Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
«Αιδώς και Δίκη τα πάντα συνέχει» (η ντροπή  και το δίκιο συνέχουν τις κοινωνίες).
Υπήρξε μια εποχή που Θεοί μεν υπήρχαν, αλλά γένη θνητών όχι.
Όταν, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου οι Θεοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν και γένη, θνητών όντων. Μέσα στη γη, αφού ανάμειξαν χώμα και φωτιά έφτιαξαν διάφορα γένη και το ανθρώπινο.
Όταν ήρθε η ώρα να βγάλουν στο φως αυτά τα θνητά γένη, ανέθεσαν στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα εξοπλίσουν με δυνάμεις και ικανότητες
Ο Προμηθέας άφησε τον Επιμηθέα να κάνει τη διανομή και αυτός μετά το τέλος της διανομής θα περνούσε να επιθεωρήσει. 
Άρχισε, λοιπόν, να μοιράζει ο Επιμηθέας, δίνοντας δύναμη σωματική σε αυτά που δεν μπορούσαν να τρέξουν γρήγορα, μεγάλη γρηγοράδα στα αδύναμα και ελαφρά. Όλα τα όπλιζε, αλλά και στα άοπλα έδιδε τέτοια φύση δυνατή, που μπορούσαν να εφευρίσκουν τη σωτηρία. Είχε μεγάλη αγωνία μήπως κάποιο γένος εξαφανιστεί.
Μα και από τους καιρούς του Δία τα προστάτευσε, ντύνοντας άλλα με πυκνό τρίχωμα και χοντρό δέρμα , άλλα με πολλά και μαλακά φτερά. Όλα τα έκανε ικανά να φτιάχνουν την κατάλληλη φωλιά και στρωμνή, για να φυλάσσονται και να αναπαύονται.
Καθόρισε και διαφορετική τροφή για το καθένα. Άλλα θα έτρωγαν βοτάνι από τη γη, άλλα καρπούς από τα δέντρα. Μερικά δε τα έδωσε βορά σε άλλα ζώα. Σε άλλα έδωσε ολιγογονία και σε άλλα, που ήταν πιο αναλώσιμα έδωσε πολυγονία, φροντίζοντας έτσι για τη σωτηρία του γένους.
Ο Επιμηθέας όμως, δεν προνόησε κατά την διανομή και κατανάλωσε όλες τις δυνάμεις στα άλογα όντα και άφησε το άνθρώπινο γένος γυμνό, ξυπόλητο και άοπλο. Την ώρα που ήταν να βγει στο φως της ημέρας και το ανθρώπινο γένος, απορούντος του Επιμηθέα φτάνει ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει. Βλέπει το ανθρώπινο γένος εντελώς αδύναμο.
Στην προσπάθεια του να βρει μια λύση για τη σωτηρία και αυτού του γένους, σκέφτηκε κάτι να κλέψει από το Δία, να το δώσει στους ανθρώπους και μάλιστα τη «σοφία και την πολιτική τέχνη». Όμως οι φυλακές στο παλάτι του Δία ήταν φοβερές και ο Προμηθέας αδυνατούσε να εισέλθει.
Ευρισκόμενος σε απορία, καταφέρνει και μπαίνει στα ιδιαίτερα του Ήφαιστου και της Αθηνάς, απ΄οπου κλέβει από τον ΗΦαιστο την έμπυρον τέχνην (τη φωτιά) και από την Αθηνά τη σοφία και τα δίδει στους ανθρώπους.
Έτσι με αυτά τα δυο η ζωή του ανθρώπου διευκολύνεται και οι άνθρωποι παρεσκευασμένοι καταφέρνουν να ζουν σποραδικά, χωρίς πόλεις. Καταστρεφόταν, όμως, από τα άγρια θηρία και άλλους εχθρούς, γιατί η δημιουργική τέχνη τους βοηθούσε μεν στην τροφή, αλλά προς τον πόλεμο των θηρίων ήταν ασθενείς γιατί δεν γνώριζαν πολιτική τέχνη και η πολεμική είναι μέρος της πολιτικής....
..Ζήτησαν τότε να διαμένουν συγκεντρωμένοι, κτίζοντας πόλεις. Αλλά και εκεί μάλωναν μεταξύ τους, καθώς αδικούσε ο ένας τον άλλον, γιατί πάλι τους έλειπε η πολιτική τέχνη.

Τότε ο Δίας φοβήθηκε, ότι το ανθρώπινο γένος θα καταστραφεί, θα εξοντωθεί και στέλνει τον Ερμή να μοιράσει στους ανθρώπους δύο πράγματα: «Αιδώ και Δίκην = ( ντροπή και δικαιοσύνη).
Και ρωτά ο Ερμής τον Δία:
Με ποιο τρόπο να μοιράσω αυτά στους ανθρώπους, όπως τις τέχνες;
Αυτές έχουν κατανεμηθεί, ώστε ένας ιατρός να αρκεί για πολλούς ιδιώτες και ένας μάστορας αρκεί επίσης για πολλούς ιδιώτες,
Και την αιδώ και την δίκην, όμοια να μοιράσω ή να δώσω σε όλους; «Επι πάντας έφη Ζεύς και πάντες μετεχόντων». Σε όλους είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο από αυτά. Και ο άνθρωπος που δε διαθέτει αυτά τα θεία δώρα κατ΄έντολή του Δία και πάλι πρέπει να θεωρείται «νόσος για την πόλη και ως νοσηρός να αποβάλλεται»
Ρητή η παρακαταθήκη του Δία, λοιπόν, στους ανθρώπους. Χωρίς εντροπή, χωρίς σεβασμό του ενός προς τον άλλο, χωρίς συστολή, αλλά και τάξη, νόμο και δίκαιο πολιτείες και κοινωνίες δεν συνιστώνται. Αιδώς και δικαιοσύνη συνέχει τις πολιτείες και τις κοινωνίες.
Ο λαός μας αντιλαμβανόμενος με πολλή λεπτότητα την έννοια αιδώς την απέδιδε με τη λέξη τσίπα (λεπτή κρούστα), που ξέρομε πόσο εύκολα μπορεί να σπάσει. Τον δε αναιδή απλά τον αποκαλούσε ξετσίπωτο, για δε το άδικο ήταν βέβαιος ότι ποτέ δεν ευλογείται, ούτε πέφτει χάμω, έλεγε. Αναίσχυντες και άδικες πράξεις σπίλωναν το όνομα και αμαύρωναν το πρόσωπο.
Αυτές οι δύο αρχές αποτελούσαν και τη βάση της αγωγής μας για πολλά χρόνια, τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας.
Στο πρόσφατο παρελθόν και μέχρι σήμερα ο σεβασμός θεωρήθηκε δουλοπρέπεια, η εντιμότητα βλακεία. Ο πλέον θρασύς εγκληματίας ούτε καν κατονομάζεται είναι τριανταπεντάχρονος, πενηνταεξάχρονος, σαραντάχρονος. Γιατί να ντραπεί λοιπόν ο βιαστής, ο άρπαγας, ο έμπορος λευκού θανάτου κ.λ.π. Η αιδώς και ο φόβος έχουν εκλείψει.
Στοιχεία των οποίων η απουσία δεν είναι άμοιρη της σημερινής μας κατρακύλας…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.