Τρίτη 5 Απριλίου 2011

ΚΡΗΤΗ-ΚΥΠΡΟΣ

Θραύσμα πινακίδας από πηλό με Κυπρομινωϊκή γραφή. 13ος αιώνας π.Χ. Εγκωμη Αμμοχώστου
Του Β. Καραγιώργη
Η ιστορική πορεία τους από τα βάθη της ιστορίας έως σήμερα => «Θέα του χιονισμένου Ψηλορείτη στο βάθος, από την Υστερομινωική έπαυλη του Βαθυπέτρου. Ο Κύπριος δεν νιώθει ποτέ ξένος στην Κρήτη. Το νησί μας έχει πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά κάθε Κρητικού. Κοινοί αγώνες, κοινή νησιώτικη μοίρα, οι ομορφιές με τις οποίες απλόχερα προίκισε η φύση και τα δύο μεγάλα νησιά, όλα συντείνουν στο να αισθάνονται οι Κύπριοι και οι Κρητικοί αυτάδελφοι»
Αυτά επισημαίνει σε άρθρο του στον «Φιλελεύθερο» ο ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Βάσος Καραγιώργης και προσθέτει ότι πέραν όμως από αυτά , ο Κύπριος αρχαιολόγος αισθάνεται προνομιούχος όταν έχει την ευκαιρία να ερευνά την ιστορική πορεία των δύο νησιών από τα βάθη της ιστορίας έως σήμερα.
«Εκείνο που με εντυπωσίασε και που επισημαίνω για πρώτη φορά είναι το εύρος των σχέσεων ανάμεσα στα δύο νησιά, κυρίως κατά τον 9ο - 6ο αιώνα π.Χ. Σε τάφους αυτής..
.. της περιόδου έχουν ανευρεθεί εκατοντάδες μικρά φλασκιά με στενό λαιμό και ευρύ χείλος, κατάλληλα για τη συσκευασία μυρωδικών. Μερικά είναι κυπριακής προέλευσης, τα πλείστα όμως είναι απομιμήσεις Κρητών κεραμέων», αναφέρει χαρακτηριστικά .
Στο άρθρο του ο Κύπριος αρχαιολόγος σημειώνει μεταξύ άλλων :
"΄Εγραψα το πρώτο μου άρθρο με θέμα “Αι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Κρήτης κατά τον 11ον αι. π.Χ.” το 1968, όταν πήρα μέρος με ανακοίνωση στο Δεύτερο Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το πεδίο ήταν τότε ανεξερεύνητο ακόμη και η κάθε “ανακάλυψη” ήταν καινοτόμος. Είχε βέβαια προηγηθεί ο Sir Αrthur Εvans, ο ανασκαφέας της Κνωσού, που πρώτος προβληματίστηκε και υπέδειξε την ομοιότητα της κυπριακής γραφής της ΄Υστερης Χαλκοκρατίας με τη Μινωική Γραμμική Α και την ονόμασε Κυπρομινωική.
΄Ηταν ένα δώρο ανεκτίμητης αξίας από την Κρήτη στην Κύπρο. Με την ανακάλυψη στην ΄Εγκωμη και στην Καλαβασό των πήλινων πινακίδων με εγχάρακτα σύμβολα της Κυπρομινωικής γραφής εμπλουτίστηκε το ρεπερτόριο των προϊστορικών κειμένων, που έχουμε στη διάθεσή μας, αν και τα κείμενα αυτά κρατούν ακόμη τα μυστικά τους.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ειδικών η Κυπρομινωική γραφή δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, παρ’ όλο που γνωρίζουμε τις φωνητικές αξίες των συμβόλων της, ασφαλώς επειδή η γλώσσα των Κυπρίων, που για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν την Κυπρομινωική γραφή γύρω στα 1500 π.Χ. είναι ακόμη άγνωστη.
Το πρώτο δείγμα χρήσης της ελληνικής γλώσσας από τους Κυπρίους χρονολογείται γύρω στα 1000 π.Χ., παρ΄όλο που έχουμε μαρτυρίες ότι ΄Ελληνες μετανάστες εγκαταστάθησαν στο νησί μας ήδη από το 1200 π.Χ. περίπου. Οι μετανάστες αυτοί χρησιμοποίησαν την Κυπρομινωική γραφή για να γράψουν την ελληνική γλώσσα και η γραφή αυτή εξελίχθηκε στο γνωστό μας κυπριακό συλλαβάριο, που κυριάρχησε για επτά περίπου αιώνες. Τόσο συντηρητικοί ήσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι! ΄Ηδη από τα χρόνια της βασιλείας του Ευαγόρα Α΄ στη Σαλαμίνα το ελληνικό αλφάβητο άρχισε σιγά-σιγά να εισάγεται στο νησί μας για να κυριαρχήσει στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ταυρόμορφο ρυτό πηλός  Κυπριακό
Υστεροκυπριακή ΙΙ περίοδος
1450-1200 π.Χ.

Οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Κρήτης ερευνήθηκαν σε διάφορα Διεθνή Συμπόσια που οργανώθηκαν από την Ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και ύστερα, τόσο από το Τμήμα Αρχαιοτήτων όσο και από το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι έρευνες γύρω από το θέμα των σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Κρήτης περιορίστηκαν ως επί το πλείστον στην ΄Υστερη Χαλκοκρατία παρ’ όλο που ήτο γνωστόν ότι επεκτείνονταν και στην Εποχή του Σιδήρου.
Από πέρυσι, σε συνεργασία με αρκετούς αρχαιολόγους που ειδικεύονται στην αρχαιολογία της Κρήτης, ΄Ελληνες και ξένοι, αρχίσαμε ερευνητικό πρόγραμμα με θέμα “Κυπριακά στην Κρήτη”. Το αρχαιότερο κυπριακό αντικείμενο, που εντοπίστηκε έως σήμερα στην Κρήτη, είναι ένας αμφορέας της Πρώιμης Μέσης Εποχής του Χαλκού, χρονολογείται γύρω στα 2000 π.Χ. και βρέθηκε στην Κνωσό.
Πριν μερικά χρόνια ο γνωστός ΄Αγγλος αρχαιολόγος Νicolas Coldstream εισηγήθη ότι τόσο στην Κρήτη όσο και στα Δωδεκάνησα οι Φοίνικες ίδρυσαν εργοστάσια μυρωδικών και για τη συσκευασία τους χρησιμοποιούσαν “Κυπροφοινικικά” δοχεία.
Ο όρος όμως “Κυπροφοινικικά” δεν είναι δόκιμος και η κυπριακή καταγωγή των αγγείων αυτών, τόσο των εισηγμένων στην Κρήτη όσο και των ντόπιων απομιμήσεων, μας αναγκάζει να αναθεωρήσουμε αυτή την εισήγηση και να αναβαθμίσουμε τον κυπριακό παράγοντα, ασχέτως του γεγονότος ότι σε ορισμένες περιπτώσεις συναντούμε και εισαγωγές φοινικικών αγγείων. Το θέμα αυτό ελπίζουμε να διαλευκανθεί πλήρως όταν θα ολοκληρωθεί η έρευνά μας".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.