...σε τρίτες χώρες: Δυνατότητες και προοπτικές
Του Δρ. Κωνν/νου Χαρτζουλάκη
ΕΛΓΟ-Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών, 73100 Χανιά Κρήτης
Η ελιάς είναι ιθαγενές δένδρο της Μεσογειακής λεκάνης και η καλλιέργεια της για παραγωγή λαδιού πηγαίνει πάνω από 5000-6000 χρόνια πίσω στην περιοχή. Τα τελευταία χρόνια πολλές μεσογειακές χώρες με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες και σημαντικές διαθέσιμες εκτάσεις προωθούν φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας νέων φυτειών με στόχο, άλλες την κάλυψη της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης (Αλγερία, Μαρόκο, Αλβανία και Κροατία) και άλλες με στόχο την αύξηση των μεριδίων τους στις διεθνείς αγορές (Τουρκία, Αίγυπτος, Τυνησία, Συρία), γεγονός που τουλάχιστον ως χώρα πρέπει να μας προβληματίσει.
Ωστόσο μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε να επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές, εκτός της μεσογειακής λεκάνης, με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες όπως ......
...... η Καλιφόρνια, η Αργεντινή, η Χιλή, το Περού, η Ουρουγουάη και το Μεξικό, η Ν. Αφρική, η Κίνα, η Ινδία, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία. Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Αυστραλία, Καλιφόρνια) και επιχειρούν την τελευταία δεκαετία να δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής.
Αργεντινή
Η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε γύρω στο 1700 από τους Ισπανούς κατακτητές, σε μικρούς ελαιώνες κατά μήκος των Άνδεων. Αν και τις αρχές του 20ου αιώνα με το νέο κύμα των μεταναστών από την Ισπανία και Ιταλία το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της ελιάς αναζωπυρώθηκε, η μεγάλη ώθηση έγινε τη δεκαετία του 1960, με οικονομικά κίνητρα από την Κυβέρνηση. Το 1990 η συνολική έκταση έφτασε τα 30.000 ha και σήμερα φτάνει τις 110.000 ha, με την εγκατάσταση των υπερ-εντατικής φύτευσης ελαιώνων. Πάνω από το 90% της καλλιέργειας βρίσκεται στις επαρχίες Catamarca (31.000 ha), La Rioja (30.000 ha), San Juan (20.000 ha) και Mendoza (19.000 ha) στα σύνορα με την οροσειρά των Άνδεων.
Κύρια χαρακτηριστικά των ελαιώνων είναι το μεγάλο μέγεθος (1.000-10.000 στρ.), οι εντατικές (60-100 φυτά/ στρέμμα) ή υπερ-εντατικές φυτείες (150-220 φυτά/στρέμμα), η πλήρης μηχανοποίηση (άρδευση, λίπανση, κλάδευμα, συγκομιδή). Στις παραδοσιακές φυτείες επικρατεί η τοπική ποικιλία ‘Arauco’ και στις εντατικές και υπέρ-εντατικές η ισπανική ‘Arbequina’ και η ιταλική ‘Coratina’ ενώ υπάρχει και η ελληνική ‘Κορωνέϊκη’.
Οι κλιματικές συνθήκες είναι σε πολλές περιοχές οριακές (πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι, ξηρασία, και παγετοί το χειμώνα με σοβαρές ζημιές στα δένδρα κάθε 5-6 χρόνια), και οι δυνατότητες επέκτασης των εκτάσεων φαίνεται να είναι περιορισμένες. Η άρδευση είναι απαραίτητη για ικανοποιητική παραγωγή σε ποσότητες 800-1000 m3/στρέμμα (150-250 στην Κρήτη), που δεν είναι πάντα διαθέσιμα.
Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου κυμαίνεται από 15.000-25.000 τόνους, με ποιότητα πάνω από 85% εξαιρετικά παρθένο. Στις βρώσιμες ελιές η Αργεντινή είναι σήμερα η 5η χώρα στις εξαγωγές, με κύριους καταναλωτές τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ και τις άλλες Λατινο-αμερικανικές χώρες.
Χιλή
Οι πρώτες ελιές έφτασαν στη Χιλή από τους Ισπανούς εποίκους το 16ο αιώνα για παραγωγή βρώσιμων ελιών. Οι πρώτες ποικιλίες για παραγωγή λαδιού εισήχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1990 η καλλιέργεια της ελιάς καταλάμβανε 3.000 ha και το 2011 έφτασε τα 24.000 ha. Από αυτά 4.000 ha είναι παραδοσιακοί ελαιώνες (10-25 φυτά/στρέμμα) και τα 20.000 ha εντατικής (30-70 φυτά/στρέμμα) και υπερ-εντατικής (80-166 φυτά/ στρέμμα) με χαρακτηριστικά όπως και στην Αργεντινή. Οι κυριότερες ποικιλίες είναι η ‘Arbequina’(50%), η ‘Frantoio’ (18%) η ‘Arbosana’ (8%) η ‘Picual’ (7%) και άλλες μεταξύ αυτών η ‘Κορωνέϊκη’ και η ‘Καλαμάτα’.
Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου είναι 22.000 τόνοι, από το οποίο το 77% καταναλώνεται στην εσωτε-ρική αγορά. Από αυτό που εξάγεται το 37% πηγαίνει στις ΗΠΑ και το 33% στην Ιταλία.
Περού
Η καλλιέργεια άρχισε τη ίδια περίοδο με τις άλλες χώρες, με μικρές φυτείες στην παραλιακή ζώνη νότια της Λίμα μέχρι τα σύνορα με τη Χιλή. Οι πρώτες ποικιλίες για παραγωγή λαδιού εισήχθηκαν από τη Χιλή γύρω στο 1960 και η έκταση αυξήθηκε από τα 2.000 ha στα 8.500 ha το 2004. Με τις νέες φυτείες εντατικής καλλιέργειας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Tanca η έκταση που καταλαμβάνει η ελιά σήμερα στο Περού φτάνει στα 14.200 ha με δυνατότητα αύξησης κατά 4.000 ha.
Οι κυριότερες ποικιλίες για λάδι είναι η ‘Barnea’, η ‘Picual’ και η ‘Arbequina’ και για επιτραπέζιες η ‘Manzanillo’ και η ‘Kalamata’. Το κυριότερο πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή είναι οι υψηλές θερμοκρασίες (14-18 0C) που επικρατούν τους χειμερινούς μήνες. Σε συνδυασμό με το El Nino, οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι πάνω από 17 0C και δεν καλύπτονται οι ανάγκες της ελιάς σε ψύχος με αποτέλεσμα να μη γίνεται η διαφοροποίηση των οφθαλμών σε ανθοφόρους και να μη παράγονται άνθη. Επειδή οι νέες φυτείες έχουν αναπτυχθεί σε πεδιάδες που επικρατούν ερημικές συνθήκες, πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη νερού για άρδευση και η υποβάθμιση του υδροφορέα, που αποτελεί περιοριστικό παράγοντα επέκτασης, όπως και στην Αργεντινή. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου δεν υπερβαίνει τους 4.800 τόνους και τους 40.000 τόνους βρώσιμων ελιών.
Ουρουγουάη
Η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε ουσιαστικό τη 10ετία του 1950 με ιταλικές ποικιλίες σε αποστάσεις φύτευσης 10Χ10 m και το 2002 το 85% των ελαιοδένδρων (περίπου 1.200 ha) ήταν ηλικίας 50 ετών. Σήμερα καλλιεργούνται 9.700 ha, με το 90% εντατικής φύτευσης (28-40 φυτά/στρέμμα). Οι ποικιλίες που επικρατούν είναι η ‘Arbequina’ (50%), η ’Frantoio’ (15%), η ‘Barnea’ (8%) και άλλες μεταξύ των οποίων και η ‘Κορωνέϊκη’. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου είναι 6.000 τόνοι καλής ποιότητας (εξαιρετικά παρθένο) για την εσωτερική κατανάλωση και εξαγωγή στη γειτονική Βραζιλία.
ΗΠΑ-Καλιφόρνια
Η πρώτη τεκμηριωμένη πληροφορία για τη καλλιέργεια της ελιάς στην Καλιφόρνια είναι το 1803 και μέχρι το 1900 η έκταση έφτασε τα 800 ha. Στο τέλος της 10ετίας του 1980 άρχισε το έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της καλλιέργειας για παραγωγή λαδιού και από το 1999 εγκαταστάθηκαν μεγάλες φυτείες υπερ-εντατικής φύτευσης (165-225 φυτά/στρέμμα). Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 20.000 ha από τα οποία τα μισά είναι για επιτραπέζιες ελιές με τις ποικιλίες ‘Manzanillo’ και ‘Mission’. Στις νέες φυτείες για λάδι επικρατούν η ‘Arbequina’, η ‘Arbosana’ και η ‘Κορωνέϊκη’. Η συνολική παραγωγή είναι 6.400 τόνοι εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο με μια συνολική κατανάλωση στις ΗΠΑ που φτάνει τις 277.000 τόνους.
Αυστραλία
Η πρώτη πειραματική φυτεία στη Αυστραλία εγκαταστάθηκε το 1891 και το 1897 αναφέρονται φυτείες 7.4 ha. Το ενδιαφέρον συνεχίστηκε και στις αρχές του 20ου αιώνα που σταμάτησε λόγω του 1ου Παγκοσμίου πολέμου και του υψηλού κόστους συγκομιδής. Μεταξύ 1950 και 1990 εγκαταστάθηκαν λιγότερα από 1.000 ha. Η δυναμική αύξηση της καλλιέργειας έγινε από το 1990 μέχρι σήμερα που εγκαταστάθηκαν περίπου 800 φυτείες που καλύπτουν 35.000 ha σε πυκνή φύτευση (50-80 φυτά/στρέμμα). Βασικός λόγος ήταν η αύξηση τη δημοτικότητας της Μεσογειακής κουζίνας και η εξοικονόμηση 100 εκατομμύρια AUD που δαπανούσαν για εισαγωγή ελαιοκομικών προϊόντων.
Οι κύριες περιοχές καλλιέργειας είναι η S. Victoria και το Perth. Επικρατούν οι μεγάλοι ελαιώνες με 100.000-260.000 δένδρα, ενώ στην Δυτ. Αυστραλία το μέγεθος είναι από 500-5.000 δένδρα. Οι ποικιλίες που επικρατούν είναι η ‘Barnea’ (41%), η ‘Frantoio’ (26%), η ‘Picual’ (15%) και η ‘Manzanillo’ (6%) για παραγωγή λαδιού και η ‘Mission’ και η ‘Καλαμάτα’ για βρώσιμες. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου δεν ξεπερνά τους 19.000 τόνους το χρόνο με μια ετήσια κατανάλωση 41.500 τόνους.
Κίνα
Στη Κίνα η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε στα μέσα της 10ετίας του 1960 και πιο συντονισμένα με την βοήθεια του FAO στο τέλος της 10ετίας του 70. Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 250.000 στρέμματα στις επαρχίες Gansu, Sichuan και Yunnan με τις ποικιλίες Leccino και Frantoio (ιταλικές), Picual (ισπανική) και τα υβρίδια ΕΖ9 και JF6 που δημιούργησαν, ενώ υπάρχουν και μικρές φυτείες με την ‘Coratina’ (ιταλική) ‘Arbequina’ (ισπανική) και την δική μας ‘Κορωνέϊκη’.
Στη επαρχία Gansu, που καλλιεργείται πάνω από το 70% των ελαιοδένδρων, τα εδάφη είναι οριακά λόγω διάβρωσης, με κλίσεις από 30-60% και η καλλιέργεια γίνεται σε αναβαθ-μίδες. Επιπλέον κατά τα κρίσιμα στάδια (διαφοροποίηση οφθαλμών και άνθηση-καρπόδεση) για την παραγωγή της ελιάς επικρατούν αντίξοες συν-θήκες (ξηρασία, υψηλές θερμοκρασίες) με αποτέλεσμα η παραγωγή των δένδρων είναι πολύ χαμηλή. Εντατικές φυτείες (40-65 φυτά/ στρέμμα εγκαταστάθηκαν μόνο στην επαρχία Yunnan. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου δεν υπερβαίνει τους 1.200 τόνους και ποιοτικά είναι extra παρθένο.
Από τα παραπάνω, αλλά και την εμπειρία που είχα από τις τεχνικές επισκέψεις που πραγματοποίησα στην Αργεντινή, Χιλή, Περού, Κίνα, Πακιστάν και Αυστραλία, φαίνεται ότι τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά (λόγω οριακών κλιματολογικών συνθηκών, κτλ.) και οι πιθανές τεχνολογικές εξελίξεις (δημιουργία νέων ποικιλιών, μέθοδοι καλλιέργειας, κτλ.) ενδεχομένως δεν θα επιτρέψουν τα επόμενα χρόνια την δημιουργία δυναμικών κλάδων ελαιοπαραγωγής στις χώρες αυτές.
Μεσοπρόθεσμα η εμφάνιση των νέων χωρών δεν θα διαταράξει τις ισορροπίες προσφοράς-ζήτησης που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους θα συνεχίσει να απευθύνεται στην ταχύτατα διευρυνόμενη εσωτερική τους αγορά. Ωστόσο, η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες είναι ότι το ελαιόλαδο, και μάλιστα το εξαιρετικά παρθένο, μπαίνει στην κουλτούρα τους. Και σαν χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την παροχή τεχνικής υποστήριξης που παρέχει το Ινστιτούτο σε τέτοιες χώρες με την υπογραφή διακρατικών συμφωνιών και αντάλλαγμα την αγορά ελληνικών προϊόντων, όπως κάνουν η Ιταλία, Ισπανία και Ισραήλ.
Ιδιαίτερα το ελληνικό ελαιόλαδο, αν αξιοποιήσουμε τα ποιοτικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του λόγω εδαφο-κλιματικών συνθηκών και χαμηλών εισροών που απαιτούνται για την παραγωγή του και πατάξουμε την νοθεία, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Αντίθετα, ανοίγονται νέες αγορές που μπορούμε να κατακτήσουμε αν επιμείνουμε στην ποιότητα.
Του Δρ. Κωνν/νου Χαρτζουλάκη
ΕΛΓΟ-Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών, 73100 Χανιά Κρήτης
Η ελιάς είναι ιθαγενές δένδρο της Μεσογειακής λεκάνης και η καλλιέργεια της για παραγωγή λαδιού πηγαίνει πάνω από 5000-6000 χρόνια πίσω στην περιοχή. Τα τελευταία χρόνια πολλές μεσογειακές χώρες με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες και σημαντικές διαθέσιμες εκτάσεις προωθούν φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας νέων φυτειών με στόχο, άλλες την κάλυψη της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης (Αλγερία, Μαρόκο, Αλβανία και Κροατία) και άλλες με στόχο την αύξηση των μεριδίων τους στις διεθνείς αγορές (Τουρκία, Αίγυπτος, Τυνησία, Συρία), γεγονός που τουλάχιστον ως χώρα πρέπει να μας προβληματίσει.
Ωστόσο μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε να επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές, εκτός της μεσογειακής λεκάνης, με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες όπως ......
...... η Καλιφόρνια, η Αργεντινή, η Χιλή, το Περού, η Ουρουγουάη και το Μεξικό, η Ν. Αφρική, η Κίνα, η Ινδία, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία. Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Αυστραλία, Καλιφόρνια) και επιχειρούν την τελευταία δεκαετία να δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής.
Αργεντινή
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ |
Κύρια χαρακτηριστικά των ελαιώνων είναι το μεγάλο μέγεθος (1.000-10.000 στρ.), οι εντατικές (60-100 φυτά/ στρέμμα) ή υπερ-εντατικές φυτείες (150-220 φυτά/στρέμμα), η πλήρης μηχανοποίηση (άρδευση, λίπανση, κλάδευμα, συγκομιδή). Στις παραδοσιακές φυτείες επικρατεί η τοπική ποικιλία ‘Arauco’ και στις εντατικές και υπέρ-εντατικές η ισπανική ‘Arbequina’ και η ιταλική ‘Coratina’ ενώ υπάρχει και η ελληνική ‘Κορωνέϊκη’.
Οι κλιματικές συνθήκες είναι σε πολλές περιοχές οριακές (πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι, ξηρασία, και παγετοί το χειμώνα με σοβαρές ζημιές στα δένδρα κάθε 5-6 χρόνια), και οι δυνατότητες επέκτασης των εκτάσεων φαίνεται να είναι περιορισμένες. Η άρδευση είναι απαραίτητη για ικανοποιητική παραγωγή σε ποσότητες 800-1000 m3/στρέμμα (150-250 στην Κρήτη), που δεν είναι πάντα διαθέσιμα.
Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου κυμαίνεται από 15.000-25.000 τόνους, με ποιότητα πάνω από 85% εξαιρετικά παρθένο. Στις βρώσιμες ελιές η Αργεντινή είναι σήμερα η 5η χώρα στις εξαγωγές, με κύριους καταναλωτές τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ και τις άλλες Λατινο-αμερικανικές χώρες.
Χιλή
ΧΙΛΗ |
Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου είναι 22.000 τόνοι, από το οποίο το 77% καταναλώνεται στην εσωτε-ρική αγορά. Από αυτό που εξάγεται το 37% πηγαίνει στις ΗΠΑ και το 33% στην Ιταλία.
Περού
ΠΕΡΟΥ |
Οι κυριότερες ποικιλίες για λάδι είναι η ‘Barnea’, η ‘Picual’ και η ‘Arbequina’ και για επιτραπέζιες η ‘Manzanillo’ και η ‘Kalamata’. Το κυριότερο πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή είναι οι υψηλές θερμοκρασίες (14-18 0C) που επικρατούν τους χειμερινούς μήνες. Σε συνδυασμό με το El Nino, οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι πάνω από 17 0C και δεν καλύπτονται οι ανάγκες της ελιάς σε ψύχος με αποτέλεσμα να μη γίνεται η διαφοροποίηση των οφθαλμών σε ανθοφόρους και να μη παράγονται άνθη. Επειδή οι νέες φυτείες έχουν αναπτυχθεί σε πεδιάδες που επικρατούν ερημικές συνθήκες, πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη νερού για άρδευση και η υποβάθμιση του υδροφορέα, που αποτελεί περιοριστικό παράγοντα επέκτασης, όπως και στην Αργεντινή. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου δεν υπερβαίνει τους 4.800 τόνους και τους 40.000 τόνους βρώσιμων ελιών.
Ουρουγουάη
Η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε ουσιαστικό τη 10ετία του 1950 με ιταλικές ποικιλίες σε αποστάσεις φύτευσης 10Χ10 m και το 2002 το 85% των ελαιοδένδρων (περίπου 1.200 ha) ήταν ηλικίας 50 ετών. Σήμερα καλλιεργούνται 9.700 ha, με το 90% εντατικής φύτευσης (28-40 φυτά/στρέμμα). Οι ποικιλίες που επικρατούν είναι η ‘Arbequina’ (50%), η ’Frantoio’ (15%), η ‘Barnea’ (8%) και άλλες μεταξύ των οποίων και η ‘Κορωνέϊκη’. Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου είναι 6.000 τόνοι καλής ποιότητας (εξαιρετικά παρθένο) για την εσωτερική κατανάλωση και εξαγωγή στη γειτονική Βραζιλία.
ΗΠΑ-Καλιφόρνια
Η πρώτη τεκμηριωμένη πληροφορία για τη καλλιέργεια της ελιάς στην Καλιφόρνια είναι το 1803 και μέχρι το 1900 η έκταση έφτασε τα 800 ha. Στο τέλος της 10ετίας του 1980 άρχισε το έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της καλλιέργειας για παραγωγή λαδιού και από το 1999 εγκαταστάθηκαν μεγάλες φυτείες υπερ-εντατικής φύτευσης (165-225 φυτά/στρέμμα). Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 20.000 ha από τα οποία τα μισά είναι για επιτραπέζιες ελιές με τις ποικιλίες ‘Manzanillo’ και ‘Mission’. Στις νέες φυτείες για λάδι επικρατούν η ‘Arbequina’, η ‘Arbosana’ και η ‘Κορωνέϊκη’. Η συνολική παραγωγή είναι 6.400 τόνοι εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο με μια συνολική κατανάλωση στις ΗΠΑ που φτάνει τις 277.000 τόνους.
Αυστραλία
Η πρώτη πειραματική φυτεία στη Αυστραλία εγκαταστάθηκε το 1891 και το 1897 αναφέρονται φυτείες 7.4 ha. Το ενδιαφέρον συνεχίστηκε και στις αρχές του 20ου αιώνα που σταμάτησε λόγω του 1ου Παγκοσμίου πολέμου και του υψηλού κόστους συγκομιδής. Μεταξύ 1950 και 1990 εγκαταστάθηκαν λιγότερα από 1.000 ha. Η δυναμική αύξηση της καλλιέργειας έγινε από το 1990 μέχρι σήμερα που εγκαταστάθηκαν περίπου 800 φυτείες που καλύπτουν 35.000 ha σε πυκνή φύτευση (50-80 φυτά/στρέμμα). Βασικός λόγος ήταν η αύξηση τη δημοτικότητας της Μεσογειακής κουζίνας και η εξοικονόμηση 100 εκατομμύρια AUD που δαπανούσαν για εισαγωγή ελαιοκομικών προϊόντων.
ΚΙΝΑ επαρχία Gansu |
Κίνα
Στη Κίνα η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε στα μέσα της 10ετίας του 1960 και πιο συντονισμένα με την βοήθεια του FAO στο τέλος της 10ετίας του 70. Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 250.000 στρέμματα στις επαρχίες Gansu, Sichuan και Yunnan με τις ποικιλίες Leccino και Frantoio (ιταλικές), Picual (ισπανική) και τα υβρίδια ΕΖ9 και JF6 που δημιούργησαν, ενώ υπάρχουν και μικρές φυτείες με την ‘Coratina’ (ιταλική) ‘Arbequina’ (ισπανική) και την δική μας ‘Κορωνέϊκη’.
ΕΛΑΙΟΥΡΓΕΙΟ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ |
Από τα παραπάνω, αλλά και την εμπειρία που είχα από τις τεχνικές επισκέψεις που πραγματοποίησα στην Αργεντινή, Χιλή, Περού, Κίνα, Πακιστάν και Αυστραλία, φαίνεται ότι τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά (λόγω οριακών κλιματολογικών συνθηκών, κτλ.) και οι πιθανές τεχνολογικές εξελίξεις (δημιουργία νέων ποικιλιών, μέθοδοι καλλιέργειας, κτλ.) ενδεχομένως δεν θα επιτρέψουν τα επόμενα χρόνια την δημιουργία δυναμικών κλάδων ελαιοπαραγωγής στις χώρες αυτές.
Μεσοπρόθεσμα η εμφάνιση των νέων χωρών δεν θα διαταράξει τις ισορροπίες προσφοράς-ζήτησης που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους θα συνεχίσει να απευθύνεται στην ταχύτατα διευρυνόμενη εσωτερική τους αγορά. Ωστόσο, η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες είναι ότι το ελαιόλαδο, και μάλιστα το εξαιρετικά παρθένο, μπαίνει στην κουλτούρα τους. Και σαν χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την παροχή τεχνικής υποστήριξης που παρέχει το Ινστιτούτο σε τέτοιες χώρες με την υπογραφή διακρατικών συμφωνιών και αντάλλαγμα την αγορά ελληνικών προϊόντων, όπως κάνουν η Ιταλία, Ισπανία και Ισραήλ.
Ιδιαίτερα το ελληνικό ελαιόλαδο, αν αξιοποιήσουμε τα ποιοτικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του λόγω εδαφο-κλιματικών συνθηκών και χαμηλών εισροών που απαιτούνται για την παραγωγή του και πατάξουμε την νοθεία, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Αντίθετα, ανοίγονται νέες αγορές που μπορούμε να κατακτήσουμε αν επιμείνουμε στην ποιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.