Το πλέον διαδεδομένο όργανο στην επαρχία Κισσάμου είναι χωρίς αμφιβολία το βιολί. Ακολουθείται από ένα ή δύο λαούτα και πλέον στις μέρες μας και κιθάρα. Παλαιότερα η καθαρά παραδοσιακή ζυγιά της περιοχής αποτελούνταν από βιολί και λαούτο. Το παρελθόν πιστοποιεί πως το βιολί κατείχε κυρίαρχη θέση στην περιοχή χωρίς όμως αυτό να αναιρεί την ύπαρξη και άλλων οργάνων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ζυγιά. Μπορεί ηχογραφήσεις να μη διασώθηκαν, κυρίως από φωτογραφίες εποχής και ιδιαίτερα από βιβλιογραφικές καταγραφές που αφορούν μαρτυρίες αρχαιότερων και καταγεγραμμένες βιογραφίες μουσικών μπορεί κανείς να εντοπίσει ποια ήταν εκείνα τα όργανα που συμβίωναν με το βιολί στην εν λόγω περιοχή και ποιος τελικά ο ρόλος τους σε σχέση με αυτό.
Αρχικά εντοπίζουμε την ύπαρξη λύρας η οποία βέβαια υφίσταται και σήμερα σε μικρότερο όμως ποσοστό απ΄ ότι το βιολί. Από τη βιβλιογραφία εντοπίζουμε την ύπαρξη 6 λυράρηδων που έδρασαν στην περιοχή:
1. Καντέρης Γεώργιος ή Καντεράκης ή Καραμπουρνιώτης 1877-1963
2. Νίκος Κατσούλης ή Κουφιανός 1877-1947
3. Μαυροδημητράκης Νικηφόρος 1868-1945
4. Ξανθουδάκης Δημήτρης ή Αλεξανδρινός 1887-1942
5. Σκουλούδης Ιωσήφ 1917-2003
6. Τσουρλάκης Ιωάννης 1872-1961
Άλλα όργανα τα οποία εντοπίζονται είναι το κλαρίνο. Καταγεγραμμένους βρίσκουμε μόνο έναν τον Γλαμπεδάκη Ονούφριο (1909-1988) τον Κωστή Γλεντουσάκη (1886-1979), τον Τωμαδάκη Γ. αλλά μαρτυρίες πιστοποιούν την ύπαρξη και του Σαριδάκη Ευτύχη (1905-1968).
Ένα άλλο θα μπορούσαμε να πούμε μουσικό όργανο ήταν η μουγκρινάρα. Πρώτη φορά μας ανέφερε για αυτό το όργανο ο δάσκαλός μου Μιχάλης Κουνέλης. Το περιέγραφε σχηματικά σαν μια στάμνα η οποία είχε τρύπα από κάτω με σκοπό να χωρούν να μπαίνουν τα χέρια του εκτελεστή βρεγμένα και να τραβούν ένα βούρλο το οποίο κρεμόταν από την κορυφή. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργούνταν ήχοι. Στο βιβλίο του Αθ. Δεικτάκη «Χανιώτες Λαϊκοί Μουσικοί που δεν υπάρχουν πια ο Κουνέλης έχει ζωγραφίσει σχηματικά κ έχει περιγράψει τη μουγκρινάρα ως εξής:»
« Καπάκι στη στάμνα βάζουμε ένα κομμάτι δέρμα γερό και όχι πολύ παχύ. Στη μέση του βάζομε ένα βούρλο χλωρό και περνά από κάτω μέχρι έξω. Η στάμνα από κάτω είναι τρύπια ίσα που να χωρούν τα χέρια μας να μπαίνουν και να βγαίνουν βρεγμένα τραβώντας το βούρλο. Από τα βαθιά της στάμνας μέχρι έξω, τρίβοντας το βούρλο,βγάζει τη φωνή και τους ήχους». Ο Δεικτάκης στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρει πως τη μουγκρινάρα τη χρησιμοποιούσαν σε κάποια μέρη ως μουσικό όργανο ενώ σε κάποια άλλα κυρίως στην Κρύα Βρύση Αγίου βασιλείου για να διώχνουν τη νύχτα τα βλαβερά έντομα από τα χωράφια. Ανατρέχοντας σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του Φοίβου Ανωγειανάκη «Ελληνικά Μουσικά Όργανα» πέραν του ότι δίνει στο συγκεκριμένο μουσικό όργανο την πρόσθετη ονομασία «γουργούρα», στεκόμαστε στα εξής: « Τη μουγκρινάρα τη χρησιμοποιούσαν παλιότερα στην κεντρική και δυτική Κρήτη, για να διώχνουν τα πουλιά και τα αρπακτικά ζώα (αλεπούδες, αρκάλους κτλ.)
από τα μποστάνια και τα αμπέλια. Το ηχητικό αυτό αντικείμενο είναι μία στάμνα χωρίς πάτο, με το στόμιό της σκεπασμένο με δέρμα. Ένα πέτρινο λουρί ή κερωμένος σπάγκος ή και βούρλο περνάει μέσα από τη στάμνα και στερεώνεται με κόμπο ή σ’ ένα ξυλαράκι για να πιάνει καλά, στην απέξω μεριά του δέρματος, που έχουν προηγούμενα τρυπήσει.
Καθισμένος ο παίκτης τραβάει, με βρεγμένα χέρια-« όντε πάει το ΄να, γυρίζει τ΄άλλο»-τον κερωμένο σπάγκο ή το λουρί, κρατώντας τη μουγκρινάρα ανάμεσα στα σκέλια του. Ο ήχος που δίνει μοιάζει με δυνατό μούγκρισμα». Μαθαίνουμε επίσης από τον ίδιο ότι το συγκεκριμένο αντικείμενο με κάποιες παραλλαγές χρησιμοποιούντανκαι στις μονές του Αγίου Όρους αλλά και στη Ρουμανία, Ανδαλουσία, Αγγλία και Αφρική με τις ονομασίες «ταύρος», «γρύλος», «καλιακούδα», «βρυχηθμός της λεοπάρδαλης» αντίστοιχα για κάθε περιοχή.
Συμπερασματικά παρατηρούμε πως οι δύο περιγραφές μοιάζουν σε πολλά στοιχεία, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το ίδιο όργανο ενώ παράλληλα οι επιπλέον πληροφορίες ίσως μας δίνουν το δικαίωμα να υποθέσουμε πως το όργανο αυτό προφανώς ήρθε στη Δυτική Κρήτη από περιοχές της Ευρώπης ή το πιθανότερο από την Αφρική μιας και βρίσκεται πολύ κοντά στο νησί και η χρησιμότητά του ταιριάζει με τελετές κατά τη διάρκεια μύησης ή θανάτου κάποιου σημαντικού ανθρώπου από την κοινότητα, που γίνονται στη χώρα αυτή.
Συνεχίζοντας την «εύρεση» των οργάνων της περιοχής συναντούμε έναν καταγεγραμμένο στο κανονάκι τον Κατάκη Αντώνη (1874-1942)41, τον Σαρημανώλη Νίκο (1919-1995) πρόσφυγα από τη Μ.Ασία στο μπουλγαρί και το μπουζούκι και τέλος τον Παπαμαρκάκη ή Τσεσμέ Αντώνη και τον Χατζηγεωργίου Γεώργιο (1900-1987), στο σαντούρι.
Παρατηρούμε λοιπόν την συμβίωση του βιολιού και κατ’ επέκταση και του λαούτου σαν ζυγιά με τα παραπάνω όργανα. Σίγουρα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατέχουμε πως συνυπήρχαν και μουσικά για παράδειγμα το βιολί με το κανονάκι στη εν λόγω μουσική παράδοση αλλά μπορούμε εύκολα να στοχαστούμε πως εφόσον κάποια από αυτά τα όργανα ήρθαν από τη Μ. Ασία ορθά θα συνοδεύονταν και από την εκεί μουσική παράδοση. Από αρχεία ήχου το μόνο που έχει μείνει από τα παραπάνω όργανα είναι φυσικά ηχογραφήσεις με λύρα και ηχογραφήσεις με μπουλγαρί το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως στα ταμπαχανιώτικα.
Σίγουρα δεν υπήρχε Κισσαμίτικο ή Χανιώτικο γλέντι με κύριο όργανο το κλαρίνο παρατηρούμε όμως πως κατείχε κι αυτό τη θέση του στην μουσική του τόπου. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε πως η Κρήτη και ιδιαίτερα η περιοχή της Κισσάμου βρίσκεται πολύ πλησίον της Πελοποννήσου στην οποία δεσπόζει το κλαρίνο κι επομένως σίγουρα υπήρχαν επιρροές. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μανόλη Κογχυλάκη «Το μαντίλι της Ινώς και το Ιναχώριον» που αναφέρεται στην περιοχή Εννιά χωριά της επαρχίας Κισσάμου. Μας λέει: 46... «Αξίζει να σημειωθεί και η επίδραση των γειτονικών περιοχών στα μουσικοχορευτικά δρώμενα. Τα Εννιά χωριά βρίσκονται ανάμεσα σε Πελοπόννησο και Αφρική. Με καθαρή ατμόσφαιρα φαίνεται ο Ταΰγετος από τον Κουτρούλη, έτσι λέγεται. Είχαν επίνειο το Στόμιο. Φόρτωναν στα καΐκια λάδι, κάστανα κ.α., άνοιγαν τα πανιά και με τους βοριάδες έφταναν στην Αφρική. Φυσούσε νοτιάς ξαναγύριζαν ή έπιαναν Πελοπόννησο.
Αυτή η επικοινωνία εκτός από τις εμπορικές συναλλαγές έφερνε σε επαφή τους ανθρώπους και έτσι γίνονταν και πολιτιστικές ανταλλαγές. Έδιναν κι έπαιρναν. Έτσι σε όλα τα εννιαχωριανά πανηγύρια και γλέντια ανάμεσα στις προτιμήσεις των χορευτών ήταν πάντα και ο «Καλαμαθιανός». Ποιος θα ξεχάσει το τραγούδι «Στην Πάτρα εις τον καφενέ ήτανε συναγμένοι, ο δήμαρχος και ο ανακριτής που ‘κρίναν την Ελένη...» που αντηχούσε στις ταβέρνες της Χρυσοσκαλίτισσας ως το Βλάτος και τα Καμποσφήναρα».
Από το παραπάνω απόσπασμα κατανοούμε πως φυσικά το καλαματιανό δεν ήταν ενννιαχωριανός χορός αλλά δεν μπήκε και τυχαία στην ζωή των κατοίκων της περιοχής. Οι έμποροι που ταξίδευαν στην Πελοπόννησο το άκουσαν και το εισήγαγαν στα μουσικά δρώμενα του τόπου. Κάπως έτσι συνέβαινε και με άλλους χορούς «έξωκρητικούς» και φυσικά και με τα μουσικά όργανα. Ο πρόσφυγας που ήρθε από τη Μ. Ασία έφερε μαζί με τα βιώματά του, την κουλτούρα και τον πολιτισμό του, τα μουσική και τα όργανα που την γεννούν. Οι ντόπιοι αφομοιώνουν δημιουργικά την εν λόγω νοοτροπία και μουσική και πολλές φορές γίνεται όμοια και δεν ξεχωρίζει από την τοπική
Σεπτέμβριος 2009
Από την πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας
Αρετής Καμηλάκη
Κ-Α-Τ-Α-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Ο
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια
ΑπάντησηΔιαγραφή