Της Νίκης Τρουλλινού
Πως το έλεγε το παιδικό εκείνο στιχάκι : «μην είναι οι κάμποι, τα βουνά…» κλπ, κλπ… Ήταν για την πατρίδα, νομίζω. Και μέσα στην απλοϊκότητά του έλεγε την αλήθεια. Πατρίδα είναι το τοπίο, πατρίδα είναι η μνήμη του τοπίου με την παιδική ηλικία οδηγό. Κάποτε τα παλιά λεωφορεία αγκομαχώντας μας έφερναν σε τόπους όπου το νερό κελάρυζε, τα σπίτια των χωρικών άνοιγαν τις πόρτες τους φορτωμένες χαμόγελο, τα ακρογιάλια χρυσά και μαλαματένια, άδεια ως πέρα στο βουνό, χωράφια φορτωμένα καρπό, το γλέντι του τρύγου, η χαρά του λιομαζώματος. Και μυρωδιές. Όλα είχαν τη δική τους μυρωδιά, σινιάλο του κάθε τόπου χωριστά. Εδώ η μυρωδιά του σανού, να τον μασάει το γαϊδούρι, εκεί το μεθύσι του μούστου και το μέλι του σκασμένου καρπουζιού.
Πάει καιρός από τότε που παίρναμε πετσέτες, παιδιά και κουβαδάκια και αναζητούσαμε μισόκρυφα ακρογιάλια. Τώρα πονάμε…Γιατί κάθε εξόρμηση στην κρητική φύση σημαδεύεται με μια πληγή. Ναι, ακριβώς όπως εκείνη η στροφή του Σεφέρη:’’ όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει’’. Μόνο που η ερμηνεία του στίχου είναι τώρα τόσο χειροπιαστή!
Καθώς μεγαλώναμε, παίρναμε τον υπνόσακο και κατηφορίζαμε στα φαράγγια. Ξέρετε το φαράγγι της Αράδαινας; Στην επαρχία Σφακίων. Εκεί πάνω στα μάρμαρα - αφού το βράχο να σκαλίσεις, μάρμαρο άσπρο από κάτω- ταβερνείον υψώθη περήφανον πάνω στο βράχο, μπροστά στην είσοδο του φαραγγιού. Τα ταχύπλοα των νεόπλουτων Νέο – κρητικών διασχίζουν τον κόλπο κι ύστερα ρίχνουν άγκυρα στις θαλασσινές σπηλιές! Ναι, εκείνες τις ίδιες που κάποτε γαλήνια ακουμπούσαμε το κορμί μας σιγομουρμουρίζοντας “μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μι’ αγάπη, υπάρχει μια έκσταση…’’. Δίπλα το Λουτρό. Πόσο ακόμα θα κτιστεί… Προσπαθώντας ν’ αποδιώξω την νοσταλγία, ταξιδεύω στο παρελθόν.
Ιούλης 1974. Το Λουτρό: δυο σπίτια, το ταβερνάκι της κυρά – Μαρίας που τηγάνιζε αυγά με πατάτες, προς πέντε δραχμές την μερίδα, τρία μεγάλα αλμυρίκια και μεις. Μια παρέα φοιτητών να τραγουδά αντάρτικα ώσπου η βάρκα από τα Σφακιά έφερε το μαντάτο πως έπεσε η χούντα. Και τη δεκαετία του ογδόντα πάλι εκεί. Το Λουτρό να χτίζεται, πόσο ακόμα να την ξέντωσαν τη γη, φεύγαμε παίρνοντας δρόμο για τον Φοίνικα. Τα πόδια ιχνηλατούσαν το φιδίσιο μονοπάτι , οι κατσίκες ατίθασες να πετιούνται στο διάβα μας, μικρές σαύρες να κρύβονται κάτω από τις πέτρες, σκίνος και θυμάρι να μοσχοβολά, και… κουρασμένοι αλλά αέρινοι, να ξαποστάσουμε στην κορυφή. Εκεί το πελώριο ρωμαϊκό σταρνίτσι. Ο αρχαίος Φοίνικας χαιρετούσε την Αφρική, το Λιβυκό πέλαγος λαμπύριζε καθώς το σεργιανούσαν φοίνικες έμποροι και καπεταναίοι Δροσουλίτες, καράβια και σύντροφοι του Οδυσσέα στο διάβα του, μυρωδιά βερβελίθρας και βούισμα σφίγγας. Να σκύψεις να δεις το πρόσωπο σου στο νερένιο καθρέφτη της αρχαίας στέρνας, από πόσο μακριά ερχόμαστε; Ύστερα, κατηφόρα ως την κυρά – Κατίνα, ράτσα μάνας Σφακιανής με τους πολλούς της γιους και πίτα μυζήθρας στο τηγάνι. Κι όταν τα παιδιά μεγάλωναν, ακόμα λίγο, στην αγριάδα του Λύκου να φτάσουμε. Να μάθουν κι αυτά ν’ αγαπούν την κρητική γη, να την κουβαλούν μέσα τους, φορτίο πολύτιμο, να ξαποσταίνουν στην εικόνα του τις δύσκολες στιγμές…
Το ρωμαϊκό σταρνίτσι του Φοίνικα απέκτησε στο καβούκι του πάνω μπαρ! Με χρωματιστά λαμπιόνια και δύστυχες σλάβες να παζαρεύουν τον έρωτα μ’ ένα ποτήρι ουίσκι…
Φραγκοκάστελλο, Ροδάκινο, Λευκόγεια, Σχοινάρι, Άγιος Παύλος, ο Κομμός εσώθηκε από την αρχαιολογική του ζώνη, καημό τόχουνε οι ιδιοκτήτες της περιοχής, είναι δυνατόν; και τούτος ο κόλπος rent rooms κάθε εκλογές ζητούν να γίνει!
Πριν κουραστείτε, για το Βαθύ, αφήστε με να πω. Το μοναδικό φιόρδ, ναι φιόρδ, της Κρήτης. Κολυμπάς, κολυμπάς, και θαρρείς πως είσαι σε λίμνη. Γιατί το νερό μπαίνει βαθιά στη γη ζωγραφίζοντας ένα θεότρελλο σίγμα! Το φαράγγι πιο μέσα, κάθετος κόκκινος βράχος, είχε τα κέφια της η φύση στους παλιούς σεισμούς. Το δρόμο για το Βαθύ τον ξέρουν λίγοι. Κυρίως οι ντόπιοι. Αυτοί μπαζώνουν και χτίζουν τ’ αυθαίρετα εδώ.
Λέω μέσα μου: δεν τον πονούν το τόπο τους; Δεν θυμούνται τίποτα πια; Τόσο πολύ μίσησαν τη μάνα που τους έφερνε με το μουλάρι, το καρπούζι να κρουσταλλιάζει στο κρύο κύμα, τον πρώτο τους έρωτα σε τούτο τ’ ακρογιάλι; Παιδική ηλικία - πατρίδα δεν την έχουνε ετούτοι…
Και η Πολιτεία να κωφεύει. Ναι, αυτή η συντεταγμένη πολιτεία, τριάντα χρόνων μεγαλοκοπέλα πια, με θεσμούς και όργανα, με τους δημοκρατικά εκλεγμένους άρχοντες της. Αυτοί πρωτίστως κωφεύουν. Γιατί, πως θα πάμε κόντρα στο ‘’λαό’’!
Και αφού μπάζωσαν και μπετόνιασαν τα’ ακρογιάλια, σειρά των ορεινών όγκων τώρα. Η ενδοχώρα! Η κακοποίηση του τοπίου πιάνει το όρη και τα βουνά. Αξιοποίηση την βαφτίζουν! Και κοινοτικά πλαίσια στήριξης!
Ανηφορίζοντας την Τοσκάνη των βενετσιάνων, Μαλεβίζι στα καθ’ ημάς, σας υποδέχονται τα σκουπίδια. Πλυντήρια, κουζίνες, ντεπόζιτα, σακούλες άδετες να χάσκει η καταναλωτική μανία των χωριανών. Πλαγιές που σκάβονται και μετατρέπονται σε μεταμοντέρνες μεζονέτες, γαλάζιες και ροζ. Μπαζωμένα ρέματα, το νερό στις νεροποντές ψάχνει δρόμο και δεν βρίσκει, ελιές που κόβονται να γίνουν ακριβά οικόπεδα έτοιμα να δεχτούν το αλουμίνιο. Και δίπλα τα χωριά να σιγοσβήνουν. Παλιά σπίτια από πέτρα πελεκημένη με έρωτα, ερωτικές ανάσες κι ιστορίες από ξενύχτια, βραδιές του Κλείδωνα και μαντινάδες για τις όμορφες, πηγάδια σκεπασμένα με ξεραμένες γλάστρες, τ΄ αμίλητο νερό συχνάζει σε φολκλόρ εκδηλώσεις, μόνο κουκουβάγιες τη νύχτα γυροφέρνουν, και ζουρίδες τσακώνονται στη πέρα γειτονιά.
Ξέρω. Δεν είμαι νεραϊδοπαρμένη ούτε ξένη στον τόπο. Ξέρω, πως και οι ντόπιοι πρέπει να ζήσουν καλύτερα, πως κι οι αγρότες, κυρίως αυτοί, έχουν δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή. Μόνο που καλύτερη ζωή δεν σημαίνει να ρημάξεις τον τόπο σου. Κι αν όλοι αυτοί οι παράγοντες και παραγοντίσκοι της εποχής μας, που τους τάζουν λαγούς με πετραχήλια κάθε φορά που η ψήφος έχει το λόγο, πονούσαν τον τόπο τους – όπως ισχυρίζονται – θα ήξεραν ή όφειλαν να ξέρουν πως υπάρχει και η ήπια ανάπτυξη, αυτή που παίρνει υπόψη της τη Φύση, την ιδιαιτερότητα του τόπου και του τοπίου, την αρχιτεκτονική των πατεράδων μας, τα γήινα υλικά… Κι αν θέλουμε να ‘’πουλήσουμε’’ στους “κουτόφραγκους’’ εναλλακτικό τουρισμό, θα τους πουλήσουμε πέτρα και ξύλο, όχι μπετόν και αλουμίνιο, θα τους δείξουμε βουνά και λαγκαδιές απαλλαγμένα από σκουπίδια, θα τους κεράσουμε ρακή ανόθευτη, θα τους παινέσουμε τη θάλασσά μας, ένα – δυο τσιγάρα δρόμος όπου κι αν σταθείς, κι ας μένουν οι χλωριωμένες πισίνες για τα γκλαμουράτα ξενοδοχεία! Η ορεινή Ανδαλουσία τα έχει καταφέρει με τα ίδια κονδύλια, με τα ίδια προγράμματα. Και για τους καχύποπτους, όχι, δεν επαναστατεί το αριστερό μου παρελθόν, μα να, πονάει ο παραφρασμένος στίχος: “όπου και να ταξιδέψω η Κρήτη με πληγώνει’’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.