Γράφει ο Βασίλης Φραντζολάς
Καθώς βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της συλλογής των καρπών, πρέπει να γίνει αναφορά σε μια πολύ συνηθισμένη –ειδικά σε κάποιες περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου- πρακτική, το κλάδεμα με ταυτόχρονη συγκομιδή. Η μέθοδος συνίσταται σε «κλάδεμα» μεγάλων κλαδιών του δένδρου με αλυσοπρίονα και στη συνέχεια η συλλογή των καρπών στο έδαφος από τα κομμένα κλαδιά με την χρήση μηχανημάτων η χτυπώντας τα κλαδιά δυνατά στη γη. Ο λόγος που γίνεται αυτός ο συνδυασμός κλαδέματος είναι προφανής: οι παραγωγοί θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό εξοικονομούν χρήματα, περιορίζοντας το κόστος της εργασίας συλλογής , σίγουρα πάντως για την τρέχουσα χρονιά.
Γιατί όμως είναι μιά λανθασμένη τακτική, θα εξηγηθεί αμέσως παρακάτω, εδώ αναφέρουμε τα σημεία περιληπτικά:
Δεν επιτρέπει την λήψη των σωστών αποφάσεων για το κλάδεμα αφού στόχος είναι να μαζευτούν όσο το ....
...δυνατόν περισσότεροι καρποί.
Μειώνει αισθητά την παραγωγή.
Εντείνει την παρενιαυτοφορία
Προκαλεί επιμόλυνση του καρπού από τα καυσαέρια των αλυσοπρίονων που περιέχουν ορυκτέλαια και τα ανιχνεύουμε τελικά στο ελαιόλαδο.
GUCCI 2
Το πρώτο είναι προφανές. Με τα κλαδιά φορτωμένα καρπό και με το μυαλό μας στο να κατεβάσουμε μεγάλο όγκο καρπών, είναι δύσκολο να σκεφτούμε σωστά για το πώς θα κλαδευτεί το δέντρο.
Γιατί όμως μειώνεται η παραγωγή καρπών ; Το ελαιόδενδρο προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην βλαστική του ανάπτυξη και την αναπαραγωγή του, δηλαδή την καρποφορία. Όταν κλαδεύουμε ένα ελαιόδεντρο που έχει καρποφορήσει, το αναγκάζουμε να δώσει όλες του τις διατροφικές δυνάμεις για την βλαστική του ανάπτυξη, με σκοπό να ανακτήσει τους χαμένους βλαστούς του, οπότε η δημιουργία καρπών αναβάλλεται για αργότερα…
Ισως εδώ, πρέπει να θυμηθούμε τα χαρακτηριστικά του αναπαραγωγικού κύκλου της ελιάς.
Οι κύριες και καθοριστικές φάσεις δημιουργίας και ανάπτυξης των ανθοφόρων οφθαλμών είναι δύο: η επαγωγή πού γίνεται μέσα στο καλοκαίρι (Ιούλιος) και η διαφοροποίηση πού γίνεται αρχή της άνοιξης. Η επαγωγή (Ιούλιος), είναι καθοριστική για την καρποφορία του επομένου έτους και επηρεάζεται από το μέγεθος του φορτίου καρπών που υπάρχει πάνω στο δέντρο. Αν υπάρχει μεγάλο φορτίο καρπού, επάγονται, προγραμματίζονται για το επόμενο έτος, λίγοι ανθοφόροι οφθαλμοί ενώ αν το φορτίο των καρπών είναι μικρό, επάγονται πολύ περισσότεροι. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, μια χρονιά υψηλής καρποφορίας να την διαδεχθεί μια χρονιά χαμηλής καρποφορίας. Βέβαια ο βαθμός της παρενιαυτοφορίας θα εξαρτηθεί κατά πολύ από την διατροφική κατάσταση του δέντρου.
Έτσι λοιπόν, κλαδεύοντας πολύ αυστηρά με αφαίρεση μεγάλων κλάδων για να μαζευτούν ευκολότερα περισσότεροι καρποί, οδηγούμε το δέντρο να δώσει ακόμη μικρότερη ή καθόλου καρποφορία, αφού το αναγκάζουμε να παράγει βλαστούς και φύλλα για να αναπληρώσει την χαμένη κόμη του. Επίσης, προκαλούμε την εμφάνιση «λαίμαργων» βλαστών που θα περάσουν αρκετά χρόνια (2-4) για να καρποφορήσουν. .
Ενα επίσης σημαντικό λάθος που γίνεται στο κλάδεμα είναι ότι την χρονιά μεγάλης καρποφορίας κλαδεύουμε έντονα ενώ πρέπει να κάνουμε το αντίθετο. Ας το εξηγήσουμε. Οταν είμαστε σε μιά χρονιά μεγάλης καρποφορίας και μαζέψουμε π.χ. τον Νοέμβριο 2016, αν το κλάδεμα του Μαρτίου 2017 π.χ. είναι έντονο, θα προκαλέσει μεγάλη βλαστικότητα την ανοιξη – καλοκάιρι 2017 η οποία θα ανταγωνιστεί την καρποφορία με αποτέλεσμα την μείωση της τον Οκτώβριο 2017. Αυτό θα έχει συμβεί γιατί θα έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερα θρεπτικά αστοχεία για την βλαστικότητα που προκλήθηκε από το έντονο κλάδεμα τα οποία ήταν προγραμματισμένα να πάνε στην καρποφορία !
Από πολυετείς μελέτες που έχουν γίνει στην Ιταλία, έχει φανεί ότι η παραγωγή των ελαιοδέντρων μετρούμενη ανά χρόνο, επί σειρά ετών, μειώνεται όταν γίνεται ετήσιο μέσο προς αυστηρό κλάδεμα. Το πιο αποδοτικό κλάδεμα είναι όταν γίνεται κάθε δύο με τρία χρόνια, με μια μέση ένταση, ίσως με απομάκρυνση του 20% – 30% του φυλλώματος. Η ένταση του κλαδέματος εξαρτάται και από τον βαθμό υγρασίας του εδάφους της περιοχής και βεβαίως από το αν ο ελαιώνας είναι αρδευόμενος η όχι. Στους αρδευόμενους, το πιο αυστηρό κλάδεμα θα επιφέρει εντονότερη βλαστικότητα η οποία θα οδηγήσει σε μειωμένη καρποφορία την επόμενη χρονιά σε σύγκριση με ένα λιγότερο αυστηρό κλάδεμα. Για την αντιμετώπιση δε της παρενιαυτοφορίας και την σταθεροποίηση της συνολικής παραγωγής, καλό είναι να κλαδεύονται τα δένδρα εναλλάξ, δηλαδή πχ το 1/3 την μία χρονιά, το 1/3 την επόμενη και το τελευταίο 1/3 την τρίτη χρονιά, οπότε και θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος κλαδέματος.
Λόγω της χρήσης αλυσοπρίονων, έχουν βρεθεί σε ελαιόλαδα εξαγωγής ίχνη ορυκτελαίων και υδρογονανθράκων, με αποτέλεσμα να μην γίνονται δεκτές οι παρτίδες αυτές. Τα ορυκτέλαια και οι υδρογονάνθρακες προέρχονται από τα καυσαέρια των βενζινοκίνητων αλυσοπρίονων.
Για τους παραπάνω λοιπόν λόγους, η πρακτική του «κλαδεύω και μαζεύω» θα πρέπει να σταματήσει να εφαρμόζεται καθόσον είναι αντιπαραγωγική, αντικαθιστάμενη με κλαδέματα μέσης έντασης ανά διετία η τριετία, με αφαίρεση του 20% η 30% των φυλλωμάτων.
Καθώς βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της συλλογής των καρπών, πρέπει να γίνει αναφορά σε μια πολύ συνηθισμένη –ειδικά σε κάποιες περιοχές της δυτικής Πελοποννήσου- πρακτική, το κλάδεμα με ταυτόχρονη συγκομιδή. Η μέθοδος συνίσταται σε «κλάδεμα» μεγάλων κλαδιών του δένδρου με αλυσοπρίονα και στη συνέχεια η συλλογή των καρπών στο έδαφος από τα κομμένα κλαδιά με την χρήση μηχανημάτων η χτυπώντας τα κλαδιά δυνατά στη γη. Ο λόγος που γίνεται αυτός ο συνδυασμός κλαδέματος είναι προφανής: οι παραγωγοί θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό εξοικονομούν χρήματα, περιορίζοντας το κόστος της εργασίας συλλογής , σίγουρα πάντως για την τρέχουσα χρονιά.
Γιατί όμως είναι μιά λανθασμένη τακτική, θα εξηγηθεί αμέσως παρακάτω, εδώ αναφέρουμε τα σημεία περιληπτικά:
Δεν επιτρέπει την λήψη των σωστών αποφάσεων για το κλάδεμα αφού στόχος είναι να μαζευτούν όσο το ....
...δυνατόν περισσότεροι καρποί.
Μειώνει αισθητά την παραγωγή.
Εντείνει την παρενιαυτοφορία
Προκαλεί επιμόλυνση του καρπού από τα καυσαέρια των αλυσοπρίονων που περιέχουν ορυκτέλαια και τα ανιχνεύουμε τελικά στο ελαιόλαδο.
GUCCI 2
Το πρώτο είναι προφανές. Με τα κλαδιά φορτωμένα καρπό και με το μυαλό μας στο να κατεβάσουμε μεγάλο όγκο καρπών, είναι δύσκολο να σκεφτούμε σωστά για το πώς θα κλαδευτεί το δέντρο.
Γιατί όμως μειώνεται η παραγωγή καρπών ; Το ελαιόδενδρο προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην βλαστική του ανάπτυξη και την αναπαραγωγή του, δηλαδή την καρποφορία. Όταν κλαδεύουμε ένα ελαιόδεντρο που έχει καρποφορήσει, το αναγκάζουμε να δώσει όλες του τις διατροφικές δυνάμεις για την βλαστική του ανάπτυξη, με σκοπό να ανακτήσει τους χαμένους βλαστούς του, οπότε η δημιουργία καρπών αναβάλλεται για αργότερα…
Ισως εδώ, πρέπει να θυμηθούμε τα χαρακτηριστικά του αναπαραγωγικού κύκλου της ελιάς.
Οι κύριες και καθοριστικές φάσεις δημιουργίας και ανάπτυξης των ανθοφόρων οφθαλμών είναι δύο: η επαγωγή πού γίνεται μέσα στο καλοκαίρι (Ιούλιος) και η διαφοροποίηση πού γίνεται αρχή της άνοιξης. Η επαγωγή (Ιούλιος), είναι καθοριστική για την καρποφορία του επομένου έτους και επηρεάζεται από το μέγεθος του φορτίου καρπών που υπάρχει πάνω στο δέντρο. Αν υπάρχει μεγάλο φορτίο καρπού, επάγονται, προγραμματίζονται για το επόμενο έτος, λίγοι ανθοφόροι οφθαλμοί ενώ αν το φορτίο των καρπών είναι μικρό, επάγονται πολύ περισσότεροι. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, μια χρονιά υψηλής καρποφορίας να την διαδεχθεί μια χρονιά χαμηλής καρποφορίας. Βέβαια ο βαθμός της παρενιαυτοφορίας θα εξαρτηθεί κατά πολύ από την διατροφική κατάσταση του δέντρου.
Έτσι λοιπόν, κλαδεύοντας πολύ αυστηρά με αφαίρεση μεγάλων κλάδων για να μαζευτούν ευκολότερα περισσότεροι καρποί, οδηγούμε το δέντρο να δώσει ακόμη μικρότερη ή καθόλου καρποφορία, αφού το αναγκάζουμε να παράγει βλαστούς και φύλλα για να αναπληρώσει την χαμένη κόμη του. Επίσης, προκαλούμε την εμφάνιση «λαίμαργων» βλαστών που θα περάσουν αρκετά χρόνια (2-4) για να καρποφορήσουν. .
Ενα επίσης σημαντικό λάθος που γίνεται στο κλάδεμα είναι ότι την χρονιά μεγάλης καρποφορίας κλαδεύουμε έντονα ενώ πρέπει να κάνουμε το αντίθετο. Ας το εξηγήσουμε. Οταν είμαστε σε μιά χρονιά μεγάλης καρποφορίας και μαζέψουμε π.χ. τον Νοέμβριο 2016, αν το κλάδεμα του Μαρτίου 2017 π.χ. είναι έντονο, θα προκαλέσει μεγάλη βλαστικότητα την ανοιξη – καλοκάιρι 2017 η οποία θα ανταγωνιστεί την καρποφορία με αποτέλεσμα την μείωση της τον Οκτώβριο 2017. Αυτό θα έχει συμβεί γιατί θα έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερα θρεπτικά αστοχεία για την βλαστικότητα που προκλήθηκε από το έντονο κλάδεμα τα οποία ήταν προγραμματισμένα να πάνε στην καρποφορία !
Από πολυετείς μελέτες που έχουν γίνει στην Ιταλία, έχει φανεί ότι η παραγωγή των ελαιοδέντρων μετρούμενη ανά χρόνο, επί σειρά ετών, μειώνεται όταν γίνεται ετήσιο μέσο προς αυστηρό κλάδεμα. Το πιο αποδοτικό κλάδεμα είναι όταν γίνεται κάθε δύο με τρία χρόνια, με μια μέση ένταση, ίσως με απομάκρυνση του 20% – 30% του φυλλώματος. Η ένταση του κλαδέματος εξαρτάται και από τον βαθμό υγρασίας του εδάφους της περιοχής και βεβαίως από το αν ο ελαιώνας είναι αρδευόμενος η όχι. Στους αρδευόμενους, το πιο αυστηρό κλάδεμα θα επιφέρει εντονότερη βλαστικότητα η οποία θα οδηγήσει σε μειωμένη καρποφορία την επόμενη χρονιά σε σύγκριση με ένα λιγότερο αυστηρό κλάδεμα. Για την αντιμετώπιση δε της παρενιαυτοφορίας και την σταθεροποίηση της συνολικής παραγωγής, καλό είναι να κλαδεύονται τα δένδρα εναλλάξ, δηλαδή πχ το 1/3 την μία χρονιά, το 1/3 την επόμενη και το τελευταίο 1/3 την τρίτη χρονιά, οπότε και θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος κλαδέματος.
Λόγω της χρήσης αλυσοπρίονων, έχουν βρεθεί σε ελαιόλαδα εξαγωγής ίχνη ορυκτελαίων και υδρογονανθράκων, με αποτέλεσμα να μην γίνονται δεκτές οι παρτίδες αυτές. Τα ορυκτέλαια και οι υδρογονάνθρακες προέρχονται από τα καυσαέρια των βενζινοκίνητων αλυσοπρίονων.
Για τους παραπάνω λοιπόν λόγους, η πρακτική του «κλαδεύω και μαζεύω» θα πρέπει να σταματήσει να εφαρμόζεται καθόσον είναι αντιπαραγωγική, αντικαθιστάμενη με κλαδέματα μέσης έντασης ανά διετία η τριετία, με αφαίρεση του 20% η 30% των φυλλωμάτων.
Το κλαδεμα πιστευω οτι πρεπει να γινεται καθε χρονο
ΑπάντησηΔιαγραφήαπο λιγο εως 20%
ετσι δεν παθαινει σοκ το φυτο.