Η πρώτη γραπτή αναφορά της παρουσίας της λύρας ως τοξωτό χορδόφωνο στην Κρήτη χρονολογείται στον 14ο αιώνα, και ανήκει στο δικηγόρο του Ηρακλείου Στ. Σαχλίκη:
Λοιπόν όποιος ορέγεται να μάθει δια την μοίραν,
Το πώς παίζει τον άτυχον ωσάν παιγνιώτης λύραν,
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΤΟΞΟΤΗ ΑΡΠΑ |
Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε την «ανεξάρτητη» εισαγωγή της χρήσης του δοξαριού από τους Κρήτες που περιδιαβαίνουν την ανατολική Μεσόγειο και την εγγύς Ανατολή, ως έμποροι, ναυτικοί ή τοξότες. Είναι γνωστό ότι διακρίνονται ιδιαίτερα και στα τρία αυτά πεδία, και η έντονη παρουσία τους σε όλο το χώρο της πιθανής γέννησης και αρχικής χρήσης του δοξαριού είναι δεδομένη. Γνωρίζοντας επίσης τη σπουδαία θέση που έχει η μουσική, το τραγούδι, ο χορός και τα όργανα στην κοινωνική ζωή των Κρητών, από ......
........ τη μινωική εποχή μέχρι σήμερα, είναι φυσικό να ενδιαφέρονται και να υιοθετούν κάθε σχετικό νεωτερισμό και πρόοδο στον τομέα της μουσικής. Σε αυτή την περίπτωση η χρήση του δοξαριού πρέπει να αρχίζει στον 10ο αιώνα.
ΣΟΥΜΕΡΙΚΗ ΛΥΡΑ |
Τα ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη της λύρας στην Κρήτη από τον 15ο αιώνα έως σήμερα αναλύονται διεξοδικά στις εργασίες των Κώστα Βασιλάκη και Θόδωρου Ρηγινιώτη, στο www.cretan-music.gr .
Εδώ θα προστεθεί μόνο ένας σύντομος σχολιασμός των θεωρήσεων περί εισαγωγής της λύρας στην Κρήτη τον 17ο ή 18ο αιώνα, που εμφανίζεται στο ιστορικό σύγγραμμα του Ιωάννη Μουρέλλου «Ιστορία της Κρήτης» (1934), στο βιβλίο του γλωσσολόγου Γεωργίου Χατζηδάκη «Κρητική μουσική» (Αθήνα 1958) και επαναλαμβάνεται από τον Ν. Παναγιωτάκη (1988) και τον Κ. Παπαδάκη (1989).
Ο Γεώργιος Χατζηδάκης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λύρα εισάγεται στην Κρήτη από την εγγύς Ανατολή, βασιζόμενος κυρίως στην απουσία αναφορών ύπαρξης της λύρας κατά τον 16ο αιώνα από ξένους περιηγητές όπως ο Πιέρ Μπελόν (1553). Το κριτήριο αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου ισχυρό επιστημονικά, καθώς η απουσία αναφοράς σε καμιά περίπτωση δεν αποδεικνύει την απουσία του αντικειμένου! Αν αυτό ήταν ένα ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο, θα σήμαινε ότι και η απουσία αναφοράς σε μουσικά όργανα από τον Ντάπερ (1836), όταν αυτός π.χ. περιγράφει χορούς των Σφακιανών, αποδεικνύει την μη ύπαρξή τους στην επαρχία Σφακιών.
Η περιγραφή όμως του Πυρριχίου χορού με τη συνοδεία λύρας στην «Ιστορία των Σφακίων» του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, έργο που η συγγραφή του ολοκληρώνεται το 1877 και εκδίδεται το 1888 στην Αθήνα, δεν δέχεται αμφισβήτηση: «Κύκλου σχηματιζομένου μίγδην αφ' εκατέρων των φύλων, νέων τε και γερόντων, ουδ' αυτού του ιερέως πολλάκις εξαιρουμένου, ο λυρατζής (λυρωδός) ίσταται εν τω μέσω κρούων την λύραν ηδωνικότατα μεν και τεχνικότατα ...• οι δύο εκ του δεξιού άκρου άνδρες, ή γυναίκες ή ανάμικτοι άρχονται πρώτοι του χορού προς ους ο πάντοτε ορθός περιστρεφόμενος λυρατζής, με τους ρηθέντας μορφασμούς κρούει την λύραν του, ίνα ακούωσι τον ρυθμόν αυτής καλώς και χωρεύωσιν ασφαλώς».
Ο Κώστας Παπαδάκης, εξαίρετος βιολιστής και συνθέτης λαϊκών μελωδιών, από την επαρχία Κισσάμου, γνωστός με το παρανόμι «Ναύτης», υποστηρίζει στο βιβλίο του «Κρητική λύρα ένας μύθος» (Χανιά 1989) - επαναλαμβάνοντας τη θέση του Ιωάννη Μουρέλλου, ότι τη λύρα την έφεραν το 1723 «οι Καραμανλήδες και οι Λαζοί μουσουλμάνοι που βγήκαν στην Αμπαδιά της Ρεθύμνης προς ενίσχυση των Οθωμανών».
Η πρώτη παρατήρηση που ανατρέπει αυτή τη θεώρηση είναι ότι τόσο οι Καραμανλήδες (τουρκόφωνοι ορθόδοξοι έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή της αρχαίας Κιλικίας και την Καππαδοκία), όσο και οι Λαζοί (λαός του ανατολικού Πόντου, χριστιανοί κατά το Βυζάντιο και σουνίτες μουσουλμάνοι μετά τον 16ο αιώνα) δεν έχουν αχλαδόσχημη λύρα: και στις δύο περιοχές κυριαρχεί η φιαλόσχημη λύρα, ο κεμεντζές για τους Λαζούς - ίδιος με την ποντιακή λύρα, και ο κεμανές για τους Καππαδόκες - μεγαλύτερος από την ποντιακή λύρα και με συμπαθητικές χορδές.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι γενικότερα οι Οθωμανοί δεν είχαν ποτέ ως λαϊκό όργανο την αχλαδόσχημη λύρα. Ο Τούρκος μελετητής Bulent Aksoy, πανεπιστημιακός ερευνητής της Οθωμανικής – Τούρκικης μουσικής ιστορίας, αναφέρει στο άρθρο του «Η συμβολή της πολύ-εθνικότητας στην Κλασσική Οθωμανική Μουσική» (1994), στο τμήμα που αναλύει την επήρεια των περιφερειακών πολιτισμών στους Οθωμανούς μέσω της υιοθέτησης από τους Οθωμανούς των οργάνων τους: «Το άλλο προτιμώμενο τοξωτό όργανο είναι ο κεμεντζές (kemence), γνωστός ως η λύρα στα Βαλκάνια και τα νησιά του Αιγαίου. ... Πράγματι, ήταν οι τσιγγάνοι, οι έλληνες, και οι τσιγγάνοι ελληνικής καταγωγής αυτοί που εισήγαγαν το όργανο αυτό στην κλασσική (Οθωμανική) μουσική. Έως τις αρχές του 20ου αιώνα ο κεμεντζές χρησιμοποιείται μόνο σε ελαφρά λαϊκή μουσική.
Ο μεγάλος εκτελεστής κεμεντζέ Βασίλ (1845-1907), ένας έλληνας μουσικός τσιγγάνικης καταγωγής, καλλιέργησε την εκτέλεση αυτού του οργάνου και για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε κλασσικά κοντσέρτα. Ο Ταμπουρί Σεμίλ Μπέης (1873-1916), που θεωρείται ο μεγαλύτερος οργανοπαίχτης της Οθωμανικής μουσικής, ακολουθεί τον Βασίλ και παίζει τον κεμεντζέ με παρόμοια μεγάλη μαεστρία».
Ένας επί πλέον λόγος που δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ως ορθή η παραδοχή ότι η λύρα εισάγεται στην Κρήτη από τους Τούρκους στις αρχές του 18ο αιώνα, είναι οι ουσιαστικές οργανολογικές διαφορές των οργάνων που διασώζονται στην Κρήτη από τον 18ο αιώνα με αυτές της πολίτικης λύρας. Διαφορές που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ως τροποποιήσεις στο ίδιο όργανο - αρχέτυπο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.