Ευχαριστώ την Εφη Θ. που μου το έστειλε.
Στην Κρητική παράδοση υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος που γεννήθηκε άνδρας και ξετέλεψε γυναίκα, ο Ανδρόνικος. Άνδρας βαρύς σκληροτράχηλος μα καλός ήταν ο Ανδρόνικος βοσκός το επάγγελμα, γύριζε ολημερίς κι ολονυχτίς στα ζώα του το μισό χρόνο και τον άλλο μισό στο χωριό, κι όποτε είχε κακοκαιρία ήταν κοντά στα ζώα του, στα σπήλια στις λατσίδες, ούτε κρύο καταλάβαινε ούτε χιόνια.
Μια χρονιά τον μήνα Μάρτη είχε γυρίσει από την στάνη του, αφήνοντας τα ζώα στο μαντρί κι αφού τακτοποίησε όλα τα σύνεργα του τυροκομιού, κατέβηκε στο χωριό να περάσει την πρώτη νύχτα της επιστροφής του. Ξύπνησε πολύ νωρίς, αξημέρωτα, κοίταξε τον ουρανό, τα σύννεφα βαριά κάλυπταν τον θόλο και μέχρι να τσιμπήσει μια μπουκιά, τα σταμνιά του ουρανού ξεχείλυσαν κι έβρεχε με το τουλούμι.
Δεν φοβήθηκε ο Ανδρόνικος, φοβόταν μόνο τον Μάρτη γιατί έτσι γδάρτης όπως ήταν μπορούσε να κάνει πλημμύρα.....
... και να πνίξει τα πρόβατά του και, αφού φόρεσε γρήγορα το καπώτο του έβαλε και μια βούργια στον ώμο και με την βοήθεια της κατσούνας του, από πρίνο, σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στην βροχή να πάει να δει τα πρόβατά του. Όμως η μέρα δεν ήταν σαν τις κακές του Μάρτη, μέχρι να βγεί από το χωριό η μπόρα είχε περάσει τα σύννεφα είχαν αραιώσει.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό τον μήνα Μάρτη άλλωστε πεντάγνωμος μήνας είναι, κι ένα λαμπερό ουράνιο τόξο είχε κιόλας φανερωθεί μια πολύχρωμη καμάρα… καλό σημάδι… έλεγαν και λένε …”αν τηνε δεις την ταχινή πήγαινε στην δουλειά σου κι αν τηνε δεις το δειλινό τρύπωνε στην φωλιά σου”.
-Ανάθεμά σε Μάρτη όλο ψευτιές μου κοπανίζεις… είπε ο Ανδρόνικος βαδίζοντας γρηγορότερα γιατί έπρεπε να φτάσει στην μάντρα μια ώρα αρχύτερα….. ανάθεμά σε ψεύτη Μάρτη….
Αφού έφτασε στην μάντρα άρμεξε τα πρόβατα τυροκόμισε, και κατά το δειλινό κι αφού τέλειωσε όλες τις δουλειές αποφάσισε να κατέβει πάλι στο χωριό. Βιαζόταν, δεν ένοιωθε καλά…σαν να ζαλιζόταν, σαν να έβλεπε τον κόσμο ν’ αλλάζει γύρω του, το πουκάμισο δεν τον χωρούσε ένοιωθε να τον σφίγγει.
Ήταν ήδη βράδυ όταν έφτασε στο χωριό, φορούσε το καπώτο του, κρατούσε την κατσούνα του και μπήκε στο πρώτο καφενείο να πιεί μια ρακή να ξαποστάσει.
Αφού κάθισε στην καρέκλα έβαλε το πόδι πάνω στ’ άλλο, χτύπησε την κατσούνα του κάτω στο πάτωμα…
-Βάλε μια ρακή, καφετζή!, πρόσταξε
Κα τι ήταν να το πεί !
Η φωνή του είχε αλλάξει δεν την αναγνώριζε, και πιο πολύ ούτε κι άλλοι την αναγνώρισαν. Τον κοίταζαν με ορθάνοιχτα γουρλωμένα μάτια, μερικοί σταυροκοπιόντουσαν κι άλλοι πήγαν για να τον δούν καλύτερα από κοντά.
Έμοιαζε με τον Ανδρόνικο κείνη η μορφή, αλλά τυλιγμένος στο καπώτο του ήταν σαν φάντασμα.
Βοσκός φαινόταν μα άνδρας δεν ήταν κι ας φορούσε ανδρίστικο μαντήλι στο κεφάλι κι ας κρατούσε την κατσούνα την βοσκίτικη. Ούτε μουστάκια ούτε γένια είχε, η φωνή του λεπτή, τα δάκτυλα και τα χέρια του λεπτά και, κάτω από το μαύρο κεφαλομάντηλο φαινόταν το πρόσωπο μιας γυναίκας.
Άντρας είσαι μωρέ ή γυναίκα ρώτησε ένας γέρος. Ταράκτηκε ο Ανδρόνικος
–Δε με γνωρίζεις μπάρμπα…. Ο Ανδρόνικος είμαι…
Δεν τον γνώριζαν πλέον, μέσα σε μια μέρα είχε γίνει γυναίκα μουστάκια γένεια σαν να μάδησαν, τα βυζιά του κι οι γοφοί του είχαν μεγαλώσει κι η φωνή του είχε λεπτύνει, είχε γίνει η Ανδρονίκη, ο βοσκός έγινε βόσκισσα και συνέχισε να πηγαίνει στην μάντρα και να πολαλεί τα πρόβατά του, σωστή ανδρογυναίκα.
Και για όλα τούτα το ουράνιο τόξο έφταιγε, η κεραζώζα όπως την λένε στα χωριά μας που, όπως λένε την αγιοκαμάρα κιανείς δεν την φτάνει γιατί τρέχει πιο γρήγορα από τον άνθρωπο κι όποιος βρεθεί από κάτω δεν γλυτώνει αν είναι αρσενικός γίνεται θηλυκός και το ανάποδο.
queers.gr
Στην Κρητική παράδοση υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος που γεννήθηκε άνδρας και ξετέλεψε γυναίκα, ο Ανδρόνικος. Άνδρας βαρύς σκληροτράχηλος μα καλός ήταν ο Ανδρόνικος βοσκός το επάγγελμα, γύριζε ολημερίς κι ολονυχτίς στα ζώα του το μισό χρόνο και τον άλλο μισό στο χωριό, κι όποτε είχε κακοκαιρία ήταν κοντά στα ζώα του, στα σπήλια στις λατσίδες, ούτε κρύο καταλάβαινε ούτε χιόνια.
Μια χρονιά τον μήνα Μάρτη είχε γυρίσει από την στάνη του, αφήνοντας τα ζώα στο μαντρί κι αφού τακτοποίησε όλα τα σύνεργα του τυροκομιού, κατέβηκε στο χωριό να περάσει την πρώτη νύχτα της επιστροφής του. Ξύπνησε πολύ νωρίς, αξημέρωτα, κοίταξε τον ουρανό, τα σύννεφα βαριά κάλυπταν τον θόλο και μέχρι να τσιμπήσει μια μπουκιά, τα σταμνιά του ουρανού ξεχείλυσαν κι έβρεχε με το τουλούμι.
Δεν φοβήθηκε ο Ανδρόνικος, φοβόταν μόνο τον Μάρτη γιατί έτσι γδάρτης όπως ήταν μπορούσε να κάνει πλημμύρα.....
... και να πνίξει τα πρόβατά του και, αφού φόρεσε γρήγορα το καπώτο του έβαλε και μια βούργια στον ώμο και με την βοήθεια της κατσούνας του, από πρίνο, σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στην βροχή να πάει να δει τα πρόβατά του. Όμως η μέρα δεν ήταν σαν τις κακές του Μάρτη, μέχρι να βγεί από το χωριό η μπόρα είχε περάσει τα σύννεφα είχαν αραιώσει.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό τον μήνα Μάρτη άλλωστε πεντάγνωμος μήνας είναι, κι ένα λαμπερό ουράνιο τόξο είχε κιόλας φανερωθεί μια πολύχρωμη καμάρα… καλό σημάδι… έλεγαν και λένε …”αν τηνε δεις την ταχινή πήγαινε στην δουλειά σου κι αν τηνε δεις το δειλινό τρύπωνε στην φωλιά σου”.
-Ανάθεμά σε Μάρτη όλο ψευτιές μου κοπανίζεις… είπε ο Ανδρόνικος βαδίζοντας γρηγορότερα γιατί έπρεπε να φτάσει στην μάντρα μια ώρα αρχύτερα….. ανάθεμά σε ψεύτη Μάρτη….
Αφού έφτασε στην μάντρα άρμεξε τα πρόβατα τυροκόμισε, και κατά το δειλινό κι αφού τέλειωσε όλες τις δουλειές αποφάσισε να κατέβει πάλι στο χωριό. Βιαζόταν, δεν ένοιωθε καλά…σαν να ζαλιζόταν, σαν να έβλεπε τον κόσμο ν’ αλλάζει γύρω του, το πουκάμισο δεν τον χωρούσε ένοιωθε να τον σφίγγει.
Ήταν ήδη βράδυ όταν έφτασε στο χωριό, φορούσε το καπώτο του, κρατούσε την κατσούνα του και μπήκε στο πρώτο καφενείο να πιεί μια ρακή να ξαποστάσει.
Αφού κάθισε στην καρέκλα έβαλε το πόδι πάνω στ’ άλλο, χτύπησε την κατσούνα του κάτω στο πάτωμα…
-Βάλε μια ρακή, καφετζή!, πρόσταξε
Κα τι ήταν να το πεί !
Η φωνή του είχε αλλάξει δεν την αναγνώριζε, και πιο πολύ ούτε κι άλλοι την αναγνώρισαν. Τον κοίταζαν με ορθάνοιχτα γουρλωμένα μάτια, μερικοί σταυροκοπιόντουσαν κι άλλοι πήγαν για να τον δούν καλύτερα από κοντά.
Έμοιαζε με τον Ανδρόνικο κείνη η μορφή, αλλά τυλιγμένος στο καπώτο του ήταν σαν φάντασμα.
Βοσκός φαινόταν μα άνδρας δεν ήταν κι ας φορούσε ανδρίστικο μαντήλι στο κεφάλι κι ας κρατούσε την κατσούνα την βοσκίτικη. Ούτε μουστάκια ούτε γένια είχε, η φωνή του λεπτή, τα δάκτυλα και τα χέρια του λεπτά και, κάτω από το μαύρο κεφαλομάντηλο φαινόταν το πρόσωπο μιας γυναίκας.
Άντρας είσαι μωρέ ή γυναίκα ρώτησε ένας γέρος. Ταράκτηκε ο Ανδρόνικος
–Δε με γνωρίζεις μπάρμπα…. Ο Ανδρόνικος είμαι…
Δεν τον γνώριζαν πλέον, μέσα σε μια μέρα είχε γίνει γυναίκα μουστάκια γένεια σαν να μάδησαν, τα βυζιά του κι οι γοφοί του είχαν μεγαλώσει κι η φωνή του είχε λεπτύνει, είχε γίνει η Ανδρονίκη, ο βοσκός έγινε βόσκισσα και συνέχισε να πηγαίνει στην μάντρα και να πολαλεί τα πρόβατά του, σωστή ανδρογυναίκα.
Και για όλα τούτα το ουράνιο τόξο έφταιγε, η κεραζώζα όπως την λένε στα χωριά μας που, όπως λένε την αγιοκαμάρα κιανείς δεν την φτάνει γιατί τρέχει πιο γρήγορα από τον άνθρωπο κι όποιος βρεθεί από κάτω δεν γλυτώνει αν είναι αρσενικός γίνεται θηλυκός και το ανάποδο.
queers.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.