Μετά την κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας και την ανακήρυξη της Κρητικής Αυτονομίας (1898-1913), τα ζητήματα της Εκκλησίας Κρήτης αντιμετώπισε η Κρητική Πολιτεία. Ο τελευταίος μητροπολίτης της περιόδου της Τουρκοκρατίας ήταν ο Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης (1870 -1898). Μετά τον θάνατο του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε νέο μητροπολίτη Κρήτης τον επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, αλλά η επαναστατική κυβέρνηση αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο μητροπολιτικό ζήτημα, το οποίο ρυθμίστηκε με το Νόμο 276/1900 της Κρητικής Πολιτείας. Ο Ευμένιος ενθρονίστηκε ως κανονικός μητροπολίτης (14 Μάιου 1900) και το θέμα έληξε. Στη διευθέτηση αυτή προσέφεραν τις καλές υπηρεσίες τους ο διαπρεπής Επτανήσιος νομομαθής Ιωάννης Σκαλτσούνης και ο επί της Δικαιοσύνης σύμβουλος (υπουργός) Ελευθέριος Βενιζέλος. Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, οι Μονές, που υπερέβαιναν τότε τις 50, περιορίστηκαν στις μισές. Οι υπόλοιπες κρίθηκαν διαλυτές, εφόσον ο αριθμός των μοναχών περιοριζόταν κάτω των έξι, ήταν διαλυμένες αμέσως. Εάν είχε τελεσίδικη ισχύ η εφαρμογή του παραπάνω νόμου θα διασώζονταν τότε μόλις εννιά Μονές σε ολόκληρη την Κρήτη. Αλλά με βάση νεότερο νόμο της Κρητικής Πολιτείας, τον 553 της 17 Ιουλίου 1903, ανασυστάθηκαν ως αυτοτελείς όλες οι Μονές που είχαν τουλάχιστον έξι μοναχούς και ως παραρτήματα τους όσες είχαν λιγότερους. Με τον νόμο 276/1900 ρυθμίστηκαν και άλλα ζητήματα, κυρίως επισκοπικά. Καταργήθηκε οριστικά η Επισκοπή Χερρονήσου και προστέθηκε στην επισκοπική περιφέρεια της Μητροπόλεως. Η Επισκοπή Αρκαδίας μετατέθηκε στην περιοχή της Μεσαράς, με έδρα τους Αγίους Δέκα, ενώ η επαρχία Βιάννου προσαρτήθηκε στην Επισκοπή Πέτρας. Η Διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Κρήτης διατήρησε τον τύπο του μητροπολιτικού συστήματος. Ο Καταστατικός Χάρτης, που όριζε τα πλαίσια της σχετικής αυτονομίας, έγινε δεκτός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από τον Ύπατο Αρμοστή της νήσου. Ο μητροπολίτης και οι επίσκοποι συγκροτούσαν την Επαρχιακή Σύνοδο, που συνερχόταν τακτικώς μία φορά τον χρόνο και εκτάκτως όταν υπήρχε σοβαρή ανάγκη. Στις συνεδρίες συμμετείχε χωρίς δικαίωμα ψήφου κυβερνητικός επίτροπος. Οι Επίσκοποι Κρήτης εκλέγονταν από την Επαρχιακή Σύνοδο, η οποία εξέλεγε και τους τρεις υποψήφιους για τον μητροπολιτικό θρόνο, από τους οποίους το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέλεγε τον έναν ως μητροπολίτη. Ο Καταστατικός Χάρτης εξακολούθησε να ισχύει και μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (Ί913) και υπήρξε η βάση του ημιαυτόνομου διοικητικού καθεστώτος της Εκκλησίας Κρήτης. Η τελευταία σελίδα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κρήτης (1900), με τις υπογραφές των Αρχιερέων της Μεγαλονήσου και του Ηγεμονικού Κυβερνητικού Επιτρόπου Ελευθερίου Βενιζέλου. Από τον Κώδικα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.