Με τη σημείωση: Καθένας ας βάλει τις δικές του αντιστοιχίες..
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη*
Θυμούμαι να με κρατά στην ποδιά της και να μου λέει αυτοσχέδια τραγούδια, ταχταρίσματα, αστεία και σοβαρά.
Ήταν πολυάσχολη, καθώς φρόντιζε με αφοσίωση, πολυμελή οικογένεια με τέσσερις άντρες μέσα.
Μόνο το απόγευμα έβγαζε την ποδιά από τη μέση της για να φορέσει μια άλλη, που είχε το πλεκτό της με το βελονάκι και να κάτσει στο παράθυρο να κάνει εργόχειρο για λίγο.
Το φαγητό της μοσχοβολούσε πάντα, καθώς, συνέχεια ήταν από πάνω του και το παρακολουθούσε. Ιεροτελεστίες οι χυλοπίτες, τα τσουρέκια, το ψωμί, τα γλυκά του κουταλιού, η ντοματάδα και οι ελιές που έφτιαχνε στα βάζα. Βάζοντας μπροστά της μια μεγάλη πήλινη λεκάνη για να ζυμώσει, έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι και άρχιζε με το: «στο όνομα του Θεού»
Εύρισκε το χρόνο να συμμετέχει στο παιχνίδι μου, γιατί δεν είχα μικρά αδέρφια για να παίζω μαζί τους. Γινόταν η κουμπάρα μου, ο μπακάλης, ο γιατρός που πήγαινα την κούκλα μου.
Δεν ήξερε γράμματα πολλά είχε φτάσει μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού.
Συλλαβιστά σχεδόν διάβαζε. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να ακούει πάντα αυτούς που ήξεραν περισσότερα. Το διάβασμα τη συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Μου άρεσε ο τρόπος που συναστρεφόταν με τους ανθρώπους, φίλους συγγενείς, σπουδαίους και άσημους, με όλους έβρισκε τον τρόπο να επικοινωνήσει. Είχε μια παρρησία. Φαινόταν να την εκτιμούν και κείνοι. Μου άρεσε να ακούω τις κουβέντες που έκανε με τις φιλενάδες και τις κουμπάρες της.
Άνθρωποι που βοηθούσαν στις δουλειές μας είχαν ξεχωριστή θέση γι΄αυτή. Εύρισκε τον τρόπο να βοηθά μυστικά πάντα, εάν κάπου υπήρχε ανάγκη, δίνοντας εύκολα το ντενεκέ το λάδι τότε, ή το σαπούνι, ή έστω κάτι άλλο ελάχιστο.
Ήταν μεγάλη στην ηλικία, γιατί είχα γεννηθεί όψιμο παιδί, και πάντα είχα το φόβο των γηρατιών της. Δεν ήταν πολύ κοκκέτα, σοβαρά σκούρα πάντα τα ρούχα της, λιτά.
Ξυπνούσε το πρωί, πλενόταν, χτενιζότα, έκανε το σταυρό της και έλεγε «Δόξα σοι ο θεός». Άναβε το καντήλι της και θύμιαζε τα Σαββατόβραδα.
Αγαπούσε την περιουσία μας και δούλευε και μάζευε και ελιές.
Αγαπούσε και γνώριζε τη φύση τα χόρτα και τα λουλούδια και μου έμαθε πολλά γι’ αυτά ,καθώς με έπαιρνε μαζί της συχνά. Πάντα είχε μικρό κήπο και το μικρό ζωικό της βασίλειο.
Κάποιες φορές σε σκανδαλιές μου γινόταν αυστηρή. Τη φοβόμουν όταν θύμωνε, έριχνε και καμιά ξυλιά και οδηγούσε και στην απομόνωση για λίγο.
«Θα διαβάζεις και θα σπουδάσεις. Τα γράμματα είναι ωραίο πράμα» έλεγε. Και συνέχιζε. «να πάρεις ένα χαρτί και να βγάζεις δικά σου χρήματα να μην απλώνεις συνέχεια το χέρι σου στον άντρα να του λες δώσε μου».
«Στο νου σου νάχεις πάντα να φτιάξεις οικογένεια και αυτόν που θα πάρεις εσύ να τον διαλέξεις και να αγαπηθείτε».
Μου έμαθε να κεντώ, να ράβω και να πλέκω και όλες τις δουλειές του νοικοκυριού. Δεν παρενέβαινε στη ζωή μου. Η πρωτοβουλία ήταν πάντα δική μου. Δε μου στέρησε ποτέ τίποτα, αλλά μου έβαζε όρια.
Όταν πήγαινα να παίξω με τις φίλες μου αφού μου έδινε την άδεια, μου έδειχνε το ρολόι του τοίχου και ανάλογα που έδειχνε η ώρα, σε δύο ώρες το πολύ προσδιόριζε την επιστροφή.
Όταν μεγάλωσα και έφευγα για σπουδές μου έδινε «την ευχή της και της Παναγίας» και συμπλήρωνε «ξιάσου δε σου παραγγέλνω εσύ ξέρεις πιο είναι το σωστό. Ώρες κουβεντιάζαμε τα βράδια όταν γύριζα πίσω. Για όλους και για όλα και ποτέ δεν έλειπε το χιούμορ.
Θυμάμαι την έννοια και τη φροντίδα της να μου φτιάχνει προικιά και άλλα να παραγγέλλει σε συμπαθείς κεντήστρες και ανυφάντρες, πάντα πληρωμένες από το χαρτζιλίκι που είχε μαζέψει και που ήταν, σαν συνωμοτικά φυλαγμένο στο συρτάρι, ανάμεσα στα διπλωμένα καθαρά ρούχα.
Με βοήθησε στην ανατροφή των παιδιών μου, παρά τη μεγάλη της ηλικία: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί» έλεγε και έπαιρνε δύναμη και εγώ ένιωθα ασφαλής γιατί τα άφηνα σε σίγουρα χέρια.
Όταν είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση πέρα από τον σωματικό πόνο και την ανημποριά πιο μεγάλος ήταν ο καημός, ότι κουράζει τα παιδιά της.
Λόγια και εικόνες από τη μάνα. Έρχονται κάθε μέρα στο νου και όχι μόνο τη δεύτερη Κυριακή του κάθε Μάη.
*φιλόλογος
ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΛΑ
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη*
Θυμούμαι να με κρατά στην ποδιά της και να μου λέει αυτοσχέδια τραγούδια, ταχταρίσματα, αστεία και σοβαρά.
Ήταν πολυάσχολη, καθώς φρόντιζε με αφοσίωση, πολυμελή οικογένεια με τέσσερις άντρες μέσα.
Μόνο το απόγευμα έβγαζε την ποδιά από τη μέση της για να φορέσει μια άλλη, που είχε το πλεκτό της με το βελονάκι και να κάτσει στο παράθυρο να κάνει εργόχειρο για λίγο.
Το φαγητό της μοσχοβολούσε πάντα, καθώς, συνέχεια ήταν από πάνω του και το παρακολουθούσε. Ιεροτελεστίες οι χυλοπίτες, τα τσουρέκια, το ψωμί, τα γλυκά του κουταλιού, η ντοματάδα και οι ελιές που έφτιαχνε στα βάζα. Βάζοντας μπροστά της μια μεγάλη πήλινη λεκάνη για να ζυμώσει, έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι και άρχιζε με το: «στο όνομα του Θεού»
Εύρισκε το χρόνο να συμμετέχει στο παιχνίδι μου, γιατί δεν είχα μικρά αδέρφια για να παίζω μαζί τους. Γινόταν η κουμπάρα μου, ο μπακάλης, ο γιατρός που πήγαινα την κούκλα μου.
Δεν ήξερε γράμματα πολλά είχε φτάσει μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού.
Συλλαβιστά σχεδόν διάβαζε. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να ακούει πάντα αυτούς που ήξεραν περισσότερα. Το διάβασμα τη συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Μου άρεσε ο τρόπος που συναστρεφόταν με τους ανθρώπους, φίλους συγγενείς, σπουδαίους και άσημους, με όλους έβρισκε τον τρόπο να επικοινωνήσει. Είχε μια παρρησία. Φαινόταν να την εκτιμούν και κείνοι. Μου άρεσε να ακούω τις κουβέντες που έκανε με τις φιλενάδες και τις κουμπάρες της.
Άνθρωποι που βοηθούσαν στις δουλειές μας είχαν ξεχωριστή θέση γι΄αυτή. Εύρισκε τον τρόπο να βοηθά μυστικά πάντα, εάν κάπου υπήρχε ανάγκη, δίνοντας εύκολα το ντενεκέ το λάδι τότε, ή το σαπούνι, ή έστω κάτι άλλο ελάχιστο.
Ήταν μεγάλη στην ηλικία, γιατί είχα γεννηθεί όψιμο παιδί, και πάντα είχα το φόβο των γηρατιών της. Δεν ήταν πολύ κοκκέτα, σοβαρά σκούρα πάντα τα ρούχα της, λιτά.
Ξυπνούσε το πρωί, πλενόταν, χτενιζότα, έκανε το σταυρό της και έλεγε «Δόξα σοι ο θεός». Άναβε το καντήλι της και θύμιαζε τα Σαββατόβραδα.
Αγαπούσε την περιουσία μας και δούλευε και μάζευε και ελιές.
Αγαπούσε και γνώριζε τη φύση τα χόρτα και τα λουλούδια και μου έμαθε πολλά γι’ αυτά ,καθώς με έπαιρνε μαζί της συχνά. Πάντα είχε μικρό κήπο και το μικρό ζωικό της βασίλειο.
Κάποιες φορές σε σκανδαλιές μου γινόταν αυστηρή. Τη φοβόμουν όταν θύμωνε, έριχνε και καμιά ξυλιά και οδηγούσε και στην απομόνωση για λίγο.
«Θα διαβάζεις και θα σπουδάσεις. Τα γράμματα είναι ωραίο πράμα» έλεγε. Και συνέχιζε. «να πάρεις ένα χαρτί και να βγάζεις δικά σου χρήματα να μην απλώνεις συνέχεια το χέρι σου στον άντρα να του λες δώσε μου».
«Στο νου σου νάχεις πάντα να φτιάξεις οικογένεια και αυτόν που θα πάρεις εσύ να τον διαλέξεις και να αγαπηθείτε».
Μου έμαθε να κεντώ, να ράβω και να πλέκω και όλες τις δουλειές του νοικοκυριού. Δεν παρενέβαινε στη ζωή μου. Η πρωτοβουλία ήταν πάντα δική μου. Δε μου στέρησε ποτέ τίποτα, αλλά μου έβαζε όρια.
Όταν πήγαινα να παίξω με τις φίλες μου αφού μου έδινε την άδεια, μου έδειχνε το ρολόι του τοίχου και ανάλογα που έδειχνε η ώρα, σε δύο ώρες το πολύ προσδιόριζε την επιστροφή.
Όταν μεγάλωσα και έφευγα για σπουδές μου έδινε «την ευχή της και της Παναγίας» και συμπλήρωνε «ξιάσου δε σου παραγγέλνω εσύ ξέρεις πιο είναι το σωστό. Ώρες κουβεντιάζαμε τα βράδια όταν γύριζα πίσω. Για όλους και για όλα και ποτέ δεν έλειπε το χιούμορ.
Θυμάμαι την έννοια και τη φροντίδα της να μου φτιάχνει προικιά και άλλα να παραγγέλλει σε συμπαθείς κεντήστρες και ανυφάντρες, πάντα πληρωμένες από το χαρτζιλίκι που είχε μαζέψει και που ήταν, σαν συνωμοτικά φυλαγμένο στο συρτάρι, ανάμεσα στα διπλωμένα καθαρά ρούχα.
Με βοήθησε στην ανατροφή των παιδιών μου, παρά τη μεγάλη της ηλικία: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί» έλεγε και έπαιρνε δύναμη και εγώ ένιωθα ασφαλής γιατί τα άφηνα σε σίγουρα χέρια.
Όταν είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση πέρα από τον σωματικό πόνο και την ανημποριά πιο μεγάλος ήταν ο καημός, ότι κουράζει τα παιδιά της.
Λόγια και εικόνες από τη μάνα. Έρχονται κάθε μέρα στο νου και όχι μόνο τη δεύτερη Κυριακή του κάθε Μάη.
*φιλόλογος
ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.