Του Γιάννη Μετζικώφ
Γεννήθηκα σ'ένα χωριό στην Κρήτη, φτωχό και απομονωμένο κοντά στους γκρεμούς της Γραμβούσας, δυτικά, εκεί που τελειώνει το νησί, όταν ο πατέρας μου, που ήταν χωροφύλακας πήρε μετάθεση απ τα Χανιά και πήγε εκεί με τη μάνα και τ αδέλφια μου. Η μάνα μου μιά ντελικάτη Αθηναία, δεν συμπάθησε ποτέ την Κρήτη και αυτό το καταλάβαινες στις παραπονεμένες ιστορίες για τα αλησμόνητα παιδικά της χρόνια και για τις αλλαγές που επακολούθησαν και βρέθηκε εδώ στην άκρη του ... κόσμου. Ομως εγώ, εκεί, στην άκρη του ...κόσμου πρωτογνώρισα τα σημάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας με ένα τρόπο εξαιρετικά άμεσο και οικείο, όταν ακόμα δεν ήξερα το εύρος της λαϊκής έκφρασης και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, που αργότερα θα γίνουν ο τρόπος, η γραφή, το ύφος και η δύναμη κάθε καλλιτέχνη, που γεννιέται εκεί. Αν η τέχνη προχωράει μπροστά .....
.....έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς τα πίσω, τότε σίγουρα ποτέ δεν θα πάψω να κουβαλάω μέσα μου την Κρήτη της σκέψης και της μνήμης μου σε ότι κι αν κάνω. Μια μνήμη αχανής που είναι συγχρόνως η φύση μου, ο χώρος του μύχιου εαυτού μου, που από μόνη της τελικά προσδιορίζει το ποιός είμαι!
Εκεί λοιπόν, πολύ μικρός, ένοιωσα τα πρώτα γοητευτικά ερωτήματα πάνω στην έννοια της ομορφιάς και την ανάγκη να συμμετέχω σαυτή τη διαδικασία έστω και σαν παρατηρητής, ακριβώς γιατί η τέχνη με μιά απ τις μορφές της γινόταν μες το ίδιο μου το σπίτι, την καταπιάνονταν οι άνθρωποι που γνώριζα και αγαπούσα, απαράλαχτα ίδια, όπως γενιές αμέτρητες πριν απ αυτούς, σαν μια ανάγκη και η ανάγκη μας να εκφραστούμε γεννιέται μαζί μας, σαν το παιδάκι που πριν γράψει και μετρήσει, ζωγραφίζει. Καταπιάνεται με την τέχνη προσπαθώντας να προσδιορίσει τη θέση του, αντιμέτωπο με το θαύμα του κόσμου μέσα στον οποίο ήρθε και ζει!
Εκείνα τα μεταπολεμικά απογεύματα των μεγάλων ξενητεμών, μέσα από τις δροσερές αυλές που ήτανε γεμάτες ανθισμένους γαζοντενεκέδες, ήταν στο σπίτι μας μια φωτεινή κάμαρα που μαζεύονταν παρέες γυναικών ν αποσπερίσουνε, με τα κουσούνια στην ποδιά και πλέκανε τα φημισμένα κοπανέλια, αχειροποίητες δαντέλες, με σχέδια που έκρυβε η μιά απ την άλλη και που ποτέ δεν άπλωναν στο σπίτι τους ,μόνο τις φύλαγαν ευλαβικά μες τα συρτάρια , σαν νάτανε αταίριαστο το στόλισμα στην μίζερη, φτωχειά ζωή τους, και τάφηναν ανέγγιχτα για τα παιδιά τους, σαν ευχή για την καλύτερη ζωή, που ίσως τα περίμενε. Μέρες, ατέλειωτες ώρες, μήνες, ερχόταν ο χειμώνας για να τελειώσει αυτό που κράταγε η κάθε μία. Εκεί, πρώτη φορά εγώ, ένοιωσα πως ο χρόνος έχει άλλη σημασία και τρέχει αλλιώς μες τη δουλειά που αγαπάμε και πως το καλό αποτέλεσμα έχει το αντίτιμο μιάς ολόψυχης κατάθεσης του χρόνου σου. Πολλά χρόνια μετά, όταν ήμουν νεαρός, η Ειρήνη Παπά μου είπε μιά σπουδαία κουβέντα, που έχει μεγάλες διαστάσεις αν την αναλύσουμε γιατί έχει πάνω από όλα σχέση με τον χρόνο. Μου είπε΄ Όταν δουλεύεις στο θέατρο προσπάθησε να δουλεύεις όπως οι λαϊκοί τεχνίτες.
Η μάνα μου ήτανε μοδίστρα, η μάλλον δασκάλα που δίδασκε κοπτική, είχε τελειώσει εδώ στου Τσοπανέλλη και εκεί στην Κρήτη τις πηγαίναν τα κορίτσια τους για να τα μάθει ράψιμο. Ετσι εκεί στη δεύτερη κάμαρα, που είχε κι ένα βορεινό παράθυρο, έβαλε ένα πάγκο και μιά ακέφαλη κούκλα και στριφογυρίζανε όλες γύρω της καρφιτσώνοντας απάνω της ψαλιδισμένα χαρτιά με μεγάλη προσοχή. Σαυτή την κάμαρα γινότανε μεγάλο πηγαινέλα. Οι διαθέσεις αλλάζανε απο την μια στιγμή στην άλλη, πράγμα που έκανε δύσκολο να προσαρμόζω την παιδική μου συμπεριφορά παρά τα άγρια βλέμματα. Εφθανε σαν παράδειγμα η χήρα και βάραινε η ατμόσφαιρα. Κρύο νερό και λίγα λόγια, αναστεναγμοί και ψίθηροι, σιωπή και παρηγόριες, της βάζανε το μισοτελειωμένο μαύρο ρούχο και κάναν από σέβας πως πενθούσανε μαζί της όλες. Δεν πίστευα τα μάτια μου τι συμφορά μας βρήκε στα καλά καθούμενα. Για λίγο όμως. Γιατί σε λίγο όλα αλλάζανε, αφού ερχότανε η νύφη, μαντινάδες και συγχαρητήρια, άνοιγαν και θαυμάζανε το αγοραστό πανί, τα τούλια, τα υπονοούμενα, οι ευχές, οι σουμάδες, τα πνιχτά γέλια, μια άλλη εικόνα, ένα άλλο ρούχο, μιά άλλη παράσταση. Ενα μονόπρακτο κάθε φορά. Ενα φουστάνι φόρεσε ένας άνθρωπος και άλλαξε ο κόσμος όλος!
Πιο μεσα, πριν απ την πίσω αυλή, ήταν η τρίτη κάμαρα, η πιο μικρή, που μένανε δύο θειάδες μου, που είχανε εκεί τους αργαλειούς τους και υφαίνανε παραγγελίες σε όλη την περιοχή, πατανίες κόκκινες και μαύρες σκέτες η με σγουρά τριαντάφυλλα , κουσκουσεδένιες, απο μαλλιά που στρίβανε και βάφαν μοναχές τους, αγορασμένα με το ζύγι απ τους βοσκούς, Τώρα, στις μέρες μας, αν πάει κανένας στα βουνά την εποχή της κουράς, θα δει γεμάτες τις πλαγιές από μαλλιά πεταμένα, που τα σέρνει ο αέρας δω και κει, γιατί στις μέρες μας κανένας δεν υφαίνει πιά και οι άνθρωποι δεν τα χρειάζονται. Τότε όμως δεν ήταν έτσι! Στα δάχτυλα τους, είδα το βρώμικο μαλλί να μεταμορφώνεται σε λεπτότατη ίνα, και αμέτρητα , ζεματιστά μάτσα μαλλιών να κρέμονται στην πίσω αυλή και να στραγγίζουνε τα χρώματά τους, σαν μια απέραντη μάλλινη παλέτα , που θάπαιρναν και θα ζωγράφιζαν πάνω στις πατανίες, εκείνες τις λουλουδένιες τους γιρλάντες, που θα συντρόφευαν δοξαστικά τον έρωτα, στις φτωχές κάμαρες, τις γαμήλιες νύχτες. Οι θείες μου δεν ήταν καλλιτέχνες, δεν πήγανε ποτέ σχολείο και δεν έκαναν τίποτα πιο πολύ από αυτό που έκαναν οι κρητικές αιώνες τώρα. Κανένας δεν τους μίλησε για χρώμα και για σχέδιο. Δασκάλες ήταν οι προγόνισσες τους. Κι έτσι έμειναν σαν μιά συνέχεια, για πάντα ευτυχισμένες στο περίκλειστο βασίλειο τους.
Το σπίτι μας δεν ήταν εργαστήριο. Ηταν το σπίτι που μέναμε, ολάνοιχτο χωρίς μυστικά. Ηταν ο τρόπος που ζούσαμε. Ετσι μεγάλωσα και έτσι νοιώθω ακόμα μέσα μου σαν να συνεχίζω κάτι, που ξεκινάει από αυτές τις παρωχημένες μνήμες και φτάνει ως τα θέατρα που μπαινοβγαίνω. Συχνά, όταν θυμηθώ μιά λεπτομέρεια το ένα φέρνει το άλλο και ξαναέρχονται όλα μπροστά μου. Οι ήχοι, τα χρώματα, τα χέρια, τα γέλια, οι αποχωρισμοί, οι σιωπές, τα δάκρυα, τα φιλιά, τα πένθη, τα πρόσωπα, μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και χάθηκαν όλα. Ανοιξε η πρώτη γούβα, μετά η άλλη, η άλλη, δεν έμεινε κανείς, πέθαναν όλοι με γαλήνη σε αγαπημένες αγκαλιές, βούλιαξε και το σπίτι, ερημιά, φτάσανε και οι τουρίστες, χτιστήκανε τα περιβόλια, γέμισε η Κρήτη ξενοδοχεία, αξιοποιηθήκαμε.
Χρόνια τώρα κάθε φορά που καταπιάνομαι με μια θεατρική παράσταση, ξέρω καλά που να τρέξω να ανασύρω ένα συναισθηματικά ουσιώδες στοιχείο σαν σημείο εκκίνησης αλλά και τρόπους, επεξεργασίες και τεχνικές που εφαρμόζω ακόμα. Νομίζω μέσα μου, σε μια σειρά εμπειριών και διδαγμάτων, που είναι για μένα τα ανεξίτηλα ίχνη μιας εξαιρετικά πλούσιας ζωής που έζησα κοντά σαυτούς τους ανθρώπους, έτσι όπως όλοι μας πρέπει να εννοούμε τον αληθινό πλούτο. Νομίζω πως οι απέραντοι κύκλοι της ανθρώπινης σκέψης θα επανέρχονται και πάντα εμείς θα μένουμε εκστατικοί μπροστά στα μεγαλοπρεπή της επιτεύγματα. Γιατί μόνο μαυτή την έννοια, τίποτα δεν πεθαίνει και τίποτα δεν χάνεται. Απλώς συνεχίζουμε.
Η ομιλία που έγινε σχετικά με το θέατρο και τη λαϊκή παράδοση στο λύκειο των Ελληνίδων στις 13 Μαϊου 2014
Γεννήθηκα σ'ένα χωριό στην Κρήτη, φτωχό και απομονωμένο κοντά στους γκρεμούς της Γραμβούσας, δυτικά, εκεί που τελειώνει το νησί, όταν ο πατέρας μου, που ήταν χωροφύλακας πήρε μετάθεση απ τα Χανιά και πήγε εκεί με τη μάνα και τ αδέλφια μου. Η μάνα μου μιά ντελικάτη Αθηναία, δεν συμπάθησε ποτέ την Κρήτη και αυτό το καταλάβαινες στις παραπονεμένες ιστορίες για τα αλησμόνητα παιδικά της χρόνια και για τις αλλαγές που επακολούθησαν και βρέθηκε εδώ στην άκρη του ... κόσμου. Ομως εγώ, εκεί, στην άκρη του ...κόσμου πρωτογνώρισα τα σημάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας με ένα τρόπο εξαιρετικά άμεσο και οικείο, όταν ακόμα δεν ήξερα το εύρος της λαϊκής έκφρασης και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, που αργότερα θα γίνουν ο τρόπος, η γραφή, το ύφος και η δύναμη κάθε καλλιτέχνη, που γεννιέται εκεί. Αν η τέχνη προχωράει μπροστά .....
.....έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς τα πίσω, τότε σίγουρα ποτέ δεν θα πάψω να κουβαλάω μέσα μου την Κρήτη της σκέψης και της μνήμης μου σε ότι κι αν κάνω. Μια μνήμη αχανής που είναι συγχρόνως η φύση μου, ο χώρος του μύχιου εαυτού μου, που από μόνη της τελικά προσδιορίζει το ποιός είμαι!
Εκεί λοιπόν, πολύ μικρός, ένοιωσα τα πρώτα γοητευτικά ερωτήματα πάνω στην έννοια της ομορφιάς και την ανάγκη να συμμετέχω σαυτή τη διαδικασία έστω και σαν παρατηρητής, ακριβώς γιατί η τέχνη με μιά απ τις μορφές της γινόταν μες το ίδιο μου το σπίτι, την καταπιάνονταν οι άνθρωποι που γνώριζα και αγαπούσα, απαράλαχτα ίδια, όπως γενιές αμέτρητες πριν απ αυτούς, σαν μια ανάγκη και η ανάγκη μας να εκφραστούμε γεννιέται μαζί μας, σαν το παιδάκι που πριν γράψει και μετρήσει, ζωγραφίζει. Καταπιάνεται με την τέχνη προσπαθώντας να προσδιορίσει τη θέση του, αντιμέτωπο με το θαύμα του κόσμου μέσα στον οποίο ήρθε και ζει!
Εκείνα τα μεταπολεμικά απογεύματα των μεγάλων ξενητεμών, μέσα από τις δροσερές αυλές που ήτανε γεμάτες ανθισμένους γαζοντενεκέδες, ήταν στο σπίτι μας μια φωτεινή κάμαρα που μαζεύονταν παρέες γυναικών ν αποσπερίσουνε, με τα κουσούνια στην ποδιά και πλέκανε τα φημισμένα κοπανέλια, αχειροποίητες δαντέλες, με σχέδια που έκρυβε η μιά απ την άλλη και που ποτέ δεν άπλωναν στο σπίτι τους ,μόνο τις φύλαγαν ευλαβικά μες τα συρτάρια , σαν νάτανε αταίριαστο το στόλισμα στην μίζερη, φτωχειά ζωή τους, και τάφηναν ανέγγιχτα για τα παιδιά τους, σαν ευχή για την καλύτερη ζωή, που ίσως τα περίμενε. Μέρες, ατέλειωτες ώρες, μήνες, ερχόταν ο χειμώνας για να τελειώσει αυτό που κράταγε η κάθε μία. Εκεί, πρώτη φορά εγώ, ένοιωσα πως ο χρόνος έχει άλλη σημασία και τρέχει αλλιώς μες τη δουλειά που αγαπάμε και πως το καλό αποτέλεσμα έχει το αντίτιμο μιάς ολόψυχης κατάθεσης του χρόνου σου. Πολλά χρόνια μετά, όταν ήμουν νεαρός, η Ειρήνη Παπά μου είπε μιά σπουδαία κουβέντα, που έχει μεγάλες διαστάσεις αν την αναλύσουμε γιατί έχει πάνω από όλα σχέση με τον χρόνο. Μου είπε΄ Όταν δουλεύεις στο θέατρο προσπάθησε να δουλεύεις όπως οι λαϊκοί τεχνίτες.
Η μάνα μου ήτανε μοδίστρα, η μάλλον δασκάλα που δίδασκε κοπτική, είχε τελειώσει εδώ στου Τσοπανέλλη και εκεί στην Κρήτη τις πηγαίναν τα κορίτσια τους για να τα μάθει ράψιμο. Ετσι εκεί στη δεύτερη κάμαρα, που είχε κι ένα βορεινό παράθυρο, έβαλε ένα πάγκο και μιά ακέφαλη κούκλα και στριφογυρίζανε όλες γύρω της καρφιτσώνοντας απάνω της ψαλιδισμένα χαρτιά με μεγάλη προσοχή. Σαυτή την κάμαρα γινότανε μεγάλο πηγαινέλα. Οι διαθέσεις αλλάζανε απο την μια στιγμή στην άλλη, πράγμα που έκανε δύσκολο να προσαρμόζω την παιδική μου συμπεριφορά παρά τα άγρια βλέμματα. Εφθανε σαν παράδειγμα η χήρα και βάραινε η ατμόσφαιρα. Κρύο νερό και λίγα λόγια, αναστεναγμοί και ψίθηροι, σιωπή και παρηγόριες, της βάζανε το μισοτελειωμένο μαύρο ρούχο και κάναν από σέβας πως πενθούσανε μαζί της όλες. Δεν πίστευα τα μάτια μου τι συμφορά μας βρήκε στα καλά καθούμενα. Για λίγο όμως. Γιατί σε λίγο όλα αλλάζανε, αφού ερχότανε η νύφη, μαντινάδες και συγχαρητήρια, άνοιγαν και θαυμάζανε το αγοραστό πανί, τα τούλια, τα υπονοούμενα, οι ευχές, οι σουμάδες, τα πνιχτά γέλια, μια άλλη εικόνα, ένα άλλο ρούχο, μιά άλλη παράσταση. Ενα μονόπρακτο κάθε φορά. Ενα φουστάνι φόρεσε ένας άνθρωπος και άλλαξε ο κόσμος όλος!
Πιο μεσα, πριν απ την πίσω αυλή, ήταν η τρίτη κάμαρα, η πιο μικρή, που μένανε δύο θειάδες μου, που είχανε εκεί τους αργαλειούς τους και υφαίνανε παραγγελίες σε όλη την περιοχή, πατανίες κόκκινες και μαύρες σκέτες η με σγουρά τριαντάφυλλα , κουσκουσεδένιες, απο μαλλιά που στρίβανε και βάφαν μοναχές τους, αγορασμένα με το ζύγι απ τους βοσκούς, Τώρα, στις μέρες μας, αν πάει κανένας στα βουνά την εποχή της κουράς, θα δει γεμάτες τις πλαγιές από μαλλιά πεταμένα, που τα σέρνει ο αέρας δω και κει, γιατί στις μέρες μας κανένας δεν υφαίνει πιά και οι άνθρωποι δεν τα χρειάζονται. Τότε όμως δεν ήταν έτσι! Στα δάχτυλα τους, είδα το βρώμικο μαλλί να μεταμορφώνεται σε λεπτότατη ίνα, και αμέτρητα , ζεματιστά μάτσα μαλλιών να κρέμονται στην πίσω αυλή και να στραγγίζουνε τα χρώματά τους, σαν μια απέραντη μάλλινη παλέτα , που θάπαιρναν και θα ζωγράφιζαν πάνω στις πατανίες, εκείνες τις λουλουδένιες τους γιρλάντες, που θα συντρόφευαν δοξαστικά τον έρωτα, στις φτωχές κάμαρες, τις γαμήλιες νύχτες. Οι θείες μου δεν ήταν καλλιτέχνες, δεν πήγανε ποτέ σχολείο και δεν έκαναν τίποτα πιο πολύ από αυτό που έκαναν οι κρητικές αιώνες τώρα. Κανένας δεν τους μίλησε για χρώμα και για σχέδιο. Δασκάλες ήταν οι προγόνισσες τους. Κι έτσι έμειναν σαν μιά συνέχεια, για πάντα ευτυχισμένες στο περίκλειστο βασίλειο τους.
Το σπίτι μας δεν ήταν εργαστήριο. Ηταν το σπίτι που μέναμε, ολάνοιχτο χωρίς μυστικά. Ηταν ο τρόπος που ζούσαμε. Ετσι μεγάλωσα και έτσι νοιώθω ακόμα μέσα μου σαν να συνεχίζω κάτι, που ξεκινάει από αυτές τις παρωχημένες μνήμες και φτάνει ως τα θέατρα που μπαινοβγαίνω. Συχνά, όταν θυμηθώ μιά λεπτομέρεια το ένα φέρνει το άλλο και ξαναέρχονται όλα μπροστά μου. Οι ήχοι, τα χρώματα, τα χέρια, τα γέλια, οι αποχωρισμοί, οι σιωπές, τα δάκρυα, τα φιλιά, τα πένθη, τα πρόσωπα, μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και χάθηκαν όλα. Ανοιξε η πρώτη γούβα, μετά η άλλη, η άλλη, δεν έμεινε κανείς, πέθαναν όλοι με γαλήνη σε αγαπημένες αγκαλιές, βούλιαξε και το σπίτι, ερημιά, φτάσανε και οι τουρίστες, χτιστήκανε τα περιβόλια, γέμισε η Κρήτη ξενοδοχεία, αξιοποιηθήκαμε.
Χρόνια τώρα κάθε φορά που καταπιάνομαι με μια θεατρική παράσταση, ξέρω καλά που να τρέξω να ανασύρω ένα συναισθηματικά ουσιώδες στοιχείο σαν σημείο εκκίνησης αλλά και τρόπους, επεξεργασίες και τεχνικές που εφαρμόζω ακόμα. Νομίζω μέσα μου, σε μια σειρά εμπειριών και διδαγμάτων, που είναι για μένα τα ανεξίτηλα ίχνη μιας εξαιρετικά πλούσιας ζωής που έζησα κοντά σαυτούς τους ανθρώπους, έτσι όπως όλοι μας πρέπει να εννοούμε τον αληθινό πλούτο. Νομίζω πως οι απέραντοι κύκλοι της ανθρώπινης σκέψης θα επανέρχονται και πάντα εμείς θα μένουμε εκστατικοί μπροστά στα μεγαλοπρεπή της επιτεύγματα. Γιατί μόνο μαυτή την έννοια, τίποτα δεν πεθαίνει και τίποτα δεν χάνεται. Απλώς συνεχίζουμε.
Η ομιλία που έγινε σχετικά με το θέατρο και τη λαϊκή παράδοση στο λύκειο των Ελληνίδων στις 13 Μαϊου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.