Του Νίκο Κοντοσόπουλου
Η Κρητική διάλεκτος είχε όλα τα προσόντα για να εξελιχθεί σε Κοινή Νεοελληνική (λεξιλογικό πλούτο, συνθετική και παραγωγική ικανότητα, εκφραστικότητα), όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, για δύο περίπου αιώνες, τα λογοτεχνικά της έργα ήταν σχεδόν τα μοναδικά πανελλήνια λαϊκά αναγνώσματα. Η ιστορική ωστόσο συγκυρία δεν στάθηκε ευνοϊκή. Ετσι παρέμεινε διάλεκτος, αλλά πάντως η μακροβιότερη στον ελλαδικό χώρο και η σημαντικότερη λόγω της αρχαϊζουσας συντηρητικής μορφής της, για όσους μελετούν την ιστορία της γλώσσας μας.
Εξω από τα όρια της Κρήτης, η διάλεκτος μιλιέται ακόμη στο χωριό Χαμιδιέ της Συρίας, καθώς και από τους μουσουλμάνους κρητικούς που εγκαταστάθηκαν το 1923 στα παράλια κυρίως της Μικράς Ασίας.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ευφωνία της διαλέκτου, που οφείλεται αφενός στον νότιο φωνηεντισμό (τα φωνήντα μένουν απαθή) και αφετέρου στην αποφυγή δυσπρόφερτων συμφωνικών συμπλεγμάτων (αθός = ανθός, άθρωπος = άνθρωπος). Ανεπιτυχείς είναι οι προσπάθειες μη κρητικών να μιμηθούν τον μουσικότατο επιτονισμό της διαλέκτου.
Ο λεξιλογικός πλούτος είναι μεγάλος. Πολλές κρητικές λέξεις δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική ή απαντούν σε άλλες σημασίες: κουζουλός (παλαβός), ζάλο (βήμα), πράμα (τίποτε), πυρόβολος (αναπτήρας). Πάμπολλοι είναι και οι αρχαϊσμοί: αμπώθω (αρχ. απωθώ), ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι), χοχλιός (αρχ. κοχλίας), καθώς και τα βυζαντινά κατάλοιπα: σπολλάτη (εις πολλά έτη). Υπάρχουν φυσικά και δάνεια κυρίως από τα ιταλικά (φιλιότσος, στιβάνι) και τα τουρκικά (ντελικανής, μπεγίρι = άλογο
Η Ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κρήτη ...
....μετά την κάθοδο των Αχαιών (περίπου μετά το 1450 π.Χ.). Ποια γλώσσα μιλούσαν κατά την μινωική εποχή δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αφού δεν έχουν διαβαστεί ακόμη τα σωζόμενα γραπτά μνημεία. Ο Όμηρος μας πληροφορεί (στο τ της Οδύσσειας) πως στην Κρήτη κατοικούσαν Ετεοκρήτες, Πελασγοί και Κύδωνες, Αχαιοί και Δωριείς. Ετεοκρήτες ονομάζονταν οι γηγενείς κάτοικοι του Νησιού, οι Μινωίτες, οι οποίοι μετά την κάθοδο των Δωριέων κατέφυγαν και περιορίστηκαν στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Στην αρχαία πόλη Πραισό που βρισκόταν στην περιοχή της Σητείας έχουν βρεθεί επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε μια γλώσσα που οι ειδικοί ονομάζουν ετεοκρητική και πιθανόν να είναι ένα προελληνικό κρητικό ιδίωμα. Από τότε λοιπόν αφού έμεναν στο νησί πέντε διαφορετικά φύλα, τα ελληνικά της Κρήτης θα είχαν διάφορους ιδιωματισμούς ποικίλης προέλευσης. Εξ άλλου ο Όμηρος χαρακτηρίζει τη γλώσσα που μιλιέται στο νησί «μεμιγμένη».
Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ αυτήν είναι γραμμένη η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής.
Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..
Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία. Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.
Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής.
Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ αυτές είναι και η κρητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό
π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ αλός άχνην»
Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πέζη επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).
Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πέζα να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι.
Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ΄ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.
Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.
Ήπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού ‘βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».
Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.
«Πως ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένη
να `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»
«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφη
τέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι ανεθρέφει».
«Λουλούδι σ’ είχα στη γ-καρδιά και γίνηκες αγκάθι
κι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».
Ανεστορούμαι και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ’ ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος. Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του). Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά ‘φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα). Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). «Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι».
Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα». Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε. Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Που να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική. Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο’ εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης.
«Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσι
μα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε.
Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροι
κι απορημένοι στέκουνται πουργοί και πετροκόποι»
Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.). Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή. Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας
Η Κρητική διάλεκτος είχε όλα τα προσόντα για να εξελιχθεί σε Κοινή Νεοελληνική (λεξιλογικό πλούτο, συνθετική και παραγωγική ικανότητα, εκφραστικότητα), όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, για δύο περίπου αιώνες, τα λογοτεχνικά της έργα ήταν σχεδόν τα μοναδικά πανελλήνια λαϊκά αναγνώσματα. Η ιστορική ωστόσο συγκυρία δεν στάθηκε ευνοϊκή. Ετσι παρέμεινε διάλεκτος, αλλά πάντως η μακροβιότερη στον ελλαδικό χώρο και η σημαντικότερη λόγω της αρχαϊζουσας συντηρητικής μορφής της, για όσους μελετούν την ιστορία της γλώσσας μας.
Εξω από τα όρια της Κρήτης, η διάλεκτος μιλιέται ακόμη στο χωριό Χαμιδιέ της Συρίας, καθώς και από τους μουσουλμάνους κρητικούς που εγκαταστάθηκαν το 1923 στα παράλια κυρίως της Μικράς Ασίας.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ευφωνία της διαλέκτου, που οφείλεται αφενός στον νότιο φωνηεντισμό (τα φωνήντα μένουν απαθή) και αφετέρου στην αποφυγή δυσπρόφερτων συμφωνικών συμπλεγμάτων (αθός = ανθός, άθρωπος = άνθρωπος). Ανεπιτυχείς είναι οι προσπάθειες μη κρητικών να μιμηθούν τον μουσικότατο επιτονισμό της διαλέκτου.
Ο λεξιλογικός πλούτος είναι μεγάλος. Πολλές κρητικές λέξεις δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική ή απαντούν σε άλλες σημασίες: κουζουλός (παλαβός), ζάλο (βήμα), πράμα (τίποτε), πυρόβολος (αναπτήρας). Πάμπολλοι είναι και οι αρχαϊσμοί: αμπώθω (αρχ. απωθώ), ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι), χοχλιός (αρχ. κοχλίας), καθώς και τα βυζαντινά κατάλοιπα: σπολλάτη (εις πολλά έτη). Υπάρχουν φυσικά και δάνεια κυρίως από τα ιταλικά (φιλιότσος, στιβάνι) και τα τουρκικά (ντελικανής, μπεγίρι = άλογο
Η Ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κρήτη ...
....μετά την κάθοδο των Αχαιών (περίπου μετά το 1450 π.Χ.). Ποια γλώσσα μιλούσαν κατά την μινωική εποχή δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αφού δεν έχουν διαβαστεί ακόμη τα σωζόμενα γραπτά μνημεία. Ο Όμηρος μας πληροφορεί (στο τ της Οδύσσειας) πως στην Κρήτη κατοικούσαν Ετεοκρήτες, Πελασγοί και Κύδωνες, Αχαιοί και Δωριείς. Ετεοκρήτες ονομάζονταν οι γηγενείς κάτοικοι του Νησιού, οι Μινωίτες, οι οποίοι μετά την κάθοδο των Δωριέων κατέφυγαν και περιορίστηκαν στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Στην αρχαία πόλη Πραισό που βρισκόταν στην περιοχή της Σητείας έχουν βρεθεί επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε μια γλώσσα που οι ειδικοί ονομάζουν ετεοκρητική και πιθανόν να είναι ένα προελληνικό κρητικό ιδίωμα. Από τότε λοιπόν αφού έμεναν στο νησί πέντε διαφορετικά φύλα, τα ελληνικά της Κρήτης θα είχαν διάφορους ιδιωματισμούς ποικίλης προέλευσης. Εξ άλλου ο Όμηρος χαρακτηρίζει τη γλώσσα που μιλιέται στο νησί «μεμιγμένη».
Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ αυτήν είναι γραμμένη η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής.
Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..
Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία. Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.
Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής.
Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ αυτές είναι και η κρητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό
π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ αλός άχνην»
Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πέζη επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).
Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πέζα να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι.
Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ΄ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.
Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.
Ήπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού ‘βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».
Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.
«Πως ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένη
να `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»
«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφη
τέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι ανεθρέφει».
«Λουλούδι σ’ είχα στη γ-καρδιά και γίνηκες αγκάθι
κι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».
Ανεστορούμαι και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ’ ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος. Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του). Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά ‘φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα). Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). «Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι».
Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα». Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε. Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Που να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική. Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο’ εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης.
«Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσι
μα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε.
Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροι
κι απορημένοι στέκουνται πουργοί και πετροκόποι»
Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.). Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή. Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.