Του Γιώργου Καμβυσέλλη
Στη κορφή σαν ανέβαινα τη περασμένη βδομάδα, ο Ανεμόγιαννος, με τη κελαριστή όλο μελωδία κι αγριάδα φωνή του, καλούσε τα πρόβατα να τα μαντρώσει και να τα ταΐσει.
Ακούγανε αυτά, διακόσια μέτρα μπορεί και παραπάνω αλάργα, γυρίζανε τη κεφαλή, βλέπανε, μα δε σιμώνανε. Ακλουθούσανε το μπροστάρη το κριό που τρεχάτος τα πάγαινε παραπέρα, στη πλαγιά με το μπόλικο χορτάρι και τη μεγάλη άπλα. Πολλά στρέμματα χορταριασμένα, σε καθαρό τόπο χωρίς ασπαλάθους και χωρίς συρματοπλέγματα να τους στερούνε τη λευτερία τους.
Φουρκίστηκε ο βοσκός, έμπηξε πιότερο φωνή αγριεμένη, μια, δυο, τρεις, έστειλε και το τσοπανόσκυλο, πισωγύρισε το μπροστάρη κριό, που αρχίνηξε πάλι να τρέχει με τα υπόλοιπα πρόβατα ξοπίσω του, κι ήρθανε ως τον αφέντη. Τα μάντρωσε αυτός στο ξεροχώραφο το χιλιοταϊσμένο με τα αψηλά ντουβάρια και το αγκαθωτό σύρμα που να μη μπορεί κανένα να ξεφύγει, μηδέ να περπατήξει λεύτερα, αφού το χωράφι ήταν και δεν ήταν μισό στρέμμα, και τους έριξε μισό τσουβάλι καλαμπόκι. Ορμήξανε, τρώγανε με λαιμαργία, και μοναχά ο κριός απόμεινε στην άκρη και λόγιαζε μια το συννεφιασμένο ουρανό και μια την απεναντινή πλαγιά με τη μπόλικη βοσκή μέσα και προ παντός τη λευτερία. Ήθελε να πηδήξει το μαντρότοιχο, μέτραγε τις δυνάμεις του και το μπορούσε, μα δε του πήγαινε να αφήσει τα άλλα ζώα πεντάρφανα κι απροστάτευτα. Κι έτσι έμεινε σκεφτικός νηστικός και περίλυπος. Ως το βράδυ.
Καθώς προσπερνούσα το βοσκοτόπι, καλημέρισα τον Ανεμόγιαννο που δίπλα στο σκίνο ήταν γερμένος στη κατσούνα του απάνω και σκούπιζε τον ιδρό του, ας ήταν και δροσινάδα, κι έτσι που είδα να γυαλίζει το αυλακωμένο του πρόσωπο, έκοψα το βηματισμό μου να τον θαμάξω.
- Ανάθεμά το, για ζωντανό! Πολλά ξύπνιος κι επαναστάτης μου βγήκε, είπε και κάρφωσε με την αετίσια ματιά του το κριάρι.
- Δεν σε υπακούει έ;
- Με τίποτα δε μπαίνει στο φράμμα .
- Γιατί;
- Επειδής γυρεύει τη λευτερία του. Γι αυτό. Να σου πω την πάσα αλήθεια τον αρέσω γιατί μου μοιάζει, μα ο κερατάς κάθε πρωί, με παιδεύει.
- Είναι πολύ όμορφος και καμαρωτός με τα μαύρα ματόφρυδά και τα αυτιά του. Και τα στριφτά, ίδια αγριμιού κέρατα του!
- Περήφανο ζο, και πεισματάρικο. Δε το βλέπεις; Μπουκιά δε βάνει στο στόμα του. Στέκει και θωρεί καρσί την αγριγιάδα και την απλάδα με το χορτάρι. Μα έλα ντε που είναι κοινοτικό και το βόσκουν άλλοι;
- Γιατί δεν το ελευθερώνεις; Δε θα κάνει μεγάλη ζημιά.
- Δε φεύγει μονάχο. Θέλει ολόκληρο το κοπάδι μαζί του.
Στράφηκα, χαιρέτηξα, κι έκανα να κατηφορίσω σαν τον άκουσα να μονολογεί.
- Θα το φάει το κεφάλι του! Πολλά ψηλά το σήκωσε θαρρώ.
Στην ισιάδα σα βρέθηκα, δίπλα στο γιαλό, ένα άλλο κοπάδι, με ένα πιο ήμερο και λεπτοκαμωμένο κριάρι να πασκίζει μα να μη τα καταφέρνει πρωτολάτης να γενεί, έτρεχε να μπει σε ένα ξέφραγο χωράφι με τριφύλλι. Από την άλλη άκρη, εκατό μέτρα πίσω, τα είδε η τσοπάνισσα, κούνησε τη κεφαλή της, τα φώναξε μια δυο φορές, κι ευτύς, υπακούσανε στην αφέντισσα, κάνανε μεταβολή, πήγανε τρεχάτα πάλι κοντά της, μπήκανε στο μικρό χωράφι, ίσα να τα χωρεί, και χαρούμενα, αποχαυνωμένα θαρρείς, τρώγανε το λιγοστό καλαμπόκι που τους έριξε. Μαζί και το κριάρι. Να μη ξεχωρίζει. Μόνο να πασκίζει πιότερο από τ’ άλλα να φάει. Το χάδεψε η Σπανακομαριά η τσοπάνισσα, του έδωκε ξέχωρα μια χούφτα καλαμπόκι, κάτι μουρμούριξε κι έφυγε.
Έλαχε να περνώ την ώρα που σφαλνούσε τη καγκελόπορτα. Τη καλημέρισα και παίνεψα τα ζωντανά της.
- Καλά είναι τα έρμα, είπε.
- Και το αρσενικό, …
- Κριγιός πρώτο πράμμα! Υπάκουος! Γι αυτό και του έβανα κουδούνι. Θα τον κρατήσω, χρόνια.
Την άλλη μέρα περνούσα από του Πλεύρη το χασάπικο. Ο Ανεμόγιαννος με μια χούφτα παράδες, έστεκε λυπημένος και θωρούσε ένα αχνιστό ακόμα ζωντανό που κρεμόταν στο τσιγκέλι.
Τα στριφτά κέρατά του, ίδια αγριμιού, βαλμένα στην άκρη θα στολίζανε, μου είπανε, το κρεοπωλείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.