Β. Οι Τουρκοκρητικοί και η μουσική.
Για να επανέλθουμε στον Κονδυλάκη:
(…) οι χοροί των είναι οι κρητικοί και τα άσματά των ελληνικά, όπως δε οι χριστιανοί, και αυτοί συνθέτουν εγκώμια εις τους διαπρέποντας κατά τον πόλεμον. Το τραγούδι ενός τούρκου ήρωος του 66 εξ Ηρακλείου ήρχιζεν ως εξής:
Ντελή Ξεΐνη Αξεδιανέ, είντά ’τονε γραφτό σου
στσ’ Αράδενας το φάραγγα να βρεις το θάνατό σου.
Πολλάκις δε οι «καινούργιοι σκοποί», όταν δεν έρχωνται εξ Αθηνών ή εκ Σμύρνης, οφείλονται εις την μουσικήν επίνοιαν των εν ταις πόλεσι τούρκων και ιδίως των χανουμισσών, αίτινες μάλιστα δεν παραλείπουν και αυτό το έθιμον του κλήδονα.
Ο Τσίβης συμπληρώνει σ’ αυτό το θέμα:
Οι Τουρκοκρητικοί, με συνοδεία των μουσικών οργάνων λύρας, λαούτου και μπουλγαρί, χόρευαν τους ίδιους χορούς που χόρευαν και οι Έλληνες κάτοικοι της Κρήτης, τραγουδούσαν τους ίδιους περίπου σκοπούς, χωρίς τη συντροφιά γυναικών. (σσ. η οποία πιθανόν υπήρχε στις παρέες των Χριστιανών, αφού η θέση της γυναίκας γενικά ήταν διαφορετική.)
Πολλοί Τουρκοκρητικοί διακρίθηκαν ......
....ως χορευτές και άλλοι έγιναν διάσημοι λυράρηδες και λαγουτιέρηδες.
Γνωστοί Τουρκοκρητικοί που επιδώθηκαν στη μουσική είναι:
1. Ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης, για τον οποίο στο βιβλίο του Γ. Τσίβη (σελ. 111) διαβάζουμε:
Ξακουστός Τουρκοκρητικός λυράρης υπήρξε ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης. Όταν, μερακλωμένος, έπαιζε τη λύρα, γονάτιζε και ακουμπούσε το κάτω άκρο της λύρας στο έδαφος και τότε η λύρα του Χασάν Αγά του Χανιώτη σκορπούσε τέτοιους μελωδικούς ήχους, που «ανάγκαζε τη γη να τρέμει και να χορεύει»… (σσ. το ιδιο παραδίδεται για το μεγάλο λυράρη από την Πλάκα Αποκορώνου Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό . Το παρανόμι «Χανιώτης» το πήρε για να ξεχωρίζει από τους άλλους Τουρκοκρητικούς λυράρηδες.
Ο λυράρης Χασάν Αγάς ο Χανιώτης έζησε στα μέσα του παρελθόντα αιώνα (σσ. εννοεί τον 19ο). Η παράδοση διατήρησε τη μνήμη του για την ασύγκριτη δεξιοτεχνία του στο παίξιμο της ξακουστής λύρας του.
2. Διάσημος χορευτής υπήρξε ο Σελινιώτης Κρητογιανίτσαρος Χουσεΐν Τζίνης (απόγονος εξισλαμισμένου ευγενούς Ενετού). Η παράδοση διάσωσε πως, όταν χόρευε τον πεντοζάλη, ήταν ικανός να κρατά στο δεξί του χέρι έναν τράγο σφαγμένο που άλλοι τον έγδερναν. (Γ. Τσίβης, σελ. 112).
3. Ένας από τους διασημότερους ωστόσο Τουρκοκρητικούς μουσικούς, που το έργο του έχει γίνει σταθμός στην κρητική μουσική παράδοση, ήταν ο Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, θρυλούμενος και ως δημιουργός του σταφιδιανού σκοπού, τον οποίο βλ. στους «Πρωτομάστορες» (ηχογρ. από Μπαξεβάνη και Καρεκλά)
Κατά τον Τσίβη (σελ. 113-114), υπήρξε ξακουστός γλεντζές, τραγουδιστής, χορευτής και δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί.
Γεννήθηκε στα Χανιά το 1878… Το παρανόμι «Σταφιδάκης» το πήρε εξαιτίας που στο νομό Χανίων ήταν σχεδόν ο μόνος γαιοκτήμονας που είχε μεγάλη έκταση σταφιδαμπέλου.
…Φίλους πολλούς είχε, όχι μόνο Τούρκους, μα και Έλληνες. Ήταν παντρεμένος με μια πλούσια και όμορφη Τουρκοκρητικιά, τη Φατμέ, από την εξέχουσα Τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων (απογόνων ευγενών Ενετων φεουδαρχών).
…Ο Μεχμέτ Μπέης άρχιζε το γλέντι τραγουδώντας, με το σκοπό που ο ίδιος δημιούργησε, με μαντινάδες που τις περισσότερες αυτοσχεδίαζε την ίδια εκείνη στιγμή. Είχε το χάρισμα του στιχοπλόκου που είχαν και έχουν σήμερα πολλοί Κρητικοί λυράρηδες και γλεντζέδες. Η πρώτη μαντινάδα που τραγουδούσε ήταν πάντα αφιερωμένη στην πολυαγαπημένη του Φατμέ.
Ο σεμπτάς σου μ’ άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου.
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιουλ μπαξέ κυρά μου.
[Όμως κάποιοι πληροφόρησαν το Μεχμέτ Μπέη πως η αγαπημένη του σύζυγος τον απατούσε με εξέχον μέλος της χανιώτικης τουρκοκρητικής κοινωνίας. Μη μπορώντας να το επαληθεύσει ούτε να το διαψεύσει, ο καλόκαρδος, ως φαίνεται, εκείνος άνθρωπος έδιωξε τη γυναίκα του και μαράζωσε, καταλήγοντας φυματικός. Πριν πεθάνει, την κάλεσε να τη δει για τελευταία φορά. Εκείνη πήγε στο σπίτι του με τους γονείς της. Και συνεχίζει ο Τσίβης (σελ. 114):]
Όταν ο Μεχμέτ Μπέης την αντίκρισε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε το εξής τετράστιχο, που αυτοσχεδίασε εκείνη τη στιγμή:
Εγώ ποθαίνω και ξεγνοιώ και συ που ζεις γλιτώνεις.
Κι’ αν έχω δίκιο απάνω σου στον Άδη το πλερώνεις.
Ύστερα μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και, μεγαλόφωνα, με τον Σταφιδιανό Σκοπό, αποχαιρέτησε τον κόσμο με το εξής τετράστιχο:
Εσύ μωρέ Καπέ ντουνιά σε μένα μην καυχάσαι.
Μα ’γώ ’μια που σε γλέντησα και τώρα μ’ απαρνάσαι.
Λίγες στιγμές πέρασαν και ο τελευταίος Τουρκοκρητικός τροβαδούρος ξεψύχησε στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Φατμέ. Το θάνατό του θρήνησαν Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί κάτοικοι Χανίων. Την κηδεία του παρακολούθησε, χωρίς υπερβολές, ολόκληρος ο πληθυσμός. Πέθανε τον Μάη του 1908.
Για να επανέλθουμε στον Κονδυλάκη:
(…) οι χοροί των είναι οι κρητικοί και τα άσματά των ελληνικά, όπως δε οι χριστιανοί, και αυτοί συνθέτουν εγκώμια εις τους διαπρέποντας κατά τον πόλεμον. Το τραγούδι ενός τούρκου ήρωος του 66 εξ Ηρακλείου ήρχιζεν ως εξής:
Ντελή Ξεΐνη Αξεδιανέ, είντά ’τονε γραφτό σου
στσ’ Αράδενας το φάραγγα να βρεις το θάνατό σου.
Πολλάκις δε οι «καινούργιοι σκοποί», όταν δεν έρχωνται εξ Αθηνών ή εκ Σμύρνης, οφείλονται εις την μουσικήν επίνοιαν των εν ταις πόλεσι τούρκων και ιδίως των χανουμισσών, αίτινες μάλιστα δεν παραλείπουν και αυτό το έθιμον του κλήδονα.
Ο Τσίβης συμπληρώνει σ’ αυτό το θέμα:
Οι Τουρκοκρητικοί, με συνοδεία των μουσικών οργάνων λύρας, λαούτου και μπουλγαρί, χόρευαν τους ίδιους χορούς που χόρευαν και οι Έλληνες κάτοικοι της Κρήτης, τραγουδούσαν τους ίδιους περίπου σκοπούς, χωρίς τη συντροφιά γυναικών. (σσ. η οποία πιθανόν υπήρχε στις παρέες των Χριστιανών, αφού η θέση της γυναίκας γενικά ήταν διαφορετική.)
Πολλοί Τουρκοκρητικοί διακρίθηκαν ......
....ως χορευτές και άλλοι έγιναν διάσημοι λυράρηδες και λαγουτιέρηδες.
Γνωστοί Τουρκοκρητικοί που επιδώθηκαν στη μουσική είναι:
1. Ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης, για τον οποίο στο βιβλίο του Γ. Τσίβη (σελ. 111) διαβάζουμε:
Ξακουστός Τουρκοκρητικός λυράρης υπήρξε ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης. Όταν, μερακλωμένος, έπαιζε τη λύρα, γονάτιζε και ακουμπούσε το κάτω άκρο της λύρας στο έδαφος και τότε η λύρα του Χασάν Αγά του Χανιώτη σκορπούσε τέτοιους μελωδικούς ήχους, που «ανάγκαζε τη γη να τρέμει και να χορεύει»… (σσ. το ιδιο παραδίδεται για το μεγάλο λυράρη από την Πλάκα Αποκορώνου Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό . Το παρανόμι «Χανιώτης» το πήρε για να ξεχωρίζει από τους άλλους Τουρκοκρητικούς λυράρηδες.
Ο λυράρης Χασάν Αγάς ο Χανιώτης έζησε στα μέσα του παρελθόντα αιώνα (σσ. εννοεί τον 19ο). Η παράδοση διατήρησε τη μνήμη του για την ασύγκριτη δεξιοτεχνία του στο παίξιμο της ξακουστής λύρας του.
2. Διάσημος χορευτής υπήρξε ο Σελινιώτης Κρητογιανίτσαρος Χουσεΐν Τζίνης (απόγονος εξισλαμισμένου ευγενούς Ενετού). Η παράδοση διάσωσε πως, όταν χόρευε τον πεντοζάλη, ήταν ικανός να κρατά στο δεξί του χέρι έναν τράγο σφαγμένο που άλλοι τον έγδερναν. (Γ. Τσίβης, σελ. 112).
3. Ένας από τους διασημότερους ωστόσο Τουρκοκρητικούς μουσικούς, που το έργο του έχει γίνει σταθμός στην κρητική μουσική παράδοση, ήταν ο Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, θρυλούμενος και ως δημιουργός του σταφιδιανού σκοπού, τον οποίο βλ. στους «Πρωτομάστορες» (ηχογρ. από Μπαξεβάνη και Καρεκλά)
Κατά τον Τσίβη (σελ. 113-114), υπήρξε ξακουστός γλεντζές, τραγουδιστής, χορευτής και δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί.
Γεννήθηκε στα Χανιά το 1878… Το παρανόμι «Σταφιδάκης» το πήρε εξαιτίας που στο νομό Χανίων ήταν σχεδόν ο μόνος γαιοκτήμονας που είχε μεγάλη έκταση σταφιδαμπέλου.
…Φίλους πολλούς είχε, όχι μόνο Τούρκους, μα και Έλληνες. Ήταν παντρεμένος με μια πλούσια και όμορφη Τουρκοκρητικιά, τη Φατμέ, από την εξέχουσα Τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων (απογόνων ευγενών Ενετων φεουδαρχών).
…Ο Μεχμέτ Μπέης άρχιζε το γλέντι τραγουδώντας, με το σκοπό που ο ίδιος δημιούργησε, με μαντινάδες που τις περισσότερες αυτοσχεδίαζε την ίδια εκείνη στιγμή. Είχε το χάρισμα του στιχοπλόκου που είχαν και έχουν σήμερα πολλοί Κρητικοί λυράρηδες και γλεντζέδες. Η πρώτη μαντινάδα που τραγουδούσε ήταν πάντα αφιερωμένη στην πολυαγαπημένη του Φατμέ.
Ο σεμπτάς σου μ’ άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου.
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιουλ μπαξέ κυρά μου.
[Όμως κάποιοι πληροφόρησαν το Μεχμέτ Μπέη πως η αγαπημένη του σύζυγος τον απατούσε με εξέχον μέλος της χανιώτικης τουρκοκρητικής κοινωνίας. Μη μπορώντας να το επαληθεύσει ούτε να το διαψεύσει, ο καλόκαρδος, ως φαίνεται, εκείνος άνθρωπος έδιωξε τη γυναίκα του και μαράζωσε, καταλήγοντας φυματικός. Πριν πεθάνει, την κάλεσε να τη δει για τελευταία φορά. Εκείνη πήγε στο σπίτι του με τους γονείς της. Και συνεχίζει ο Τσίβης (σελ. 114):]
Όταν ο Μεχμέτ Μπέης την αντίκρισε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε το εξής τετράστιχο, που αυτοσχεδίασε εκείνη τη στιγμή:
Εγώ ποθαίνω και ξεγνοιώ και συ που ζεις γλιτώνεις.
Κι’ αν έχω δίκιο απάνω σου στον Άδη το πλερώνεις.
Ύστερα μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και, μεγαλόφωνα, με τον Σταφιδιανό Σκοπό, αποχαιρέτησε τον κόσμο με το εξής τετράστιχο:
Εσύ μωρέ Καπέ ντουνιά σε μένα μην καυχάσαι.
Μα ’γώ ’μια που σε γλέντησα και τώρα μ’ απαρνάσαι.
Λίγες στιγμές πέρασαν και ο τελευταίος Τουρκοκρητικός τροβαδούρος ξεψύχησε στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Φατμέ. Το θάνατό του θρήνησαν Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί κάτοικοι Χανίων. Την κηδεία του παρακολούθησε, χωρίς υπερβολές, ολόκληρος ο πληθυσμός. Πέθανε τον Μάη του 1908.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.