώρα, κρατώντας στα χέρια του τα χρήματα του εισιτηρίου. Ούτε ο πιο αισιόδοξος από εμάς, δεν περίμενε τέτοια κοσμοσυρροή. Το μικρό θεατράκι μας, γέμισε από το πλήθος των θεατών και οι χούφτες μου, με χρήματα καθώς εκείνη την ημέρα, έπαιζα και τον ρόλο του ταμία ενώ ο Στέφανος ήταν και ταξιθέτης. Όλα τα μέσα που είχαμε για καθίσματα, γέμισαν και γύρω γύρω από τους καθήμενους υπήρχαν αρκετοί όρθιοι. Μια ελαφριά βαβούρα πλανιόταν μέσα στον χώρο καθώς όλοι ανυπομονούσαν να αρχίσει η παράσταση. Εγώ με τον αδερφό μου, είχαμε καθίσει ακριβώς πίσω από το πανί και έχοντας μπροστά μας, αναμμένο το φως ήμασταν αόρατοι, από το κοινό. Πριν ξεκινήσουμε την παράσταση, ο Αντωνάκης, όρθιος απέναντι από τα παιδιά τους, είπε λίγα λόγια για την παράσταση, έτσι ώστε να καταλάβουν την υπόθεση και οι μικρότεροι. Με την ευγλωττία, που από τότε τον χαρακτήριζε, τους είπε τόσα, όσα ακριβώς έπρεπε, χωρίς όμως τους δώσει όλη την υπόθεση του έργου. Τα φώτα έσβησαν, ο Αντωνάκης ανέβηκε δίπλα μας και το έργο άρχισε. Μετά από το πρώτα δευτερόλεπτα και παρά τα αρχικά σαρδάμ η παράσταση εξελίχτηκε ομαλά, μας διέκοπταν τα δυνατά γέλια των θεατών, ενώ στο τέλος το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο.. Αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ, κάθε προσδοκία μας και μας γέμισε με ικανοποίηση, αλλά και με υπερηφάνεια θα μπορούσα να πω. Κατεβήκαμε από το πόστο μας κουρασμένοι και ιδωμένοι από την ένταση. Αρκετά από τα παιδιά, μας περίμεναν να συζητήσουν ,μαζί μας και κυρίως να μας ρωτήσουν πότε θα επαναλάβουμε την παράσταση μας. Αυτό μας εξέπληξε γιατί ούτε στα όνειρα μας, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοια αντιμετώπιση, από το κοινό. Όταν αποχώρησαν όλοι, μείναμε οι τρεις μας, για να συμμαζέψουμε τον χώρο και να συζητήσουμε για το μέλλον. Ο επί κεφαλής, μας πρότεινε και εμείς το δεχτήκαμε χωρίς συζήτηση, μέρος των χρημάτων που μαζέψαμε, να το επενδύσουμε σε υλικό, που θα βελτίωνε την ποιότητα του θιάσου μας.
Έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, αρχίσαμε να παίρνουμε στα σοβαρά, το ρόλο μας σαν θιασάρχες και να προσπαθούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα, του ρεπερτορίου και την απόδοση μας, κατά την διάρκεια της παράστασης. Προμηθευτήκαμε καινούργιες φιγούρες, αρχίσαμε να διαβάζουμε όλες τις ιστορίες, του καραγκιόζη που έπεφταν στα χέρια μας και γενικά πήραμε στα πολύ σοβαρά το ρόλο μας. Αποφασίσαμε να παίξουμε την ίδια παράσταση ακόμη μία φορά, παρ’ όλο που δεν ελπίζαμε να έχουμε την ίδια επιτυχία ή παραπλήσια με την πρώτη. Προς μεγάλη μας έκπληξη διαψευστήκαμε, είχαμε ακόμη περισσότερους θεατές, πολλοί ήρθαν να την ξαναδούν, αλλά ήρθαν και πολλά από τα μεγαλύτερα παιδιά, που αρχικά είχαν σνομπάρει την όλη προσπάθεια. Εκείνο όμως που μας εξέπληξε θετικά, ήταν πως ήρθαν μαζί με τα παιδιά τους και αρκετοί ενήλικες. Αυτό αυτομάτως, μας μετέφερε μια πίεση ακόμη μεγαλύτερη, όσο αφορούσε την απόδοση μας, επάνω στην σκηνή.
Κανένα πρόβλημα όμως δεν είχαμε, έχοντας την εμπειρία της πρώτης παράστασης και διορθώνοντας τις ατέλειες που πιθανόν είχαμε την πρώτη φορά, ήμασταν ακόμη καλύτεροι. Μετά το τέλος της παράστασης, αφού δεχτήκαμε τα συγχαρητήρια των ενηλίκων, καταλάβαμε πως αυτό που με τόσο κέφι κάναμε, ήταν μάλλον καλό. Αρκετά από τα παιδιά που είχαν σνομπάρει, αρχικά την προσπάθεια μας, μετάνιωσαν και ζήτησαν να μπουν στην ομάδα μας. Αυτό ήταν μια δικαίωση για τον Αντωνάκη, γιατί αυτόν στην αρχή κορόιδεψαν. Από αυτούς κάποιοι, μετά από αυστηρή επιλογή του Αντωνάκη, μας πλαισίωναν και όλες οι δουλειές έγιναν πιο εύκολες, καθώς υπήρχε καταμερισμός των εργασιών.
Δώσαμε αρκετές παραστάσεις άλλες με επιτυχία, άλλες με λιγότερη και ανεβάσαμε πολλές από τις περιπέτειες του λαϊκού ήρωα. Μέχρι που ο Αντωνάκης αρρώστησε ή για την ακρίβεια έκανε εγχείρηση σκουλικοειδήτη, πράγμα που μας ανάγκασε να αναστείλουμε τις δραστηριότητες μας, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Αργότερα μετά από την ανάρρωση του, προσπάθησε να μας βοηθήσει παίζοντας τον ρόλο του, εκτός του μπερντέ, όρθιος δίπλα μας.
Όσο διαρκούσε το καλοκαίρι, ήμασταν ενεργοί και παίζαμε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα τα έργα μας, με κέφι και χιούμορ. Με το που άνοιξαν τα σχολεία, τερματίστηκε και η δραστηριότητα μας, πάνω σε αυτόν τον τομέα. Αργότερα ο "χώρος" μας, νοικιάστηκε και τελείωσε άδοξα κάθε καλλιτεχνική και επιχειρηματική μας, δραστηριότητα.
Καμιά φορά, όταν συναντιόμαστε παλιοί γείτονες και κάνουμε αναφορές για την γειτονιά, πάντα θυμόμαστε και τον Καραγκιόζη. Ιδιαίτερα εμείς οι πρωταγωνιστές χαμογελάμε με νοσταλγία μια εποχή που μας στιγμάτισε θετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.