Σε μια κωμόπολη της Κρήτης, έμενε πριν κάμποσα χρόνια ένας γέρος που τον έλεγαν Μανωλάκη, έγραφαν τ' όνομά του πάντα με ωμέγα. Όταν τον βλέπαμε να κυκλοφορεί έξω, απαραιτήτως είχε και το γάιδαρό του μαζί. Τις περισσότερες φορές βρισκόταν πάνω στο γάιδαρο καμαρωτός, καθισμένος στο πλάι και κουνώντας ταυτόχρονα και τα δυο του πόδια στην κοιλιά του ζωντανού, χωρίς παραδόξως να πέφτει από το βιασμό του κέντρου μάζας. Άλλες φορές πάλι τον τράβαγε φορτωμένο με ξύλα βρίζοντας από μέσα του για τη μπόρα που ετοιμαζόταν να ρίξει και άλλες απλώς περπάταγε μαζί του χρησιμοποιώντας τον ως διακοσμητικό στοιχείο .
Έμοιαζε καταπληκτικά, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, με την περιγραφή του Σάντσο στο Δον Κιχώτη! Να εξομολογηθώ την αμαρτία μου: Τον είχα άχτι! Τον σιχαινόμουν! Κι αν ο λόγος του μίσους μου, τώρα μου φαίνεται γελοίος, εκείνη την εποχή μου έδωσε κίνητρο να του κάνω μεγάλη καζούρα: Μου είχε πει χαιρέκακα να κουρέψω τα μαλλιά μου γουλί γιατί όταν θα μεγαλώσω, λέει, θα μαδούσαν και θα γινόμουν σαν κι εκείνον καράφλας! Μοιραίο το λάθος του...Ακολούθησε συμβούλιο με τον κολλητό, το Δημήτρη. Μελετήσαμε πολλά σχέδια αντεπίθεσης, όπως να του χαλάγαμε τον αχυρώνα ή να του κατουρούσαμε στις γλάστρες και να του ξεραίναμε τα λουλούδια, αλλά τελικά δε μας ενθουσίαζε κανένα από δαύτα. Κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε, ο Δημήτρης είχε τη φαεινή ιδέα να κάνουμε extreme games: Να βάλουμε φωτιά στο πηγάδι του! Φανταστήκαμε την τροφαντή και αξύριστη φατσούλα του Μανωλάκη να χαζεύει το πηγάδι του ενώ αυτό βγάζει καπνούς, τον φανταστήκαμε να κάνει το σταυρό του σαστισμένος και είπαμε: "Ναι, αυτό είναι!"Βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα να βάλεις φωτιά σ' ένα πηγάδι. Το ξέραμε καλά. Ξέραμε ότι θα χρειαστούμε κάτι εύφλεκτο να ρίξουμε μέσα. Σκεφτήκαμε οινόπνευμα αλλά ήταν πανάκριβο και πάνω στον επιστημονικό μου οίστρο απεφάνθην ότι θα ξεθύμαινε πριν να πέσει στο πηγάδι και δε θ' άναβε. Ύστερα το οινόπνευμα δεν καπνίζει πολύ κι έτσι δε θα είχε το εγχείρημα τα "εφέ" που προσδοκούσαμε. Ο Δημήτρης επέμενε να πετάξουμε χαρτιά, μπαμπάκια, ξύλα και λοιπά καυσοδιάφορα που θα έμεναν πάνω πάνω κι έτσι θ' άναβαν εύκολα. Το πρόβλημα όμως ήταν το νερό. Έπρεπε να καταπολεμήσουμε το νερό του πηγαδιού που θα έβρεχε τα ξύλα και επιπλέον χρειαζόμασταν ικανή ποσότητα προσανάμματος για να πάρουν φωτιά τα καυσοδιάφορα. Η λύση ήρθε από το βενζινάδικο του Χάρη. Σαν να ήταν χθες τον θυμάμαι να μετράει τις οικονομίες μας, τα παγωτά εβδομάδων, για να μας γεμίσει δυο μπιτόνια ντίζελ, τα οποία αγκομαχώντας κουβαλήσαμε ως το σημείο του εγκλήματος. Πριν κάνουμε οτιδήποτε με το πετρέλαιο, φροντίσαμε να ρωτήσουμε ξανά και ξανά αν το πετρέλαιο κάθεται πιο πάνω από το νερό. Τόσα λεφτά θα δίναμε, ήταν κρίμα να πάνε στον πάτο του πηγαδιού και να μην κάνουμε δουλειά. Αδειάσαμε στα μουλωχτά τα μπιτόνια, τα οποία εξαφανίσαμε στην πίσω μεριά του κήπου. Σίγουροι ότι ρίξαμε αρκετό πετρέλαιο και ότι αυτό έμεινε πάνω - πάνω, αποφασίσαμε ότι δε χρειάζεται να ρίξουμε ξύλα και λοιπά στο πηγάδι και να χρονοτριβούμε, αλλά απλώς να βάλουμε φωτιά στο πετρέλαιο. Αυτή όμως ήταν και η μοιραία παράμετρος που δεν υπολογίσαμε από πριν. Το πηγάδι ήταν βαθύ. Ό,τι αναμμένο κι αν ρίξαμε μέσα δεν πρόλαβε να φτάσει αναμμένο στο πετρέλαιο. Ο καλύτερος αυτοσχέδιος μηχανισμός που μπορέσαμε να φτιάξουμε έφτασε μεν στο πετρέλαιο αλλά πέφτοντας με δύναμη έσβησε!!! Απογοητευτήκαμε, εξαφανίσαμε ό,τι πειστήριο του αποτυχημένου εγκλήματος είχε απομείνει στην επιφάνεια και κόψαμε λάσπη. Την άλλη μέρα η τύχη μας έπαιξε άτιμο παιχνίδι: Ο Μανωλάκης έβγαλε νερό από το πηγάδι για να ποτίσει το γάιδαρο κι αυτός, ασυνήθιστος στο να πίνει πετρέλαιο, τίναξε τα πέταλα με δύναμη, λίγα μέτρα μακριά από το καταραμένο πηγάδι. Δεν ήταν το ξύλο που φάγαμε η αιτία να αναθεωρήσουμε μια για πάντα κάποιες απόψεις για τη ζωή, αλλά το πραγματικά δυστυχισμένο πρόσωπο του Μανωλάκη, που έχασε κάτι που αγαπούσε πραγματικά, χωρίς στην ουσία να φταίει αυτός, αλλά εμείς και η μαλακία μας...
Αυτό το καταπληκτικό (απολογητικό) σημείωμα,γράφτηκε το 2003 από κάποιον φίλο που σήμερα ζει στην μακρινή Σκωτία. Εγώ έψαξα και βρήκα για τον φίλο μου και τον γάιδαρο αλλά και τον Μανωλάκη με Ωμέγα, να έτσι για να του θυμίσω λίγο το Καστέλι.
Έμοιαζε καταπληκτικά, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, με την περιγραφή του Σάντσο στο Δον Κιχώτη! Να εξομολογηθώ την αμαρτία μου: Τον είχα άχτι! Τον σιχαινόμουν! Κι αν ο λόγος του μίσους μου, τώρα μου φαίνεται γελοίος, εκείνη την εποχή μου έδωσε κίνητρο να του κάνω μεγάλη καζούρα: Μου είχε πει χαιρέκακα να κουρέψω τα μαλλιά μου γουλί γιατί όταν θα μεγαλώσω, λέει, θα μαδούσαν και θα γινόμουν σαν κι εκείνον καράφλας! Μοιραίο το λάθος του...Ακολούθησε συμβούλιο με τον κολλητό, το Δημήτρη. Μελετήσαμε πολλά σχέδια αντεπίθεσης, όπως να του χαλάγαμε τον αχυρώνα ή να του κατουρούσαμε στις γλάστρες και να του ξεραίναμε τα λουλούδια, αλλά τελικά δε μας ενθουσίαζε κανένα από δαύτα. Κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε, ο Δημήτρης είχε τη φαεινή ιδέα να κάνουμε extreme games: Να βάλουμε φωτιά στο πηγάδι του! Φανταστήκαμε την τροφαντή και αξύριστη φατσούλα του Μανωλάκη να χαζεύει το πηγάδι του ενώ αυτό βγάζει καπνούς, τον φανταστήκαμε να κάνει το σταυρό του σαστισμένος και είπαμε: "Ναι, αυτό είναι!"Βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα να βάλεις φωτιά σ' ένα πηγάδι. Το ξέραμε καλά. Ξέραμε ότι θα χρειαστούμε κάτι εύφλεκτο να ρίξουμε μέσα. Σκεφτήκαμε οινόπνευμα αλλά ήταν πανάκριβο και πάνω στον επιστημονικό μου οίστρο απεφάνθην ότι θα ξεθύμαινε πριν να πέσει στο πηγάδι και δε θ' άναβε. Ύστερα το οινόπνευμα δεν καπνίζει πολύ κι έτσι δε θα είχε το εγχείρημα τα "εφέ" που προσδοκούσαμε. Ο Δημήτρης επέμενε να πετάξουμε χαρτιά, μπαμπάκια, ξύλα και λοιπά καυσοδιάφορα που θα έμεναν πάνω πάνω κι έτσι θ' άναβαν εύκολα. Το πρόβλημα όμως ήταν το νερό. Έπρεπε να καταπολεμήσουμε το νερό του πηγαδιού που θα έβρεχε τα ξύλα και επιπλέον χρειαζόμασταν ικανή ποσότητα προσανάμματος για να πάρουν φωτιά τα καυσοδιάφορα. Η λύση ήρθε από το βενζινάδικο του Χάρη. Σαν να ήταν χθες τον θυμάμαι να μετράει τις οικονομίες μας, τα παγωτά εβδομάδων, για να μας γεμίσει δυο μπιτόνια ντίζελ, τα οποία αγκομαχώντας κουβαλήσαμε ως το σημείο του εγκλήματος. Πριν κάνουμε οτιδήποτε με το πετρέλαιο, φροντίσαμε να ρωτήσουμε ξανά και ξανά αν το πετρέλαιο κάθεται πιο πάνω από το νερό. Τόσα λεφτά θα δίναμε, ήταν κρίμα να πάνε στον πάτο του πηγαδιού και να μην κάνουμε δουλειά. Αδειάσαμε στα μουλωχτά τα μπιτόνια, τα οποία εξαφανίσαμε στην πίσω μεριά του κήπου. Σίγουροι ότι ρίξαμε αρκετό πετρέλαιο και ότι αυτό έμεινε πάνω - πάνω, αποφασίσαμε ότι δε χρειάζεται να ρίξουμε ξύλα και λοιπά στο πηγάδι και να χρονοτριβούμε, αλλά απλώς να βάλουμε φωτιά στο πετρέλαιο. Αυτή όμως ήταν και η μοιραία παράμετρος που δεν υπολογίσαμε από πριν. Το πηγάδι ήταν βαθύ. Ό,τι αναμμένο κι αν ρίξαμε μέσα δεν πρόλαβε να φτάσει αναμμένο στο πετρέλαιο. Ο καλύτερος αυτοσχέδιος μηχανισμός που μπορέσαμε να φτιάξουμε έφτασε μεν στο πετρέλαιο αλλά πέφτοντας με δύναμη έσβησε!!! Απογοητευτήκαμε, εξαφανίσαμε ό,τι πειστήριο του αποτυχημένου εγκλήματος είχε απομείνει στην επιφάνεια και κόψαμε λάσπη. Την άλλη μέρα η τύχη μας έπαιξε άτιμο παιχνίδι: Ο Μανωλάκης έβγαλε νερό από το πηγάδι για να ποτίσει το γάιδαρο κι αυτός, ασυνήθιστος στο να πίνει πετρέλαιο, τίναξε τα πέταλα με δύναμη, λίγα μέτρα μακριά από το καταραμένο πηγάδι. Δεν ήταν το ξύλο που φάγαμε η αιτία να αναθεωρήσουμε μια για πάντα κάποιες απόψεις για τη ζωή, αλλά το πραγματικά δυστυχισμένο πρόσωπο του Μανωλάκη, που έχασε κάτι που αγαπούσε πραγματικά, χωρίς στην ουσία να φταίει αυτός, αλλά εμείς και η μαλακία μας...
Αυτό το καταπληκτικό (απολογητικό) σημείωμα,γράφτηκε το 2003 από κάποιον φίλο που σήμερα ζει στην μακρινή Σκωτία. Εγώ έψαξα και βρήκα για τον φίλο μου και τον γάιδαρο αλλά και τον Μανωλάκη με Ωμέγα, να έτσι για να του θυμίσω λίγο το Καστέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.