Συνέβη στα Χανιά στα χρόνια του Βενιζέλου
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
Διάβασα πρόσφατα το εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου Γιάννη Δ. Τσίβη “Χανιά 1252 – 1940”, το οποίο επανέκδωσε μέσα στο 2014 ο δραστήριος κ. Χρήστος Μαχαιρίδης των εκδόσεων “ΕΡΕΙΣΜΑ”. Το βιβλίο είναι στο σύνολό του
ενδιαφέρον. Σήμερα όμως θέλω να σταθώ στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα στα Χανιά κατά την περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898 – 1913), και δανείζομαι από το βιβλίο.
Τα χρόνια αυτά οι Κρητικοί φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα κατέβαιναν στην Κρήτη και μετέφεραν τον πνευματικό παλμό της ελεύθερης Ελλάδας. Εκεί, μεταξύ των άλλων, είχε ανάψει για τα καλά η αντιπαράθεση μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων. Οι νέοι των Χανίων, από παράδοση με ζωηρά πνευματικά ενδιαφέροντα, ήταν στοιχισμένοι στην προσπάθεια για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και είχαν την υποστήριξη των Κ. Μάνου και Ελ. Βενιζέλου. Oχι απλά την υποστήριξη, αλλά και την προστασία αυτών των δύο ισχυρών ανδρών, γιατί -όσο κι αν φαίνεται περίεργο ....
..σήμερα- τότε χρειαζόταν πολύ θάρρος για να μιλήσεις υπέρ της δημοτικής γλώσσας.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1909, προοδευτικοί νέοι της πόλης, ίδρυσαν στα Χανιά τον φιλολογικό σύλλογο για την εθνική γλώσσα με την επωνυμία “Ο Σολωμός”. Το όνομα αυτό δόθηκε τόσο για την κρητική καταγωγή του Σολωμού, όσο και επειδή είναι από τους πρώτους που έγραψε στη δημοτική.
Οι σκοποί του συλλόγου προβάλλονται βέβαια στα άρθρα του καταστατικού, αλλά γίνονται σαφείς και από τα τρία αποφθέγματα που προτάσσονται των άρθρων: του Σολωμού, του Λούθηρου και του Πλάτωνα. Αναφέρω αυτό του Λούθηρου: «Ρώτα τη μάνα στο σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους, τον απλοϊκό άνθρωπο στο παζάρι. Κοίταξέ τους στο στόμα πώς μιλούν κι έτσι γράφε». Ο σύλλογος ήταν ανοιχτός στους νέους όλης της Κρήτης. Γι’ αυτό βλέπουμε, και στη διοίκηση του συλλόγου μάλιστα, ονόματα όπως του Νίκου Καζαντζάκη, του Γιάννη Κονδυλάκη, του Μανώλη Τσουδερού κ.ά. Λέει εμφατικά ο συγγραφέας Γιάννης Τσίβης για τα μέλη του συλλόγου: «Οι υπόλοιποι, αν και δεν έφθασαν στα ύψη του Καζαντζάκη και του Τσουδερού, διακρίθηκαν πάντως ως λαμπροί επιστήμονες, στρατιωτικοί, μεγαλέμποροι, πετυχημένοι επαγγελματίες και όλοι τους θερμουργοί πατριώτες και υποδειγματικοί οικογενειάρχες. Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν βγήκε σκάρτος». Το ξεκαθαρίζει αυτό γιατί οι καθαρευουσιάνοι, που είχαν αρχηγούς και καθοδηγητές κάποιους καθηγητές του Γυμνασίου, δασκάλους και διάφορους χρεωκοπημένους πολιτικούς, μη έχοντας άλλα επιχειρήματα, μεταχειρίστηκαν τη συκοφαντία και τη λασπολογία. Διέδωσαν πως οι οπαδοί της δημοτικής είναι πληρωμένα όργανα των Φράγκων και των Τούρκων για να καταστρέψουν την ελληνική γλώσσα αλλά και ολόκληρο τον ελληνισμό, ότι είναι άθεοι, προδότες και εχθροί της πατρίδας. Δηλαδή… τα γνωστά! Να σημειωθεί εδώ ότι όταν ο Βενιζέλος και ο Μάνος πληροφορήθηκαν πως Χανιώτες νέοι ετοιμάζονταν να ιδρύσουν σύλλογο για να υποστηρίξουν τη δημοτική γλώσσα, υπέδειξαν στους πρωτοστατούντες να κάμουν μέλη του συλλόγου άτομα αδιαφιλονίκητου πατριωτισμού, αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων και του Μακεδονικού Αγώνα. Βέβαια οι καπετάνιοι και αγωνιστές αυτοί, δεν είχαν καμιά σχέση με τα γράμματα, όμως ο Βενιζέλος είχε διαβλέψει το τι θα επακολουθούσε και ευτυχώς, γιατί αποδείχτηκε σωτήριο. Παρ’ όλα αυτά όμως οι καθαρευουσιάνοι απτόητοι συνέχιζαν: οι παπάδες αναθεμάτιζαν, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι φανάτιζαν τον κόσμο λέγοντας ότι οι δημοτικιστές θα τουρκέψουν την Κρήτη, οι μικροπολιτικοί βρήκαν ευκαιρία να εμφανιστούν ως πατριώτες και εθνοσωτήρες.
Αυτό όμως που είναι το πιο εντυπωσιακό είναι η στάση του απλού λαού. Που πάντα άδολος και ευκολόπιστος έπαιξε -και με φανατισμό μάλιστα- το παιχνίδι των καθαρευουσιάνων. Έγινε κυριολεκτικά όργανό τους. Ποιοι; Αυτοί που δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν ούτε λέξη από την καθαρεύουσα! Οι αρχηγοί και οι καθοδηγητές των καθαρευουσιάνων έβαλαν πρώτους στο χορό τους στιβανάδες της οδού Σκρίδλωφ. Αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για τη διαπόμπευση και τον ηθικό αφανισμό των δημοτικιστών, εφαρμόζοντας την ίδια πρακτική που μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εφάρμοζαν σε άτομα με αντεθνική δράση. Όταν περνούσε από την οδό Σκρίδλωφ μέλος του συλλόγου, οι στιβανάδες με χτυπήματα των σφυριών στα καλαπόδια και τους πάγκους, με σφυρίγματα και γιουχαΐσματα και τελικά με κατάβρεγμα διαπόμπευαν τον άτυχο δημοτικιστή. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας γρήγορα έβαλαν στο παιχνίδι και άλλους επαγγελματίες· τους αμαξάδες, τους τερεζήδες, τους παπλωματάδες και τους εμπόρους της οδού Ποτιέ, που ήταν τότε η κεντρική αγορά της πόλης. Δεν περιορίστηκαν όμως οι αμύντορες της καθαρεύουσας μόνο στα λόγια. Σύντομα άρχισαν και χειροδικίες. Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και δεν ήθελε πολύ για να χυθεί αίμα, αφού όπως είπαμε παραπάνω το σύλλογο υπερασπιζόταν καπετάνιοι και οπλαρχηγοί που είχαν μπει σ’ αυτόν με προτροπή του Βενιζέλου. Βλέποντας αυτά ο Βενιζέλος ζήτησε από το Διοικητικό Συμβούλιο να συνέλθει και να πάρει απόφαση για τη διάλυση του συλλόγου, πράγμα που έγινε στις 16 Μαΐου 1909, δηλαδή ούτε τρείς μήνες από την ίδρυσή του.
Διαβάζοντας το βιβλίο, που είναι γραμμένο σε ζωντανή και συναρπαστική γλώσσα, δύο πράγματα μ’ έκαναν να σταθώ σ’ αυτό το κεφάλαιο. Το πρώτο είναι το ότι οι απλοί άνθρωποι, τόσοι πολλοί απλοί άνθρωποι, δέχτηκαν να κάμουν δική τους υπόθεση κάτι που δεν ήταν, την καθαρεύουσα. Όχι μόνο δεν ήταν δική τους υπόθεση, αλλά αντίθετα ήταν κόντρα στο δικό τους συμφέρον. Δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουν και να επικοινωνήσουν σ’ αυτή τη γλώσσα με άμεση συνέπεια να τους κρατά μακριά από τα κοινά και τα τεκταινόμενα της Πολιτείας. Ούτε συζήτηση βέβαια για πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση, ακόμα και μόρφωση των παιδιών τους. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν πολέμησαν με φανατισμό το σύλλογο (φαίνεται και από την τόσο σύντομη ζωή του) που προσπαθούσε να τους πει ότι η ζωντανή γλώσσα είναι η δική τους, αυτή που μιλιέται στην οδό Σκρίδλοφ και στην οδό Ποτιέ. Δεν μπορεί παρά να το αποδώσει κανείς στην ψυχολογία της μάζας και του όχλου, που εύκολα καλλιεργείται σε ανθρώπους που δεν προτάσσουν τη λογική. Κι αν είναι αλήθεια, όπως λέει η επιστήμη, ότι σκεφτόμαστε με τη γλώσσα, τότε γίνεται σαφές πώς κλείνει ο κύκλος της κίνησής τους κατά των ίδιων των δικών τους συμφερόντων. Και ακόμα γιατί οι άλλοι τους ήθελαν να παραμείνουν έτσι, εύκολα υποχείρια των δικών τους επιδιώξεων. Μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με την εποχή μας;
Το δεύτερο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στο σημείο αυτό του βιβλίου, είναι το πώς πνευματικοί υποτίθεται άνθρωποι, χαρακτήρισαν τόσο εύκολα την άλλη άποψη αντεθνική, προδοτική, αθεϊστική κ.ο.κ. Και ακόμα πώς οι ίδιοι χειραγώγησαν τους απλούς ανθρώπους που, το πιθανότερο, ως τα χθες δεν τους έλεγαν ούτε καλημέρα, και χρησιμοποίησαν τέτοιες ανήθικες τακτικές όπως διαπομπεύσεις, εξευτελισμούς, αναθεματισμούς κ.ά. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως το παλιό, το φθαρμένο και απερχόμενο, εκτός από φρεσκάδα και νέες ιδέες έχει στερέψει και από ηθικές αξίες. Μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με την εποχή μας;
(*) Δρ. Μηχανικός
τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
Διάβασα πρόσφατα το εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου Γιάννη Δ. Τσίβη “Χανιά 1252 – 1940”, το οποίο επανέκδωσε μέσα στο 2014 ο δραστήριος κ. Χρήστος Μαχαιρίδης των εκδόσεων “ΕΡΕΙΣΜΑ”. Το βιβλίο είναι στο σύνολό του
ενδιαφέρον. Σήμερα όμως θέλω να σταθώ στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα στα Χανιά κατά την περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898 – 1913), και δανείζομαι από το βιβλίο.
Τα χρόνια αυτά οι Κρητικοί φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα κατέβαιναν στην Κρήτη και μετέφεραν τον πνευματικό παλμό της ελεύθερης Ελλάδας. Εκεί, μεταξύ των άλλων, είχε ανάψει για τα καλά η αντιπαράθεση μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων. Οι νέοι των Χανίων, από παράδοση με ζωηρά πνευματικά ενδιαφέροντα, ήταν στοιχισμένοι στην προσπάθεια για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και είχαν την υποστήριξη των Κ. Μάνου και Ελ. Βενιζέλου. Oχι απλά την υποστήριξη, αλλά και την προστασία αυτών των δύο ισχυρών ανδρών, γιατί -όσο κι αν φαίνεται περίεργο ....
..σήμερα- τότε χρειαζόταν πολύ θάρρος για να μιλήσεις υπέρ της δημοτικής γλώσσας.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1909, προοδευτικοί νέοι της πόλης, ίδρυσαν στα Χανιά τον φιλολογικό σύλλογο για την εθνική γλώσσα με την επωνυμία “Ο Σολωμός”. Το όνομα αυτό δόθηκε τόσο για την κρητική καταγωγή του Σολωμού, όσο και επειδή είναι από τους πρώτους που έγραψε στη δημοτική.
Οι σκοποί του συλλόγου προβάλλονται βέβαια στα άρθρα του καταστατικού, αλλά γίνονται σαφείς και από τα τρία αποφθέγματα που προτάσσονται των άρθρων: του Σολωμού, του Λούθηρου και του Πλάτωνα. Αναφέρω αυτό του Λούθηρου: «Ρώτα τη μάνα στο σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους, τον απλοϊκό άνθρωπο στο παζάρι. Κοίταξέ τους στο στόμα πώς μιλούν κι έτσι γράφε». Ο σύλλογος ήταν ανοιχτός στους νέους όλης της Κρήτης. Γι’ αυτό βλέπουμε, και στη διοίκηση του συλλόγου μάλιστα, ονόματα όπως του Νίκου Καζαντζάκη, του Γιάννη Κονδυλάκη, του Μανώλη Τσουδερού κ.ά. Λέει εμφατικά ο συγγραφέας Γιάννης Τσίβης για τα μέλη του συλλόγου: «Οι υπόλοιποι, αν και δεν έφθασαν στα ύψη του Καζαντζάκη και του Τσουδερού, διακρίθηκαν πάντως ως λαμπροί επιστήμονες, στρατιωτικοί, μεγαλέμποροι, πετυχημένοι επαγγελματίες και όλοι τους θερμουργοί πατριώτες και υποδειγματικοί οικογενειάρχες. Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν βγήκε σκάρτος». Το ξεκαθαρίζει αυτό γιατί οι καθαρευουσιάνοι, που είχαν αρχηγούς και καθοδηγητές κάποιους καθηγητές του Γυμνασίου, δασκάλους και διάφορους χρεωκοπημένους πολιτικούς, μη έχοντας άλλα επιχειρήματα, μεταχειρίστηκαν τη συκοφαντία και τη λασπολογία. Διέδωσαν πως οι οπαδοί της δημοτικής είναι πληρωμένα όργανα των Φράγκων και των Τούρκων για να καταστρέψουν την ελληνική γλώσσα αλλά και ολόκληρο τον ελληνισμό, ότι είναι άθεοι, προδότες και εχθροί της πατρίδας. Δηλαδή… τα γνωστά! Να σημειωθεί εδώ ότι όταν ο Βενιζέλος και ο Μάνος πληροφορήθηκαν πως Χανιώτες νέοι ετοιμάζονταν να ιδρύσουν σύλλογο για να υποστηρίξουν τη δημοτική γλώσσα, υπέδειξαν στους πρωτοστατούντες να κάμουν μέλη του συλλόγου άτομα αδιαφιλονίκητου πατριωτισμού, αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων και του Μακεδονικού Αγώνα. Βέβαια οι καπετάνιοι και αγωνιστές αυτοί, δεν είχαν καμιά σχέση με τα γράμματα, όμως ο Βενιζέλος είχε διαβλέψει το τι θα επακολουθούσε και ευτυχώς, γιατί αποδείχτηκε σωτήριο. Παρ’ όλα αυτά όμως οι καθαρευουσιάνοι απτόητοι συνέχιζαν: οι παπάδες αναθεμάτιζαν, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι φανάτιζαν τον κόσμο λέγοντας ότι οι δημοτικιστές θα τουρκέψουν την Κρήτη, οι μικροπολιτικοί βρήκαν ευκαιρία να εμφανιστούν ως πατριώτες και εθνοσωτήρες.
Αυτό όμως που είναι το πιο εντυπωσιακό είναι η στάση του απλού λαού. Που πάντα άδολος και ευκολόπιστος έπαιξε -και με φανατισμό μάλιστα- το παιχνίδι των καθαρευουσιάνων. Έγινε κυριολεκτικά όργανό τους. Ποιοι; Αυτοί που δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν ούτε λέξη από την καθαρεύουσα! Οι αρχηγοί και οι καθοδηγητές των καθαρευουσιάνων έβαλαν πρώτους στο χορό τους στιβανάδες της οδού Σκρίδλωφ. Αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για τη διαπόμπευση και τον ηθικό αφανισμό των δημοτικιστών, εφαρμόζοντας την ίδια πρακτική που μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εφάρμοζαν σε άτομα με αντεθνική δράση. Όταν περνούσε από την οδό Σκρίδλωφ μέλος του συλλόγου, οι στιβανάδες με χτυπήματα των σφυριών στα καλαπόδια και τους πάγκους, με σφυρίγματα και γιουχαΐσματα και τελικά με κατάβρεγμα διαπόμπευαν τον άτυχο δημοτικιστή. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας γρήγορα έβαλαν στο παιχνίδι και άλλους επαγγελματίες· τους αμαξάδες, τους τερεζήδες, τους παπλωματάδες και τους εμπόρους της οδού Ποτιέ, που ήταν τότε η κεντρική αγορά της πόλης. Δεν περιορίστηκαν όμως οι αμύντορες της καθαρεύουσας μόνο στα λόγια. Σύντομα άρχισαν και χειροδικίες. Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και δεν ήθελε πολύ για να χυθεί αίμα, αφού όπως είπαμε παραπάνω το σύλλογο υπερασπιζόταν καπετάνιοι και οπλαρχηγοί που είχαν μπει σ’ αυτόν με προτροπή του Βενιζέλου. Βλέποντας αυτά ο Βενιζέλος ζήτησε από το Διοικητικό Συμβούλιο να συνέλθει και να πάρει απόφαση για τη διάλυση του συλλόγου, πράγμα που έγινε στις 16 Μαΐου 1909, δηλαδή ούτε τρείς μήνες από την ίδρυσή του.
Διαβάζοντας το βιβλίο, που είναι γραμμένο σε ζωντανή και συναρπαστική γλώσσα, δύο πράγματα μ’ έκαναν να σταθώ σ’ αυτό το κεφάλαιο. Το πρώτο είναι το ότι οι απλοί άνθρωποι, τόσοι πολλοί απλοί άνθρωποι, δέχτηκαν να κάμουν δική τους υπόθεση κάτι που δεν ήταν, την καθαρεύουσα. Όχι μόνο δεν ήταν δική τους υπόθεση, αλλά αντίθετα ήταν κόντρα στο δικό τους συμφέρον. Δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουν και να επικοινωνήσουν σ’ αυτή τη γλώσσα με άμεση συνέπεια να τους κρατά μακριά από τα κοινά και τα τεκταινόμενα της Πολιτείας. Ούτε συζήτηση βέβαια για πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση, ακόμα και μόρφωση των παιδιών τους. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν πολέμησαν με φανατισμό το σύλλογο (φαίνεται και από την τόσο σύντομη ζωή του) που προσπαθούσε να τους πει ότι η ζωντανή γλώσσα είναι η δική τους, αυτή που μιλιέται στην οδό Σκρίδλοφ και στην οδό Ποτιέ. Δεν μπορεί παρά να το αποδώσει κανείς στην ψυχολογία της μάζας και του όχλου, που εύκολα καλλιεργείται σε ανθρώπους που δεν προτάσσουν τη λογική. Κι αν είναι αλήθεια, όπως λέει η επιστήμη, ότι σκεφτόμαστε με τη γλώσσα, τότε γίνεται σαφές πώς κλείνει ο κύκλος της κίνησής τους κατά των ίδιων των δικών τους συμφερόντων. Και ακόμα γιατί οι άλλοι τους ήθελαν να παραμείνουν έτσι, εύκολα υποχείρια των δικών τους επιδιώξεων. Μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με την εποχή μας;
Το δεύτερο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στο σημείο αυτό του βιβλίου, είναι το πώς πνευματικοί υποτίθεται άνθρωποι, χαρακτήρισαν τόσο εύκολα την άλλη άποψη αντεθνική, προδοτική, αθεϊστική κ.ο.κ. Και ακόμα πώς οι ίδιοι χειραγώγησαν τους απλούς ανθρώπους που, το πιθανότερο, ως τα χθες δεν τους έλεγαν ούτε καλημέρα, και χρησιμοποίησαν τέτοιες ανήθικες τακτικές όπως διαπομπεύσεις, εξευτελισμούς, αναθεματισμούς κ.ά. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως το παλιό, το φθαρμένο και απερχόμενο, εκτός από φρεσκάδα και νέες ιδέες έχει στερέψει και από ηθικές αξίες. Μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με την εποχή μας;
(*) Δρ. Μηχανικός
τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.