Τολμηρή Κοινωνική σάτιρα που δημοσιεύτηκε στην Βενετία το 1539. Προέρχεται από την Κρήτη, όμως αποτελεί διασκευή ενός προγενέστερου έργου, του «Συναξάριου του τιμημένου γαδάρου», του οποίου η γλωσσική μορφή το τοποθετεί πριν το 1204.
Πίσω από τα τρία ζώα-πρόσωπα του έργου, κρύβονται:
Η εξουσία (ο λύκος)
Ο κλήρος (η πονηρή αλεπού)
Ο λαός (ο υπομονετικός γάιδαρος)
Οι δύο πρώτοι σε αγαστή συνεργασία θέλουν να εξοντώσουν τον τρίτο και εκείνος ως έσχατο μέσο άμυνας αξιοποιεί ό,τι μεγάλο του έδωσε η φύση, …τον τεράστιο φαλλό του.
Τους ανασκολοπίζει και τους τρέπει σε άτακτη φυγή!
Άρχοντες, να γροικήσετε, αν θέλετε, δαμάκι[λιγάκι],
ο Λύκος με την Αλουπού πώς ήπιαν το φαρμάκι.
Πώς ήτονε η αφορμή, πώς εκαταπιαστήκαν,
και τι νοβέλλα [κάζο] πάθασι και πώς εντροπιαστήκαν.
Σα φαίνεται, ο Γάδαρος ο καταφρονεμένος,
πάντοτε κακορίζικος και παραπονεμένος,
σ’ αφέντην έλαχε κακόν, λωβόν και ψωριασμένον,
φτωχόν και κακομάζαλον, πολλά δυστυχισμένον.
Ποτέ του δεν εχόρτασε, ποτέ δεν αναπαύτη,
νύχτα και μέρα δέρνεται στον κήπο για να σκάφτη.
Πάσα πουρνόν εφόρτωνε το Γάδαρον εκείνον
κι εις το παζάρι επήγαινε κι αυτείνος μετά κείνον.
Λάχανα τον εφόρτωνε, κρεμμύδια και μαρούλια,
ραπάνια, αντίδια, κάρδαμα, πράσα, κοκκινογούλια.
Άχερο δεν του βρίσκετο, κριθάρι δεν ποτάσσει,
να δώση του Γαδάρου του, να φάη, να χορτάση.
Τα λάχανα καθάριζε και του ρίχνε τα φύλλα,
κι όντεν εσκόλα το βραδύ εφόρτωνέν τον ξύλα.
Κι από τον κόπον τον πολύν, την δούλεψην την τόση,
κι εκ τες ξυλιές οπού παιρνεν, ώστε να ξεφορτώση,
αδύνεψεν ο Γάδαρος και πλέα δεν εμπόρει
κι από την ψώραν την πολλήν σαμάρι δεν εφόρει.
Χειμώνα δεν εδύνετον ουδέ και καλοκαίρι
ουδέ για ξύλα να υπά[υπάγει] ουδέ νερό να φέρη.
Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, τάχα λυπήθηκε τον
και πιάνει και .......
....ξεστρώνει τον, έδυσε κι άφησέ τον
να πα να περιβοσκηθή, κάμποσο ν’ ανασάνει
να φα κλαδί από δεντρό κι από τη γης βοτάνι,
να πέση και να κυλιστή, το στόμα του ν’ αφρίση,
να φα και χόρτον λιβαδιού, να πιη κι από τη βρύση.
[Το λιβάδι βρίσκεται δίπλα στο δάσος. Εκεί κάνουν τη βόλτα τους η αλεπού και ο λύκος, ψάχνοντας για κυνήγι. Ξαφνικά αντιλαμβάνονται τον γάιδαρο. Τον πλησιάζουν, και με δόλο προσπαθούν να τον παρασύρουν μέχρι το σπίτι τους, για να τον ξεκοκκαλίσουν με την ησυχία τους. Ο γάιδαρος βέβαια αντιλαμβάνεται τις προθέσεις τους, αλλά τι να κάνει;
Τον παίρνουν λοιπόν και μπαίνουν σε μια βάρκα
«όχι για να ψαρέψουν, μα πέρα στην Ανατολή διά να ταξιδέψουν».
Βάζουν κλήρο για τα καθήκοντα που θα αναλάβει καθένας τους πάνω στη βάρκα. Ναύκληρος γίνεται ο λύκος, τιμονιέρης η αλεπού και κωπηλάτης φυσικά ο γάιδαρος. Στο δρόμο η αλεπού σκαρφίζεται ένα σχέδιο πώς να τον σκοτώσουν. Λέει πως είδε στο όνειρο της, ότι το βράδυ θα τους πιάσει τρικυμία και θα πνιγούν. Καλό είναι λοιπόν να εξομολογηθούν τα κρίματά τους και να συγχωρέσει ο ένας τον άλλο.
Πρώτος αρχίζει την εξομολόγηση ο λύκος. Λέει για τα γίδια, τους χοίρους και τα βόδια που έκλεψε και τα οποία καταβρόχθισε μόνος του, χωρίς να δώσει σε κανέναν άλλο, και πόσο μετανιωμένος είναι τώρα γι αυτό. Η αλεπού τον συγχωρεί.
Μιλάει έπειτα κι αυτή για τα δικά της κρίματα, τις κότες που έκλεψε. Μετάνιωσε όμως για όλα αυτά, και γι’ αυτό ντύθηκε το ράσο. Τη συγχωρεί με τη σειρά του και ο λύκος.
Ο γάιδαρος όμως τι να πει, που δεν κάτεχε να έχει κανένα κρίμα καμωμένο, και μόνο το ξύλο που έτρωγε από το αφεντικό του θυμόταν. Ο λύκος και η αλεπού εξοργίζονται, γιατί τάχα τους λέει ψέματα.
Και τους λέει:]
«Αφέντες μου, τι έχετε με μένα;
Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα.
Μόνον το μαρουλόφυλλον οπώ χω φαγωμένον,
και πούρι δεν το έκλεψα, μα το χω δουλεμένον».
«Αφορεσμένε Γάδαρε και τρισκαταραμένε,
αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
να φας το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξύδι!
Και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;
Αλλ’ όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχης,
ο νόμος κατά πώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις.
Στο έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον,
να ‘ναι κομμέν’ η χέρα του, το μάτι σου βγαλμένον.
Και πάλιν στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου
λέγει να σε φουρκίσωμεν εγώ κι ο σύντεκνός μου».
Όμως εδώκασιν βουλή να τον σκοτώσουν τούτον
κι εκείνος λέγει μέσα του: «Εδέ κακή ώρα που ‘τον!»
Παράμερα τον έκραξε τον λύκον και του λέγει
κι από την παραπόνεση αρχίνησε να κλαίγει:
«Αφέντη λύκε, να σου πω δυο λόγια να γροικήσεις,
επεί μου ‘ γγίζει θάνατος, σαν έγινε η κρίσις,
το χάρισμα οπόχω ‘γώ δεν θέλω να το κρύψω,
ζώντα μου θέλω κανενός να του τ’ αποκαλύψω.
Δεν θέλω να τ’ αφήσω ‘γώ το τάλαντον χωσμένον,
μα θέλω κανενός πτωχού να το ‘ χω δανεισμένον,
μήπως και κολαστώ εγώ εις τον καιρόν εκείνο,
γιατί δεν έν’ αμάρτημα μεγάλο εξ αυτείνο.
Ήξευρε το λοιπον αθές, χάρισμα έχω μέγα
οπίσω εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μού λέγα
Και όποιος μόνον το ιδεί το χάρισμα που λέγω
όλοι του οι αντίδικοι φεύγουσι -σου ομνέγω! [ορκίζομαι]-,
Ο λύκος τον κυρ γάδαρον έκραξε και μιλά του
κι εκείνος τον εγροίκησε πώς στέκει και γελά του
και μουρμουρίζει, λέγει του με τα γλυκά τα λόγια
αλλά κεινού του φαίνονταν καθάρια μοιρολόγια:
«Αφέντη γάδαρε, τίποτες μη φοβάσαι,
να σ’ αβιζάρω τίποτες ήρθα γυρεύοντά σε
Εχθές εβάλαμε βουλή με την συντέκνισσά μου,
τότες όντα την έκραξα κι ήλθε εδώ κοντά μου,
τα κρίματα να λύσομε οπόχεις καμωμένα
και να τα συχωρέσομε, να’ ναι συμπαθημένα.
Παρακαλώ σε, δείξε μου εκείνο που κατέχεις,
το χάρισμα το ακριβό οπού στον πόδαν έχεις»
Εκείνος τ’ αποκρίθηκε και έπαψε να κλαίγει:
«Μετά χαράς, αφέντη μου, ό,τι ορίσεις», λέγει•
«Να μην περάσ’ η σήμερον κι εγώ να σου το δείξω,
αλήθεια, τίποτες κι εγώ θέλω να σου ζητήξω:
αυτήν την χάριν σαν ιδείς, ευθύς να μ’ ευλογήσεις
κι εις την ζωήν σου κανενός να μην τ’ ομολογήσεις»
«Να σ’ ευλογήσω, γάδαρε, και να σε συχωρέσω
και να ‘ μαι πάντα σκλάβος σου εις πράμα που μπορέσω»
Στον νουν τους είχαν, το λοιπόν, να λάβουσι την χάριν
κι εις αυτεινού τον σφόντυλα να δέσουσι λιθάρι
Και τότες εις την θάλασσαν συζώντανον να ρίξουν
και να τον κωλοσύρουσι, ώστε να τονε πνίξουν,
να τονε βγάλουν εις την γην, τότες εισμιό να πέψουν
να ‘ρθουσιν όλα τα θεριά να τονε μακελλέψουν,
να κόψουσι τα πόδια του, να τονε ξελαιμίσουν,
να τονε σκίσουν στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν,
να τονε κάμουσι ψητόν και τότε να καθίσουν,
να φαν, να πιούσι, να χαρούν, ώστε που να μεθύσουν.
Εκείνοι ελέγασιν αυτά κι αυτός εποίκεν άλλα
κι έκαμε πράματα πολλά, καμώματα μεγάλα
Τέτοια τον εκατάστησε σαν ήθελεν ατός του,
λέγει του λύκου ν’ ανεβεί στην πρύμη μοναχός του
και έτσι τον ορδίνιασε[έδινε οδηγίες], γονατιστός να στέκει
τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει•
Να λέγει, να παρακαλεί:
«Γάδαρε, σου πιστεύω,
και δώσ’ κι εμένα χάρισμα σ’ εκείνο το γυρεύω»
Και με πολλήν ευλάβειαν να λέει τα πατερμά του,
να πάγει και η αλουπού να στέκεται κοντά του,
όταν στον λύκον κατεβεί η βουλομένη χάρη
εκεί κι αυτείνη να βρεθεί, δαμάκι [λιγάκι] για να πάρει.
Τότες ο γάδαρος ευθύς τσιληπουρδά και κρου τον
και όχι μόνον μία φορά, μα δεύτερον και τρίτον
Και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τονε πνίξει θέλει,
κακά και κακώς έχοντας ωσάν αυτός δεν θέλει.
Και σαν είδε η κυρ’ αλουπού τον γάδαρον πώς κάνει
από τον φόβον τον πολύν αρχίνησε να κλάνει.
Και τότες ο κυρ γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει
και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει,
συχνά πηδά, τσιληπουρδά και την ουράν σηκώνει,
πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και εξωματσουκώνει.
Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει
και με το μπουσδουγάνι του καμπόσες να της δώσει.
Αυτή σαν είδε κι έγινεν ο γάδαρος φρενίτης,
στο πέλαγος εγκρέμνισε κι έπεσε μοναχή της.
Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα
κι απέ τον φόβον πού λαβε εφώναζε μεγάλα.
Εκάθισαν ν’ αναπαυτούν, καμπόσο ν’ ανασάνουν,
γαδάρου τα καμώματα εκεί τ’ αναθυμάνουν.
Ο λύκος την κυρ’ αλουπού ερώτα την να μάθει
και λε του πώς ετρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη :
«Όλα του τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω
και δεν θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω.
Εκ την κοιλιά του έβγαλεν ωσάν απελατίκι [Βυζαντινό όπλο των Ακριτών ή των Απελατών. Ήταν από μέταλλο και το άκρο του είχε μεταλλική σφαίρα, λεία ή με καρφιά. Κεφαλοθραύστης.]
μακρύ, χοντρό και κόκκινο κι ήτον δίχως μανίκι.
Λέγει μου• «Έλα γλίγορα! Τι στέκεις και παντέχεις;
Για να σου κάμω τη δουλειάν εκείνη που κατέχεις!
Και τρόμαξα σαν τ’ άκουσα, κι έχεσα το βρακί μου,
και γκρέμισα στο πέλαγος, μόνο για να γλυτώσω
εκ την περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσον».
«Πες μου, κυρά συντέκνισσα, Γάδαρος όντα πήδα,
τ’ απελατίκιν οπού λες, εγώ ποσώς δεν είδα».
«Κυρ σύντεκνέ μου, κάτεχε κι εκ την κοιλιάν του βγήκε,
και σείσθη και λυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε.
Θαρρώ, ότι η κοιλία του να ‘ναι αρματοθήκη,
κι εις ό,τι πόλεμον εμπή, να ‘χη αυτός τη νίκη.
Μπουμπάρδες [σφαίρες κανονιού] να ‘χη μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα,
να ‘χη και βόλια αρίθμητα, δισσάκια κρεμασμένα.
Η τύχη μας εβόηθησε, να μη μας θανατώση,
και πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώση».
Ρωτά τον και η Αλουπού• «Σύντεκνε, πώς υπάγεις;
Και πώς εταπεινώθηκες; Και πώς εκατατάγης;
Λέγει την «Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνης
κι από την σήμερον ποσώς καλό μη παντεχαίνης.
Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς αδόντια είμαι,
το ‘να μου μάτι έχασα και τ’ άλλο μου πονεί με.
Ωσάν ετζιλιμπούρδησεν εξάφνου κι έμπωσέ με,
και μέσα εις το κούτελον η κοπανιά έσωσέ με,
εφάνη μου, ο ουρανός εχάλασε κι ο κόσμος,
και άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος.
Κι όνταν αυτός με κτύπησε την κοπανιάν εκείνη,
επρήσθη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη.
Κι αστράψασι τα μάτια μου και τάραξ’ ο μυαλός μου
και τρόμαξαν τα σωθικά και χάθη ο λογισμός μου.
Ο νους μου εσκοτίσθηκε, δεν είναι μετά μένα,
κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε κανένα.
Εγώ, κυρά Συντέκνισσα, σ’ εσέν εθάρρουν [νόμιζα] πάντα,
να ξεύρης όλες τες δουλειές κι όλα τα κοντραμπάντα.
Και θάρρουν να ‘χης φρόνεσιν, μυαλόν εις το κεφάλι
και εκ τα καμώματα αυτά κανέν να μη σου σφάλλη.
Γιατί καυχάσουν κι έλεγες, πως ήσουνε μαντεύτρα
και του κυρ Λέοντα Σοφού ήσουνε μαθητεύτρα.
Δε μου ‘λεγες, πως ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα
και φραντζιασμένη και λωβή και μια κακή μαυλίστρα,
οπού με εξεμαύλισες κι επήρες με μετά σου
και να χαθώ εκόντεψα εκ τα καμώματα σου.
Πάντοτε συ μου έλεγες, πως έχεις τόση γνώση,
και τώρα ο κυρ Γάδαρος εμάς να ταπεινώση!
Δεν έχω εγώ την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν,
αμ’ έχει αυτός, που γέλασεν εμάς τα δυο θηρία».
ΠΗΓΗ
Πίσω από τα τρία ζώα-πρόσωπα του έργου, κρύβονται:
Η εξουσία (ο λύκος)
Ο κλήρος (η πονηρή αλεπού)
Ο λαός (ο υπομονετικός γάιδαρος)
Οι δύο πρώτοι σε αγαστή συνεργασία θέλουν να εξοντώσουν τον τρίτο και εκείνος ως έσχατο μέσο άμυνας αξιοποιεί ό,τι μεγάλο του έδωσε η φύση, …τον τεράστιο φαλλό του.
Τους ανασκολοπίζει και τους τρέπει σε άτακτη φυγή!
Άρχοντες, να γροικήσετε, αν θέλετε, δαμάκι[λιγάκι],
ο Λύκος με την Αλουπού πώς ήπιαν το φαρμάκι.
Πώς ήτονε η αφορμή, πώς εκαταπιαστήκαν,
και τι νοβέλλα [κάζο] πάθασι και πώς εντροπιαστήκαν.
Σα φαίνεται, ο Γάδαρος ο καταφρονεμένος,
πάντοτε κακορίζικος και παραπονεμένος,
σ’ αφέντην έλαχε κακόν, λωβόν και ψωριασμένον,
φτωχόν και κακομάζαλον, πολλά δυστυχισμένον.
Ποτέ του δεν εχόρτασε, ποτέ δεν αναπαύτη,
νύχτα και μέρα δέρνεται στον κήπο για να σκάφτη.
Πάσα πουρνόν εφόρτωνε το Γάδαρον εκείνον
κι εις το παζάρι επήγαινε κι αυτείνος μετά κείνον.
Λάχανα τον εφόρτωνε, κρεμμύδια και μαρούλια,
ραπάνια, αντίδια, κάρδαμα, πράσα, κοκκινογούλια.
Άχερο δεν του βρίσκετο, κριθάρι δεν ποτάσσει,
να δώση του Γαδάρου του, να φάη, να χορτάση.
Τα λάχανα καθάριζε και του ρίχνε τα φύλλα,
κι όντεν εσκόλα το βραδύ εφόρτωνέν τον ξύλα.
Κι από τον κόπον τον πολύν, την δούλεψην την τόση,
κι εκ τες ξυλιές οπού παιρνεν, ώστε να ξεφορτώση,
αδύνεψεν ο Γάδαρος και πλέα δεν εμπόρει
κι από την ψώραν την πολλήν σαμάρι δεν εφόρει.
Χειμώνα δεν εδύνετον ουδέ και καλοκαίρι
ουδέ για ξύλα να υπά[υπάγει] ουδέ νερό να φέρη.
Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, τάχα λυπήθηκε τον
και πιάνει και .......
....ξεστρώνει τον, έδυσε κι άφησέ τον
να πα να περιβοσκηθή, κάμποσο ν’ ανασάνει
να φα κλαδί από δεντρό κι από τη γης βοτάνι,
να πέση και να κυλιστή, το στόμα του ν’ αφρίση,
να φα και χόρτον λιβαδιού, να πιη κι από τη βρύση.
[Το λιβάδι βρίσκεται δίπλα στο δάσος. Εκεί κάνουν τη βόλτα τους η αλεπού και ο λύκος, ψάχνοντας για κυνήγι. Ξαφνικά αντιλαμβάνονται τον γάιδαρο. Τον πλησιάζουν, και με δόλο προσπαθούν να τον παρασύρουν μέχρι το σπίτι τους, για να τον ξεκοκκαλίσουν με την ησυχία τους. Ο γάιδαρος βέβαια αντιλαμβάνεται τις προθέσεις τους, αλλά τι να κάνει;
Τον παίρνουν λοιπόν και μπαίνουν σε μια βάρκα
«όχι για να ψαρέψουν, μα πέρα στην Ανατολή διά να ταξιδέψουν».
Βάζουν κλήρο για τα καθήκοντα που θα αναλάβει καθένας τους πάνω στη βάρκα. Ναύκληρος γίνεται ο λύκος, τιμονιέρης η αλεπού και κωπηλάτης φυσικά ο γάιδαρος. Στο δρόμο η αλεπού σκαρφίζεται ένα σχέδιο πώς να τον σκοτώσουν. Λέει πως είδε στο όνειρο της, ότι το βράδυ θα τους πιάσει τρικυμία και θα πνιγούν. Καλό είναι λοιπόν να εξομολογηθούν τα κρίματά τους και να συγχωρέσει ο ένας τον άλλο.
Πρώτος αρχίζει την εξομολόγηση ο λύκος. Λέει για τα γίδια, τους χοίρους και τα βόδια που έκλεψε και τα οποία καταβρόχθισε μόνος του, χωρίς να δώσει σε κανέναν άλλο, και πόσο μετανιωμένος είναι τώρα γι αυτό. Η αλεπού τον συγχωρεί.
Μιλάει έπειτα κι αυτή για τα δικά της κρίματα, τις κότες που έκλεψε. Μετάνιωσε όμως για όλα αυτά, και γι’ αυτό ντύθηκε το ράσο. Τη συγχωρεί με τη σειρά του και ο λύκος.
Ο γάιδαρος όμως τι να πει, που δεν κάτεχε να έχει κανένα κρίμα καμωμένο, και μόνο το ξύλο που έτρωγε από το αφεντικό του θυμόταν. Ο λύκος και η αλεπού εξοργίζονται, γιατί τάχα τους λέει ψέματα.
Και τους λέει:]
«Αφέντες μου, τι έχετε με μένα;
Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα.
Μόνον το μαρουλόφυλλον οπώ χω φαγωμένον,
και πούρι δεν το έκλεψα, μα το χω δουλεμένον».
«Αφορεσμένε Γάδαρε και τρισκαταραμένε,
αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
να φας το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξύδι!
Και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;
Αλλ’ όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχης,
ο νόμος κατά πώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις.
Στο έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον,
να ‘ναι κομμέν’ η χέρα του, το μάτι σου βγαλμένον.
Και πάλιν στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου
λέγει να σε φουρκίσωμεν εγώ κι ο σύντεκνός μου».
Όμως εδώκασιν βουλή να τον σκοτώσουν τούτον
κι εκείνος λέγει μέσα του: «Εδέ κακή ώρα που ‘τον!»
Παράμερα τον έκραξε τον λύκον και του λέγει
κι από την παραπόνεση αρχίνησε να κλαίγει:
«Αφέντη λύκε, να σου πω δυο λόγια να γροικήσεις,
επεί μου ‘ γγίζει θάνατος, σαν έγινε η κρίσις,
το χάρισμα οπόχω ‘γώ δεν θέλω να το κρύψω,
ζώντα μου θέλω κανενός να του τ’ αποκαλύψω.
Δεν θέλω να τ’ αφήσω ‘γώ το τάλαντον χωσμένον,
μα θέλω κανενός πτωχού να το ‘ χω δανεισμένον,
μήπως και κολαστώ εγώ εις τον καιρόν εκείνο,
γιατί δεν έν’ αμάρτημα μεγάλο εξ αυτείνο.
Ήξευρε το λοιπον αθές, χάρισμα έχω μέγα
οπίσω εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μού λέγα
Και όποιος μόνον το ιδεί το χάρισμα που λέγω
όλοι του οι αντίδικοι φεύγουσι -σου ομνέγω! [ορκίζομαι]-,
Ο λύκος τον κυρ γάδαρον έκραξε και μιλά του
κι εκείνος τον εγροίκησε πώς στέκει και γελά του
και μουρμουρίζει, λέγει του με τα γλυκά τα λόγια
αλλά κεινού του φαίνονταν καθάρια μοιρολόγια:
«Αφέντη γάδαρε, τίποτες μη φοβάσαι,
να σ’ αβιζάρω τίποτες ήρθα γυρεύοντά σε
Εχθές εβάλαμε βουλή με την συντέκνισσά μου,
τότες όντα την έκραξα κι ήλθε εδώ κοντά μου,
τα κρίματα να λύσομε οπόχεις καμωμένα
και να τα συχωρέσομε, να’ ναι συμπαθημένα.
Παρακαλώ σε, δείξε μου εκείνο που κατέχεις,
το χάρισμα το ακριβό οπού στον πόδαν έχεις»
Εκείνος τ’ αποκρίθηκε και έπαψε να κλαίγει:
«Μετά χαράς, αφέντη μου, ό,τι ορίσεις», λέγει•
«Να μην περάσ’ η σήμερον κι εγώ να σου το δείξω,
αλήθεια, τίποτες κι εγώ θέλω να σου ζητήξω:
αυτήν την χάριν σαν ιδείς, ευθύς να μ’ ευλογήσεις
κι εις την ζωήν σου κανενός να μην τ’ ομολογήσεις»
«Να σ’ ευλογήσω, γάδαρε, και να σε συχωρέσω
και να ‘ μαι πάντα σκλάβος σου εις πράμα που μπορέσω»
Στον νουν τους είχαν, το λοιπόν, να λάβουσι την χάριν
κι εις αυτεινού τον σφόντυλα να δέσουσι λιθάρι
Και τότες εις την θάλασσαν συζώντανον να ρίξουν
και να τον κωλοσύρουσι, ώστε να τονε πνίξουν,
να τονε βγάλουν εις την γην, τότες εισμιό να πέψουν
να ‘ρθουσιν όλα τα θεριά να τονε μακελλέψουν,
να κόψουσι τα πόδια του, να τονε ξελαιμίσουν,
να τονε σκίσουν στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν,
να τονε κάμουσι ψητόν και τότε να καθίσουν,
να φαν, να πιούσι, να χαρούν, ώστε που να μεθύσουν.
Εκείνοι ελέγασιν αυτά κι αυτός εποίκεν άλλα
κι έκαμε πράματα πολλά, καμώματα μεγάλα
Τέτοια τον εκατάστησε σαν ήθελεν ατός του,
λέγει του λύκου ν’ ανεβεί στην πρύμη μοναχός του
και έτσι τον ορδίνιασε[έδινε οδηγίες], γονατιστός να στέκει
τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει•
Να λέγει, να παρακαλεί:
«Γάδαρε, σου πιστεύω,
και δώσ’ κι εμένα χάρισμα σ’ εκείνο το γυρεύω»
Και με πολλήν ευλάβειαν να λέει τα πατερμά του,
να πάγει και η αλουπού να στέκεται κοντά του,
όταν στον λύκον κατεβεί η βουλομένη χάρη
εκεί κι αυτείνη να βρεθεί, δαμάκι [λιγάκι] για να πάρει.
Τότες ο γάδαρος ευθύς τσιληπουρδά και κρου τον
και όχι μόνον μία φορά, μα δεύτερον και τρίτον
Και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τονε πνίξει θέλει,
κακά και κακώς έχοντας ωσάν αυτός δεν θέλει.
Και σαν είδε η κυρ’ αλουπού τον γάδαρον πώς κάνει
από τον φόβον τον πολύν αρχίνησε να κλάνει.
Και τότες ο κυρ γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει
και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει,
συχνά πηδά, τσιληπουρδά και την ουράν σηκώνει,
πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και εξωματσουκώνει.
Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει
και με το μπουσδουγάνι του καμπόσες να της δώσει.
Αυτή σαν είδε κι έγινεν ο γάδαρος φρενίτης,
στο πέλαγος εγκρέμνισε κι έπεσε μοναχή της.
Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα
κι απέ τον φόβον πού λαβε εφώναζε μεγάλα.
Εκάθισαν ν’ αναπαυτούν, καμπόσο ν’ ανασάνουν,
γαδάρου τα καμώματα εκεί τ’ αναθυμάνουν.
Ο λύκος την κυρ’ αλουπού ερώτα την να μάθει
και λε του πώς ετρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη :
«Όλα του τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω
και δεν θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω.
Εκ την κοιλιά του έβγαλεν ωσάν απελατίκι [Βυζαντινό όπλο των Ακριτών ή των Απελατών. Ήταν από μέταλλο και το άκρο του είχε μεταλλική σφαίρα, λεία ή με καρφιά. Κεφαλοθραύστης.]
μακρύ, χοντρό και κόκκινο κι ήτον δίχως μανίκι.
Λέγει μου• «Έλα γλίγορα! Τι στέκεις και παντέχεις;
Για να σου κάμω τη δουλειάν εκείνη που κατέχεις!
Και τρόμαξα σαν τ’ άκουσα, κι έχεσα το βρακί μου,
και γκρέμισα στο πέλαγος, μόνο για να γλυτώσω
εκ την περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσον».
«Πες μου, κυρά συντέκνισσα, Γάδαρος όντα πήδα,
τ’ απελατίκιν οπού λες, εγώ ποσώς δεν είδα».
«Κυρ σύντεκνέ μου, κάτεχε κι εκ την κοιλιάν του βγήκε,
και σείσθη και λυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε.
Θαρρώ, ότι η κοιλία του να ‘ναι αρματοθήκη,
κι εις ό,τι πόλεμον εμπή, να ‘χη αυτός τη νίκη.
Μπουμπάρδες [σφαίρες κανονιού] να ‘χη μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα,
να ‘χη και βόλια αρίθμητα, δισσάκια κρεμασμένα.
Η τύχη μας εβόηθησε, να μη μας θανατώση,
και πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώση».
Ρωτά τον και η Αλουπού• «Σύντεκνε, πώς υπάγεις;
Και πώς εταπεινώθηκες; Και πώς εκατατάγης;
Λέγει την «Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνης
κι από την σήμερον ποσώς καλό μη παντεχαίνης.
Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς αδόντια είμαι,
το ‘να μου μάτι έχασα και τ’ άλλο μου πονεί με.
Ωσάν ετζιλιμπούρδησεν εξάφνου κι έμπωσέ με,
και μέσα εις το κούτελον η κοπανιά έσωσέ με,
εφάνη μου, ο ουρανός εχάλασε κι ο κόσμος,
και άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος.
Κι όνταν αυτός με κτύπησε την κοπανιάν εκείνη,
επρήσθη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη.
Κι αστράψασι τα μάτια μου και τάραξ’ ο μυαλός μου
και τρόμαξαν τα σωθικά και χάθη ο λογισμός μου.
Ο νους μου εσκοτίσθηκε, δεν είναι μετά μένα,
κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε κανένα.
Εγώ, κυρά Συντέκνισσα, σ’ εσέν εθάρρουν [νόμιζα] πάντα,
να ξεύρης όλες τες δουλειές κι όλα τα κοντραμπάντα.
Και θάρρουν να ‘χης φρόνεσιν, μυαλόν εις το κεφάλι
και εκ τα καμώματα αυτά κανέν να μη σου σφάλλη.
Γιατί καυχάσουν κι έλεγες, πως ήσουνε μαντεύτρα
και του κυρ Λέοντα Σοφού ήσουνε μαθητεύτρα.
Δε μου ‘λεγες, πως ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα
και φραντζιασμένη και λωβή και μια κακή μαυλίστρα,
οπού με εξεμαύλισες κι επήρες με μετά σου
και να χαθώ εκόντεψα εκ τα καμώματα σου.
Πάντοτε συ μου έλεγες, πως έχεις τόση γνώση,
και τώρα ο κυρ Γάδαρος εμάς να ταπεινώση!
Δεν έχω εγώ την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν,
αμ’ έχει αυτός, που γέλασεν εμάς τα δυο θηρία».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.