Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΜΕ

Tο πρόσωπο του Νικολή έλαμπε από χαρά κάθε φορά που κρατούσε τη λαμπάδα στο μικρό εκκλησάκι. Καμαρωτός βάδιζε πριν το παπά με τη λαμπάδα κάθε Κυριακή και Σχόλη. Όμως οι Άγιοι ανάκατοι με τους όφιδες και δαίμονες που είχαν ζωγραφιστεί στους τοίχους της Εκκλησίας τρόμαζαν το Νικολή. Την ώρα του Εσπερινού και του Όρθρου οι μουζωμένοι άγιοι, απόκοσμοι προκαλούσαν δέος στην αγνή ψυχή του νεαρού νεωκόρου. Μα γιάντα μου γρυλλώνουνε ετσά, μονολογούσε. Μια μέρα έτυχε να πάει στη Χώρα για να του δέσουν το σπασμένο χέρι και είδε μια εκκλησία.
- Χριστέ μου μεγάλος.
Μπήκε μέσα, η εκκλησία κάτασπρη με γυαλιστερές εικόνες. Να εκκλησιά και δε φοβερίζουν οι Άγιοι αλλά άσε να πάω στο χωριό.
Περνούσε ο καιρός έδεσε το σπασμένο χέρι αλλά το σχέδιο καρφωμένο στο μυαλό του Νικολή. Σίμωνε Πάσχα και η μάννα του άσπριζε το σπίτι. Τότε παίρνει το ντενεκέ που βάζανε του γαϊδάρου νερό τον γεμίζει ασβέστη και τραβά ευθύς για το εκκλησάκι.Σε μια ώρα η δουλειά είχε τελειώσει και μάλιστα δυο χέρια. Ε δα σας έχω εγώ να με φοβερίζετε ..
Το απόγευμα ήλθε για τον εσπερινό ο παπά Αχιλλέας. Είχε πριν κατεβάσει κάμποσες ρακές στο Καφενείο  του Αρκαλογιώργη για να ψάλλει ωραία τους ύμνους. Μπαίνει μέσα θαμπώνεται απο το φως και μονολογεί.
Μωρέ έχει δίκιο η Παπαδιά που φωνάζει για το χούι μου.
Τότε ακούει το Νικολή να του λέει:
Σαν την εκκλησσά στη χώρα τον ήκαμα τον Άγιο μας
Τότε ο αγαθός Λευίτης στράφηκε στη κόγχη του ιερού και είπε : Εσύ Θέ μου μου τον έστειλες εσύ τέλα τον τώρα !!
Dikteos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.