Γράφει ο Κυριάκος Κώτσογλου
Καθώς το πολιτικό μας παρελθόν ανάρτησε οριστικά στις σελίδες του και τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές του 2010, πολλά θα μπορούσαν να γραφούν, ακόμα περισσότερα δε να ειπωθούν γι αυτό το «κεφάλαιο».
Η δύναμη των εκλογικών μηχανισμών και του προεκλογικού αγώνα «πόρτα- πόρτα», η αδράνεια των πολιτικών συστημάτων, η χρηματοοικονομική τρομολαγνεία του αύριο για το μέσο πολίτη της χώρας και βέβαια τα αδυσώπητα κομματικά – πρωθυπουργικά διλλήματα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέματα συζήτησης και ανάλυσης για πολύ καιρό μετά.
Θέματα, βεβαίως, συζήτησης και ανάλυσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τα αναδυόμενα δίπολα: δημοσιογραφική «δεοντολογία» / υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού, εισαγγελικές διαθέσεις /λειτούργημα ανάδειξης της αλήθειας, στο πλαίσιο της αποθέωσης του πιο χυδαίου μάρκετινγκ, που διαδραματίστηκε μέσα από τον τοπικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο του 21ου αιώνα, όλα σημεία των καιρών ή -πιο εύστοχα- της κοινωνίας μας, που διαμορφώνει όλα τα παραπάνω και διαμορφώνεται από αυτά, με έναν τρόπο ο οποίος καθιστά απίστευτα δύσκολη τη διαπίστωση του ποιος από τους δυο έκανε την αρχή.
Πάντως, όσο κι αν τα παραπάνω «σκαλίζουν» τα μυαλά των πολιτών, αναμφισβήτητα υπάρχει κι η άλλη πλευρά που λέει ότι το πρωτάθλημα το παίρνει εκείνος που το θέλει περισσότερο από εκείνον που το χάνει και κανείς μα κανείς, δε μπορεί να αγνοήσει τούτη την πλευρά αναγνώρισης για το νικητή. Ακόμα κι αν το σημαντικότερο μήνυμα των εκλογών θα έπρεπε να είναι η απαξίωση του κόσμου για τον ίδιο το θεσμό, κανείς δεν ασχολήθηκε με την αυτοδύναμη αποχή, ούτε για ένα δευτερόλεπτο μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων. Τα πάντα λησμονιούνται κάτω από την «αποδοχή του προγράμματός μας» και το όλο ζήτημα κλείνει με τη διαχρονικά επίκαιρη ρήση «…ο κυρίαρχος λαός αποφάσισε».
Αυτό το τελευταίο αιωνόβιο «χρυσόβουλο» αποτελεί και την πιο σταθερή ασφαλιστική δικλίδα ενός ισοπεδωτικού συστήματος που εξαντλεί τις δράσεις του στο επίπεδο του καναπέ. Γύρω ή πάνω στο εν λόγω έπιπλο - μετεξέλιξη του αρχαίου ανάκλιντρου το οποίο ξεκούραζε μεν, δεν προσέφερε εφησυχασμό δε - είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει προβληματισμός για όλα τα παραπάνω φαινόμενα, αλλά μέχρις εκεί. Κανένα φαινόμενο δεν θα συζητηθεί ως ευκαιρία κριτικής και αυτοκριτικής και κατ’ επέκταση βελτίωσης μιας στρεβλής κατάστασης, γιατί, για να γίνει αυτό, θα πρέπει το φαινόμενο τούτο να αξιολογηθεί πρώτιστα ως λάθος. Αν αυτό δε συμβεί δεν υπάρχει λόγος διόρθωσης κι αυτή είναι η επικρατούσα πρακτική, αφού μετά την απόφαση του λαού, όλες οι ενέργειες που διαδραματίσθηκαν θα βαφτιστούν απαραίτητες, πρακτικές, επιβεβλημένες και εν τέλει νόμιμες και ηθικές, άρα ολόσωστες. Δεν ξέρω πόσο ευδιάκριτη είναι η ειρωνεία που χαρακτηρίζει τόσο τις σκέψεις όσο και τα γραφόμενά μου, καθώς δεν θα ήθελα με τίποτα να υπερβεί τον αυτονόητο σεβασμό για τον αναγνώστη, εντούτοις θα ήθελα οι επόμενες γενιές να είναι πολύ αυστηρές με όσα σχεδιάζουμε, πράττουμε και νομιμοποιούμε.
Όμως, όσο ένδοξο κι αν είναι το παρελθόν, όση μαγεία κι αν του δίνει προίκα η ιστορία, με τίποτα δε μπορεί να συναγωνιστεί σε αγωνία και ενδιαφέρον το μέλλον. Έτσι, ακόμα κι αν δεν εκστασιαστήκαμε με την επιλογή, τον αγώνα και το αποτέλεσμα, οφείλουμε να συγχαρούμε τους νικητές, να τους ευχηθούμε – και ακόμα περισσότερο - να προσδοκούμε την επιτυχημένη θητεία τους γιατί, αν μη τι άλλο, μέσα απ’ αυτήν θα ωφεληθεί ο τόπος. Έτσι η «επόμενη μέρα» θα χρειαστεί τη βοήθεια όλων μας και καλό θα είναι να μην την αρνηθούμε γιατί οι περισσότεροι στόχοι είναι κοινοί και -πιστέψτε με- δεν κινδυνεύουν από τη σημαντική παράμετρο του ποιός θα τους πετύχει, μα από την καταλυτική παράμετρο του πώς θα τους πετύχει κάποιος, ακόμα κι αν τούτος έχει καλές προθέσεις.
Παρακολουθώ εδώ και μήνες την αβάσταχτη προχειρότητα με την οποία η Πολιτεία επιχειρεί πραγματικά να «μπαλώσει» τις ελλείψεις του «Καλλικράτη», μιας Διοικητικής Μεταρρύθμισης που για μια ακόμα φορά πρέπει να ευχηθούμε να πετύχει. Σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας – πρώην Νομαρχίας – είχα την ευκαιρία να συμμετέχω και στις προτάσεις που έγιναν με σκοπό τη βελτίωση της διοικητικής διάρθρωσης των Υπηρεσιών της. Είδα τελικά να θεσμοθετείται ένα άχαρο διοικητικό «μόρφωμα» το οποίο σε επίπεδο Νομού συγχωνεύει, ως Τμήμα, τον Τουρισμό στη Διεύθυνση Εμπορίου και τον Πολιτισμό στη Διεύθυνση Υγείας.
Διαπίστωσα μέσα στο ίδιο μόρφωμα την «εξαφάνιση» – πάντα σε επίπεδο Νομού - της Πολιτικής Προστασίας, του Προγραμματισμού και των Υπηρεσιών της Μηχανογράφησης. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και τις αδιευκρίνιστες απορίες σε επίπεδο Υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας ή και άλλων, το πάζλ γίνεται ακόμα πιο δύσκολο και λιγότερο ενδιαφέρον. Άραγε πώς είναι δυνατόν οι δομές της Πολιτικής Προστασίας, που εκτός των άλλων στηρίζονται βασικά στον εθελοντισμό και την κοινωνική εγγύτητα, να διοικούνται από το Ηράκλειο και από απόσταση άνω των 100 χιλιομέτρων;
Στον αντίποδα, οι έξι (6) Γενικές Διευθύνσεις Κρήτης μαζί με τις είκοσι έξι (26) Διευθύνσεις Υπηρεσιών με έδρα το Ηράκλειο, πέρα από την «τοπικιστική» αγανάκτηση, μου δημιουργούν και μια επιπλέον ανησυχία. Κανείς δεν γνωρίζει τις διοικητικές ανάγκες και την εξυπηρέτηση του πολίτη περισσότερο από εκείνους που την υπηρετούν, δηλαδή, την ίδια την Υπηρεσία και τα στελέχη της. Γιατί αγνοήθηκαν παντελώς μια σειρά υπηρεσιακών και συνδικαλιστικών προτάσεων εξορθολογισμού της διάρθρωσης των Υπηρεσιών σε επίπεδο Κρήτης; Ακόμα κι αν θελήσω να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου και παραδεχθώ, για την οικονομία της συζήτησης και μόνο, ότι κάποιες από αυτές είχαν συντεχνιακό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, στα αλήθεια, καμία μα καμία από αυτές δεν διέθετε την τεχνοκρατική βάση για να υιοθετηθεί από το νέο Διοικητικό Οργανισμό;
Η παραπάνω κατανομή Διευθύνσεων είναι δείγμα προθέσεων ισόρροπης ανάπτυξης στην Κρήτη; Γίνεται αντιληπτό ότι, ακόμα και για τις πιο ήσσονος σημασίας αποφάσεις, ακόμα και για τη χάραξη μιας απλής ρυμοτομικής γραμμής θα πρέπει να έχουμε την έγκριση της Περιφέρειας; Με δεδομένο ότι όλα αυτά σχεδιάστηκαν από την κεντρική πολιτική σκηνή, δηλαδή από ανθρώπους που δεν έχουν κατά τεκμήριο επαφή με τον πολίτη, η άποψή μου είναι ότι θεσμοθετείται πλέον με τον πιο εμφατικό τρόπο ένα Ηρακλειοκεντρικό κράτος και εικάζω ότι η πρόθεση της Πολιτείας είναι να υλοποιηθεί αυτό με τις ελάχιστες περιφερειακές αντιρρήσεις.
Οποιαδήποτε αλλαγή πλέον, διοικητική ή άλλης φύσεως, θα εμπίπτει στις διαθέσεις του Περιφερειακού Συμβουλίου και για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό και να το κάνουμε «λιανά», σημαίνει ότι η κάθε αλλαγή που θα προτείνεται θα πρέπει να έχει την αποδοχή και του Ηρακλείου, αφού το θέμα της πλειοψηφίας θα είναι απλά αριθμητικό. Αντιλαμβάνεσθε νομίζω τι μέλλει γενέσθαι εάν παραδείγματος χάριν - όπως ακούσθηκε προεκλογικά - «Το Εφετείο είναι θέμα Περιφερειακού Συμβουλίου». Τα πάντα θα είναι θέμα πλειοψηφιών στις οποίες δεν θα μπορούμε να υπεισέλθουμε και μόνο ότι αποτελεί πρωτίστως συμφέρον του Ηρακλείου θα υλοποιείται. Το εάν είναι και «δικό μας» συμφέρον θα αποτελεί ένα άλλο θέμα.
Για όλα αυτά, θα πρέπει να ευχηθούμε την επιτυχία, προσωπική και συλλογική, σε όλους τους αιρετούς μας, αλλά πριν από αυτήν τη διάθεσή τους για την προάσπιση της αναπτυξιακής προοπτικής του Νομού μας, γιατί διαφορετικά μας βλέπω ένα Δυτικό Προάστιο. Την ίδια διάθεση με πλήρη ύφεση θα πρότεινα - πραγματικά χωρίς καμία έπαρση- και στα Μ.Μ.Ε. του Νομού μας, κάποια εκ των οποίων ίσως εξάντλησαν τη δημοσιογραφική τους δεινότητα, προεκλογικά. Μερικές φορές νοιώθω ευτυχισμένος που συμμετέχω σ’ αυτό το έντυπο, επειδή δε μας αφορά το «γιατί ο Εφιάλτης στο τέλος θα φανεί, κι οι Πέρσες επιτέλους θα περάσουν».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.