Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ

Της Ιωάννας  Μπισκιτζή
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φρατζή, οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν 4.973 Κωνσταντινουπολίτες και 2.000 εθελοντές, από Γένοβα, Βενετία, Ισπανία, Ρώμη και Κρήτη. Υπό τον αυτοκρατορικό θυρεό είχε τεθεί και ο τούρκος πρίγκιπας Ορχάν, εχθρός του Μωάμεθ, που σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η πολυτιμότερη προσθήκη στις τάξεις των αμυνομένων ήταν οι 700 σιδηρόφρακτοι άνδρες που έφερε μαζί του ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο κεντρικός υπερασπιστής της Πόλης. Δίπλα του βρέθηκαν και άλλοι δυτικοί, περιπλανώμενοι ιππότες προσωπικών σταυροφοριών. Οι περισσότεροι αδικήθηκαν από την ιστορική καταγραφή, δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στη συλλογική μνήμη, όπως, για παράδειγμα, ο ισπανός ιππότης Φραγκίσκο ντε Τολέντο.
Η αμυντική θωράκιση της Κωνσταντινούπολης ήταν αριστουργηματική, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει τις δύο ουσιαστικές αδυναμίες της: ήταν αρχαία και δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να σταθούν πίσω από τις πολεμίστρες.
Ήταν 5 Απριλίου 1453 οι γενίτσαροι έστησαν ...
.. τη σκηνή με τα λαχούρια και ύψωσαν τα λάβαρα του σουλτάνου. Δώδεκα χιλιάδες επίλεκτοι άνδρες στρατοπέδευσαν γύρω της. Ο Μεχμέτ έφτασε έφιππος με τη συνοδεία του. Απέναντι από τη σκηνή του σουλτάνου, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, οι αμυνόμενοι παρέταξαν τις καλύτερες δυνάμεις τους.
Στις 12 Απριλίου οι 14 πυροβολαρχίες των Τούρκων άρχισαν να βάλλουν κατά των τειχών. Ο Μεχμέτ διέθετε δύναμη πυρός, αλλά δεν γνώριζε ακόμα πώς να την αξιοποιήσει. Τα κανόνια χτυπούσαν το ίδιο σημείο και δεν προκαλούσαν ολική κατάρρευση τμημάτων. Αργότερα, ένας Ούγγρος πρέσβης υπέδειξε, γελώντας, στο σουλτάνο, ότι οι βολές θα πρέπει να έχουν τριγωνική διάταξη…
Το πρωί οι επιτιθέμενοι χτυπούσαν τα τείχη με τα κανόνια, το βράδυ οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν
συνεισφέρουν στην άμυνα, αλλά και ο τούρκος πρίγκηπας Οχράν με μερικούς μισθοφόρους.
Το πρωί οι επιτιθέμενοι χτυπούσαν τα τείχη με τα κανόνια, το βράδυ οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν τις ζημιές κρεμώντας μεγάλα δεμάτια από μαλλί και ξύλα. Τη νύχτα της 18ης Απριλίου ο σουλτάνος εξαπέλυσε την πρώτη γενική επίθεση. Απέτυχε. Ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων αποτελείτο από ατάκτους που επιχειρούσαν  άνοδο στα τείχη. Έγιναν εύκολη λεία για τους αμυνόμενους. Την επομένη επιχείρησε να σπάσει τη σιδερένια αλυσίδα που προστάτευε τον Κεράτιο. Δεν τα κατάφερε. Και τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα χριστιανικά πλοία κατάφεραν να σπάσουν τον τουρκικό κλοιό και να μπουν στο λιμάνι. Την Κυριακή 22 Απριλίου, 72 πλοία του σουλτάνου ταξίδεψαν στη στεριά από τον Βόσπορο στον Κεράτιο, μέσω ενός ξύλινου διαδρόμου. Οι διοικητές είχαν βάλει τους άνδρες τους να κωπηλατούν, τους μαστίγωναν και φώναζαν, λες και έπλεαν στη θάλασσα. Ήταν ένα απίστευτο θέαμα. Αργότερα οι Τούρκοι κατάφεραν να στήσουν και ένα πλωτό γεφύρι που τους έδινε πρόσβαση στα θαλάσσια τείχη.
Στις 28 Απριλίου οι χριστιανοί αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή σχέδιο εμπρησμού των τουρκικών πλοίων. Οι Τούρκοι γνώριζαν το σχέδιο. Ανασκολόπισαν[παλούκωσαν] αιχμαλώτους ναύτες απέναντι από τα τείχη, μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων. Ο Παλαιολόγος απάντησε με απαγχονισμό τούρκων αιχμαλώτων και διέταξε να κρεμάσουν τα πτώματα έξω από τα τείχη. Για μέρες η εφιαλτική οσμή της αποσύνθεσης δημιουργούσε ασφυκτική ατμόσφαιρα μέσα και έξω από τα τείχη. Στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν και ταραχές με επίκεντρο τους Γενοβέζους. Και φαίνεται πως ήταν βάσιμες οι υποψίες κατά της γενοβέζικης αποικίας για το ρόλο της στην είσοδο των τουρκικών πλοίων στον Κεράτιο, αλλά και για την προδοσία του χριστιανικού σχεδίου εμπρησμού.
Ο Μάιος έφτασε και στην πολιορκημένη πόλη οι ελλείψεις και η διχόνοια άρχισαν να πλήττουν περισσότερο το ηθικό των αμυνομένων. Ενωτικοί και ανθενωτικοί συνέχιζαν να συγκρούονται στο εσωτερικό της καταρρέουσας πόλης, οι Βενετσιάνοι κατηγορούσαν τους Γενοβέζους, οι Λατίνοι τους Έλληνες, ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης προσπαθούσαν να κρατήσουν συγκροτημένη τη γραμμή άμυνας. Στην Πόλη εκδηλώθηκε έλλειψη ψωμιού. Όσοι διέθεταν αποθέματα προτιμούσαν να τα κρύβουν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Τη νύχτα της 7ης Μαΐου, τριάντα χιλιάδες Τούρκοι πραγματοποίησαν γενική επίθεση στην κοιλάδα του Λύκου. Και πάλι δεν τα κατάφεραν. Μάλιστα ένας Ρωμιός τυλίχτηκε στο μύθο. Ο Ραγκαβής κατάφερε, πριν πέσει νεκρός από τις λόγχες των γενίτσαρων, να σκοτώσει τον σημαιοφόρο του σουλτάνου. Τα πτώματα άρχισαν να γεμίζουν την αμυντική τάφρο των Βυζαντινών.
Στις 12 Μαΐου έγινε νέα επίθεση στην πύλη της Ανδριανούπολης και της Καλιγαριάς, κοντά στο ανάκτορο των Βλαχερνών. Οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να ανέβουν στο τείχος, αλλά αποκρούστηκαν με επιτυχία. Στη μάχη πρωταγωνίστησε ο Παλαιολόγος. Τα τρόφιμα και το μπαρούτι άρχιζαν να εξαντλούνται. Ο Μεχμέτ έστειλε πρεσβευτές στον Παλαιολόγο. Πρότειναν στον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την πόλη με τη συνοδεία του και να εγκατασταθεί στον Μοριά, όπου θα απολάμβανε προνόμια άρχοντα. Σύμφωνα με την καταγραφή του Φρατζή, ο Παλαιολόγος απάντησε αρνητικά με τα γνωστά ιστορικά λόγια: ”Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστιν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”. Οι πέντε τελευταίες λέξεις συνοδεύουν σήμερα το έμβλημα του Τρίτου Σώματος Στρατού. [Πάντως, υπάρχουν, καταγραφές που διηγούνται την ιστορία αντίθετα, υποστηρίζοντας πως ήταν οι Βυζαντινοί που προσέγγισαν το Μεχμέτ αναζητώντας λύση. Το ενδεχόμενο δεν πρέπει να αποκλειστεί, καθώς είναι βέβαιο πως ανθενωτικοί ήταν σε διαπραγμάτευση με το σουλτάνο. ]
Ο αυτοκράτορας είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη καθώς περίμενε, μέχρι την τελευταία στιγμή, το θαύμα: την άφιξη βοήθειας από τη Δύση. Πείστηκε μόνο όταν επέστρεψαν οι ναύτες που έσπασαν τον τουρκικό κλοιό, ανοίχτηκαν στο Αιγαίο και δεν εντόπισαν κανένα δυτικό πλοίο. Με μνημειώδη γενναιότητα επέστρεψαν και ενημέρωσαν τον αυτοκράτορα. Ήταν 23 Μαΐου.
Το ξημέρωμα της 28ης Μαίου στην πολιορκημένη πόλη οι ήχοι των καμπαναριών  καλούσαν τον πληθυσμό στις λιτανείες. Και όταν τελείωσε η πάνδημος λιτανεία, ο Παλαιολόγος κάλεσε όλους τους αξιωματούχους στο παλάτι των Βλαχερνών. Η περιγραφή του Φρατζή αποδίδει συγκλονιστικές στιγμές. Ο Κωνσταντίνος τους είπε πως σε λίγο θα άρχιζε η μεγάλη έφοδος. Απευθύνθηκε προς τους Έλληνες και τους θύμισε πως ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει για τις τέσσερις μεγάλες αξίες, την πατρίδα, την πίστη του, τον ηγεμόνα και την οικογένεια του. Τώρα ο λαός της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να είναι έτοιμος να πεθάνει και για τις τέσσερις. Αναφέρθηκε στη δολιότητα του άπιστου σουλτάνου, τους ζήτησε να θυμηθούν ότι είναι απόγονοι αρχαίων ηρώων. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στους Λατίνους και τους ευχαρίστησε για τις υπηρεσίες και τη συμπαράσταση τους. Ζήτησε συγχώρεση από όλους και προέτρεψε άπαντες να πράξουν το ίδιο. Ο Φρατζής περιγράφει τους συγκινητικούς εναγκαλισμούς Ελλήνων και Λατίνων λίγο πριν από τη μεγάλη μάχη. Στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφια για την τελευταία λειτουργία. Οι αξιωματούχοι και οι στρατιωτικοί ηγέτες κοινώνησαν και μετά επέστρεψαν στις θέσεις τους. Ο αυτοκράτορας διέταξε να κλειδώσουν οι πύλες πίσω τους για να μην υπάρξει υποχώρηση.
Ο σουλτάνος έδωσε το σύνθημα της επίθεσης μετά τα μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου. Η πολιορκημένη Πόλη συγκλονίστηκε από τις κραυγές των επιτιθέμενων, τα σήμαντρα και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν και να καλούν τον κόσμο στα τείχη. Η βασική γραμμή άμυνας ήταν είδη παρατεταγμένη και οι άνδρες ξύπνησαν από τον ταραγμένο ύπνο τους.
Ο Μεχμέτ είχε οργανώσει την έφοδο κατά κύματα, υιοθετώντας την προσφιλή τακτική του. Έστειλε πρώτα τους άτακτους με σκοπό να κουράσουν τους αμυνόμενους, αλλά και για να δημιουργήσουν, με τα σώματα τους, προγεφύρωμα για τα επίλεκτα τμήματα του στρατού. Από πίσω τους έστειλε στρατονόμους που σκότωναν όποιον επιχειρούσε να υποχωρήσει. Η νύχτα φωτίστηκε από τις φωτιές, οι κραυγές έδιναν φωνή στον εφιάλτη. Οι επιτιθέμενοι ήταν τόσοι πολλοί ώστε στριμώχτηκαν κάτω από τα τείχη και έγιναν εύκολη λεία στις πέτρες και στα βέλη των αμυνομένων. Για δύο ώρες αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων πολιορκούσαν τα τείχη της Πόλης, αλλά οι χριστιανοί απαντούσαν αποτελεσματικά. ΄Αρχισαν να ελπίζουν πως μπορούσαν να κρατήσουν την πόλη και αυτή τη φορά. Οι από θαλάσσης επιθέσεις δεν ήταν αποτελεσματικές, ήταν προσχηματικές για να απασχολούν άνδρες στα τείχη.
Ο σουλτάνος έδωσε εντολή στους άτακτους να υποχωρήσουν και να μαζέψουν τα χιλιάδες πτώματα από το πεδίο της μάχης. Η τακτική των Τούρκων βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στον όγκο των δυνάμεων που μπορούσαν να διαθέσουν. Οι επιτιθέμενοι έφεραν σκάλες και μηχανισμούς που θα τους επέτρεπαν να υψώσουν ανεμόσκαλες στα τείχη. Παράλληλα, σημάδευαν με βέλη τους χριστιανούς πίσω από τα τείχη. Ήταν, τελικά, μία μάχη που κρίθηκε από το πυροβολικό. Αν ο σουλτάνος δεν διέθετε τη δύναμη πυρός δεν θα μπορούσε να εισέλθει στην πόλη. Μοναδική επιλογή θα ήταν ο αποτελεσματικός αποκλεισμός που θα έφερνε τους πολιορκημένους στα όρια της λιμοκτονίας.
Λίγο πριν το ξημέρωμα το μεγάλο κανόνι κατάφερε να γκρεμίσει ένα μεγάλο τμήμα του εξωτειχίου στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τριακόσιοι οσμανλήδες πέρασαν μέσα από τα τείχη, αλλά αποδεκατίστηκαν από τους άνδρες του Παλαιολόγου. Τότε, όταν ο ήλιος άρχισε να φωτίζει το πεδίο της εφιαλτικής μάχης, ο σουλτάνος διέταξε την έφοδο των γενίτσαρων. Οι εξαντλημένοι χριστιανοί αξιοποιούσαν στο μέγιστο βαθμό το αμυντικό πλεονέκτημα των υψηλών τειχών και μπορούσαν να κρατούν τους γενίτσαρους μακριά. Όλα έδειχναν πως η άμυνα μπορούσε να συγκρατήσει την επίθεση. Αλλά τότε κάποιος ειδοποίησε τον αυτοκράτορα πως ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε. Πόσο σοβαρός ήταν ο τραυματισμός; Οι πηγές δεν συμφωνούν. Ο Φρατζής, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή ιστορικής καταγραφής, υποστηρίζει πως ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε ολίγον τι. Αργότερα βενετσιάνοι χρονικογράφοι υποστήριξαν πως δείλιασε, άλλοι έγραψαν πως πληγώθηκε στο πόδι και άλλοι πως χτυπήθηκε στο στέρνο. Οι άνδρες του ετοιμάστηκαν να τον μεταφέρουν στο πλοίο του και άρχισαν να εγκαταλείπουν τη γραμμή άμυνας. Ο αυτοκράτορας  πάνω στα τείχη πέταξε τα αυτοκρατορικά διάσημα και ρίχθηκε στη μάχη.   Την ίδια στιγμή η σημαία του σουλτάνου φάνηκε να κυματίζει επάνω από την Κερκόπορτα, την οποία, κατά την κρατούσα άποψη, οι βυζαντινοί είχαν ξεχάσει να κλειδώσουν. Εάλω η Πόλις!
Εκατοντάδες γενίτσαροι άρχισαν να περνούν στην πόλη και να καταστρέφουν την αμυντική διάταξη. Ο Παλαιολόγος χάθηκε στη μάχη. Κανένας δεν τον ξανάδε.
Με θρήνο και τρόμο η Πόλη υποδέχθηκε τον κατακτητή.  Ακολούθησε η σφαγή στην Αγία Σοφία και τη νύχτα ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη εκκλησία. Κατόπιν εντολής του, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ιμάμης ανέβηκε στον άμβωνα και ευχαρίστησε τον Αλλάχ. Ο Μωάμεθ βγήκε από την Αγία Σοφία και κατευθύνθηκε προς το παλιό παλάτι των Αυτοκρατόρων. Καθώς τα πασούμια του πατούσαν επάνω στα μωσαϊκά, λέγεται πως ψιθύρισε τους στίχους ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τα πέπλα της στο παλάτι των Καισάρων. Η κουκουβάγια καλεί τους φρουρούς στα κάστρα της Αφρασίας». Ηταν μόλις 21 ετών.
«Η Κερκόπορτα, ένας κόκκος άμμου, έκρινε την ιστορία του κόσμου» Στ. Τσβάιχ
Το πόσοι ακριβώς ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους στην ΄Αλωση δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια από τις βασικές μας πηγές για τα γεγονότα. Οι ιστοριογράφοι αναφέρουν αριθμούς μεταξύ δύο και τεσσάρων χιλιάδων, παράλληλα όμως συμφωνούν ότι ήταν δεκάδες χιλιάδες εκείνοι που πουλήθηκαν ως δούλοι. Τα πτώματα των νεκρών υπερασπιστών
πετάχτηκαν στη θάλασσα ‐‐ ο αριθμός τους δεν επέτρεπε κανονικές κηδείες.
Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν ‐‐κυρίως δυτικοί‐‐ φόρτωσαν σε κάρα και καράβια και πήραν μαζί τους έναν τεράστιο αριθμό βιβλίων, που έφτασαν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, θεολογικά έργα, έργα των τραγικών, έφυγαν σε φορτία για τη Δυτική Ευρώπη, ενώ, πολλά τα πούλησαν οι ίδιοι οι κάτοικοι της Πόλης αντί εξευτελιστικού αντιτίμου. Πάντως, ο μεγαλύτερος αριθμός των πολύτιμων βιβλίων (60.000 κατά τον θρήνο Lamento di Constantinopoli και 120.000 κατά τον Αρμένιο Αβραάμ) κάηκαν σε μεγάλη φωτιά που άναψαν οι Τούρκοι για να καταστρέψουν «τα βιβλία των απίστων». Πολλά από τα βιβλία που σώθηκαν έφτασαν στα χέρια των βυζαντινών λογίων που ζούσαν και δίδασκαν στην Ιταλία, ήδη από την εποχή της Φλωρεντίας.
Κατά το έθιμο των μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του Μωάμεθ Β΄ επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες λεηλατούσαν την κατακτημένη πόλη. Κατά το ίδιο έθιμο, όλοι οι κάτοικοι μιας πόλης που δεν έσκυψε το κεφάλι γίνονταν δούλοι ‐‐ μπορούσαν να πουληθούν στα παζάρια, αν δεν είχαν αρκετά χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Το παλάτι, σπίτια, εκκλησιές, μοναστήρια λεηλατήθηκαν. Πολλές νεαρές καλόγριες αυτοκτόνησαν για να αποφύγουν τον εξευτελισμό του βιασμού ‐‐ αν και οι γεροντότεροι συμβούλευαν την αποδοχή της «τιμωρίας από τον Θεό», που είχε πάρει το πρόσωπο του Μεχμέτ Φατίχ, του Μωάμεθ του Κατακτητή.
Πολλοί κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, ζητώντας την προστασία του Θεού. Ο ναός
μετατράπηκε για μια ακόμα φορά, μετά το 1204, σε τόπο σφαγής και φρίκης. Η λαϊκή παράδοση καταγράφει τη μεγάλη σφαγή: «Σε μια κολόνα της Αγια‐Σοφιάς, ψηλά, πολύ ψηλά, φαίνεται ως τα τώρα το αίμα. Είναι σημάδι που έβαλε ο Αμιράς ο Μουχαμέτης με την απαλάμη του βουτηγμένη στο αίμα, όταν μπήκε στην Αγια‐Σοφιά και την έκαμε τζαμί. Κι έφτασε τόσο ψηλά γιατί πατούσε απάνου σε σωρούς κορμιά των χριστιανών που σκότωσαν μες στην εκκλησιά οι Τούρκοι» (Ν. Πολίτης, Παραδόσεις). Με την παρουσία του σουλτάνου, που έφτασε το απόγευμα της αποφράδας μέρας στην Αγιά‐Σοφιά, οι μουσουλμάνοι κατακτητές προσευχήθηκαν μέσα στην κατακτημένη εκκλησία στον δικό τους θεό, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα ‐‐ ο ίδιος ο σουλτάνος είχε καλέσει τον ιμάμη.
Ο Μωάμεθ κατέλυσε στις Βλαχέρνες από το πρώτο κιόλας βράδυ. Εκεί συνάντησε τον Μέγα Δούκα της αυτοκρατορίας, τον Λουκά Νοταρά, ανθενωτικό και σοφό άντρα, τον οποίο προόριζε για βοηθό του στη διοίκηση της Πόλης, καθώς γνώριζε την περίφημη φράση του Δούκα, που επιβιώνει ακόμα στη λαϊκή παράδοση, ως «καλύτερα σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική». Αμέσως μετά, υποχρέωσε το Δούκα και την οικογένειά του να μείνουν σε κατ΄ οίκον περιορισμό, περισσότερο για να τον γλιτώσει από το μένος των στρατιωτών παρά γιατί κινδύνευε από τον Νοταρά.
Στο γλέντι που ακολούθησε την κατάκτηση, στις Βλαχέρνες, οι φίλοι του Μωάμεθ τού περιέγραψαν την ωραιότητα του 14χρονου γιου τού Νοταρά ‐‐ και ο μεθυσμένος παιδόφιλος σουλτάνος έστειλε μήνυμα στο Δούκα: «Στείλε μου τον γιο σου». Ο Δούκας αρνήθηκε και ο σουλτάνος έστειλε στρατό να
του φέρει σιδηροδέσμιους το Δούκα, τον γιο του και τον γαμπρό του, τους τρεις τελευταίους άντρες της γενιάς των Νοταράδων ‐‐ οι άλλοι γιοι του Δούκα είχαν πέσει μαζί με τον Αυτοκράτορα μαχόμενοι στα τείχη. Ο 14χρονος γιος του Δούκα ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, αμούστακο ακόμα, το οποίο γοήτευσε τον Μωάμεθ ερωτικά. Ο σουλτάνος ζήτησε από τον Δούκα να του παραδώσει τον γιο του για το χαρέμι, γιατί διαφορετικά θα τους σκότωνε και τους τρεις. Ο Δούκας, φοβούμενος ότι ο μικρός του γιος θα υπέκυπτε αν έβλεπε να αποκεφαλίζουν τον πατέρα του μπροστά του, ζήτησε μια χάρη από τον σουλτάνο: να σκοτώσουν πρώτα τον γιο του, κατόπιν τον γαμπρό του και τέλος τον ίδιο. Έτσι πέθαναν, όπως ζήτησε ο Λουκάς Νοταράς. Από τους Νοταράδες επιβίωσε μόνο η κόρη του Δούκα Νοταρά, η ΄Αννα, που ήταν εγκαταστημένη στη Βενετία και δεχόταν, φιλοξενούσε και φρόντιζε όποιον έφτανε πρόσφυγας στην πόλη των Δόγηδων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η στάση του Νοταρά απέναντι στο θάνατο αποτελεί την επιβεβαίωση της γνησιότητας των ανθενωτικών συναισθημάτων του και της άποψής του ότι η επιβίωση του γένους ήταν αλληλένδετη με την επιβίωση της ορθοδοξίας.
” Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από κείνη των ελευθέρων”

*Λέκτορας Κλασικής Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.