ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Γράφει ο Ιωάννης Ιωαν. Μαζοκοπάκης
Τρίτη μέρα της Μάχης. Ζέστη αφόρητη, θερμές αέριες μάζες ερχόταν από τη Λιβύη σαν να συμμάχησαν και αυτές με τους υπερασπιστές του νησιού καθώς οι επιτιθέμενοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε θερμό κλίμα.
Στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στο ύψωμα 107 είχαν πιαστεί στα χέρια και τώρα χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια και τις λόγχες, γιατί όποιος κέρδιζε το ύψωμα συνάμα θα κέρδιζε τον έλεγχο του αεροδρομίου και ασφαλώς τη μάχη. Αλλά ας μεταφερθούμε στη μάχη του Δραπανιά Κισάμου. Από την πρώτη μέρα είχαν εξουδετερώσει όλους τους αλεξιπτωτιστές στου Καστελιού τον κάμπο, αλλά τώρα γερμανικός τακτικός στρατός απεβιβάσθη με καΐκια στα Ναυπηγεία. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στα γύρω χωριά και οι άνδρες όσοι είχαν όπλο αμέσως έτρεξαν για να αναχαιτίσουν τους νεοφερμένους.
Από το χωριό Ποταμίδα πήγαν πολλοί. Η μάχη άναψε, ..
... οι επιτιθέμενοι είχαν άρτιο εξοπλισμό αντίθετα με τους ντόπιους που οι μισοί κρατούσαν κυνηγετικά εμπροσθογεμή δίκαννα. Τέσσερις Ποταμιδιανοί δίπλα - δίπλα ο ένας με τον άλλο.
Πρώτος Νικόλαος Γ. Χουδαλάκης, 30 χρονών περίπου, χεροδύναμος, νευρικός, ορμητικός με κατάμαυρα μεγάλα μουστάκια, απόδειξη της Κρητικής καταγωγής του.
Δεύτερος ο μακαρίτης Γιώργης Φωτάκης. Ανδρας μεγαλόσωμος στην ίδια περίπου ηλικία με τον πρώτο.
Τρίτος Γιάννης Ηλία Μαζοκοπάκης, ετών 57, με 8 παιδιά και Τέταρτος Στέφανος Τζανή Μπατουδάκης, ετών 16, κρατούσε ένα γερμανικό τουφέκι που το είχε πάρει από τη Μάχη του κάμπου. Γέμισε το τουφέκι και έριχνε πολύ γρήγορα. Θα πέρναγαν πολλά χρόνια για να τον μιμηθούν τα παιδιά της Παλαιστίνης. Παραδίπλα τους ένας βρακοφόρος κρατούσε ένα γκρα που τα φυσίγγιά του ήταν φτιαγμένα από καπνερό μπαρούτι και σε κάθε πυροβολισμό άφηνε ένα συννεφάκι καπνό.
Αυτό στάθηκε αιτία να τους επισημάνει το γερμανικό πολυβόλο. Απανωτές ριπές και οι σφαίρες έπεφταν δίπλα τους, μπροστά τους, από πάνω τους και σφύριζαν δαιμονισμένα.
Τραυματίστηκε ελαφρά στο πρόσωπο ο Χουδαλάκης. Και τότε έγινε το κακό. Φωτιές στα σπίτια του πάνω Δραπανιά, καίγανε τα σπίτια οι Γερμανοί και από πίσω τους ακούστηκε η φωνή: 'Πίσω γρήγορα οι Γερμανοί μας βάλανε στη μέση'.
Η φυγή ήταν γρήγορη και άτακτη. Το πολυβόλο καιροφυλακτούσε, αμέσως ακούστηκε το κροτάλισμά του και συνάμα τα ουρλιαχτά του Μαζοκοπάκη με τα οκτώ παιδιά. Δύο σφαίρες τον πέτυχαν στο αριστερό μέρος της κοιλιάς.
Ο δεκαεξάχρονος Μπατουδάκης έτρεξε σαν αστραπή και διένυσε τα 6 χιλιόμετρα απόσταση για να φτάσει στο χωριό του και να πει τα νέα στη γυναίκα του.
Της είπε ακριβώς που έμεινε. Έτρεξε γρήγορα, ήταν νέα ακόμη 42 χρονών και άντεχαν τα πόδια της. Μόλις έφθασε όμως στην πρώτη γραμμή η μάχη συνεχιζόταν από άλλες τώρα θέσεις, οι ντόπιοι την εμπόδιζαν γιατί οπωσδήποτε θα σκοτωνόταν. Αυτή όμως πέρασε, μπήκε στα διασταυρωμένα πυρά από πολλά άλλα σημεία. Οι δικοί μας την έβλεπαν και έλεγαν που πηγαίνει αυτή η τρελή και σταματήσανε τον πόλεμο με τη σειρά τους, σταματήσανε και οι Γερμανοί. Γύρισε σε όλα τα μέρη που της είπε ο Μπατουδάκης, αλλά πουθενά δεν είδε τον άνδρα της.
Σε λίγο θα βράδιαζε, έπρεπε να γυρίσει πίσω. Γύρισε σπίτι της με μάτια που γυάλιζαν στεγνά σαν να ’ταν γυάλινα, τα παιδιά της την κοίταζαν στα μάτια, δεν τη ρώτησαν τίποτα, δεν τους είπε τίποτα. Την επόμενη πριν να ξημερώσει έφυγε, άρχισε να ψάχνει πάλι, γιατί την είχε ξανά κατατοπίσει ο Μπατουδάκης.
Τα αεροπλάνα πετούσαν μέχρι σχεδόν το κεφάλι της. Τα πολυβόλα κροταλούσαν ακατάπαυτα. Βρήκε καμιά εικοσαριά σκοτωμένους ντόπιους και Γερμανούς, αλλά τον άνδρα της πουθενά.
Σήμερα της ακολουθούσε το σκυλί τους ένας μιγάς από λυκόσκυλο και ντόπιο. Ξαφνικά διακόσια μέτρα μακριά, άκουσε τον σκύλο, να ουρλιάζει.
Ετρεξε, πήγε και τον είδε μπρούμυτα και ο σκύλος καθόταν από το μέρος του κεφαλιού του και ούρλιαζε.
Τον γύρισε ανάσκελα, είχε σκίσει τα ρούχα του και είχε πρόχειρα επιδεθεί, αλλά η αιμορραγία ήταν μεγάλη γιατί είχε κτυπηθεί με σφαίρες τροχοδιωκτικές. Επεσε πάνω του και θρηνούσε για αρκετή ώρα.
Τώρα τη βασάνιζε το πώς θα τον σηκώσει. Πήγε από το μέρος του κεφαλιού του, έβαλε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες του, τον τραβούσε καμιά πενηνταριά μέτρα, τον πήγε σε έναν δέτη, τον κάθισε, πήγε από μπροστά του, τράβηξε τα χέρια του μπροστά από τους ώμους της, έσκυψε αρκετά και τον σήκωσε. Προχωρούσε πολύ σκυφτά και αργά γιατί το βάρος την πίεζε αφόρητα.
Ο σκύλος μπροστά και αυτός πήγαινε πολύ σιγά γιατί μάντευε τη δυσκολία. Είχε βαδίσει περίπου 150 μέτρα και άρχισε ο σκύλος να γρυλίζει και να φαίνεται ανήσυχος, διψούσε τρομερά από το φορτίο και την πολλή ζέστη, λιποψύχησε, μπροστά της 30 μέτρα περίπου ήταν ένας δέτης, αν έφτανε μέχρι εκεί, θα τον ακουμπούσε εκεί και δεν θα της ήταν δύσκολο να τον σηκώσει.
Ξαφνικά ο σκύλος κάτι είδε τρόμαξε γύρισε προς τα πίσω ήθελε 5 μέτρα να φτάσει και ήταν μπροστά της οι Γερμανοί 7 άνδρες, ένας λοχίας και 6 στρατιώτες, κόπηκαν τα πόδια της, γύρισε στο πλάι.
Και απόθεσε τον νεκρό άντρα της. Τα χείλη της κάτασπρα από την αφυδάτωση. Οι Γερμανοί κάτι της έλεγαν, αυτή δεν καταλάβαινε, μετά μιλούσαν μεταξύ τους. Ξαφνικά πλησίασε ο λοχίας και της ακούμπησε το παγούρι του στο στόμα της.
Αυτή δεν δέχθηκε. Τον κοίταξε σαν αποσβολωμένη. Ηταν όλα τους παιδιά αμούστακα και γύρω στα 18.
Αντί για σχολεία, ο αρχηγός τους τα έστειλε εδώ για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Σίγουρα αυτοί σκότωσαν τον άνδρα της.
Μέσα της υπήρχε μία διχογνωμία, δεν ήξερε εάν έπρεπε ή όχι να τους καταραστεί. Της έγνεψε να φύγει.
Αρχισε να προχωράει, τα πόδια της σερνόταν στο σκληρό χώμα και έκαναν ένα παράξενο θόρυβο σαν τον θόρυβο που έκανε ο Σταυρός του Χριστού στο λιθόστρωτο πηγαίνοντας στον Γολγοθά. Σε τούτο τον κόσμο δεν σήκωσε μόνο ο Χριστός, χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι σήκωσαν τον δικό τους σταυρό. Ο σκοτωμένος άνδρας και η τραγική γυναίκα που τον κουβαλούσε στην πλάτη της είχαν την ατυχία, αλλά και την τιμή, να είναι οι γονείς μου.
*Ποταμίδα Κισάμου
Γράφει ο Ιωάννης Ιωαν. Μαζοκοπάκης
Τρίτη μέρα της Μάχης. Ζέστη αφόρητη, θερμές αέριες μάζες ερχόταν από τη Λιβύη σαν να συμμάχησαν και αυτές με τους υπερασπιστές του νησιού καθώς οι επιτιθέμενοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε θερμό κλίμα.
Στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στο ύψωμα 107 είχαν πιαστεί στα χέρια και τώρα χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια και τις λόγχες, γιατί όποιος κέρδιζε το ύψωμα συνάμα θα κέρδιζε τον έλεγχο του αεροδρομίου και ασφαλώς τη μάχη. Αλλά ας μεταφερθούμε στη μάχη του Δραπανιά Κισάμου. Από την πρώτη μέρα είχαν εξουδετερώσει όλους τους αλεξιπτωτιστές στου Καστελιού τον κάμπο, αλλά τώρα γερμανικός τακτικός στρατός απεβιβάσθη με καΐκια στα Ναυπηγεία. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στα γύρω χωριά και οι άνδρες όσοι είχαν όπλο αμέσως έτρεξαν για να αναχαιτίσουν τους νεοφερμένους.
Από το χωριό Ποταμίδα πήγαν πολλοί. Η μάχη άναψε, ..
... οι επιτιθέμενοι είχαν άρτιο εξοπλισμό αντίθετα με τους ντόπιους που οι μισοί κρατούσαν κυνηγετικά εμπροσθογεμή δίκαννα. Τέσσερις Ποταμιδιανοί δίπλα - δίπλα ο ένας με τον άλλο.
Πρώτος Νικόλαος Γ. Χουδαλάκης, 30 χρονών περίπου, χεροδύναμος, νευρικός, ορμητικός με κατάμαυρα μεγάλα μουστάκια, απόδειξη της Κρητικής καταγωγής του.
Δεύτερος ο μακαρίτης Γιώργης Φωτάκης. Ανδρας μεγαλόσωμος στην ίδια περίπου ηλικία με τον πρώτο.
Τρίτος Γιάννης Ηλία Μαζοκοπάκης, ετών 57, με 8 παιδιά και Τέταρτος Στέφανος Τζανή Μπατουδάκης, ετών 16, κρατούσε ένα γερμανικό τουφέκι που το είχε πάρει από τη Μάχη του κάμπου. Γέμισε το τουφέκι και έριχνε πολύ γρήγορα. Θα πέρναγαν πολλά χρόνια για να τον μιμηθούν τα παιδιά της Παλαιστίνης. Παραδίπλα τους ένας βρακοφόρος κρατούσε ένα γκρα που τα φυσίγγιά του ήταν φτιαγμένα από καπνερό μπαρούτι και σε κάθε πυροβολισμό άφηνε ένα συννεφάκι καπνό.
Αυτό στάθηκε αιτία να τους επισημάνει το γερμανικό πολυβόλο. Απανωτές ριπές και οι σφαίρες έπεφταν δίπλα τους, μπροστά τους, από πάνω τους και σφύριζαν δαιμονισμένα.
Τραυματίστηκε ελαφρά στο πρόσωπο ο Χουδαλάκης. Και τότε έγινε το κακό. Φωτιές στα σπίτια του πάνω Δραπανιά, καίγανε τα σπίτια οι Γερμανοί και από πίσω τους ακούστηκε η φωνή: 'Πίσω γρήγορα οι Γερμανοί μας βάλανε στη μέση'.
Η φυγή ήταν γρήγορη και άτακτη. Το πολυβόλο καιροφυλακτούσε, αμέσως ακούστηκε το κροτάλισμά του και συνάμα τα ουρλιαχτά του Μαζοκοπάκη με τα οκτώ παιδιά. Δύο σφαίρες τον πέτυχαν στο αριστερό μέρος της κοιλιάς.
Ο δεκαεξάχρονος Μπατουδάκης έτρεξε σαν αστραπή και διένυσε τα 6 χιλιόμετρα απόσταση για να φτάσει στο χωριό του και να πει τα νέα στη γυναίκα του.
Της είπε ακριβώς που έμεινε. Έτρεξε γρήγορα, ήταν νέα ακόμη 42 χρονών και άντεχαν τα πόδια της. Μόλις έφθασε όμως στην πρώτη γραμμή η μάχη συνεχιζόταν από άλλες τώρα θέσεις, οι ντόπιοι την εμπόδιζαν γιατί οπωσδήποτε θα σκοτωνόταν. Αυτή όμως πέρασε, μπήκε στα διασταυρωμένα πυρά από πολλά άλλα σημεία. Οι δικοί μας την έβλεπαν και έλεγαν που πηγαίνει αυτή η τρελή και σταματήσανε τον πόλεμο με τη σειρά τους, σταματήσανε και οι Γερμανοί. Γύρισε σε όλα τα μέρη που της είπε ο Μπατουδάκης, αλλά πουθενά δεν είδε τον άνδρα της.
Σε λίγο θα βράδιαζε, έπρεπε να γυρίσει πίσω. Γύρισε σπίτι της με μάτια που γυάλιζαν στεγνά σαν να ’ταν γυάλινα, τα παιδιά της την κοίταζαν στα μάτια, δεν τη ρώτησαν τίποτα, δεν τους είπε τίποτα. Την επόμενη πριν να ξημερώσει έφυγε, άρχισε να ψάχνει πάλι, γιατί την είχε ξανά κατατοπίσει ο Μπατουδάκης.
Τα αεροπλάνα πετούσαν μέχρι σχεδόν το κεφάλι της. Τα πολυβόλα κροταλούσαν ακατάπαυτα. Βρήκε καμιά εικοσαριά σκοτωμένους ντόπιους και Γερμανούς, αλλά τον άνδρα της πουθενά.
Σήμερα της ακολουθούσε το σκυλί τους ένας μιγάς από λυκόσκυλο και ντόπιο. Ξαφνικά διακόσια μέτρα μακριά, άκουσε τον σκύλο, να ουρλιάζει.
Ετρεξε, πήγε και τον είδε μπρούμυτα και ο σκύλος καθόταν από το μέρος του κεφαλιού του και ούρλιαζε.
Τον γύρισε ανάσκελα, είχε σκίσει τα ρούχα του και είχε πρόχειρα επιδεθεί, αλλά η αιμορραγία ήταν μεγάλη γιατί είχε κτυπηθεί με σφαίρες τροχοδιωκτικές. Επεσε πάνω του και θρηνούσε για αρκετή ώρα.
Τώρα τη βασάνιζε το πώς θα τον σηκώσει. Πήγε από το μέρος του κεφαλιού του, έβαλε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες του, τον τραβούσε καμιά πενηνταριά μέτρα, τον πήγε σε έναν δέτη, τον κάθισε, πήγε από μπροστά του, τράβηξε τα χέρια του μπροστά από τους ώμους της, έσκυψε αρκετά και τον σήκωσε. Προχωρούσε πολύ σκυφτά και αργά γιατί το βάρος την πίεζε αφόρητα.
Ο σκύλος μπροστά και αυτός πήγαινε πολύ σιγά γιατί μάντευε τη δυσκολία. Είχε βαδίσει περίπου 150 μέτρα και άρχισε ο σκύλος να γρυλίζει και να φαίνεται ανήσυχος, διψούσε τρομερά από το φορτίο και την πολλή ζέστη, λιποψύχησε, μπροστά της 30 μέτρα περίπου ήταν ένας δέτης, αν έφτανε μέχρι εκεί, θα τον ακουμπούσε εκεί και δεν θα της ήταν δύσκολο να τον σηκώσει.
Ξαφνικά ο σκύλος κάτι είδε τρόμαξε γύρισε προς τα πίσω ήθελε 5 μέτρα να φτάσει και ήταν μπροστά της οι Γερμανοί 7 άνδρες, ένας λοχίας και 6 στρατιώτες, κόπηκαν τα πόδια της, γύρισε στο πλάι.
Και απόθεσε τον νεκρό άντρα της. Τα χείλη της κάτασπρα από την αφυδάτωση. Οι Γερμανοί κάτι της έλεγαν, αυτή δεν καταλάβαινε, μετά μιλούσαν μεταξύ τους. Ξαφνικά πλησίασε ο λοχίας και της ακούμπησε το παγούρι του στο στόμα της.
Αυτή δεν δέχθηκε. Τον κοίταξε σαν αποσβολωμένη. Ηταν όλα τους παιδιά αμούστακα και γύρω στα 18.
Αντί για σχολεία, ο αρχηγός τους τα έστειλε εδώ για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Σίγουρα αυτοί σκότωσαν τον άνδρα της.
Μέσα της υπήρχε μία διχογνωμία, δεν ήξερε εάν έπρεπε ή όχι να τους καταραστεί. Της έγνεψε να φύγει.
Αρχισε να προχωράει, τα πόδια της σερνόταν στο σκληρό χώμα και έκαναν ένα παράξενο θόρυβο σαν τον θόρυβο που έκανε ο Σταυρός του Χριστού στο λιθόστρωτο πηγαίνοντας στον Γολγοθά. Σε τούτο τον κόσμο δεν σήκωσε μόνο ο Χριστός, χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι σήκωσαν τον δικό τους σταυρό. Ο σκοτωμένος άνδρας και η τραγική γυναίκα που τον κουβαλούσε στην πλάτη της είχαν την ατυχία, αλλά και την τιμή, να είναι οι γονείς μου.
*Ποταμίδα Κισάμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.