Αν και η λέξη λύρα αναφέρεται συχνά στα λογοτεχνικά κείμενα, οι πρώτες σαφείς αναφορές σε χορδόφωνο όργανο με δοξάρι γίνονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου μ.Χ. αιώνα. Το έπος συνεχίζοντας αναφέρει:
"αρπάζει το σκεπάρνι του, έν' αργυρό πριγιόνι
σ' έν περιβόλι σ' έμπηκεν, ελιάς κλανάρι κόβει,
ντογρί παιγνίδι έκαμε, ντογρί παιγνίδι κάνει.
Τα φίδια κόρδες έβαλε απάνω στο παιγνίδι
την όχεντρα την πλουμιστή δοξάρι στο παιγνίδι
και τα μικρά χεντρόπουλα στριφνάρια στο παιγνίδι..."
Άραγε τι μορφή να είχε η λύρα που περιγραφόταν στο έπος του Διγενή;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόνο στην ονομασία συνδέεται με το κυριότερο μουσικό όργανο της Αρχαίας Ελλάδας, σύμβολο του Θεού της μουσικής και του φωτός, του απολλώνειου πνεύματος.
Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από μία αναμφισβήτητη κοινή ανάγκη: να κάνουν οι άνθρωποι το μουσικό ήχο που παράγει μια χορδή να διαρκέσει περισσότερο από όσο όταν την κτυπούσαν,.....
......... εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της μελωδικής γραμμής. Η ανάγκη αυτή ικανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την ανακάλυψη ενός βοηθητικού μουσικού εργαλείου που, αν και το ίδιο δεν παράγει κανέναν ήχο, παρατείνει σύμφωνα με την επιθυμία του οργανοπαίκτη την παλμική κίνηση της εκάστοτε χορδής και κατά συνέπεια τον ήχο τον οποίο αυτή παράγει. Ασφαλώς το βοηθητικό αυτό μουσικό εργαλείο είναι το θρυλικό δοξάρι! Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα χωρίς αυτό η λύρα δεν θα είναι λύρα αλλά και το βιολί δε θα είναι βιολί!
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η λύρα προέρχεται από το ραβάναστρον, όργανο χορδόφωνο με ηχείο, λαβή και δοξάρι, που λέγεται ότι κατασκεύασε ο μυθικός βασιλιάς Ραβάνας της Κεϋλάνης πριν περίπου 5.000 χρόνια. Σήμερα όμως οι περισσότεροι εθνομουσικολόγοι μεταθέτουν πλέον τον τόπο καταγωγής της στην Κεντρική Ασία: Σογδιανή, Χορασάν και Καζακστάν.
Σε αυτή την περιοχή βρέθηκε σύμφωνα με τον W. Bachmann, το παλαιότερο και λιγότερο αμφισβητήσιμο εικονογραφικό ντοκουμέντο που χρονολογείται γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ. Τότε λοιπόν φαίνεται ότι ξεκίνησε το παίξιμο με δοξάρι, όπου δηλαδή δε χτυπάμε τη χορδή του οργάνου (με το δάχτυλο, με κάποια πέννα ή με κάποιο σφυράκι - όπως στο σαντούρι) αλλά την τρίβουμε με μιαν άλλη χορδή (συνήθως από τρίχες αλόγου περασμένες με ρετσίνι).
Η τεχνική αυτή με το δεμένο ήχο και τη συνεχή μελωδική γραμμή δεν άργησε να περάσει και στο Βυζάντιο όπως και στους Άραβες την ίδια περίπου περίοδο δηλαδή ένα αιώνα μετά την ανακάλυψή της. Έτσι στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου η λύρα καταγράφεται για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία το 10ο αιώνα μ.Χ. από τον Πέρση Ibn Khurdadhbich.
Απεσταλμένος του χαλίφη Al Mutamid στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνέταξε μια έκθεση για τα μουσικά όργανα σύμφωνα με την οποία οι Βυζαντινοί έπαιζαν με δοξάρι τη Lura, ένα ξύλινο όργανο με 5 χορδές, παρόμοιο με το αραβικό rabab.
Η λύρα λοιπόν των αραβικών χρόνων θα υπάρχει σε δύο βασικούς τύπους ανάλογα με το σχήμα του σκάφους:
α) αχλαδόσχημα (σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα μέχρι τον 11ο αιώνα μ. Χ.)
β) φιαλόσχημη ή κεμεντζές και κεμανές (στους Έλληνες του Πόντου και την Καππαδοκίας).
Το παίξιμο της χορδής με το νύχι (κι όχι με την ψύχα του δάκτυλου, όπως στο βιολί) καθώς και τα γερακοκούδουνα (τα μικρά σφαιρικά κουδουνάκια στο δοξάρι που χρησιμοποιεί ακόμα και σήμερα ο Ψαραντώνης) αποτελούν παλαιότατες τεχνικές και γεφυρώνουν την Ανατολή με τη Δύση καθώς τα συναντάμε επίσης στη λύρα "σαράνγκι" της Ινδίας αλλά και στα όργανα των τροβαδούρων του Μεσαίωνα.
Στη Δυτική Ευρώπη, οι αραβικές παραλλαγές της λύρας (rabab) φαίνεται ότι πέρασαν από τα παράλια της βορειοδυτικής Αφρικής και μέσω του Γιβραλτάρ και της Ισπανίας μετασχηματίσθηκαν, ανάλογα με την περιοχή, σε όργανα άμεσα συγγενικά. Οι Μεσαιωνικοί τροβαδούροι έχουν τα rebec. Οι Κέλτες βάρδοι το crowth, οι Σκανδιναβοί και οι Ισλανδοί την talharpa, ενώ αργότερα (12ο αιώνα μ.Χ.) θα εμφανισθούν στη Γαλλία το pochette και στην Αγγλία το kit. Όλα αυτά τα όργανα ασφαλώς δεν ήταν λύρες αλλά κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς της. Στο τέλος της μεγάλης μουσικής περιπέτειας θα κάνουν την εμφάνισή τους στη Δύση οι βιέλες και οι βιόλες από τις οποίες θα προέλθει η οικογένεια του βιολιού. Όργανο το οποίο θα επηρρεάσει αργότερα και τη διαδρομή της παραδοσιακής αχλαδόσχημης λύρας.
Ο διακεκριμένος εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας εντοπίζει την πρώτη απεικόνιση της καθαρά αχλαδόσχημης λύρας σε τοιχογραφία τηου 17ου/18ου αιώνα μ.Χ. στη Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Της ίδιας εποχής, του 1743 πιο συγκεκριμένα είναι άλλωστε και η παλαιότερη λύρα που σώζεται. Ένα από τα παλαιότερα μουσικά όργανα στην Ευρώπη που σήμερα αποκαλείται "ντίβα" και εκτίθεται στο μουσείο παραδοσιακών οργάνων - συλλογή Φοίβου Ανωγιαννάκη.
Όμως οι ολοένα αυξανόμενες αστικές και δυτικές επιδράσεις θα συντελέσουν ώστε τις τελευταίες δεκαετίες η λύρα σιγά - σιγά να εκτοπίζεται στην Ελλάδα από το λαϊκό βιολί. Η διάδοση του ραδιοφώνου και η τελειοποίηση των συσκευών αναπαραγωγής ήχου με χωριά (χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε ότι στο χωριό Όλυμπος της Καρπάθου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979).
Η παλιά, βυζαντινογεννημένη πολλές φορές, μελωδία συνθλίβεται ή παραφορτώνεται με ξένα στολίδια που την κάνουν αγνώριστη. Το οξύ ηχόχρωμα της λύρας και η περιορισμένη μελωδική της έκταση, η έλλειψη ταστιέρας, η αρμονικότητα και η λιτότητα των γραμμών, το μικρό βάθος του σκάφους, οι εντέρινες χορδές και το κοντό δοξάρι με τα γερακοκούδουνα δεν ταιριάζουν στο δυτικοευρωπαϊκού τύπου παίξιμο και στο vibrato που απαιτεί ο σημερινός ακροατής, τα οποία δυστυχώς αλλοιώνουν και περιπλέκουν τη λιτή παραδοσιακή μελωδία.
Έτσι η λύρα μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε κακή απομίμηση του βιολιού. Στην Κρήτη αρχίζει από το 1930 και μετά υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1960 στο νησί της βιολόλυρας ή λυραβιόλας. Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται. Στα χρόνια μας, δυστυχώς πια, η σύγχρονη κρητική λύρα τόσο καλύτερη θεωρείται όσο περισσότερο μοιάζει με βιολί.
Το βιολί είναι αυτό που εκτοπίζει τη λύρα και από τις περισσότερες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Σήμερα η λύρα έχει περιοριστεί σε λίγες περιοχές της Μακεδονίας όπως η Δράμα και η Αγία Ελένη Σερρών (ιερό όργανο των Αναστενάρηδων). Στο Αιγαίο υπάρχει ακόμα στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στη Χάλκη ενώ τάσεις αναβίωσης υπάρχουν στη Σύμη, τη Λέρο και την Αστυπάλαια.
Στην Κρήτη παρ' όλες τις μεταβολές της από το 1930 και μετά και παρ' όλη την κυριαρχία του βιολιού στο Ανατολικό και Δυτικό άκρο του νησιού, η λύρα είναι όχι μόνο ζωντανή αλλά και με τη δυναμικότερη παρουσία.
Όπως και οι Έλληνες του Πόντου με τον κεμεντζέ τους ή οι Κωνσταντινουπολίτες με την πολίτικη λύρα οι Κρήτες βασίζουν στο γλυκόλαλο ήχο της λύρας τους τη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Έστω κι αν η λύρα είναι προϊόν μιας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας που είναι βέβαιο ότι σήμερα δεν υπάρχει, έστω κι αν η τουριστική βιομηχανία έκανε τη λύρα ένα από τα πρώτα εξαγώγιμα και προς κατανάλωση σύμβολα, αυτή ακόμα ζει.
Η λύρα αντιστάθηκε στην καθοδηγούμενη μονοκρατία τους ενός τρόπου ντυσίματος, φαγητού, μουσικής, χορού, γλώσσας. Η λύρα αντιστέκεται στον εντυπωσιασμό των τεράστιων τεχνολογικών επιτευγμάτων και στην αφομοίωσή της στη νέα τάση για παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας των πολιτών.
Σε αυτό το νησί η λύρα δε θα είχε επιβιώσει αν δεν αποκτούσε το ρόλο ενός ισχυρού εθνικού συμβόλου πολιτισμικής ταυτότητας. Γιατί για τον Κρητικό η λύρα δεν είναι δίπλα στο σταυρό της ορθοδοξίας. Οπότε στο μέλλον (ελπίζουμε πολύ αργότερα), οι μελλοντικοί κρητικοί γονείς να προσπαθήσουν να μεταφέρουν στα παιδιά τους την εικόνα του γνήσιου κρητικού, που ήδη σήμερα έχει αρχίσει να χάνεται, μια μορφή θα τους έρχεται στο νου. Μια μορφή ατίθαση, μαυροφορεμένη, με σαρίκι, στιβάνια και μαχαίρι ζωσμένο. Μια μορφή ηλιοκαμένη που είτε καθιστή και με τη λύρα στον αριστερό μηρό, είτε με τη λύρα ακουμπισμένη στο ζωνάρι περιδιαβαίνοντας το χωριό μα διαλαλεί την ταυτότητα που έχει κρατήσει ζωντανό την κρητικό χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα που θα γλεντά με τη λύρα του ακόμα και μπρος στο θάνατο.
"Ακούστε ήντα μήνυσε ο νιος από τον Άδη:
-Χαρείτ' εσείς οι ζωντανοί 'κει στον απάνω κόσμο
γιατί επά οπού' μαστε στενός μας είν' ό τόπος.
Δεν έχει ο Άδης κοπελιές, μηδέ και χαροκόπους
μηδέ και σημαδότοπους να σημαδεύουν οι άντρες."
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΤΙΓΜΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.