Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Ο ΛΥΣΣΟΓΙΩΡΓΗΣ

Η ανταρσία το Λυσσογιώργη ή Καντανολέου στην Κρήτη (1527).
Στα 1527 σημειώνεται εξέγερση ορισμένων ορεινών χωριών έξω από τα Χανιά. Είναι ή ανταρσία τού Λυσσογιώργη, όπως αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα της εποχής -ή τού Καντανολέου, όπως έγινε γνωστή αργότερα . Ο Λυσσογιώργης, ενεργώντας κατά τα πρότυπα των βενετικών αρχών αυτοχειροτονήθηκε διοικητής (rettore) και έδωσε τα άλλα αξιώματα σε ανθρώπους τής γενιάς του.
Αιτία της ανταρσίας ήταν οι καταχρήσεις και καταπιέσεις των κατώτερων υπαλλήλων σε βάρος των χωρικών, πολλοί από τούς οποίους αναγκάζονταν να καταφεύγουν στα βουνά και να φυγοδικούν . Η Βενετία ανήσυχη παίρνει τα κατάλληλα μέτρα: ό δόγης με την επιστολή του της 27 Απριλίου 1527 συνιστά στον γενικό καπετάνιο (capitano general) της Κρήτης Cornelio ή Cornaro να μη βιαστή, αλλά να περιμένη τις ενισχύσεις, πού θα φέρη ό στόλος. Πραγματικά ό Cornelio επί πολλούς μήνες δεν κινείται, περιμένοντας να ετοιμαστή καλά. Ακόμη στις 12 Οκτωβρίου 1527 αναφέρει στο Συμβούλιο των Δέκα ότι το δημόσιο ταμείο του Χάνδακα δεν έχει τα χρήματα, πού τού είναι απαραίτητα για να εκστρατεύση εναντίον των επαναστατών, και ότι του χρειάζονται 100 μικρά πυροβόλα (falconi). Στο μεταξύ με την υπόσχεση αμνηστείας είχε κατορθώσει να στρέψη εναντίον των ανταρτών 60 περίπου φυγοδίκους ή άλλους καταδικασμένους για εγκλήματα. Τέλος στις 19 Οκτωβρίου, ίσως μετά την συμπλήρωση των ετοιμασιών, ό δούκας τής Κρήτης Bernardino Superantio (Soranzo) μέ τούς συμβούλους του Zuan Francesco Lion και Jacomo Surian διατάζουν τον Cornelio να συντρίψη τούς στασιαστές και του εκχωρούν πλήρη δικαιοδοσία στα πολιτικά και ποινικά ζητήματα.
Έτσι στις 20 Οκτωβρίου ξεκινά ό Cornelio από το Ηράκλειο προς το Ρέθυμνο με ένα λόχο πεζικού, με τον Ανδρέα Καλλέργη και τούς οπαδούς του και με 200 «Αλβανούς», δηλαδή stradioti. Κατόπιν βαδίζει εναντίον τού Άλικάμπου, πού κατοικούνταν από 250 οικογένειες της γενιάς των Κόντων, «χειρίστων και αρπάγων», όπου επί 15 χρόνια δεν είχε πατήσει δημόσιος υπάλληλος, όπως έγραφε στην έκθεσή του της 2 Νοεμβρίου ό Cornelio, δηλαδή όπου οι αυθαιρεσίες των υπαλλήλων δεν ίσχυαν, όπως πρέπει να συμπεράνη ό ιστορικός. Οι κάτοικοι τού χωριού σκορπίστηκαν αμέσως στα απότομα και άγρια βουνά τους, όπου μετέφεραν και έκρυψαν τα πράγματά τους. Τότε ό Cornelio έστειλε 700 άνδρες με οδηγούς Σφακιανούς, για να καταδιώξουν τούς φυγάδες, ενώ ό ίδιος πήγε στο χωριό Αλίκαμπος. Εκεί παρουσιάστηκαν εμπρός του 80 φοβισμένοι κάτοικοι πού τούς έστειλε με συνοδεία στα Χανιά, ενώ άλλους 8 πού έπιασε την στιγμή πού έφευγαν τούς εξετέλεσε επί τόπου. Σύγχρονα διακήρυξε ότι όποιος ξαναγυρίση στον Αλίκαμπο δεν πρόκειται να πάθη τίποτε. Πραγματικά άρχισαν λίγοι λίγοι να παρουσιάζωνται. Κατόπιν βάδισε προς τα Κεραμειά και τα Μεσκλά, όπου επανέλαβε τα ίδια με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν όλοι οι κάτοικοι. Των άλλων όμως χωριών δεν κατέβηκαν, γιατί προφασίστηκαν, όπως γράφει ό Cornelio, ότι ήταν μακριά. Η αλήθεια είναι ότι τα χωριά εκείνα, Άνω και Κάτω Κεραμειά, Άνω και Κάτω Ακαρανού, Άνω και Κάτω Χριστογέρακα, Λάκκοι κ.λ. αποτελούσαν την κυρία εστία των επαναστατών .
Έγιναν άραγε κατόπιν συγκρούσεις στην περιοχή των Λάκκων; Το μόνο πού γνωρίζουμε είναι ότι ό Cornelio με την επιστολή του τής 29 Νοεμβρίου ειδοποιούσε τον δόγη ότι είχε αιχμαλωτίσει πολλούς, ότι ήλπιζε να πιάση και εκείνους πού είχαν διαφύγει στα βουνά, ότι είχαν καλό τέλος οι ύπήκοοι. Κατόπιν ο δόγης στην απαντητική του επιστολή της 21 Ιανουαρίου 1528 συνέχαιρε τον Cornelio για την καταστολή της ανταρσίας και την «σαφή διάταξη» των στρατευμάτων, στοιχεία πού μαρτυρούν για ορισμένες στρατιωτικές κινήσεις των Βενετών και ίσως και για συμπλοκές με τούς επαναστάτες. Σύμφωνα ακόμη με τα στοιχεία αυτά ή ανταρσία εξαλείφθηκε μέσα σε 1 μήνα, μεταξύ 20 Οκτωβρίου - 29 Νοεμβρίου 1527. Ο Cornelio σε πολύ μεταγενέστερη έκθεσή του, της 18 Νοεμβρίου 1528, αναφέρει ότι ύστερ' από το αίσιο πέρας των επιχειρήσεών του εναντίον των επαναστατών, αναγκάστηκε να μείνη με τούς άνδρες του δυό μέρες στην χιονισμένη ύπαιθρο με τρομερό κρύο, για να πιάση τον αρχηγό τους Λυσσογιώργη, αλλά έπειτα, επειδή είδε ότι το ζήτημα αυτό δεν ήταν εύκολο και υπήρχε φόβος να κακοπάθουν οι στρατιώτες του, αποφάσισε να επικηρύξη αυτόν και τούς άνδρες του: όποιος θα τον έπιανε θα έπαιρνε 500 υπέρπυρα από το δημόσιο ταμείο και θα μπορούσε να ζητήση την αμνήστευση δύο επαναστατών· αν τον έπιαναν οι σύντροφοί του, θα αμνηστεύονταν οι ίδιοι· αν πάλιν ένας επαναστάτης παρέδιδε ένα σύντροφό του, θα μπορούσε να προτείνη αμνήστευση δύο άλλων. Συμπληρωματικά στοιχεία αντλούμε από την αναφορά του Cornelio της 2 Απριλίου 1528 προς τον δόγη, όπου εκείνος τονίζει την ανάγκη να δοθούν ηθικές αμοιβές σε 60 περίπου ληστές καταδικασμένους και εκτοπισμένους, πού συνέπραξαν με τις βενετικές αρχές για την καταστολή της ανταρσίας είτε υπηρετώντας τους επί 5 μήνες και 9 μέρες με πίστη και αφοσίωση είτε και συλλαμβάνοντας μερικούς από τούς αντάρτες, πού τούς παρέδωσαν έπειτα στους Βενετούς· γι' αυτό και ό Cornelio συνηγορεί με θέρμη για την παροχή των αμοιβών. Ο αρχηγός της ανταρσίας Λυσσογιώργης με άλλους μαζί συντρόφους του διέφυγε στα βουνά, αλλά πιάστηκε αργότερα -πότε ακριβώς; -από τρεις συντρόφους του, πού τον παρέδωσαν στους Βενετούς για ν' αμνηστευθούν και να πάρουν τα 500 υπέρπυρα, με τα οποία είχε επικηρυχθή. Τα υπέρπυρα αυτά δόθηκαν από τούς Βενετούς στους προδότες συντρόφους του Λυσσογιώργη, αλλά όχι και τα ποσά των άλλων επικηρύξεων- ζήτημα πού στενοχωρούσε τον Cornelio και ζητούσε να λυθή όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Λυσσογιώργης, σύμφωνα με το μεταγενέστερο και όχι πολύ αξιόπιστο Χρονικό του Trivan, μαζί με τούς άλλους αρχηγούς οδηγήθηκε εμπρός στον Βενετό διοικητή των Χανιών και ανακρινόμενος είπε, ότι αρχηγό τον εξέλεξε ό λαός και ότι άσκησε το αξίωμά του, όπως ακριβώς και οι καταγόμενοι από τούς ευγενείς άρχοντες του Βυζαντίου πρόγονοί του, πού κυβερνούσαν το νησί, προτού έλθουν οι Βενετοί. Ο Λυσσογιώργης και οι δύο γιοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο και οδηγήθηκαν στην αγχόνη . Από την τραγωδία αυτή ξεπήδησε το παρακάτω τετράστιχο του λαϊκού ποιητή:
Ποιος είδε Κόντη σύνδικο,
Καντανολέ ρετούρη,
και Πάτερο γραμματικό,
Μουσούρο καντσιλέρη.
Την καταστολή της ανταρσίας την κοινοποίησε ό Cornelio στους διοικητές Χανιών, Ρεθύμνου και Ηρακλείου με την εντολή να δημοσιευθή ιταλικά και ελληνικά σε όλα τα κεντρικά μέρη των χωριών. Ο Cornelio εξετέλεσε πάνω από 700 ανθρώπους, άλλων έκοψε τα χέρια, τα πόδια και πολλούς εξόρισε στην Κύπρο, στα Κύθηρα και στην Ίο, ενώ άλλους τούς έριξε σκλάβους στις γαλέρες και άλλους -τα γυναικόπαιδα, φαίνεται- εκτόπισε στις περιοχές Ηρακλείου και Σητείας. Τα χωριά των επαναστατών καταστράφηκαν από τα θεμέλιά τους και κηρύχθηκαν τόποι ακατοίκητοι με την απειλή να θανατώνεται όποιος συλλαμβάνεται εκεί. Όσο για τον Αλίκαμπο, πού δεν ήταν φέουδο κανενός, θα πουλούνταν προς όφελος του κράτους για να καλυφθούν τα έξοδα τής εκστρατείας. Ασφαλώς ή Πολιτεία του Cornelio θα ήταν πολύ πιο σκληρή άπ' ό,τι την περιγράφει. Τότε έπιασε και εξόρισε στην Κύπρο τούς άνδρες του Αλίκαμπου, 100 τής γενιάς των Κόντων, οι οποίοι με αναφορά τους 9 χρόνια αργότερα, στις 15 Ιουλίου 1536, ζητούσαν την άδεια να ξαναγυρίσουν στην Κρήτη . Οι περισσότεροι έχουν διάφορα παρατσούκλια: Λούπος, Κατσούλης, Μελτζάνης, Βάρδας, Κατόπουλος, Ψαρός, Παλούκης, Τζιτζίκης, Μπούκης, Χαρδαλούπας, Κορδόχειλος κ.λ.. Ανάλογα σκληρή θα ήταν ή στάση του Cornelio και στους κατοίκους των Μεσκλών και των Κεραμειών, πού είχαν κατεβή μόνοι τους στα χωριά. Πάντως εξογκωμένη ήταν ή είδηση πού έσωζε ή προφορική παράδοση των Μεσκλών ως τα χρόνια μας ότι στην «καταστροφή του Καντανολέω» είχε γίνει γενική σφαγή των κατοίκων από τούς Βενετούς. Παρά τα αυστηρά μέτρα του Cornelio και την οργή του, οι εκτοπισμένοι μετά την επιβολή τής τάξης άρχισαν σιγά σιγά να διαρρέουν προς τις πατρίδες τους. Θα πέρασαν όμως πολλά χρόνια, ώσπου να γίνη ό επαναπατρισμός τους και να ξαναρχίσουν την παλαιά ατίθαση ζωή τους. Έτσι ύστερ' από 67 χρόνια, στα 1594, ό καπετάνιος τής Κρήτης Ρ. F. Pasqualigo γράφει :«.δόθηκαν και πάλι στην αρπαγή και σε μιά ζωή πού αχαλίνωτη και αξιόποινη, δίχως να φοβούνται την δικαιοσύνη, σε βάρος των πιο αδύνατων. Όχι μόνο ληστεύουν στην ύπαιθρο και στους δημόσιους δρόμους τα ζώα, μα μπαίνουν και στα χωριά την νύχτα και στα σπίτια του ενός και του άλλου και κάνουν τις ίδιες εκείνες ληστείες, πού, όπως είναι γνωστό, χάνουν οι ληστές στην Μάρκα και στην Ρωμάνια. Ανάμεσα στους άθλιους αυτούς ή οικογένεια των Κοντών, από το χωριό Αλίκαμπο πάνω από τον Αρμυρό του Ρεθύμνου, έχει τούς πιο μεγάλους κακοποιούς, γιατί κατοικούν σε τόπο απρόσιτο, όπου μόνον από να δρόμο στενό και δύσβατο σε μήκος περισσότερο από έξι μίλια μπορεί κανένας να μπή. Οι άνθρωποι αυτοί, με τα προνόμια πού τούς τταραχώρησαν οι Έλληνες αυτοκράτορες τής Κωνσταντινούπολης, πού τα διατηρούν ακόμη, θεωρούν τούς εαυτούς των ευγενείς τής αυτοκρατορίας. Την εποχή τού παραπάνω εκλαμπρότατου Κόρνερ ήταν εκατό οικογένειες, άνθρωποι αγέρωχοι και κακοί. Εξορίστηκαν στην Κύπρο και τα υπάρχοντά τους δημεύθηκαν. Μα ύστερα από λίγα χρόνια γύρισαν στην Κρήτη και τώρα έχουν αυξηθή σε ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό. Γύρισαν και κατοίκησαν στον ίδιο τόπο και ζουν περισσότερο από άλλοτε ανυπότακτοι. Εκείνοι έπειτα της γενιάς του Φούμη, από το χωριό Κεραμειά, ισχυρίζονται και αυτοί, πώς είναι ευγενείς τής αυτοκρατορίας. Πολλοί άπ' αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο για παρόμοιες στάσεις από τον παραπάνω εκλαμπρότατο Κορνάρο· οι υπόλοιποι, όλοι σχεδόν, εξορίστηκαν στην περιφέρεια του Χάνδακα και της Σητείας και το χωριό τους καταστράφηκε, γιατί βρισκόταν σε τόπο οχυρώτατο, πού ήταν μόνο δέκα μίλια μακριά από τα Χανιά. Στην ίδια θέση απαγορεύτηκε ρητά ν' ανοικοδομήσουν πια σπίτια. Παρ' όλ' αυτά, με την πάροδο του χρόνου, ξαναγύρισαν και ξανάκτισαν το χωριό πιο μεγάλο και τώρα είναι τετρακόσιοι άνθρωποι, ανδρείοι βέβαια μα πολύ ανυπότακτοι και επιρρεπείς στις κακές πράξεις, πού ζουν μόνον από τις αρπαγές. Είναι ακόμη οι Καντανολέοι από το χωριό Χριστό Γέρακα· ένας άπ' αυτούς, εκείνο τον καιρό, ήταν τόσο θρασύς πού ανακηρύχθηκε ρετούρης και διόρισε συμβούλους, από την ίδια την γενιά του. Σήμερα όμως δεν αριθμεί πολλά μέλη, όπως οι άλλες γενιές. Είναι ακόμη οι Μουσούροι και οι Σγουράφοι, άνθρωποι με κακά φυσικά, πού κατοικούν στον Ομαλό, στο Ορθούνι και σε άλλα τριγύρω χωριά. Παρ' όλο πού απαγορεύτηκε ρητά να κατοικούν στα οχυρότατα βουνά, όπου ή ανάβαση είναι δυσκολώτατη».
Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ' τομ., Θεσσαλονίκη 1968.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.