Οι Έλληνες λόγιοι πρόσφυγες στην Ιταλία, οι οποίοι για διαφόρους λόγους και προ πάντων για να εξασφαλίσουν ευνοϊκές συνθήκες ζωής είχαν γίνει ενωτικοί ή είχαν ασπαστεί το δυτικό δόγμα, αποτελούν αξιόλογους πυρήνες της καθολικής προπαγάνδας στις ελληνικές χώρες, γιατί ευνοούν τις επιδιώξεις της για την αναγνώριση των πρωτείων τού πάπα και την ένωση των εκκλησιών. Έτσι ή ιστορική παράδοση των διενέξεων του Βυζαντίου με την καθολική Δύση δεν παύει στην πραγματικότητα με την Άλωση, αλλά συνεχίζεται και επί τουρκοκρατίας υπό διαφορετικές συνθήκες και παρουσιάζει νέες ενδιαφέρουσες εξελίξεις και φάσεις.
Πραγματικά η καθολική εκκλησία συνεχίζει τις ενέργειές της, ιδίως εκεί όπου μπορεί ν’ ασκήσει αποτελεσματικές επιδράσεις: στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, στις Κυκλάδες, στην Κύπρο και στην Κρήτη. Η προσέλευση του αρχιεπισκόπου Νικαίας Βησσαρίωνος, του σοφού εκείνου κληρικού, στο δυτικό δόγμα, είχε ασκήσει ασφαλώς επιρροή στις ταραγμένες ψυχές των ορθοδόξων, ιδίως των λογίων. Ο Βησσαρίων είναι ο αρχηγός των ενωτικών και προς αυτόν φυσικά αποβλέπουν οι οπαδοί του Φλωρεντινού όρου. Τον Μάιο του 1462 ονομάζεται από τον πάπα Πίο Β’ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και σ’ αυτόν υπάγονται τώρα οι ουνίτες Έλληνες της Κρήτης και των ελληνικών νησιών. Και στις 27 Μαΐου του ίδιου χρόνου αποστέλλει ποιμαντορική εγκύκλιο —την γνωστή με τον τίτλο «επιστολή καθολική»— προς όλους τούς χριστιανούς όσοι υπάγονται στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Εξετάζοντας σ’ αυτή την εγκύκλιο την πτώση του Βυζαντίου δέχεται ως κύρια αιτία της την εκτροπή της πίστης από την αλήθεια και την απομάκρυνση των ορθοδόξων από τα ορθά δόγματα της καθολικής εκκλησίας. Τούς καλεί λοιπόν να δεχθούν με ευλάβεια το Φλωρεντινό δόγμα, ότι δηλαδή ο Πατήρ και ο Υιός είναι η αρχή του Πνεύματος και ότι αυτό εκπορεύεται από τούς δύο σαν από ένα «προβολέα». Αφού τούς ομιλεί για τις αγρυπνίες και τις εσωτερικές του ανησυχίες, πού τον βασάνισαν ώσπου στο τέλος να πεισθεί και ο ίδιος επάνω στο ζήτημα αυτό, τούς παρακινεί να έχουν ως «κεφαλήν και άρχοντα» της Εκκλησίας τον πάπα, να τον σέβονται και να τον ακολουθούν, επειδή τούς οδηγεί στον δρόμο προς την αιώνια ζωή. Κηρύσσει δηλαδή την ένωση των εκκλησιών, την Ουνία, με βάση την αναγνώριση του πάπα ως αρχηγού της χριστιανικής εκκλησίας, χωρίς όμως να καταργεί τα ήθη και έθιμα την λατρεία των ορθοδόξων. Ο Βησσαρίων καθιερώνει μάλιστα και υποτροφία για 16 ορθόδοξους (ενωτικών φρονημάτων βέβαια) ιερείς, οι οποίοι θα οικείωναν τον Κρητικό λαό με τις αλήθειες της καθολικής εκκλησίας. Από τούς 16 αυτούς ιερείς θα εκλέγονται οι πρωτοπαπάδες του Χάνδακα, Σητείας, Ρεθύμνου και Χανίων. Στην πράξη όμως οι προνομιούχοι αυτοί ιερείς ορίζονται σε 12 και επιδοτούνται με ένα μέρος (γύρω στα 300 δουκάτα) από τα εισοδήματα του πατριαρχείου στην Κρήτη. Η Ουνία υπήρξε το πιο δραστικό όπλο της καθολικής εκκλησίας, γιατί ήταν το πρώτο σπουδαίο βήμα προς την Ένωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του καρδιναλίου Ισιδώρου, οι ενωτικοί (ουνίτες) ανέβαιναν στον εξογκωμένο αριθμό των 20 χιλιάδων. Την ουνία επίσης χρησιμοποιούν με επιτυχία ως δόλωμα έναν αιώνα αργότερα οι Ιησουίτες στην Πολωνία και στην νοτιοδυτική Ρωσία. Μολαταύτα στις ελληνικές χώρες, καθώς και τις κοινότητες του εξωτερικού, η καθολική προπαγάνδα συναντά ισχυρή αντίδραση. Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, όπου οι κάτοικοι ήταν προσκολλημένοι στην ορθοδοξία, μάταια η δυτική εκκλησία προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών της.
Ο δόγης Χριστόφορος Maurus με έγγραφο προς τούς διοικητές της Κρήτης (15-9-1463) προσπαθεί να προστατεύσει τούς ενωτικούς ιερείς και κοσμικούς από την περιφρονητική στάση και από τις πιέσεις των ορθοδόξων, στοιχείο πού μαζί με άλλα πολλά δείχνουν την φιλενωτική πολιτική της Βενετίας την εποχή εκείνη ύστερ’ από την ανακάλυψη της συνωμοσίας του Σήφη Βλαστού. Μολαταύτα οι Βενετοί δεν παίρνουν ενεργό μέρος υπέρ των ενωτικών, μένουν γενικά ουδέτεροι και προσπαθούν να οικονομήσουν όπως όπως τα πράγματα μη θέλοντας να ερεθίσουν τα πνεύματα των εντοπίων στο νησί. Άλλωστε οι σχέσεις των πολιτικών αρχών και των κληρικών δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Έπειτα η κατάσταση του κλήρου, τόσο του λατινικού όσο και του ελληνικού, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Αμάθεια, πλεονεξία, δεισιδαιμονία, ανηθικότητα, αμέλεια των καθηκόντων τους κ.λ. ήταν καθημερινά φαινόμενα το βίου των κληρικών, από τούς επισκόπους ως τούς ιερείς. Την κατάπτωση αυτή, ιδίως των Λατίνων, στάθηκε αδύνατο να την αναστείλουν οι αποφάσεις και τα μέτρα, πού έλαβε ο αρχιεπίσκοπος Gerolamo Lando στις αλλεπάλληλες τοπικές συνόδους το 1467, 1474 και 1486. Η κατάσταση αυτή ευνοούσε την βαθμιαία αφομοίωση των Βενετών αποίκων από τούς ντόπιους. Έτσι κατά τον 16 αι. μερικές καθολικές επισκοπές της Κρήτης παύουν να υφίστανται. Μάταια ο Κρητικός ενωτικός Γεώργιος Παλαιόκαπας, πρύτανης (rector) της νομικής σχολής της Πάδοβας (1544) και αργότερα μοναχός και επίσκοπος, επιχειρεί να ιδρύσει μια ελληνική καθολική επισκοπή, της Κισάμου. Το σχέδιό του ναυαγεί εμπρός στην αντίδραση τόσο των Ελλήνων, όσο και των Λατίνων. Μετά τον θάνατό του (1590), με τα χρήματα κληροδοτήματός του 12 Έλληνες μπορούσαν να σπουδάζουν στην Ρώμη ή στην Πάδοβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.