Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ


Όσοι από τους συνομηλίκους μου έχουν γίνει γονείς παραπονιούνται ότι τα παιδιά τους –που φοιτούν στο λύκειο και στο πανεπιστήμιο– «πιέζονται» πολύ. Όταν διαφωνώ μου λένε: «Δεν έχεις παιδιά, δεν ξέρεις…» Το λύκειο είχε υποτιμηθεί από τότε που ήμουν κι εγώ μαθήτρια: στη δευτέρα και στην τρίτη λυκείου διαβάζαμε περισσότερο για το φροντιστήριο (για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο) παρά για το σχολείο. Εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, το απολυτήριο του λυκείου είναι ένα παλιόχαρτο· μπορεί να το αποκτήσει ακόμα κι ένας ημιαναλφάβητος – ο οποίος, στη συνέχεια, μπορεί να μπει στο πανεπιστήμιο (εφόσον οι βάσεις είναι χαμηλές) και να γίνει καταληψίας και αιώνιος φοιτητής. Αντί να δίνουμε βάρος και σπουδαιότητα στο σχολείο, αντί να είναι «δύσκολες» οι εξετάσεις για το απολυτήριο (όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες), στην Ελλάδα οι μαθητές ενθαρρύνονται να παραμελούν το σχολείο ώστε να μπουν στο πανεπιστήμιο. Εξάλλου, χάνονται πολλές σχολικές ώρες λόγω αποχών: στην Ελλάδα οι πολίτες φαίνεται να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα πολύ νωρίτερα από την ηλικία της ψήφου – παιδιά δεκατεσσάρων ετών διαδηλώνουν για ζητήματα που, όπως είναι φυσικό, δεν γνωρίζουν.
Πράγματι, υπάρχουν παιδιά που «πιέζονται»,...
..... προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με το σχολείο, το φροντιστήριο, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα φουφουτικά, τα μαθήματα του βιολιού και του βιολοντσέλου. Κυρίως πιέζονται τα παιδιά με αγχωμένους γονείς και τα άλλα των οποίων οι γονείς πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι ένα παλιό λάθος κι ότι πρέπει να γκρεμιστεί. Η πίεση προέρχεται από αυτό το διαδεδομένο είδος γονέων το οποίο συμμετέχει σε καταλήψεις σχολείων και κοινωνικές εκδηλώσεις όχλου καταργώντας κάθε κοινωνικό όριο και ρόλο. Τα παιδιά καταλήγουν θύματα ενός κοινωνικού πεσιμισμού: δέχονται σφυροκόπημα υπερβολικών προσδοκιών και σκοτεινών προφητειών περί μαζικής ανεργίας, πείνας, δικτατορίας και συντέλειας του κόσμου.
Μια φίλη μου στενοχωριέται επειδή ο γιος της ξυπνάει στις έξι το πρωί για να πάει στο γραφείο· φοβάται, λέει, μήπως πάθει υπερκόπωση. Τη διαβεβαιώνω ότι εγώ ξυπνάω από τις έξι για να εργαστώ επί τριάντα έξι χρόνια ακριβώς –κι ότι δεν έπαθα ποτέ υπερκόπωση· αντιθέτως, αισθάνομαι περίφημα και χαίρομαι που δεν είμαι άνεργη. Γιος μιας άλλης φίλης, που σπουδάζει κάτι φιλοσοφικοκοινωνιολογικοκαλλιτεχνικό, φοβάται μαζί με τη μαμά του και τον μπαμπά του ότι δεν θα βρει δουλειά μετά το πτυχίο. Μα, για να έχουμε την απαίτηση να βρούμε δουλειά –αν δηλαδή αυτός είναι ο στόχος μας μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο– πρέπει να κάνουμε την προσφυή επιλογή. Θέλω να πω, αν επί πέντε χρόνια συζητάμε περί στρουκτουραλισμού, κι αν τελικά δεν γίνουμε κορυφαίοι θεωρητικοί του πράγματος, η εξεύρεση εργασίας ίσως αποδειχθεί δύσκολη. Η εκπαίδευση είναι αυτοσκοπός – αλλά για όποιον θέλει και υποχρεώνεται να βρει δουλειά το συντομότερο, είναι απαραίτητες συγκεκριμένες επιλογές: στο παρελθόν, ήταν τιμή για τους ανθρώπους να ξέρουν μια «τέχνη»· αυτό τους προστάτευε από την ανεργία. Σήμερα δεν κάνουμε τίποτα με τα χέρια μας, είμαστε «άχρηστοι»: ειδικά οι γυναίκες, παρά τον παραδοσιακό ηρωισμό τους (μητρότητα, εργασία, νοικοκυριό) έχουν την τάση –ακόμα– να επιλέγουν γνωστικούς τομείς υπερβολικά θεωρητικούς και χωρίς εργασιακό αντίκρισμα.
Ένας άλλος φίλος μου, μπαμπάς τεσσάρων παιδιών, αναρωτιέται πώς να αντιδράσει επειδή ο 13χρονος γιος του θέλει να γίνει φούρναρης. Ας γίνει φούρναρης! Πρόκειται για ένα συμπαθητικό και χρήσιμο επάγγελμα… Οι μπαμπαδομαμάδες θα έπρεπε να ανησυχούν μόνο για την υγεία των παιδιών – σωματική και ψυχική· για το πώς να μη γίνουν εγκληματίες, πρεζάκια ή και τα δύο.
Σήμερα η οικογένεια και το σχολείο δεν πλαισιώνουν τα παιδιά όπως θα όφειλαν. Μια καινούργια σχολική χρονιά αρχίζει με ελλείψεις και προβλήματα: η οικογένεια και το σχολείο πρέπει να λειαίνουν τις δυσκολίες, όχι να τις μεγεθύνουν. Όταν ένα παιδί λέει «φοβάμαι», δεν του απαντάς «Κι εγώ τρέμω απ’ τον φόβο μου» – του απαντάς «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ». Και φροντίζεις να είσαι συνεπής σ’ αυτό το «Εγώ είμαι εδώ». Τα παιδιά –οι μαθητές αλλά και τα μεγαλύτερα, οι φοιτητές– έχουν ανάγκη από πλαίσιο κανόνων μέσα στο οποίο να μπορούν να μελετούν και παραλλήλως να μαθαίνουν πώς να ζουν δίπλα στους άλλους. Από το 1974, το σχολείο και τα ΑΕΙ δεν παρέχουν αυτό το πλαίσιο, ούτε αποτελούν τόπο εργασίας: απλώς αναβάλλουν την προσαρμογή στον αληθινό κόσμο δημιουργώντας την αυταπάτη ότι το «κράτος» και η «εξουσία» θα αναλάβουν σύντομα τον ρόλο της μαμάς και του μπαμπά μας.
Μπαίνοντας σε μια αίθουσα του Παντείου αγανακατώ με τη βρομιά και ρωτώ τους φοιτητές: «Γιατί υπάρχουν σκουπίδια κάτω;» και σκύβω να μαζέψω ό,τι μπορώ. Με κοιτούν σαν να κάνω κάτι αλλόκοτο, ενώ ο «συνδικαλιστής» μου απαντάει με ύφος περισπούδαστο και βλοσυρό: «Έχουν περικοπεί τα κονδύλια!»
Έχουν περικοπεί τα κονδύλια γι’ αυτό ρίχνετε στο δάπεδο πλαστικά ποτήρια και καλαμάκια; Ποιος θα τα μαζέψει; Η απάντηση είναι ότι, αφού στο σπίτι τα μαζεύει «η μαμά», στον δημόσιο χώρο θα τα μαζέψει «το κράτος»! Αν θέλαμε όμως να αποκτήσουμε αληθινή παιδεία, θα επιστρατεύαμε τους απλούς κανόνες: μάθε το μάθημά σου, φέρσου με ευπρέπεια, σεβάσου τους άλλους και τον χώρο σου. Για να επιστρατευτούν αυτοί οι κανόνες –τους οποίους επιζητούν και τα ίδια τα παιδιά παρότι συχνά αντιδρούν– πρέπει να γίνονται σεβαστοί από τους «μεγάλους»: αν πρυτάνεις περιφρονούν τις αποφάσεις του κοινοβουλίου, πώς περιμένουμε να λειτουργήσουν οι νόμοι και οι θεσμοί; Ποιος θα τους διδάξει στη σχολική τάξη και στο αμφιθέατρο;
Οι κανόνες είναι ανακουφιστικοί και τα παιδιά σπανίως τους παίρνουν προσωπικά όπως παίρνουν προσωπικά τον αυταρχισμό ή το χάος που επικρατεί, όχι σπάνια, στην οικογένειά τους. Το σχολείο και τα ΑΕΙ δεν είναι εξ ορισμού χώροι εξέγερσης: είναι εξ ορισμού χώροι μάθησης· για να εξεγερθούμε πρέπει πρώτα να μάθουμε αυτό εναντίον του οποίου ενδέχεται να εξεγερθούμε. Θυμάμαι, για παράδειγμα, πως όταν εργαζόμουν σε μια κινηματογραφική σχολή, αράδιαζα τα γεγονότα και περιέγραφα τα κινήματα της ιστορίας του κινηματογράφου –το γαλλικό νέο κύμα, λόγου χάρη, το οποίο βαριέμαι θανάσιμα– χωρίς να αναφέρω τι μου άρεσε και τι όχι. Δεν βρισκόμουν εκεί για να κατεδαφίσω τη νουβέλ βαγκ – βρισκόμουν για να ανοίξω ένα δρόμο γνώσεων και κρίσης. Αν κάποιος από τους σπουδαστές, μετά από έρευνα, κατέληγε ότι η νουβέλ βαγκ είναι υπερτιμημένη, τότε απλώς θα συμφωνούσαμε. Με την ίδια λογική, όταν διδάσκεις αμερικανική ιστορία, δεν λες στα παιδιά ότι ο Τζέφερσον ήταν δουλοκτήτης και παλιοχαρακτήρας· τους λες ότι ήταν ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών… Στη συνέχεια, ίσως ακολουθήσει αμφισβήτηση και εξισορρόπηση. Το σχολείο δίνει βασικές πληροφορίες και ανοίγει έναν ορίζοντα: δεν είναι λέσχη συζητήσεων. Η «συζήτηση» είναι η λύση για τον αμήχανο, ανασφαλή και αμαθή καθηγητή που δεν έχει αρκετή αυτοπεποίθηση για να κάνει μάθημα. Όπως η «σύντηξη», η κατάργηση των ορίων, είναι η στάση του γονέα που προσκολλάται στα παιδιά του και στην εφηβική ηλικία.  
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.