Τότε που έκανε κρύο
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Την παγωνιά των παιδικών και νεανικών μας χειμώνων, όσοι δεν είμαστε από χωριά, ζέσταινε το μαγκάλι. Στα χωριά υπήρχε η παραστιά ή καμινάδα.
Ένα βαθύ στρογγυλό λαμαρινένιο ταψί, με δυο χερούλια στο πλάι στηριγμένο σε τρία πόδια σιδερένια, γεμάτο ξαναμμένα, κατακόκκινα κάρβουνα ήταν το μαγκάλι. Ένας τρίποδας, λίγο χαμηλότερος από το ύψος της καρέκλας, που καθόσουν. Η διάμετρος του δεν ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Στο χερούλι ήταν κρεμασμένη η μασιά, η τσιμπίδα για να σκαλίζομε τη φωτιά. Κάποιοι είχαν στο σαλόνι τους κάποιο μπρούτζινο ανατολίτικο μαγκάλι, κόσμημα γνήσιο. Άναβε σε επίσημες ώρες.
Το μαγκάλι άναβε με κάρβουνα έξω. Έπρεπε να είναι πολύ καλά αναμμένα, να έχουν ξεπάρει τα κάρβουνα για να μπει μέσα. Πάντα υπήρχε ο φόβος να μας ζαλίσουν τα κάρβουνα, αν δεν ήταν καλά αναμμένα. Γι΄αυτό και όταν πηγαίναμε για ύπνο το μαγκάλι απομακρυνόταν. Από νωρίς έπρεπε να προμηθευτούμε κάρβουνα και μάλιστα να τα πετύχομε να μην πετούν σπίθες, τέτοια ήταν συνήθως από ξύλο του έρεικα και ήταν μεγάλη αποτυχία μια τέτοια αγορά. Επίσης αγοράζαμε και σπίθα ή πυρήνα, ένα είδος .......
..... καρβουνόσκονης που κάθε τόσο βάζαμε γύρω από την αναμμένη φωτιά για να τη συντηρούμε.
Πολλές φορές άνθρωποι είχαν ζαλιστεί ή λιποθυμίσει από το μαγκάλι, καθώς η καύση του απαιτούσε πολύ οξυγόνο, που το στερούσε από τους ανθρώπους γύρω. Έπρεπε συχνά να ανοίγομε την πόρτα ή το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας, αν και τα σπίτια έμπαζαν ούτως η άλλως. Συχνά οι μεγάλοι μας τόνιζαν τον κίνδυνο που διατρέχαμε και επ' ευκαιρία μας έλεγαν και άλλα μυστηριώδη, πως είναι επικίνδυνο να μπαίνομε σε μια αποθήκη, που βράζει το κρασί ή πως κάποιος που κατέβηκε σε πηγάδι ζαλίστηκε και πως πάντα σε αυτά μπαίνοντας κρατούμε κερί αναμμένο. Τα ίδια θυμάμαι να λέει και ο δάσκαλος στο σχολειό και να μας κάνει το πείραμα με το κερί και το ποτήρι. Επίσης πολλά παιδιά είχαν καεί στο μαγκάλι και είχαν σημάδι και αυτό το έκανε φοβερό και εμάς προσεκτικότερους.
Το μαγκάλι άναβε, όταν η μητέρα τέλειωνε το συμμάζεμα του σπιτιού. Εκεί στην άκρη της κουζίνας ή του δωματίου που καθόμαστε, σκεπασμένο με χρυσόχαρτο για να διευκολύνεται το άναμμα ανέδυε την ανεπαίσθητη θαλπωρή του, που όμως έκανε αισθητή την παρουσία του σε όποιον έμπαινε μέσα. Χαιρόμουνα πολύ όταν γύριζα από το σχολείο και το μαγκάλι ήταν αναμμένο.
Το απόγευμα αν δεν ήταν κάποιος άλλος στο σπίτι θα το έπαιρνα πλάι στο τραπέζι- γραφείο μου και με τη συντροφιά του θα διάβαζα. Όταν, όμως, είχα πολύ διάβασμα, συνήθως όταν γράφαμε εξετάσεις του Φεβρουαρίου και έκανε πολύ κρύο είχα ένα δικό μου μαγκάλι εκεί που διάβαζα. Συχνά οι άνθρωποι τότε έφτιαχναν αυτοσχέδια μαγκάλια για να ζεσταθούν: μια παλιά λεκάνη από αλουμίνι ή ένα παλιό τσουκάλι αλουμινένιο και λίγα κάρβουνα με πυρήνα μέσα, ήταν έτοιμα να σου σπάσουν την παγωνιά της ατμόσφαιρας.
Όταν τέλειωνε η μητέρα τις δουλειές του νοικοκυριού περνούσε την ώρα της καθισμένη πλάι του πλέκοντας ή ράβοντας.
Με το μαγκάλι σχετίζονται και νοσταλγικές γεύσεις ,όπως εκείνης της φέτας του ψωμιού που την έβαζα πάνω στη μασιά και φρυγανιζόταν λίγο, ύστερα την άλειφα με λίγο στακοβούτυρο και από πάνω ζάχαρη και κανέλα. Ήταν συχνά το απογευματινό αληθινή πανδαισία! Αλλά και κάστανα ψήναμε συχνά, πολύ καλά κομμένα να μην εκραγούν.
Γύρω από αυτό το μαγκάλι αργά το βράδυ μαζευόμασταν όλοι καθισμένοι σε κύκλο για να ζεσταθούμε, και όσο πιο μικρός ο κύκλος τόσο μεγαλύτερη η ζεστασιά. Όλη η οικογένεια, αλλά και επισκέπτες. Ιστορίες, κουβέντες, τα νέα της ημέρας, γλωσσοδέτες, αινίγματα, παροιμίες, κάλυπταν το κενό, που σήμερα καλύπτει η τηλεόραση. Το ραδιόφωνο από τη γωνιά του διακριτικό μπορούσε να μουρμουρίζει.
Και μέχρι το 1973 στο νέο μας νοικοκυριό και μέχρι να αγοράσομε σόμπα αερόθερμη μεταχειρισμένη, στη γωνία του δωματίου μας περίμενε το μεσημέρι που γυρίζαμε από τη δουλειά μας ένα μικρό μαγκαλάκι με τη ζεστασιά που είχε κρατήσει η σπίθα που είχε μέσα.
Η γενιά μου ήταν από αυτές που άργησε να απολαύσει τη ζεστασιά του καλοριφέρ, που δεν ήταν με κοντό μανίκι το χειμώνα μέσα στο σπίτι, αλλά που φορούσε,πολλές φορές και το παλτό, αν υπήρχε, μέσα στο σπίτι ή την τάξη, που το μολύβι ή το στυλό δεν υπάκουε στα παγωμένα δάχτυλα της να γράψει και που φυσούσε κάτω από τα σεντόνια πέφτοντας στο κρεβάτι για ύπνο για να ζεσταθεί. Έτσι ακριβώς όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης για "τα παιδιά" εις τα διηγήματα του. Είμαστε η γενιά, που κάθε πρωί μαζί με τα βιβλία μας κουβαλούσαμε και ένα ξύλο για τη σόμπα του σχολείου στο δημοτικό. Ως τόσο και αυτό το κρύο έτρωγε από τις λίγες θερμίδες μας και ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που τα παιδιά τότε δεν ήταν παχύσαρκα.
Με όλα τα παραπάνω ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω και θεωρούσα πρόκληση τη ζεστασιά μέχρι ασφυξίας, που ζούσαν και ζουν ακόμη και εν μέσω κρίσης, το χειμώνα, μέσα σε γραφεία υπηρεσιών, τραπεζών και κοινωφελών οργανισμών, εργαζόμενοι, αβασάνιστα.
Και όμως, ήταν και τότε όμορφοι οι χειμώνες.
περιεγραψε η κα ευτυχια την ευρια χρηση του μαγκαλιου που ειχε την παλια εποχη για να ζεσταθουμε ολοι μας αλλα και τους λιγους τοξικους κινδυνους που ειχε η χρηση του μαγκαλιου.και λεω λιγους γιατι οι πορτες ποτε δεν κλεινανε αεροστεγως οπως τα αλουμινια σημερα. ολο και καποιο τζαμι ηταν σπαζμενο οι πορτες απο κατω -πλαι δεξια αριστερα ανετα μπαινοβγαινε αερας ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή